Πώς θα χρωματίσουμε «τις 150 αποχρώσεις του γκρι» στον καμβά που υπάρχει μέσα μας

Υπάρχουν και αυτές οι μέρες…

Που ανοίγεις τα μάτια σου και δεν έχεις όρεξη να σηκωθείς, όχι γιατί θέλεις να χουζουρέψεις λιγουλάκι, αλλά γιατί νιώθεις ότι έχεις να σκαρφαλώσεις ένα βουνό, ακόμα και αν ο δρόμος μπροστά σου είναι μια απόλυτη ευθεία.

Που όταν σηκώνεσαι από το κρεβάτι, αισθάνεσαι το σώμα σου βαρύ, ακόμη και αν δεν έχεις φάει τίποτα το προηγούμενο βράδυ.

Που κοιτάζοντας τον εαυτό σου στον καθρέφτη, σε βλέπεις πιο άσχημη από την προηγούμενη ημέρα, ακόμη και αν εξακολουθείς να είσαι ίδια και απαράλλακτη.

Που η κίνηση στους δρόμους σου φαίνεται ακόμα  πιο ανυπόφορη, ακόμη κι αν έχεις οδηγήσει μόνο ένα λεπτό παραπάνω για να φτάσεις στη δουλειά σου.

Όταν, λοιπόν, συμβαίνουν αυτά και άλλα περισσότερα τραγικά, όπως εσύ τα αντιλαμβάνεσαι εκείνες τις στιγμές, είναι προφανές ότι βασανίζεις τον εαυτό σου βιώνοντας «τις 150 αποχρώσεις του γκρι» που διαφέρουν κατά πολύ από τις υπερσεξουαλικές 50 αποχρώσεις του ίδιου χρώματος.
Οι υπόλοιπες 100 αποχρώσεις, λοιπόν, που συμπληρώνουν το γκρι πακέτο εμπεριέχουν όχι μόνο τις γνωστές 10 πληγές του Φαραώ, αλλά και νεύρα, θλίψη, θυμό, απογοήτευση, ρυτίδες, θερμίδες, μειώσεις μισθών, κουτσομπολιά, παρεξηγήσεις, μικροπρέπειες, αναβολή σχεδίων, απώλειες, εκλείψεις, ανάδρομους Ερμήδες, νέες άσπρες τρίχες, δυσπεψίες, ημικρανίες, πάσης φύσεως ασθένειες, έξοδα, εφορίες, ασφαλιστικές εισφορές, βροχές, κατακλυσμούς, υγρασίες στα ταβάνια, μέχρι και κουνούπια.
Έτσι, λόγω όλων των παραπάνω, αρχίζεις εύκολα να πιστεύεις ότι όση τερακότα κι αν βάλεις στα μάγουλά σου, το χρώμα γκρι με τις 150 αποχρώσεις του, πλέον θα κατσικωθεί μόνιμα στο πρόσωπό σου.

Κι επειδή ενός γκρι κακού, μύρια έπονται, φυσικό είναι όλα να σου φταίνε, ακόμη και ο Κοέλιο, αρχίζοντας να πιστεύεις, ότι το σύμπαν, σε καμία περίπτωση, δεν συνωμοτεί για να καταφέρεις αυτό που επιθυμείς, αλλά συνωμοτεί για να σε καταστρέψει μια για πάντα.

Ακόμη, όμως και μέσα σε αυτές τις γκρι ημέρες, μπορεί τα πράγματα να είναι πιο φωτεινά απ’ όσο φαίνονται. Ίσως κάπου στο βάθος να υπάρχει μια ηλιαχτίδα, η οποία μπορεί να μη διακρίνεται εύκολα ανάμεσα στα πολλά σύννεφα, αλλά αν κοιτάξεις βαθύτερα, είναι πολύ πιθανό να μπορέσεις να την εντοπίσεις. Ίσως να κρύβεται κάτω από τον καναπέ σου, ή μέσα στη ντουλάπα σου, στο άρωμα των σεντονιών σου, ή στις φωτογραφίες από τις διακοπές σου. Μπορεί να βρίσκεται σε ένα μήνυμα στο κινητό σου, ή σε μία αγκαλιά. Μπορεί, ακόμη, να ζει στο σπίτι σου κι εσύ να μην της έχεις δώσει ποτέ τη δέουσα προσοχή.

Ίσως, λοιπόν, αν κοιτάξεις -κοιτάξω- καλύτερα, τότε οι 150 αποχρώσεις του γκρι, αρχίσουν σιγά-σιγά να δημιουργούν έναν εμπριμέ καμβά. Και τότε, μάλλον, θα συνειδητοποιήσουμε πως έχουμε πολλούς περισσότερους λόγους, απ’ όσους νομίζαμε, να χαμογελάμε.

Επειδή, επομένως, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να επιλέγουμε να ζούμε συνέχεια στο γκρι, το οποίο, αν το μουτζουρώσουμε κι άλλο, μόνο στο μαύρο μπορεί να μας οδηγήσει, προτείνω να ξεκινήσουμε, από σήμερα να φτιάχνουμε μία λίστα, με όλους αυτούς τους μικρούς και τους μεγάλους λόγους, που υπάρχουν κάπου στη ζωή μας και είναι ικανοί να σχεδιάσουν στο πρόσωπό μας ένα αληθινό χαμόγελο.

Για τον καθένα από εμάς, αυτοί οι λόγοι είναι, πιθανόν,διαφορετικοί. Ίσως όμως και να μοιάζουν. Αν ψάξει ο καθένας μέσα του και θα τους ανακαλύψει. Είναι, άλλωστε, βαθιά ριζωμένοι στην καρδιά μας, χαρακτηρίζουν την ύπαρξη μας και μας κάνουν ομορφότερους στην ψυχή.

Και κάπως έτσι όλο αυτό το γκρι αρχίζει να ξεθωριάζει και τα πάντα γύρω μας ξεκινούν να χρωματίζονται…

Όταν η οικογένεια σου στέκεται πλάι σου, ακόμα και αν κάποιες φορές θέλεις την ησυχία σου.

Όταν υπάρχει κάποιος που μπορεί να σε ακούσει, ακόμη και αν δεν συμφωνεί πάντα μαζί σου.

Όταν η κορομηλιά στο μπαλκόνι σου, μετά από δύο χρόνια καρποφορεί και τα λουλούδια που νόμιζες ότι ξεράθηκαν, ανθίζουν ξανά.

Όταν οι ιατρικές εξετάσεις των αγαπημένων σου βγαίνουν καλές και το χειρουργείο που έκανε ένας φίλος είχε επιτυχία.

Όταν ακόμα και αν έχεις δυσκολίες στη δουλειά, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε εσένα.

Όταν χαίρεσαι με την επιτυχία κάποιου άλλου, ακόμα και αν εσύ δεν είσαι μέρος της.

Όταν γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους με τους οποίους νιώθεις ότι σας συνδέουν κοινές αξίες και κοινή αισθητική.

Όταν εν μέσω καραντίνας, δεν έπαψες να χαμογελάς και βρήκες την ευκαιρία να περπατήσεις, να σιδερώσεις, να φυτέψεις, να καθαρίσεις, να μαστορέψεις.

Όταν αντιμετώπιζεις τα θέματα υγείας που σε απασχολούν με δύναμη και ψυχραιμία, ακόμη και αν φοβάσαι.

Όταν αγκαλιάζεις με τρυφερότητα τα παιδιά των αγαπημένων σου, ακόμα και αν δεν έχεις δικά σου.

Όταν αισθάνεσαι ότι οι καλοί σου φίλοι είναι παντοτινοί, είτε βρίσκονται καθημερινά στη ζωή σου, είτε όχι.

Όταν τρως το υπέροχο φαγητό της Μαμάς, βουτάς τα πόδια σου στη θάλασσα, ζητάς από τον Μπαμπά σου να σου φτιάξει ένα ράφι για τη ντουλάπα, κοιτάς τον ήλιο κατάματα, διασταυρώνεις τα πόδια σου στον καναπέ με τον άνθρωπό σου, περπατάς στο χωράφι της γιαγιά σου, ταξιδεύεις με το μυαλό και το σώμα σου, γελάς με ένα αστείο, χορεύεις σαν να μην υπάρχει αύριο, τραγουδάς παράφωνα, επισκέπτεσαι το χωριό σου, διασκεδάζεις με τον αδερφό σου που χαχανίζει με ένα χαζό ανέκδοτο, ακούς τη γάτα σου να γουργουρίζει, μαγειρεύεις τις δύο συνταγές που ξέρεις, μειδιάς με ένα γλυκό σχόλιο που διάβασες, συγκινείσαι με μία ταινία, κλείνεις εισιτήρια για το θέατρο, νιώθεις θαλπωρή κοντά στην οικογένεια του συντρόφου σου, ζεις απλές ευτυχισμένες στιγμές. Όταν σου αξίζει ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι.

 

Η «απάλευτη» τοξικότητα των άλλων.

Το τελευταίο διάστημα αρκετές σκέψεις μου, λόγω κάποιων καθημερινών βιωμάτων,  περιστρέφονται γύρω από την έννοια της τοξικότητας και πώς αυτή μας επηρεάζει στη ζωή μας, την οποία διακαώς, αλλά ίσως, μάλλον μάταια, προσπαθούμε να θωρακίσουμε.

Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από μια σχετική αρχή. Η λέξη «τοξικότητα» κυριολεκτικά ορίζεται ως η διαβάθμιση της δυνατότητας μια ουσίας να προκαλέσει βλάβη σε έναν οργανισμό. Τι γίνεται, λοιπόν, όταν αυτή η ουσία, αποκτά συγκεκριμένη ταυτότητα, χαρακτηριστικά και προσωπικότητα, καθώς  εισέρχεται σε έναν, μέχρι πρότινος, υγιή οργανισμό; Πρόκειται, αποκλειστικά, για ένα θέμα χημικών ουσιών ή αφορά σε μια γενικότερη κοινωνική κουλτούρα;

Μια πρώτη διαπίστωση που θα μπορούσε κάποιος να κάνει είναι ότι από τότε που ο άνθρωπος «κατέβηκε από τα δέντρα» και δημιούργησε κοινωνίες και δεσμούς, άρχισε από νωρίς να τραβάει διάφορα ψυχολογικά ζόρια με τους γύρω κοινωνούς του, ασυναίσθητα ή έχοντας πλήρη συνείδηση. Τα ζόρια αυτά θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι, κατά βάση, σχετίζονταν με την πάρτη του και τις δικές του ανασφάλειες. Κοιτάζοντας, λίγο ακόμα, βαθύτερα, ενδεχομένως, όλα αυτά τα ζητήματα που τον καλωσόρισαν στον κόσμο της απύθμενης ανασφάλειας και τον οδήγησαν στην τοξικότητα, σχετίζονταν, όπως σχεδόν και όλα όσα μας χαρακτηρίζουν, με το σπίτι του. Επομένως, λοιπόν, η επαφή οποιουδήποτε με τους άλλους ανθρώπους, πέρα από τα ουσιώδη οφέλη της επικοινωνίας και της συντροφιάς που προσφέρει, φαίνεται πως  μπορεί να προκαλέσει ποικίλα αρνητικά συναισθήματα. Και κάπως έτσι, ανάμεσα στους ανθρώπους των σπηλαίων, θα πρέπει να έκαναν την εμφάνιση τους και οι πρώτοι «τοξικοί άνθρωποι των σπηλαίων».

Από που «προμηθεύονται», όμως, όλο αυτό το δηλητήριο οι τοξικοί άνθρωποι που συναναστρεφόμαστε καθημερινά; Προφανώς, από κάπου, που διατηρείται ζωντανό και αυτός ο χώρος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το κουτί με τις παιδικές αναμνήσεις. Ανεκπλήρωτες ανάγκες, που αιωρούνται σαν φαντάσματα, φτάνουν να προκαλούν αρνητικά συναισθήματα ζήλιας που πηγάζουν από μια προσωπική καλά χαραγμένη επίγνωση της αδυναμίας τους. Μιας αδυναμίας που σχετίζεται με το ποια ήταν η θέση τους στην οικογένεια και τώρα πια στην κοινωνία, στους φίλους, στην εργασία.

Άλλωστε, είναι γνωστό πως η ποιότητα των παιδικών μας χρόνων επηρεάζει κατά πολύ τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε στις σχέσεις που δημιουργούμε ως ενήλικες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ν’ αναγκαζόμαστε να συναναστρεφόμαστε καθημερινά ανθρώπους που αντί να προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν τα αισθήματα ανεπάρκειας που τους ταλαιπωρούν, να αρέσκονται στο να εκσφενδονίζουν σχόλια και προσβολές εις βάρος μας.

Σε κάθε περίπτωση, όσο κι αν είμαστε αυτόνομοι, αυτάρκεις και δυνατοί, αυτές οι συμπεριφορές είναι λογικό να μας πληγώνουν. Και όσο πιο κοντινό είναι αυτό το άτομο σε εμάς, τόσο πιο πολύ επηρεαζόμαστε, μιας και δυστυχώς, δεν συναντάμε τους τοξικούς ανθρώπους, μόνο ανάμεσα σε αγνώστους, αλλά τόσο στο εργασιακό περιβάλλον, όσο δυστυχώς και ανάμεσα σε φίλους. Ακόμη χειρότερα, κάποιες φορές ακόμη και μέσα στην ίδια μας την οικογένειά. 

Μήπως, λοιπόν, παίρνοντας παράδειγμα από τον μικρόκοσμο των social media, πρέπει να αρχίσουμε τα block και τις διαγραφές σε τέτοιου είδους συμπεριφορές; Ή μήπως θα πρέπει να αγνοήσουμε την όποια τοξικότητα, συμπονώντας αυτούς των οποίων  τα σχόλια προκύπτουν από τα δικά τους αισθήματα δυσαρέσκειας για τη δική τους ζωή;

Πώς, λοιπόν θα πρέπει να χειριστούμε την τοξική ουσία που κάποιοι θέλουν να εγχύσουν στον οργανισμό μας;  Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, κάνοντας για εμάς ότι καλύτερο μπορούμε για να γίνουμε εμείς καλύτεροι, στις σχέσεις μας, στη δουλειά, στους οικείους και πάνω απ’ όλα στον εαυτό μας.

Είναι δεδομένο, πως υπάρχει τρόπος  να αποφασίσουμε να απεμπλακούμε, να αγνοήσουμε και να απομακρύνουμε αυτούς που κρίνουμε ότι είναι τοξικοί άνθρωποι για τη ζωή μας. Ας σκεφτούμε λίγο παραπάνω τι τους οδηγεί σε μια τοξική συμπεριφορά, αλλά ας μην τους αφήσουμε να ξεζουμίσουν την ενέργεια μας απορροφώντας το δράμα τους.

Υπάρχουν, άλλωστε, κάποιοι που πάντα θα είναι δυσαρεστημένοι με το ποιοι είναι, ακόμη και αν δεν το παραδέχονται και πάντα αυτή τη δυσαρέσκεια θα τη βγάζουν στους άλλους. Μην εστιάσουμε σε αυτούς, ας δώσουμε την ενέργειά μας σε ανθρώπους που πιστεύουμε και μας έχουν πείσει με τη στάση τους ότι αξίζουν.

Ας γίνουμε και πάλι για λίγο όπως τα παιδιά. Ας θυμηθούμε πως διαλέγαμε τους φίλους μας. Επιλέγαμε δίπλα μας, μέσω μιας μαγικής ανεξήγητης διαδικασίας, αυτούς που με τους οποίους μπορούσαμε να παίξουμε ατελείωτες ώρες. Να θυμώσουμε αλλά και στο τέλος να τους σφίξουμε στην αγκαλιά μας.

Έτσι, λοιπόν, απλά ας επιλέξουμε αυτούς που θέλουμε να συναναστρεφόμαστε. Και επειδή μπορεί όλοι να μην αξίζουν την αγκαλιά μας, ας κρατήσουμε μέσα της τους λίγους. Τους υπόλοιπους, ας τους πλησιάσουμε, θωρακίζοντας όμως την ψυχή και την καρδιά μας.

Ένα, πάντως, είναι σίγουρο. Δεν μπορείς να τους έχεις όλους χαρούμενους και τελικώς, δεν τρέχει και τίποτα αν δεν τους έχεις. Αποδέξου τις αδυναμίες σου, στήριξε τις επιλογές σου. Ψάξε τις σχέσεις που θα σε ανεβάσουν, ενθαρρύνουν και βοηθήσουν να γίνεις η καλύτερη έκδοση του εαυτού σου. Όλους τους άλλους απομάκρυνε τους από πάνω σου μετά την συναναστροφή, όπως πλέον απομακρύνεις όλα τα μικρόβια από τα χέρια σου με αντισηπτικό.  

Όλα αυτά τα «πρέπει» πρέπει να τα κάνω;

 

Σήμερα το πρωί δεν με ξύπνησε ο ήχος του ξυπνητηριού. Άνοιξα τα μάτια μου λίγο πριν και υπολόγισα πόσα ακόμα λεπτά και δευτερόλεπτα μπορούσα να προσποιηθώ ότι έχω ακόμη χρόνο να κάνω πως κοιμάμαι.

Μέχρι να φτιάξω το μαξιλάρι μου, με τρόπο τέτοιο που θα μου προσέφερε τη μέγιστη απόλαυση, το ξυπνητήρι χτύπησε. Εντελώς μηχανικά το έκλεισα και μουρμούρισα: «πρέπει!».

Και το μουρμουρητό συνεχίστηκε. «Πρέπει να σηκωθώ, να ετοιμαστώ και να ξεκινήσω». Κοινώς να ακολουθήσω πιστά το καθημερινό μου πρόγραμμα. Καθώς συνέχισα να μονολογώ μερικά χαμηλόφωνα «πρέπει», ρώτησα ασυναίσθητα τον εαυτό μου «όλα αυτά τα πρέπει, πρέπει να τα κάνω;». Και κάπως έτσι ξύπνησα.

Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, άρχισα να οδηγώ μηχανικά. Το μυαλό μου είχε κολλήσει. Άρχισαν να με κυριεύουν διάφορα ερωτήματα.

  1. Τι είναι τα «πρέπει» ;
  2. Ποιος καθορίζει τα «πρέπει»;
  3. Είναι τα «πρέπει» τα ίδια για όλους;
  4. Υπάρχει κάποιος μηχανισμός που ελέγχει αν τηρούμε τα «πρέπει»;
  5. Ποιος μας επιβραβεύει αν ακολουθούμε με ευλάβεια τα «πρέπει»;
  6. Γιατί μας ορίζουν τα «πρέπει»;

Την ίδια στιγμή άρχισαν να σχηματοποιούνται στο μυαλό μου διάφορα μικρά και μεγάλα «πρέπει» της ζωής μου, τα οποία προσπάθησα κατά καιρούς να υιοθετήσω.

Σκέφτηκα μετά να ψάξω την προέλευση του «πρέπει». Πρόκειται, λοιπόν, για το γ΄ ενικό του αρχαίου ρήματος «πρέπω» το οποίο σημαίνει διακρίνομαι, αλλά και ταιριάζω, ενώ εξίσου σημαντικό είναι το ότι έχει απρόσωπη χρήση. Αυτή η «απρόσωπη χρήση» άρχισε να στριφογυρίζει στη σκέψη μου. Πώς γίνεται αυτό το ρήμα με την «απρόσωπη χρήση», να έχει τόση ξεκάθαρη άποψη για΄μένα και να παίρνει θέση για καθετί που με αφορά προσωπικά;

Ακόμα, όμως και ως προς την ερμηνεία του, ένιωσα πως κουβαλάει ένα βάρος αβάσταχτο. Στο «πρέπει» υπάρχει μια ηθική υποχρέωση και είναι απαραίτητο να γίνει κάτι, ενώ απο την άλλη, στον βασικό αντίπαλό του, στο ρήμα «θέλω», εμπεριέχεται η επιθυμία. Έτσι, στο μυαλό όλων μας τα δύο αυτά ρήματα φαίνεται να βρίσκονται σε δύο παράλληλους δρόμους που δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. Τα «πρέπει» και τα «θέλω».

Ήμουν έτοιμη να αποκηρύξω τα «πρέπει» που θα συναντούσα από εδώ και στο εξής στη ζωή μου. Αναζητώντας σε κείμενα κάτι επιπλέον που θα με βοηθούσε να δαιμονοποιήσω όλα τα «πρέπει» του κόσμου, έπεσα πάνω σε κάτι μαγικό που με εξημέρωσε αυτόματα και ζωγράφισε στο πρόσωπο μου ένα χαμόγελο. Κάτι που με έκανε να σκεφτώ ότι οι δύο παράλληλοι δρόμοι μπορούν και να συναντηθούν σε μία απέραντη, γαλήνια, δροσερή, τρικυμιώδη, ολοζώντανη θάλασσα.

 

Η ζωή και τα πρέπει.

του Τσαρλς Μπουκόβσκι

Η ζωή είναι περίεργη καθώς την ζεις μονάχα μία φορά και την πληρώνεις δέκα.

Έχεις μονάχα μία ευκαιρία για να βρεις την ιδανική συνταγή, μα αν την πετύχεις μία φορά σου είναι αρκετή.

Για να μπορείς λοιπόν να πεις πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει.

Πρέπει τουλάχιστον μία φορά να καεί η γλώσσα και η καρδιά σου.

Πρέπει να γρατζουνιστούν τα γόνατα μα και τα σχέδιά σου.

Πρέπει να αποτύχεις για να επιτύχεις, γιατί όσοι δεν απέτυχαν είναι όσοι ποτέ δε ρίσκαραν.

Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι για να σε γλυκάνει μία σοκολάτα γάλακτος.

Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφιάς όταν βρεις επιτέλους τους σωστούς.

Πρέπει να χάσεις το πτυχίο γαλλικών, την θέση στη σχολή που ονειρευόσουν από παιδί ή έστω τα κλειδιά με το αγαπημένο σου μπρελόκ.

Πρέπει να πληγωθείς μα πρέπει και να πληγώσεις.

Να αποχωριστείς τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις το αέναο πάθος της ζωής σου.

Αφού το βρεις, όποιο κι αν είναι, πρέπει ολοκληρωτικά να του δοθείς.

Πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί και να αναρωτηθείς αν αντέχεις να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.

Πρέπει να διαφωνήσεις με τους γονείς σου και να επιμείνεις στην θέση σου ακόμη κι αν δεν μιλήσετε για μερικές ημέρες.

Να σου κλέψουν πρέπει το πορτοφόλι, την θέση parking ή έστω τη σειρά στο ταμείο.

Να κρυολογήσεις άσχημα επειδή δεν έβαλες ζακέτα.

Να παρακοιμηθείς επειδή ζήτησες πέντε λεπτά ακόμη από το ξυπνητήρι σου.

Πρέπει να πιεις για να ξεχαστείς και αντ’ αυτού να θυμηθείς γιατί αξίζει να ζεις.

Να έρθει πρέπει η στιγμή που δεν θα ξέρεις τη σωστή απάντηση.

Ή ακόμη και η στιγμή που δεν θα έχεις καν απάντηση.

Πρέπει να επιλέξεις το λάθος πακέτο τηλεφωνίας και την λάθος κίνηση στο σκάκι.

Πρέπει να δοκιμάσεις ένα παντελόνι που δεν σου κουμπώνει και να σου κάνουν δώρο μια μπλούζα δυο νούμερα μεγάλη.

Πρέπει να απογοητευτείς από φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα και να υπομείνεις βαρετές ταινίες μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα.

Πρέπει να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα που θα χάσεις και στην αγάπη.

Να μην έχεις ούτε πίτα, ούτε σκύλο.

Οι αντοχές σου πρέπει να σε εγκαταλείψουν πριν φτάσεις στην γραμμή του τερματισμού.

Πρέπει να δεις το τελευταίο λεωφορείο για την θάλασσα να απομακρύνεται το πιο ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού.

Πρέπει να βρεις έναν άνθρωπο για τον οποίο θα τα παρατούσες όλα και να αναγκαστείς να παρατήσεις την ιδέα του μαζί.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως η ζωή σου πήρε έναν δρόμο που δεν διάλεξες εσύ.

Να ευχηθείς να ήσουν για μια στιγμή άλλου, σε εκείνο το “εκεί” που τόσο σου έχει λείψει.

Να έρθει η μέρα που δεν θα μπορέσεις να παραδεχθείς τα συναισθήματά σου, ούτε καν στον εαυτό σου.

Να δεις τον κόσμο σου να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως κάποια όνειρά σου δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ και ακόμη πως ποτέ δε θα καταφέρεις να τα έχεις όλα.

Πρέπει να αναγνωρίσεις, λόγω εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, αφού επιθυμήσεις κάτι που δεν μπορείς να αγοράσεις.

Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.

Και πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.

………………………………………………………………………………………………………………………………

Και έτσι κάπως δειλά, αλλά και με θράσος θα συμπληρώσω με τη σειρά μου:

Πρέπει τα «πρέπει» να μην τα κάνεις όλα.

Πρέπει να κάνεις μόνο όσα πραγματικά θέλεις.

Ζήσε την κάθε μέρα σου, όχι όπως πρέπει, αλλά όπως της πρέπει.

Ο Θαλασσοπόρος και η Ηχώ.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε κάπου στα πέρατα της γης, που κανείς ποτέ δεν γνώρισε που ακριβώς βρίσκονται, ένα μικρό αγόρι ο Βαγγέλης.

Ο μικρός Βαγγέλης, είχε μία μόνο επιθυμία. Όταν μεγαλώσει να κατακτήσει όλες τις θάλασσες της γης. Ονειρευόταν να γίνει σαν τους ατρόμητους πειρατές, που κάθε βράδυ διάβαζε και ζούσε τις περιπέτειές τους πριν κοιμηθεί.

Η τύχη του όμως, ήταν διαφορετική. Αντί για θαλασσοπόρος, γεννήθηκε βοσκός πάνω στα βουνά. Έτσι, λοιπόν, συνόδευε κάθε πρωί τα αρνάκια και τα μοσχαράκια που είχε στο στάβλο του και τα οδηγούσε στις πιο ψηλές κορυφές. Εκεί καθόταν με τις ώρες και ευχόταν μια μέρα να αξιωθεί να δει τη θάλασσα.

Μόνη του παρέα εκεί ψηλά ήταν η Ηχώ. Ήταν η φίλη, που πάντα έβρισκε στα βουνά.Την Ηχώ, βέβαια, την είχε πολλές φορές ακούσει, αλλά δεν είχε μπορέσει, ακόμη, να την δει.

Εκείνος, την χαιρετούσε κάθε μέρα και αυτή του απαντούσε πάντα με τον ίδιο χαιρετισμό. «Γεια σου! Τι κάνεις;», έλεγε ο Βαγγέλης; «Γεια σουυυυ! Τι κάνειςςςς;», απαντούσε η Ηχώ.

Φυσικά, τη ρωτούσε πάντα για τη θάλασσα. Ήλπιζε πως εκείνη, που ήξερε τόσα πολλά για τα ψηλά βουνά να γνώριζε κάτι παραπάνω. Η Ηχώ, όμως, ίσως και από ζήλεια, δεν του απαντούσε ποτέ στην ερώτηση «που είναι η θάλασσα;».Μόνο επαναλάμβανε ρυθμικά την ερώτηση του Βαγγέλη. Ήταν, άλλωστε και αυτή ένα κορίτσι, όπως όλα τα άλλα και ήθελε να δίνουν σημασία μόνο σε εκείνη, σκέφτηκε ο μικρός βοσκός.

Ο Βαγγέλης, βέβαια, δεν είχε καταλάβει πως η φίλη του, κάποιες στιγμές θα προτιμούσε να μην του απαντήσει τίποτα και ότι θα ήθελε τόσο πολύ να του ζητήσει να μην ξαναμιλήσει για τη θάλασσα, την οποία είχε αρχίσει, πλέον, να ζηλεύει.

Εκείνο το πρωινό της είπε πως θα φύγει για να βρει την θάλασσα. Εκείνη, γύρισε το βλέμμα της και σκούπισε τα βουρκωμένα της μάτια. Του είπε πως μπήκε στο μάτι της ένα συννεφάκι και σφίγγοντας το χαμόγελο της, σιώπησε. Ο πόνος ήταν βαθύς. Ήταν σαν να είχε μπει στο μάτι της ταυτόχρονα πιπέρι και λεμόνι.

Δεν του είπε τίποτα άλλο. Δεν της είπε τίποτα άλλο. Και το ταξίδι ξεκίνησε. Ο Βαγγέλης περπάτησε κοντά σε λίμνες, δίπλα σε χωράφια με στάχια, μέσα σε κάμπους με σιτάρι και λευκό βαμβάκι και ποτάμια ορμητικά.

Ήταν μόνος και κουρασμένος. Και τότε τρόμαξε. Τι θα έκανε; Κοίταξε πίσω. Κανείς. Ήθελε ν ’ακούσει και πάλι την φίλη του την Ηχώ. Να νιώσει τη συντροφιά της. Όμως εκείνη είχε μείνει στα βουνά.

Έβαλε το κεφάλι κάτω και άρχισε να τρέχει. Τα δάκρυα του, τον πλήγωναν στο πρόσωπο. Όμως δεν θα σταματούσε. Θα έβλεπε τη θάλασσα και μια μέρα θα το έλεγε στην Ηχώ. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν εκείνη, στο μεταξύ, είχε βρει έναν άλλο φίλο;

Ξάφνου άκουσε κάποια κουδουνάκια. Η Μάνια, ένα αρνάκι και ο Σόλων, ένα μοσχαράκι από το κοπάδι του, τον είχαν ακολουθήσει.Η χαρά του δεν μπορούσε να περιγράφει. Μαζί θα έβρισκαν τη θάλασσα που τόσο ήθελε να γνωρίσει.

Λίγα μέτρα πιο κάτω, μετά το ξέφωτο, οι μυρωδιές αλλάξαν. Είχαν μια γεύση από αλάτι, αλλά και ένα αεράκι δροσερό του χάιδεψε το μέτωπο.Και ναι, μπροστά του ήταν αυτή. Μεγαλοπρεπής και απέραντη. Η θάλασσα του χαμογέλασε.

Έτρεξε κοντά της, της μίλησε, της είπε πως την αναζητούσε.Την επιθυμούσε από πάντα και για πάντα, σαν τους πειρατές. Ο Βαγγέλης ήταν πλέον αυτό που πάντα ονειρευόταν.

Ένας θαλασσοπόρος που θα ταξίδευε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Θα γνώριζε νέες χώρες. Νέους πολιτισμούς. Θα αντιμετώπιζε όλα τα τέρατα της θάλασσας και θα ανακάλυπτε όλους τους κρυμμένους θησαυρούς.

Σε κάποιον, όμως, έπρεπε να πει πως τα είχε καταφέρει. Και ήταν και πάλι μόνος. Το μοσχαράκι, ο Σόλων και το αρνάκι, η Μάνια, είχαν ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής προς το στάβλο.

Σκέφτηκε πως αν δεν μπορείς να μοιραστείς τη χαρά σου με κάποιον που αγαπάς, είναι σαν να μην την έχεις ζήσει. Περπάτησε αρκετά μήπως και βρει κάποιον να μιλήσει.

Άρχισε να περπατά, ώσπου ανέβηκε στο κοντινότερο βουνό. Δεν υπήρχε κανείς. Φώναξε απογοητευμένος: «Είμαι θαλασσοπόρος” και τότε… ακούστηκε εκείνη: «Είμαι θαλασσοπόροςςςςς”.

Ο Βαγγέλης δεν πίστευε στα αυτιά του.Η φίλη του ήταν και πάλι μαζί του.Τον είχε ακολουθήσει. Δεν θέλησε να τον αφήσει ποτέ μόνο.

«Μου έλειψες», της φώναξε. «Μου έλειψεςςς» του απάντησε.

Θέλησε να της φωνάξει πως την αγαπά, αλλά κοκκίνησε και μόνο με την ιδέα πως θα της αποκάλυπτε ένα τέτοιο μυστικό.

Τώρα πλέον, όλα ήταν διαφορετικά για τον Βαγγέλη τον θαλασσοπόρο. Η Ηχώ ήταν εκεί κοντά του και αυτός έλαμπε από ευτυχία, που μπορούσε να μοιραστεί μαζί της το υπέροχο ταξίδι του. 

Και έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

 

 

 

 

 

 

 

To MEGA, η θυσία της Ιφιγένειας, η θεωρία του Νεύτωνα και η πτήση του μπούμερανγκ.

Θυμάμαι έντονα την εποχή που εξέπεμψε για πρώτη φορά. Ήταν Νοέμβριος του 1989 κι εγώ βρισκόμουν στην 1η Γυμνασίου. Τα πρώτα trailers που προβλήθηκαν από το νέο κανάλι, μαζί με την χαρακτηριστική μουσική του σήματός του, για όλα εμάς τα πιτσιρίκια σήμαιναν αυτομάτως πως κάτι πολύ νέο ερχόταν στη ζωή μας. Κάτι που μας ταίριαζε. Άλλωστε πάντα το καινούριο φαντάζει τόσο ελπιδοφόρο.

Ίσως, κάπως έτσι, να ένιωσαν στην εποχή τους και αυτοί που είδαν για πρώτη φορά συσκευή ραδιοφώνου ή έγχρωμη τηλεόραση. Για εμάς που αυτά τα είχαμε ήδη στη ζωή μας ως δεδομένα, το πρώτο ιδιωτικό κανάλι με τόσες διαφορετικές επιλογές, ήταν κάτι καινοτόμο και σίγουρα ταίριαζε απόλυτα με το νεαρό της ηλικίας μας.

Και κάπως έτσι, κάπου ανάμεσα στις πολύχρωμες εικόνες, από τηλεθεάτρια, ονειρεύτηκα ν’ ασχοληθώ με την τηλεόραση…

Όπως, όλα τα παιδιά της ηλικίας μου άρχισα να καταπίνω τη μία μετά την άλλη τις σειρές της κάθε σεζόν. Οι ατάκες από τις «Τρεις Χάριτες» και τους «Απαράδεκτους» άρχισαν να αναπαράγονται στα διαλείμματα.

Και μετά έκανε την εμφάνιση της η Μιρέλλα Παπαοικονόμου φέρνοντας στη ζωή μας τον Άλκη Κούρκουλο. Και ναι, σε ηλικία 17 ετών την έστησα απ’ έξω, ως stoker, από την διπλανή πολυκατοικία, την οποία επισκεπτόταν ο ηθοποιός, με τη συμπαράσταση του παιδικού μου έρωτα, για να του μιλήσω. Και το έκανα. Κάτι που ακόμα δεν το πιστεύω. Ο οποίος, μάλιστα, λόγω της πιεστικής γλυκύτητας μου, αναγκάστηκε να μου αποκαλύψει κατά μία έννοια το τέλος της «Αναστασίας», κάτι που εγώ κράτησα επτασφράγιστο μυστικό. Άλλωστε του το είχα υποσχεθεί. (Σε επαγγελματική μας συνάντηση, πριν από δύο χρόνια, του αποκάλυψα, ότι ουδέποτε πρόδωσα την εμπιστοσύνη που έδειξε στο πρόσωπο μου. Αν και ο ίδιος, προς απογοήτευσή μου, δεν φάνηκε να θυμόταν την ύπαρξη μου).

Λίγο αργότερα μπήκε στη ζωή μας και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης και έτσι απλά, αρκετά θέματα ταμπού άρχισαν ν’ απασχολούν τα σπίτια μας με μια ανάλαφρη φυσικότητα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε μανάδες, κόρες και εραστές, οργανώνονται και τα πρώτα soiree με φίλους για πίτσα και σουβλάκια, υπό τη μουσική υπόκρουση του «Τράβα Σκανδάλη».

Και τα χρόνια περνούν και το «Μεγάλο Κανάλι» αλλάζει, μεγαλώνει, προτείνει, ισχυροποιείται, ενθουσιάζει, γοητεύει, αποδυναμώνεται, απογοητεύει και αποδομείται. Και, δυστυχώς, δαιμονοποιείται. Το περιεχόμενο, οι άνθρωποι του, τα κρυμμένα μυστικά, τα πολιτικά παιχνίδια.

Και κάποια μέρα, στις οθόνες μας εμφανίζεται ένα ερώτημα που απαιτεί να τοποθετηθούμε, το οποίο θυμίζει, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που μας θέτει καθημερινά ο Marc Zuckerberg στο Facebook.

Το δικό του, πάντα επίκαιρο, «Τι σκέφτεστε;» τις τελευταίες ημέρες έχει δώσει τη θέση του σε ένα άλλο ερώτημα: «Το MEGA δεν υπάρχει. Θέλετε να το αφαιρέσετε;» Και τελικώς συνειδητοποιείς πως μπορείς απλά να απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα, ταυτοχρόνως. «Τι σκέφτομαι; Πολύ απλά, ΟΧΙ! Δεν θέλω να το αφαιρέσω!».

Έτσι, λοιπόν, αφού απάντησα στο ερώτημα-δημοψήφισμα των ημερών, έκανα έναν υπολογισμό και συνειδητοποίησα, πως έχοντας ήδη κλείσει 23 χρόνια δουλεύοντας στην τηλεόραση σε προγράμματα όλων των μεγάλων καναλιών, έχω εργαστεί σε 22 παραγωγές του MEGA CHANNEL, ως ρεπόρτερ και αργότερα ως αρχισυντάκτρια και υπεύθυνη εκπομπών, από την ημέρα που με καλωσόρισε η Λίανα Κανέλλη και η Μένυα Παπαδοπούλου, στον 8ο όροφο της Σταδίου.

Και ενώ δεν υπήρξα υπάλληλος του καναλιού, έχω συνδεθεί μαζί του και σε προσωπικό – με τους ανθρώπους του – και επαγγελματικό επίπεδο. Και, φυσικά, έζησα μαζί του και μαζί τους πολύ καλές, μέτριες, αλλά και κακές στιγμές. Και φίλους έκανα, και φίλους έχασα και χάρηκα και γέλασα και απογοητεύτηκα και θύμωσα.

Αλλά τώρα θυμώνω περισσότερο, με την άδικη «θυσία της Ιφιγένειας». Θυμώνω με τον φαιδρό χρησμό, με αυτούς που την οδήγησαν στον βωμό, με το πλήθος που υποστήριξε την θυσία της κόρης, για να πνεύσει ο ούριος άνεμος της «κάθαρσης» από την διαπλοκή και πολύ περισσότερο, θυμώνω με τον πατέρα της τον Αγαμέμνονα, που δεν έκανε κάτι για να την σώσει και «υπέγραψε» την θυσία της.

Σκεπτόμενη, λοιπόν, τόσο πως όλα στην κοινωνία μας και στο σύμπαν είναι συγκοινωνούντα δοχεία, άμεσα ή έμμεσα σε αλληλεπίδραση, όσο και το Νόμο του Νεύτωνα, πως «σε κάθε δράση αντιστοιχεί πάντα μια αντίθετη αντίδραση», πιστεύω πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η αντίδραση ενδεχομένως να καθυστερήσει να εκφραστεί εμπράκτως, αλλά είμαι πεπεισμένη πως θα εκφραστεί.

Θυμίζει, άλλωστε, αρκετά τη θεωρία του μπούμερανγκ που πάντα επιβεβαιώνεται.
Ένα εργαλείο- όπλο, που πλέον είναι παιχνίδι, το οποίο κάποτε χρησιμοποιήθηκε για το κυνήγι, έκανε, κάνει και θα συνεχίζει να κάνει στροφή 180° και να επιστρέφει σ’ εκείνον που το ρίχνει σε οριζόντια θέση.
Και αν ο χειριστής, τελικώς, είναι αδαής για το τι κρατά στα χέρια του, σίγουρα μέσα του θα έχει αρχίσει να διακατέχεται από μία αδημονία, που προκύπτει από φόβο και άγνοια μπροστά στο άγνωστο.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον μύθο, τον ηγεμόνα των Ατρειδών, δεν τον ανέμεναν μετά την Τροία αλαλάζοντας για τη νίκη στον πόλεμο, γκρεμίζοντας για χάρη του τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών, αλλά τον περίμενε η μάνα της κόρης του, η Κλυταιμνήστρα.

Όταν, εν μέσω καλοκαιρινού καύσωνα, μπορείς να φωνάξεις δυνατά πως «Υπάρχει ο Άι Βασίλης»!

Με μικρή καθυστέρηση 1 έτους και 7 μηνών, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Άγιο Βασίλη που έφερε στη ζωή μου το πιο σύνθετο και απαιτητικό δώρο που ζήτησα ποτέ.

Σε γράμμα μου προς εκείνον, τον Δεκέμβριο του 2016, https://almost40something.gr/this-is-40/γράμμα-στον-άγιο-βασίλη/ελπίζοντας στην απόκτηση της συναισθηματικής ευτυχίας και πληρότητας, είχα ζητήσει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να φέρει στην ζωή μου, για πάντα, έναν άνδρα «γλυκομιλητοακομπλεξαριστοχαμογελαστοαισιοδοξοσοβαροσταθεροαγαπησιαρησυνεπηαυτονομογοητευτικοκαθαρο προστατευτικοευγενικοκαλογουστοπροσαρμοστικοκαλο ανανθρεμμενοδουλευταρασιγουροαστειοκανονικο ερωτευσιμοαθλητικοwannabeοικογενειάρχη»!

Και ναι! Αφού επέζησα από Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, την Σκύλλα και την Χάρυβδη, τελικώς, συνέβη το ευτυχές.Ίσως, βέβαια, να του πήρε κάποιο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το αναμενόμενο, ίσως, μάλιστα, και να χρειάστηκε να ψάξει στα πιο απίθανα μέρη για να ανακαλύψει μια τέτοια πολυσχιδή προσωπικότητα, ίσως και να ταλαιπωρήθηκε μιας κι εγώ δεν είμαι η πιο εύκολη περίπτωση, αλλά φαίνεται πως, στο τέλος, ο Άγιος το έκανε το θαύμα του.

Παράλληλα όμως, αποδείχθηκε περίτρανα και το «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Με απλά λόγια, αν εμείς, επιτέλους, αποφασίσουμε να ξεστραβωθούμε και να πιστέψουμε περισσότερο στον εαυτό μας, τα πάντα θα είναι δυνατά και το σύμπαν θα συνωμοτήσει υπέρ μας.

Στην περίπτωση μου, μάλιστα, το ρητό «πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να το αποκτήσεις», ήρθε και κούμπωσε. Όπως λέει και πολύ εύστοχα η Δέσποινα Βανδή «ό,τι ονειρευόμουν στη ζωή μου, τοχω βρει σε σένανε ψυχή μου».

Εν κατακλείδι, ζήτησα από τον Άγιο Βασίλη τον δικό μου άνθρωπο και μια μέρα ξύπνησα δίπλα του. Και μάλιστα, αυτός ο άνθρωπος είναι, όπως ακριβώς τον είχα ονειρευτεί. Και το βασικότερο όλων, είναι αυτός που με κάνει να χαμογελάω!

Μόνο που μου βγήκε λίγο ατσούμπαλος…

Και για του λόγου το αληθές, ακολουθεί σχετικό video:

https://www.youtube.com/watch?v=_T7EZoncgAE

 

Όταν οι άνδρες συμβουλεύουν τις γυναίκες για τα σχεσιακά…


Πάντα υποστηρίζαμε με τις φίλες μου, ότι είχαμε τις σωστές, καίριες, ψαγμένες και to the point απαντήσεις για όλα τα θέματα που αφορούν στο γνωστό δίπολο «Άνδρας- Γυναίκα».

Σπάνια εμπιστευόμουν, με κλειστά μάτια, την γνώμη φίλων ανδρών. Αν και πρέπει να παραδεχθώ, πως τα τελευταία χρόνια, είτε λόγω μεγαλύτερης ωριμότητας, είτε λόγω απελπισίας, άρχισα να ακούω κάπως περισσότερο έναν-δύο φίλους που είχαν περάσει μεγάλα ζόρια, από γυναίκες για τις οποίες είμαι σίγουρη, οι οποίες όπως κι εγώ, πίστευαν ότι είχαν κληρονομήσει το Παπικό αλάθητο.

Έχουμε, λοιπόν και λέμε. Η φίλη Καίτη, εδώ και καιρό υποστηρίζει πως για κάποιο ανεξήγητο, μυστηριώδη λόγο, σκοντάφτει πάνω σε περιπτώσεις που χρήζουν μιας μικρής παρακολούθησης.
Φυσικά και θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί της, πρώτον γιατί είναι φίλη μου και δεύτερον γιατί έχω βαρεθεί όλες τις ερμηνείες που ξεστομίζονται από εμάς, που ανακαλύψαμε την ψυχοθεραπεία και διαγωνιζόμαστε για το ποια θα πει την πιο έμπειρη, βαθιά, σπαραχτική ανάλυση, η οποία σχεδόν πάντα οδηγεί στην κοιλιά της μαμάς μας.

Βέβαια, για να λέμε και τα πράγματα με το όνομα τους, αυτός ο τοξικομαγνήτης που κάποια στιγμή κουβαλούν πολλές γυναίκες – ναι και εγώ τον είχα στην τσάντα μου για χρόνια – προφανώς και τον επέλεξαν για αξεσουάρ.

Φτάνει, λοιπόν, κάποια μέρα η στιγμή που, αν είσαι λίγο τυχερή και πιο αισιόδοξη με την πάρτη σου, αποφασίζεις, τελικώς, να βγάλεις τον μαγνήτη από την τσάντα σου και να τον βάλεις στο κουτί με τα είδη ραπτικής για να μαζεύει τις καρφίτσες. Και επιτέλους προχωράς, χωρίς πλέον να δημιουργείται αρνητικό μαγνητικό πεδίο στον περιβάλλοντα χώρο. Αν, επίσης, αποφασίσεις να ξεστραβωθείς, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα γνωρίσεις εκείνον που θα σε κάνει να χαμογελάς. Γιατί, όντως, αυτός βρίσκεται κάπου κοντά σου.

Αυτός, λοιπόν ο άντρας- ο άντρας μου δηλαδή- εκτός από την απόλυτη μη τοξικότητα που τον χαρακτηρίζει, αποδεικνύεται, λόγω φύλου και λόγω νοημοσύνης και μέγας γνώστης της ανδρικής ψυχολογίας. Ως εκ τούτου, έχει αναλάβει, ατύπως, τον ρόλο του συναισθηματικού coacher της φίλης Καίτης, η οποία αποφάσισε σε κάποια στιγμή εκνευρισμού να στείλει ένα ομαδικό μήνυμα στο group που έχουμε δημιουργήσει οι τρεις μας, στο οποίο λέμε μπούρδες και κουτσομπολεύουμε. Η κίνηση της Καίτης μου φάνηκε τρομερά έξυπνη μιας και σκέφτηκα πως με τις απαντήσεις που θα περνάμε από ένα αρσενικό που εμπιστευόμαστε, ουσιαστικά θα ήταν σαν να είχαμε έναν κατάσκοπο στο στρατόπεδο του εχθρού, που ονομάζεται «ανδρικός εγκέφαλος».

Και η στιχομυθία ξεκίνησε:
Ημέρα 1η. Η Καίτη αποφασίζει να ακολουθήσει έναν πιο ζεν δρόμο στην επικοινωνία της με ένα νέο flirt, που επιδεικνύει μια ασταθή συμπεριφορά. 
Καίτη: Απλά σας ενημερώνω, ότι με πήρε τηλέφωνο και ήταν μέσα στην γλύκα, σαν μην είχε γίνει τίποτα. Τι να κάνω;
Άνδρας μου: Δώσε λίγο χρόνο. Σταμάτα να είσαι αρνητική χωρίς λόγο. Και αν δεν κάνει τον διώχνουμε και τον βρίζουμε.

Ακολουθώντας, λοιπόν, η Καίτη τις συμβουλές του αρσενικού male coacher, προσπάθησε τις επόμενες μέρες να εκφράζει λιγότερο το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της και να δίνει απαντήσεις βουτηγμένες στην βαλεριάνα. Εγώ από την πλευρά μου αμφιταλαντευόμουν. Από τη μία έβρισκα ενδιαφέρουσα την προσέγγιση του άνδρα του group, από την άλλη ήθελα να πω μια-δυο κουβεντούλες μόρτικες, σε αυτόν τον τύπο, που μια εμφανιζόταν, μια εξαφανιζόταν σαν τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ.

Ημέρα 5η. Η Καίτη αρχίζει να εκνευρίζεται με τον πολύ διαλογισμό.
Καίτη: Του έστειλα μήνυμα για να συναντηθούμε, το διάβασε, αλλά εμφανίστηκε μετά από τρεις ώρες. Απάντησε πως αν και η ιδέα μου ήταν ωραία, θα προτιμούσε να το κάνουμε μετά από δύο ημέρες. Εννοείται πως δεν θα του απαντήσω κάτι…
Άνδρας μου: Γιατί παιδάκι μου; Δεν είπε κάτι κακό. Μπορεί να κοιμόταν. Μπορεί να περίμενε να δει το πρόγραμμά του. Απάντησε του κάτι απλό. Τύπου «τα λέμε από Τετάρτη».

Η Καίτη, όμως, δεν άντεξε. Μετά από δύο βαρετά μηνύματα, αποφάσισε να ορθώσει ανάστημα και να πει την άποψη της. Και η αλήθεια είναι πως ο ενδιαφερόμενος επέμεινε, πως αν και φάνηκε κάπως αγενής, στην πραγματικότητα έψαχνε να βρει μια λύση για να την συναντήσει. Ο male coacher ένιωσε δικαιωμένος.

Ημέρα 10η. Τα απόνερα μιας συνάντησης, μιας εξαφάνισης και μιας επανεμφάνισης. Η Καίτη και ο ενδιαφερόμενος, βάσει ενημέρωσης, υποτίθεται πως συναντήθηκαν και πέρασαν όμορφα, αν και εκείνος, πέρασε αρκετή ώρα στο κινητό του. Στη συνέχεια, όμως, αυτός εξαφανίστηκε για μερικές μέρες και τελικώς εμφανίστηκε τύπου «δεν τρέχει τίποτα».
Ενδιαφερόμενος: Τι κάνεις darling;
Καίτη: Καλά. (Η Καίτη δεν ρωτά κάτι που για όλες τις γυναίκες είναι το προφανές. Που, δηλαδή, χάθηκε όλες αυτές τις μέρες ο ενδιαφερόμενος)
Ενδιαφερόμενος: Πώς πέρασες την μέρα σου;

Και κάπου εκεί κάνω την εμφάνιση μου στο ομαδικό group, απορώντας για το ταβάνι της γυναικείας ψυχραιμίας και προτείνω στην Καίτη μία απάντηση στην ερώτηση «πώς πέρασες την μέρα σου;»
«Βγήκα με φίλους, για να τους πω για έναν ηλίθιο που γνώρισα».
Ο coacher μας, τελικώς, καταλήγει:«Κοίτα και εγώ που σου έλεγα δώσε χρόνο, τώρα σου λέω μην ασχολείσαι. Εφόσον πέρασαν τόσες μέρες και δεν βρεθήκατε».

Και για να επιδείξουμε την γυναικεία έμπνευση στον male coacher που θέλησε να μας πάρει τη δουλειά, έστειλα και μερικές απαντησούλες που ταιριάζουν γάντι στους άνδρες, οι οποίοι αρέσκονται στις εξαφανίσεις:

1. Απάντηση κατά λάθος -1: Ρε φίλε, έπαιξα διπλό τη Φενέρ
2. Απάντηση κατά λάθος -2: Μη φέρεις γαριδάκια. Μου προκαλούν τυμπανισμό.
3. Απάντηση κατά λάθος -3: Ο Πετρετζίκης δεν βάζει κουρκουμά σε αυτό. Χάλια θα βγει.
4. Απάντηση κατά λάθος -4: Ρε είδα στο internet ένα για τα χτυπήματα στο αυτοκίνητο σαν βεντούζα. Να το πάρω;
5. Απάντηση κατά λάθος -5: Η γάτα της Κατερίνας που μου έδωσε προχθές έχει μύκητες. Λες;
6. Απάντηση κατά λάθος -6: Η μυρμηγκιά βγαίνει με μηλόξιδο. Τσεκαρισμένο.
7. Απάντηση κατά λάθος -7: Οκ. Απλό σικάτο. Αλλά πολύ τσαλάκα για εκατό χιλιάρικα Givenchy.
8. Απάντηση κατά λάθος -8: Ο Μπέκαμ βρε είναι πιο ψηλός. Αλλιώς δεν θα έδειχνε το γιλέκο πάνω του.
9. Απάντηση κατά λάθος -9: Πεντικιούρ. Όχι γαλλικό. Δες και κανένα άλλο χρώμα. Είναι πασέ.
10. Απάντηση κατά λάθος -10: Ρε, μας έχει καλέσει η Ευγενία το βράδυ. Έχει γενέθλια ο Άδωνις. Ψήνεσαι;

Στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενώμενο, ο male coacher παραιτήθηκε, ενώ εμείς με την Kαίτη συνεχίσαμε να γράφουμε μηνύματα γελώντας για δύο ημέρες. Άλλωστε, ως γνωστόν, Girls Power Rocks!

Και για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όταν βρεθεί στον δρόμο μας εκείνος που πραγματικά αξίζει την προσοχή μας, δεν θα χρειαστεί κανένας χαρισματικός coach και καμία έμπειρη στρατηγική.

Όλα, εντελώς μαγικά, θα μοιάζουν σαν να ταίριαζαν από πάντα. Όπως τα μακαρόνια με τον κιμά και οι πατάτες τηγανητές με τα αβγά.

Σας μιλάω εκ πείρας!

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που γεννήθηκε πάνω στην σκηνή…

Την συνάντησα μετά από καιρό, βλέποντας την να αλωνίζει την σκηνή στο θέατρο ΗΒΗ, στο έργο του Laurent Baffie, σε σκηνοθεσία Κώστα Σπυρόπουλου, TOC-TOC, ως Μαρία Κλεοπάτρα Μπιμπίκα, που προσπαθεί να μάθει να συμβιώνει με άπειρους «χαριτωμένους» ψυχαναγκασμούς. Καθώς την έβλεπα, στο φινάλε του έργου, να χαμογελά με το χειροκρότημα του κοινού, σκεφτόμουν, πόσες φορές έχει υποκλιθεί στον κόσμο κατά τη διάρκεια της ζωής της, δείχνοντας πάντα τόσο σεβασμό.

Η Σόφη Ζαννίνου είναι ένα ξεχωριστό, μεγάλο, κορίτσι. Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια θεατρική οικογένεια και να ζήσει από κοντά, όλα όσα ακούγονται παραμυθένια, λόγω των ηθοποιών γονιών της, της Τζένης Παπαδοπούλου και του θρυλικού Ζαννίνο, του κατά κόσμον Γιάννη Παπαδόπουλου.

Για εκείνη το θέατρο ήταν ουσιαστικά μονόδρομος. Εκεί έτρεξε, έπαιξε, μεγάλωσε. Ίσως, μάλιστα, εκεί και να έκλαψε, μιας και για πρώτη φορά, βρέθηκε πάνω στη σκηνή όταν ήταν εννέα ημερών, καθώς η μητέρα της επέστρεψε, σχεδόν αμέσως μετά τη γέννηση της, στο θεατρικό σανίδι. Κι έτσι η μικρή Σόφη έκανε το ντεμπούτο της, καθώς οι συντελεστές χρειάστηκαν ένα μωρό για τις ανάγκες της παράστασης, κατά τη διάρκεια της θεατρικής τουρνέ των γονιών της στη Θεσσαλονίκη.

Η οικογένεια της ήταν μαθημένη στις μετακινήσεις. Ο πατέρας της, κατά τα χρόνια του ξεριζωμού ήρθε με τους γονείς του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Δραπετσώνα. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο μικρός αλλά εύσωμος Γιάννης προσπάθησε να βρει δουλειά και να φροντίσει τη μητέρα του. Εκείνη την περίοδο, προσλήφθηκε ως χορευτής στα μπαλέτα Ραμαζώφ, που έδιναν παραστάσεις σε διάφορα κέντρα της εποχής. Σε μία από εκείνες τις παραστάσεις στη Μάντρα του Αττίκ, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, ο ίδιος ο Αττίκ, τον βάφτισε με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ζαννίνο, το οποίο δεν θα μπορούσε να μην είναι το όνομα που θα ακολουθούσε για πάντα και την κόρη του.

Τη Σόφη Ζαννίνου, λοιπόν, την έχω συναντήσει –κάποιες φορές τυχαία και κάποιες όχι- σε διάφορες φάσεις της ζωής μου. Την πρωτοάκουσα να τραγουδά, όταν πήγαινα ακόμη σχολείο. Θυμάμαι να ερμηνεύει συγκινητικά την «Σκλάβα» του Γιώργου Μουζάκη, δίπλα στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη. Την πέτυχα αργότερα, πριν πολλά χρόνια, να περιποιείται τους τεράστιους σκύλους Αγίου Βερνάρδου, που είχαν στο σπίτι τους και τέλος την έζησα ως δασκάλα υποκριτικής των διαγωνιζομένων, στο τηλεοπτικό show Your Face Sounds Familiar.

Η αλήθεια είναι, πως τότε κατάλαβα τι είδους άνθρωπος είναι η Σόφη. Είναι, λοιπόν και μαμά και φίλη και επαγγελματίας. Είναι τελειομανής, συνεπής, δοτική και πάνω απ’ όλα σεμνή. Χαρακτηρίζεται, επίσης, από όλα τα στοιχεία που οφείλει να έχει ένας δάσκαλος, που αγαπά το αντικείμενο του και επιθυμεί να μεταδώσει τις γνώσεις του. Το ουσιαστικότερο, όμως, χαρακτηριστικό της είναι πως στέκεται δίπλα στους μαθητές της, τόσο στις καλές, όσο και στις κακές στιγμές τους.

Επιπλέον, η Σόφη έχει και πολλή τρέλα μέσα της. Και πολλή αγάπη. Μπορεί, ταυτοχρόνως, να σου λέει ιστορίες από το παρελθόν της, να ψάχνει να σου βρει σπίτι- διαβάζοντας όλες τις αγγελίες- να κοιτάζει τον ζωδιακό σου χάρτη, να πλένει το αυτοκίνητο της για να σε γυρίσει σπίτι σου, να επιμένει να σε βοηθήσει ν’ ανεβείς τις σκάλες- όταν έχεις σπασμένο πόδι και να χαίρεται με τις χαρές σου- προσωπικές και επαγγελματικές, σαν να γνωριζόσασταν από πάντα.

Σκέφτομαι, πως αν η Σόφη Ζαννίνου είχε γεννηθεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θα είχε κάνει σίγουρα μια διαφορετική καριέρα, ως ένα από τα λαμπρά αστέρια της μουσικής επιθεώρησης. Πιστεύω πως το Broadway, όπου έζησαν τεράστιες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, όπως η Λάιζα Μινέλι, κόρη της μοναδικής Τζούντι Γκάρλαντ, θα ήταν το σπίτι της, όπως και της κόρης της Φιόνας, που διαθέτει μια υπέροχη φωνή με απεριόριστες δυνατότητες.

Η Σόφη Ζαννίνου, όπως ο Ζαννίνο που διακρίθηκε μέσα από δεύτερους ρόλους, δεν έγινε ποτέ η super star πρωταγωνίστρια. Συνεργάστηκε όμως με σπουδαίους καλλιτέχνες τόσο του θεάτρου και του κινηματογράφου, όσο και του τραγουδιού. Έχει ζήσει και συνεχίζει να ζει άπειρους ρόλους, πολλές χαρές, αλλά και στιγμές μοναξιάς. Η ίδια λέει, πως γεννήθηκε στον δρόμο, από θεατρίνους γονείς, εν καιρώ περιοδείας και ότι έχει μάθει να μη φοβάται την πείνα, αλλά να χορταίνει πρώτα απ’ όλα την ψυχή της.

Νομίζω πως μοιάζει αρκετά με τον πατέρα της που σ’ ένα σημείωμα του είχε γράψει: «Ξιφούλκησα τους ανεμόμυλους, πάλεψα με το ιερό τέρας που λέγεται θέατρο, λύγισα, αλλά δεν έπεσα. Τώρα πόσο πέτυχα, πόσο απέτυχα, αυτό ας το κρίνουν οι άλλοι. Γεγονός είναι ότι δεν κατέθεσα τα όπλα, παρ’ όλες τις Συμπληγάδες, που πέρασα».

Η σκέψη μου επιστρέφει στη σκηνή του θεάτρου ΗΒΗ, καθώς η Σόφη Ζαννίνου υποκλίνεται πριν κλείσει η αυλαία. Το παιχνιδιάρικο βλέμμα της, μου δίνει την εντύπωση πως ετοιμάζει μια παιδική αταξία. «Αποκλείεται», σκέφτομαι. «Θα μπορούσε να είναι Μαμά μου!».

Κι όμως το ζωντανό, χαρούμενο, νεανικό, αστείο βλέμμα της, είναι αυτό που την συνδέει με τις ρίζες της. Είναι αυτό που την ταξιδεύει στο παρελθόν της. Τότε που εκείνη, μόλις πέντε ετών, υποκλίθηκε για πρώτη φορά, ως επαγγελματίας ηθοποιός πάνω στην σκηνή. Από τότε, αυτό το βλέμμα, την ακολουθεί για πάντα και της θυμίζει ποια είναι.

Posted in See

‘Οταν μετά τα δάκρυα, έρχεται πάντα το Ουράνιο Τόξο.

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μία χώρα, χρώματος γκρι. Και μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν γκρίζοι μεγάλοι και γκρίζα παιδάκια. Κάθε πρωί οι γκρίζοι μεγάλοι έπαιρναν τα γκρίζα αυτοκίνητα τους και ξεχύνονταν στους γκρίζους δρόμους.

Και κάθε πρωί τα γκρίζα παιδάκια άφηναν τα γκρίζα όνειρα τους και ετοιμάζονταν για τα γκρίζα σχολεία τους.

Την χώρα αυτή την έλεγαν Γκριζοχώρα και οι άνθρωποί της αντί για «καλημέρα» και «καληνύχτα», έλεγαν «γκριμέρα» και «γκρινύχτα». Επίσης, όπως ήταν λογικό, ντύνονταν πάντα στα γκρι και γιόρταζαν όλοι της Αγίας Γκρίνιας.

Στη Γκριζοχώρα, εκτός από γκρίζους μεγάλους και γκρίζα παιδάκια, υπήρχαν μόνο σκυλιά ράτσας γκριφόν, χρώματος γκρι, φυσικά. Ποτέ κανένας κάτοικος δεν είχε συναντήσει άλλα ζώα στη ζωή του και μάλλον δεν γνώριζε καν την ύπαρξη τους.

Επίσης στη Γκριζοχώρα υπήρχε πάντα συννεφιά. Κάποιες φορές λίγη και κάποιες περισσότερη. Ευτυχώς, όμως, υπήρχαν τέσσερις εποχές. Το Γκρινόπωρο, ο Γκριμώνας, η Γκρίανοιξη και το Γκρικαίρι. Το πότε ξεκινούσε και τελείωνε η κάθε εποχή το αποφάσιζε το αστεροσκοπείο του Γκρίνουιτς. Εκτός όμως από τον ουρανό, το γκρι χρώμα κατοικούσε και στις καρδιές των ανθρώπων.

Σε μια γειτονιά της Γκριζοχώρας ζούσαν ο Κωνσταντίνος και η Ρινούλα. Δύο παιδιά, σαν όλα τα υπόλοιπα της χώρας, που πήγαιναν το πρωί στο σχολείο, έπειτα γύριζαν στο σπίτι τους, όπου χαλάρωναν ζωγραφίζοντας τις θλιμμένες εικόνες της ζωής τους με κάρβουνο.

Κι όμως, πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν ιδέα ότι υπήρχαν χρώματα; Πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν δει ποτέ στη ζωή τους το κόκκινο της φωτιάς, το κίτρινο του λεμονιού, τα μπλε της θάλασσας, το πράσινο του λιβαδιού; Πόση γεύση, άλλωστε, θα μπορούσε να έχει ένα γκρι πορτοκάλι, ένα γκρι δαμάσκηνο, μια γκρι μελιτζάνα; Ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτήν την άχρωμη αδικία;

Ένα πρωινό του Γκριμώνα, λίγο πριν η Ρινούλα ξεκινήσει για το σχολειό, πρόσεξε πως η γιαγιά της η Καλομοίρα, που είχε υποχρεωθεί ν’ αλλάξει δια νόμου του Πρωθυπουργού κ. Συννεφίδη, το όνομα της σε Γκριμοίρα,  ήταν περισσότερο μελαγχολική από άλλες φορές.

«Τι έχεις γιαγιάκα μου;», ρώτησε η Ρινούλα. «Κοριτσάκι μου, μου λείπει το πολύχρωμο, ανθισμένο κτήμα μου με τους πορτοκαλεώνες», απάντησε συνωμοτικά η γιαγιά.

«Τι είναι πολύχρωμο», αποκρίθηκε η Ρινούλα γεμάτη απορία.

«Μικρή μου, πολύχρωμη είναι η ζωή. Πολύχρωμη είναι η φύση. Πολύχρωμη είναι η αγάπη. Έτσι, ευτυχώς, έμαθα όταν ήμουν μικρή. Βέβαια πλέον, κάθε γκρι μέρα που περνά, θυμάμαι όλο και λιγότερα από την παλιά ζωή μου και όλα τα υπόλοιπα τα ονειρεύομαι μόνο στον ύπνο μου.

Θυμάμαι, όμως, πως το πρωί ξυπνούσα από τον μεγάλο κίτρινο ήλιο που έλαμπε πάνω από το σπίτι μας. Έτρωγα καθημερινά ένα ζουμερό κόκκινο μήλο. Έπλεκα, στη συνέχεια, τις μακριές μαύρες κοτσίδες μου και έπειτα ακολουθούσα τα άσπρα προβατάκια μας μέσα στο κτήμα».

Η Ρινούλα δεν ήξερε τι να πρωτορωτήσει. Δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα. Τι ακριβώς ήταν ο ήλιος και από πότε υπήρχαν άλλα ζώα, εκτός από τα σκυλιά γκριφόν. Πολύ περισσότερο απορούσε, γιατί η γιαγιά της δεν της είχε μιλήσει ποτέ για όλα αυτά;

«Ξέρεις Ρινούλα ο κ. Συννεφίδης έχει απαγορεύσει τα χρώματα εδώ και πολλά χρόνια. Θεωρεί ότι τα χρώματα είναι ικανά να ξελογιάσουν τους πολίτες της Γκριζοχώρας. Έτσι, η τελευταία ανάμνησή μου από τα χρώματα, ήταν λίγο πριν γεννηθείς που σου έπλεξα ένα ροζ ζιπουνάκι.

Όμως ο κ. Συννεφίδης κατέσχεσε αυτό το ζιπουνάκι και μας υποχρέωσε να σου αγοράσουμε ένα γκρι. Έκτοτε, έπεισε όλους πως τα χρώματα είναι επικίνδυνα και ότι η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες παρενέργειες στον οργανισμό. Αμέσως μετά, μέσα σε ένα βράδυ συνέλλεξε όλα τα λεξικά που υπήρχαν στην χώρα και εξαφάνισε όλες τις λέξεις της φύσης. Μέσα σε μία νύχτα κατάφερε να αφαιρέσει τα χρώματα από τη ζωή μας και φυσικά όλους εμάς τους μεγαλύτερους μας υποχρέωσε σε αιώνια σιωπή».

«Ακόμη και το σχολείο σου Ρινούλα, εξυπηρετεί τους φριχτούς σκοπούς του. Άλλωστε, αυτό το σχολείο, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εργοστάσιο που παράγει γκρι σύννεφα», είπε η γιαγιά Καλομοίρα και αυτομάτως, ένα μικρούτσικο υγρό γυάλισε στο πρόσωπο της.

«Γιαγιά μου, τι σου συμβαίνει; Έχεις λίγες σταγόνες στο πρόσωπο σου που τρέχουν από τα μάτια σου;» είπε η Ρινούλα.

«Δεν είναι σταγόνες μικρή μου, είναι δάκρυα θλίψης. Είναι σαν μια μικρή βροχή που ξεπλένει τους δρόμους και ποτίζει τα χωράφια. Είναι σαν τις μπόρες που απαγόρευσε ο κ. Συννεφίδης, μιας και τις φοβάται όσο τίποτα στον κόσμο»

«Μα γιατί γιαγιά μου τις φοβάται;»

«Επειδή μετά από τη βροχή έρχεται πάντα το Ουράνιο Τόξο, Ρινούλα μου» είπε η γιαγιά και κοίταξε τον ουρανό. «Ακόμα και μετά από τα δάκρυα έρχεται πάντα το Ουράνιο Τόξο».

Η Ρινούλα είχε μάθει όλα όσα χρειαζόταν για να δράσει άμεσα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά έφτασε στο σπίτι του συμμαθητή της, του Κωνσταντίνου, όπως άλλωστε έκανε κάθε μέρα πριν το σχολείο- εργοστάσιο.

«Χρειάζομαι τη βοήθεια σου. Στην πραγματικότητα την χρειαζόμαστε όλοι. Πρέπει να φέρουμε πίσω τη βροχή και εκείνη θα μας φέρει πίσω τα χρώματα. Θα μας φέρει πίσω τη ζωή.

Πρέπει να πάμε στο βουνό και να βρούμε τα σύννεφα. Αν τα συναντήσουμε, αυτοπροσώπως και τους εξηγήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης, είμαι σίγουρη ότι θα μας βοηθήσουν».

Ο ατρόμητος Κωνσταντίνος με τη γκρι στολή, ήταν σίγουρος πως η περιπέτεια άξιζε τον κόπο. Μεταξύ μας, δεν άντεχε και την γκρίνια της Ρινούλας, που αν της έμπαινε κάτι στο μυαλό, θα παρέμενε εκεί για τουλάχιστον ένα χρόνο.

Τα δύο παιδιά, σύντομα, άρχισαν να περπατούν γρήγορα κάτω από τη συννεφιά, μέχρι που βγήκαν σχεδόν από τα σύνορα της Γκριζοχώρας. Τώρα πια περπατούσαν σε μέρη άγνωστα.

Η Ρινούλα περιέγραφε με πάθος όλα όσα της είχε εκμυστηρευτεί η γιαγιά της. Είπε ακόμη με ενθουσιασμό για τα άσπρα πρόβατα, γνωρίζοντας βέβαια ότι ο Κωνσταντίνος θα είχε σίγουρα τις αμφιβολίες του για το αν υπήρχαν άλλα ζώα, εκτός από τα σκυλιά γκριφόν.

Μετά από πολλές ώρες ταξιδιού είδαν μπροστά τον προορισμό τους. Άρχισαν, αμέσως, να σκαρφαλώνουν το Γκριζοβούνι όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αν και η κούραση πλέον ήταν μεγάλη, η αγωνία που ένιωθαν μέσα τους, τους χάρισε και άλλες, περισσότερες αντοχές.

Φτάνοντας κοντά στην κορυφή του βουνού είδαν επιτέλους τα σύννεφα. Κάθονταν όλα μαζί χαλαρά σε τεράστιες πολυθρόνες και κάποια από αυτά, μάλιστα, κοιμόντουσαν. Δύο σύννεφα ροχάλιζαν κιόλας.

Ο Κωνσταντίνος ξερόβηξε δυνατά. Τα σύννεφα γύρισαν προς το μέρος του, εκτός από ένα που συνέχιζε να κοιμάται.

«Τι θέλεις μικρέ άνθρωπε;» είπε το μεγαλύτερο. Και τότε ο Κωνσταντίνος πήρε φόρα και τα είπε όλα με μία ανάσα. «Θέλουμε να μας βοηθήσετε. Θέλουμε να σηκωθείτε από τις θέσεις σας και για ένα παιχνίδι. Να χωριστείτε γρήγορα σε δύο ομάδες και να παίξετε κυνηγητό. Ο κανόνας είναι μόνο ένας. Κερδίζει όποια ομάδα πιάσει την άλλη», κατάφερε να πει ο Κωνσταντίνος.

«Και γιατί να το κάνουμε αυτό;» είπε ένα αγουροξυπνημένο σύννεφο. «Ο Πρωθυπουργος κ. Συννεφίδης μας έχει προσφέρει αυτές τις υπέροχες πολυθρόνες για να χαλαρώνουμε όλη μέρα. Γιατί να ταλαιπωρηθούμε, τρέχοντας όλοι γύρω γύρω;».

«Επειδή αν μείνετε για πάντα έτσι στις πολυθρόνες σας, δεν θα βοηθήσετε να αλλάξουμε τον κόσμο. Δεν θα δροσιστείτε ποτέ από τη βροχή, που μου περιέγραψε η γιαγιά μου η Καλομοίρα. Δεν θα δείτε ποτέ τα πολύχρωμα λουλούδια και την απέραντη μπλε θάλασσα, και δεν θα σας ζωγραφίσει ποτέ το Ουράνιο Τόξο με τα πιο όμορφα χρώματα που υπάρχουν στη φύση», είπε η μικρή Ρινούλα. Ο Κωνσταντίνος άρχισε να τραβάει, από το χέρι, το πιο μικρό σύννεφο που ξάπλωνε στα πόδια της μαμάς του.

«Ξέρεις μου έχουν πει, πως η αγάπη είναι πολύχρωμη; Δεν θέλεις να την δεις πως μοιάζει;», του είπε. Το μικρό σύννεφο πήρε τη μαμά του από το χέρι και της είπε: «Έλα να παίξουμε και εγώ, αν μας λένε αλήθεια, θα σου δείξω τα χρώματα της αγάπης μου». Η μαμά του χαμογέλασε τρυφερά και έδωσε το σύνθημα.

Τα σύννεφα χωρισμένα σε δύο ομάδες άρχισαν να τρέχουν, πιο αργά στην αρχή και μετά πολύ πιο γοργά. Όλο το βουνό τρανταζόταν από τα δυνατά χάχανα και τα μπουμπουνητά.

Τα σύννεφα διασκέδαζαν αφάνταστα με το παιχνίδι τους. Το πιο μεγάλο σύννεφο κατάφερε κάποια στιγμή να πιάσει δύο μικρότερα σύννεφα που είχαν ξελιγωθεί από τα γέλια και δεν μπορούσαν να τρέξουν πια.

Οι πρώτες σταγόνες της βροχής, αντί να σταματήσουν το παιχνίδι, το δυνάμωσαν. Τα σύννεφα χόρευαν μέσα στην καταιγίδα σαν ζαλισμένα.

Και τότε φάνηκε εκείνο. Μεγαλοπρεπές, τεράστιο, φλογερό κόκκινο, φωτεινό κίτρινο, βαθύ μπλε, λίγο λουλακί, πολύ βιολετί και υπέροχο ποτοκαλί. Ήταν το πιο πολύχρωμο, ευτυχισμένο Ουράνιο Τόξο!

Ο Κωνσταντίνος και η Ρινούλα, είχαν τώρα μικρές σταγόνες στα μάτια τους, σαν αυτές της γιαγιάς Καλομοίρας. Για πρώτη φορά στη ζωή τους, έκλαιγαν από χαρά. Τα ρούχα και τα μαλλιά τους αντανακλούσαν τα υπέροχα χρώματα και λαμπίριζαν κάτω από τις τελευταία «δάκρυα» της βροχής.

Και εκείνο, τους κοίταξε στην αρχή με στοργή, έπειτα τους χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη, που το ξύπνησαν από το απόλυτο σκοτάδι και τέλος, τεντώθηκε για να ξεπιαστεί. Τα σύννεφα υποκλίθηκαν στην απόλυτη, ολοζώντανη ομορφιά.

Η Ρινούλα τσίριξε από χαρά: «Η ζωή είναι πολύχρωμη!». Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε πάνω σε ένα βράχο και φώναξε δυνατά: «Και η καρδιά μου είναι επιτέλους πολύχρωμη!» Η φωνή του Κωνσταντίνου, ακούστηκε από τον αντίλαλο ξανά και ξανά. Έμοιαζε να φτάνει μέχρι τη Γκριζοχώρα και ακόμα πιο πέρα από αυτήν. «Εμπρός Κατερίνα, ώρα να πάμε πίσω, στην ανθισμένη πια Ουρανοχώρα μας! Σε λίγο, άλλωστε, εκεί θα βγει ένας τεράστιος κίτρινος ήλιος!».

Πράγματι, χωρίς να το ξέρουν η Ρινούλα και ο Κωνσταντίνος, το νερό της βροχής είχε ήδη ξεπλύνει τη γκρι μουντάδα από παντού και όλα τα χρώματα φρέσκα και ολοζώντανα, γέμισαν από άκρη σε άκρη τη χώρα. Έβαψαν πράσινα τα δέντρα και τους θάμνους, κόκκινες τις σκεπές, μπλε τις λιμνούλες, πορτοκαλί και γαλάζια τα ποδήλατα, ροζ τα μάγουλα των ανθρώπων, που στο μεταξύ είχαν βγει έξω από τα σπίτια τους και χειροκροτούσαν εκστασιασμένοι.

Μόνο ο Πρωθυπουργός κ. Συννεφίδης δεν πανηγύριζε πια, γιατί ένα μαύρο σύννεφο, που έβρεχε ασταμάτητα, στεκόταν πάνω από το κεφάλι του και τον ακολουθούσε μέχρι εκείνος φορτωμένος, με τα γκρι μπαγκάζια του θα περνούσε, επιτέλους, τα σύνορα της χώρας. Και όχι όποιας και όποιας χώρας. Της πολύχρωμης Ουρανοχώρας, που πλέον είχε αφήσει πίσω της το γκρι χρώμα, τόσο στη φύση, όσο και στις καρδιές των ανθρώπων.

Καμιά φορά οι σούπερ-ήρωες κουράζονται, αλλά στο τέλος πάντα νικούν. Έτσι συμβαίνει και με τις μαμάδες.

Και έρχεται η μέρα, που η μαμά σου θα πρέπει να κάνει ένα προγραμματισμένο χειρουργείο. Κι εσύ, το ίδιο διάστημα, τρέχεις. Όπως πάντα, για όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις, που έχεις εντάξει στο almost40something πρόγραμμά σου.

Ένα πρόγραμμά που τηρείς ευλαβικά από πάντα, λες και πρέπει ν’ ανακηρύσσεσαι, επ’ άπειρον, στη ζωή σου η υπάλληλος-σύντροφος-φίλη-συγγενής του μήνα, με συνεχή στόχο να δεις μια μέρα αναρτημένη τη φωτογραφία σου σε ένα ίσονος σημασίας hall of fame.

Σκέφτεσαι, λοιπόν, πως για άλλη μια φορά, μπορείς να τα καταφέρεις όλα και να τα βάλεις σε μια τάξη. Και στη ζωή σου και στη δουλειά σου. Πιέζεσαι, πνίγεσαι, αλλά αντέχεις. Ίσως με παραπάνω ζόρι ως προς τη διάθεση σου, αλλά, τελικώς, αντέχεις. Ίσως, όμως, έχουν αρχίσει οι γύρω σου να μην αντέχουν ή και πολύ χειρότερα να μη σε αντέχουν. Ελπίζεις, τότε, στην υπομονή τους, την οποία θεωρείς άκρως απαραίτητη. Κι εκείνοι τις περισσότερες φορές υπομένουν τον μαραθώνιο που αποφάσισες-αναγκάστηκες να τρέξεις, με ταχύτητα σπρίντερ.

Κι ενώ οι πολλές ταυτόχρονες δραστηριότητες τρέχουν με ταχύτητα φωτός και κι εσύ προσπαθείς να σπάσεις το φράγμα του ήχου, ένα απρόοπτο, μη αναμενόμενο γεγονός έρχεται να σε επαναφέρει στη γη.

Η μητέρα σου, που από την αρχή ήξερες, πως κάτι τέτοια θεματάκια τα έχει για breakfast, δυσκολεύεται πραγματικά. Συνειδητοποιείς πως τα πάντα μπορούν ν’ αλλάξουν σε λίγα λεπτά. Τα χαμόγελα, να τα διαδεχθεί η αγωνία. Τα γέλια, να τα διαδεχθεί η σιωπή.

Τώρα, πια, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Μόνο αυτή. Που υποφέρει και αγωνίζεται. Που κάνει υπομονή, όπως έκανε, άλλωστε, πάντα, ακόμα και τις στιγμές που ο πόνος της δεν αντέχεται. Που είναι δυνατή ακόμη κι αν, πραγματικά, είναι τόσο αδύναμη.

Τότε ξεχνάς τα πάντα. Όσα έπρεπε να απαντήσεις, να προλάβεις, να παραδώσεις. Σκέφτεσαι εκείνη. Θα τα καταφέρει. Το ξέρεις. Γιατί, απλά, δεν θα το επιτρέψεις. Και τώρα έρχεται η σειρά σου. Να γίνεις super ήρωας μέσα σου και να της δώσεις όλη τη δύναμη σου. Από ένα άγγιγμα, ένα χάδι, ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα. Να δείξεις με αυστηρό-γλυκό τρόπο πως δεν έχει άλλη επιλογή, απ’ το να γίνει καλά.

Σε μια μόνο στιγμή σου έρχεται να λυγίσεις. Όταν την βλέπεις να έχει τα μάτια της κλειστά κι εσύ της κρατάς το χέρι. Σκέφτεσαι: «Όχι, δεν θα τα αφήσω να κυλήσουν από τα μάτια μου, ακόμα και αν ξεχειλίσουν. Δεν θα την αφήσω να τα δει». Θες να της φωνάξεις να σηκωθεί από το κρεβάτι, να σε αφήσει να κλείσεις εσύ τα μάτια σου, να ξαπλώσεις και να σου κρατάει εκείνη το χέρι. Επειδή, πολύ απλά, είναι η μαμά σου κι εσύ το παιδί. Εκείνη είναι αυτή, που πρέπει να σε προσέξει, όπως έκανε πάντα. Εκείνη πρέπει να κοιτάξει αν έχεις πυρετό.

Κι όμως αυτό είναι αδύνατό. Τώρα, πρέπει να είσαι εσύ η δυνατή. Εσύ πρέπει να την βοηθήσεις να νιώσει ασφαλής. Να την κάνεις να πιστέψει, πως κανένα κακό δεν θα αφήσεις να της συμβεί. Και ναι, τα μάτια σου στεγνώνουν αυτόματα, όταν εκείνη ανοίγει τα δικά της. Χαμογελάς.

Δίπλα της είναι εκείνος συνέχεια. Εκείνος που κάποτε έπρεπε να λείπει. Και ενώ δεν φημίζεται για την γλυκύτητα του, όταν του λέμε να πάει να ξεκουραστεί, απαντά πως δεν θέλει, μιας και δεν είναι εκείνη μαζί του στο σπίτι τους. Εκεί βρίσκονται και όλοι οι αγαπημένοι της. Συνέχεια κοντά, άγγελοι που την προσέχουν. Και εκείνη το προσπαθεί και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, επιστρέφει. Και μαζί της, το χαμόγελό μας. Και μετά από αυτό, επιστρέφει και η γνωστή καθημερινότητα μας.

Κι εγώ ξαναμπαίνω σε ρυθμούς φρενήρεις. Ασχολούμαι και πάλι με deadlines και πνίγομαι στην ασυνεννοησία και την τρέλα της δουλειάς. Προσπαθώ να χωρέσω τα πάντα. Και τη ζωή που θέλω και τη ζωή που έχω. Ευελπιστώ ο άνθρωπός μου να είναι εκεί για ‘μενα, όταν εγώ δεν είμαι εκεί ως φυσική παρουσία. Κι εκείνος το παλεύει, το προσπαθεί και αναγκαστικά το καταπίνει σαν ένα πικρό σιρόπι «που είναι για καλό».

Κι εκείνη και πάλι υπέροχη, μοναδική, ψυχαναγκαστική, εκνευριστική, λίγο τσακισμένη, αλλά πάντα αξιαγάπητη και για πάντα λατρεμένη μου. Και πάνω απ’ όλα, η υπέρ-μαμά μου.

Τώρα μπορώ, πλέον, να ανεβάσω κι εγώ πυρετό, αν θέλω. Γιατί ξέρω πως θα είναι, αν χρειαστεί, η μαμά μου εκεί, για να μου βάλει το θερμόμετρο.

Ευτυχώς Μαμά, τώρα πια, υπάρχει και κάποιος άλλος, που χαίρεται να με προσέχει…