Τι απέγιναν τα κρυμμένα οικογενειακά συμπλέγματα της Μπέιμπι Τζέιν που θέλησαν να ελευθερωθούν;

Η Μπέιμπι Τζέιν ζει για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή, τρομάζοντας τη θεατρική Αθήνα, με ένα κορυφαίο έργο γυναικείας εκδικητικότητας και κακίας. Κι εγώ μέσω αυτής, χθες βράδυ στο θέατρο Σφενδόνη, βίωσα την ξεχωριστή εμπειρία ενός θρίλερ που σε κρατά μονίμως σε αγωνία και ένταση. Το συναίσθημα του σφιξίματος στο στομάχι μου από φόβο μου ήταν γνώριμο παρακολουθώντας, κατά καιρούς, αντίστοιχης θεματολογίας ταινίες σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα. Το να νιώθω όμως ταραχή παρακολουθώντας μια θεατρική παράσταση μου είχε συμβεί μόνο μία φορά.

Η πρώτη φορά που είχα αισθανθεί φόβο ήταν το 1993, όταν ήμουν ακόμη μαθήτρια, με τη μυστηριώδη «Γυναίκα με τα μαύρα» του Αλέκου Αλεξανδράκη και του Δάνη Κατρανίδη. Χθες, όμως, στο θέατρο Σφενδόνη έζησα κάτι διαφορετικό. Την «συναισθηματική διάδραση», μια αυθαίρετη έννοια, που μου γεννήθηκε σαν σκέψη μετά το τέλος της παράστασης. Το κύριο χαρακτηριστικό της έννοιας αυτής είναι η αμφίδρομη σχέση επιρροής μεταξύ των ηθοποιών και των θεατών, σε αντίθεση με τη μονόδρομη σχέση που προκαλεί μια ταινία στο σινεμά.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, μου πέρασε τουλάχιστον δύο φορές από το μυαλό να σταματήσω την Μπέιμπι Τζέιν- Ρούλα Πατεράκη, να φωνάξω «βοήθεια!», να ανέβω στο υπνοδωμάτιο και να σώσω την Μπλανς Χάτσον- Ρένη Πιττακή που υπέφερε φρικτά μπροστά μου. Αισθανόμουν πως το διάστημα ανάμεσα σε μένα και τους ηθοποιούς είχε εκμηδενιστεί, καθώς τα γεγονότα διαδραματίζονταν σε απόσταση αναπνοής από τη θέση που βρισκόμουν. Η επιλογή του θεάτρου, της σκηνοθεσίας, του σκηνικού, των κοστουμιών, του μακιγιάζ, της μουσικής και φυσικά των ηθοποιών ήταν τόσο ακριβής, που ένιωθα σαν να μου είχε, μόλις, αποκαλυφθεί ένα ένοχο μυστικό, ένα φάντασμα το οποίο κρυβόταν, επιμελώς, στο διπλανό σπίτι που γειτονεύει με το δικό μου.

Την θρυλική ταινία του Ρόμπερτ Όλντριτς «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» του 1962, που ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ και σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία δεν την έχω δει. Πλέον, όμως, ξέρω πως θα την αναζητήσω τις επόμενες ημέρες, για να προσπαθήσω ν’ ανακαλύψω, πίσω από τις ατάκες, το ειλικρινές μίσος που έτρεφαν μεταξύ τους οι δύο διάσημες πρωταγωνίστριες. Η Μπέτι Ντέιβις, άλλωστε, δέχτηκε να συμπρωταγωνιστήσει με την αντίπαλο της Τζόαν Κρόφορντ στην ταινία, καταπνίγοντας τον εγωισμό της. Φυσικά οι δημιουργοί της ταινίας εκμεταλλεύτηκαν, εντέχνως, τις φήμες της εποχής γύρω από την έχθρα των δύο ηθοποιών, δίνοντας της μια ξεχωριστή διάσταση.

Ως προς την θεατρική Μπέιμπι Τζέιν, κάπου εκεί προστίθεται και η συμβολή της εταιρίας «Λυκόφως» που σε επίπεδο παραγωγής αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως ξέρει να κάνει πρωταθλητισμό, έχοντας παράξει τα τελευταία χρόνια μερικές από τις αγαπημένες μου παραστάσεις, όπως: τον «Φάουστ», την «Κατερίνα» και το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε». Μόλις φέτος τον Σεπτέμβριο, λοιπόν, απελευθερώθηκαν τα δικαιώματα της θεατρικής διασκευής του μυθιστορήματος και του σεναρίου της ταινίας, από τον συγγραφέα Χένρυ Φάρελ, κι έτσι για πρώτη φορά παρακολουθούμε ένα έργο υψηλής αισθητικής και σπουδαίας υποκριτικής μαεστρίας πριν, μάλιστα, από τις αντίστοιχες πρεμιέρες του έργου στο Λονδίνο και την Αμερική.

Στο έργο- ψυχολογικό θρίλερ,  οι δύο πρωταγωνίστριες έπειθαν απολύτως ως δύο ηλικιωμένες αδερφές, πρώην σταρ της αμερικανικής showbiz. Η αυταρχική και διαταραγμένη Τζέιν Χάντσον-Ρούλα Πατεράκη, ένα πρώην παιδί-θαύμα που χάθηκε πρόωρα και η αδελφή της, ιέρεια του Χόλυγουντ Μπλανς Χάντσον- Ρένη Πιττακή, η οποία είδε το λαμπερό της άστρο να σβήνει ύστερα από ένα μυστηριώδες τροχαίο που της προκάλεσε αναπηρία. Πρέπει να επισημάνω, πως η Ρένη Πιττακή εκπέμπει ακόμη τον ίδιο μαγνητισμό με εκείνον που ένιωσα όταν την πρωτοείδα ως Βιρτζίνια Γουλφ στο Θέατρο Τέχνης πριν περίπου είκοσι χρόνια.

Για τις δύο αδερφές η παρακμή ζει και βασιλεύει μέσα στο παρηκμασμένο σπίτι τους, καθώς η θλιβερή Τζέιν, εκτρέπεται σε ένα φρικτό σαδιστικό παιχνίδι, σε σημείο τέτοιο που με έκανε να αναρωτιέμαι για την σωματική αντοχή των δύο ηθοποιών.

Και μετά από όλο αυτόν τον αλληλοσπαραγμό έρχεται το τέλος. Η κάθαρση τους. Έτσι όπως το χιόνι έπεφτε από ψηλά στα πρόσωπα τους, ένιωσα πως οι δύο γυναίκες λυτρώθηκαν, αυτομάτως, από τα δεσμά του παρελθόντος, από τα οικογενειακά συμπλέγματα και από τους ίδιους τους τους εαυτούς που τις κρατούσαν φυλακισμένες.

Κι όταν τα φώτα έσβησαν σκέφτηκα πως αυτές οι δύο ισοπεδωμένες αδερφές, η Τζέιν και η Μπλανς, η Ρούλα και η Ρένη, είχαν σωθεί  μια για πάντα από την παραφροσύνη που έζησαν. Έμοιαζαν, καθώς υποκλίνονταν στο θερμό χειροκρότημα του κοινού, να αισθάνονται δικαιωμένες. Πρόσεξα, μάλιστα, πως η Ρούλα Πατεράκη τράβηξε με χαριτωμένη παιδικότητα το χέρι της Ρένης Πιττακή για να ξαναβγούν στη σκηνή απολαμβάνοντας τα χειροκροτήματα. Στο τέλος της έκλεισε το μάτι με μια γλυκιά αθωότητα, σαν να της έλεγε: «τα καταφέραμε!». Κι όντως τα είχαν καταφέρει. Η Τζέιν και η Μπλανς μπόρεσαν, ολοκληρώνοντας το θεοσκότεινο ταξίδι της ύπαρξης τους, να υποκλιθούν μαζί στο κοινό. Κάτι που σίγουρα θα επιθυμούσαν, ενδόμυχα, σε όλη την κατεστραμμένη ζωή τους. Οι δύο σπουδαίες Ελληνίδες ηθοποιοί κατάφεραν να φέρουν στο τέλος του έργου τις δύο πληγωμένες αδερφές κοντά. Κάτι που δεν κατάφεραν ποτέ η Μπέτι Ντέιβις και η Τζόαν Κρόφορντ…

Posted in See

Τι ακριβώς θέλεις να είσαι στη ζωή σου; Πρωταγωνίστρια ή κομπάρσος;

Ας ξεκινήσουμε κάπως εορταστικά και ας πατήσουμε, αν χρειαστεί, τα γκάζια σιγά-σιγά. Κατ’ αρχάς καλή μας χρονιά και όλα όσα επιθυμούμε ας μπουν επιτέλους σε σειρά και ας αρχίσουν να πραγματοποιούνται, εν αντιθέσει με παρόμοια ζητούμενα ετών του παρελθόντος. Είμαστε, πλέον, αρκετά μεγάλα κορίτσια για να γνωρίζουμε τι ακριβώς θέλουμε και ταυτοχρόνως  ακόμα μικρά για να απολαμβάνουμε τη ζωή με διάθεση παιδικού πάρτι.

Άλλωστε, το 2017 μπήκε δυναμικά και ζητά από εμάς να αντιμετωπίσουμε πολλά και διαφορετικής θεματολογίας ζητήματα: λιτότητα, αυξήσεις στα καύσιμα, τον καφέ, το ειδικό τέλος στη σταθερή τηλεφωνία, τα συναινετικά διαζύγια που θα αυξηθούν, μιας και θα εκδίδονται ακόμη πιο γρήγορα, τις αλλαγές στο ασφαλιστικό τοπίο, αλλά και τον–αξιαγάπητο κατα τ’ άλλα- Άγιο Βασίλη που υπάρχει περίπτωση να έκανε λάθος στα κουδούνια της πολυκατοικίας και να παρέδωσε τον τέλειο άνδρα- υπερδώρο που ζήτησα προ ημερών, στην κα. Μαίρη στο διπλανό διαμέρισμα.

Η νέα χρονιά δεν θα είναι όμως, απαραιτήτως, δυσοίωνη. Μας καλωσόρισε, αν ήμασταν λίγο τυχεροί, αγκαλιά με τους αγαπημένους μας, να γελάμε και να ανταλλάσσουμε φιλιά. Μας βρήκε να πεισμώνουμε με την μιζέρια και να αποφασίζουμε πως μόνο με αισιοδοξες σκέψεις και δυναμικές πράξεις θα τα καταφέρουμε.

Και ανάμεσα σε όλα αυτά φύτρωσε στο κεφάλι μου ανήμερα την Πρωτοχρονιά μια νέα θεωρία. Ας αποφασίσουμε, όλοι μας, για το νέο έτος, ποιος ακριβώς θέλουμε να είναι ο ρόλος μας στην ταινία της ζωής μας, που το σενάριό της το γράφουμε μόνο εμείς. Επιθυμούμε να είμαστε πρωταγωνιστές ή κομπάρσοι; Και δεν εννοώ, φυσικά, πως είναι αναγκαίο να έχουμε πάντα- σώνει και καλά- τον πρώτο ρόλο στις εξελίξεις που τρέχουν.

Στη κανονική ζωή μπορούμε άλλες φορές να ηγούμαστε και άλλες φορές να επιλέγουμε να ακολουθήσουμε αυτούς που ηγούνται. Και οι δύο περιπτώσεις είναι μία χαρά. Δεν υπάρχει κανένας, απολύτως, λόγος να σηκώνουμε τη σημαία της επανάστασης και να προσποιούμαστε, συνεχώς, τον Κολοκοτρώνη.

Μπορούμε να είμαστε «κι έτσι και αλλιώς». Όπως, άλλωστε, πράττουμε και όταν απολαμβάνουμε ένα φαγητό. Είτε αυτό είναι ένα πιάτο gourmet, είτε είναι junk food. Και τα δύο διαφορετικά είδη είναι καλοδεχούμενα και με τις σωστές αναλογίες, μας προκαλούν μέγιστη ευφορία.

Τα πράγματα, όμως, μπερδεύονται, κάπως, όταν δεν έχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας, ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος μας στη δική μας ζωή. Στις αποφάσεις μας. Δεν μπορεί από τη μία να διεκδικούμε να έχουμε τον πρώτο ρόλο, έχοντας άποψη για τα πάντα, να θέλουμε να πατάμε στα πόδια μας, να γνωρίζουμε τι μας κάνει χαρούμενες και τελικώς, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να γινόμαστε ετερόφωτοι κομπάρσοι.

Δεν είναι λογικό, από τη μία, να πιστεύουμε στον εαυτό μας και από την άλλη να μη θέτουμε τα όρια μας στον ίδιο μας τον εαυτό. Όπως, για παράδειγμα, σε ένα παιδί ξεκαθαρίζουμε  εξ’ αρχής πως «αυτό εγώ δεν το επιτρέπω» θα πρέπει να μπορούμε να κάνουμε το ίδιο στην οικογένεια μας, τη δουλειά μας, τους φίλους, αλλά και τους συντρόφους μας. Να θέσουμε, δηλαδή, από την αρχή τα όρια μας μέσα στα οποία θα ζήσουμε ευτυχισμένες.

Συζητώντας τις τελευταίες ημέρες με τις φίλες μου, που οι περισσότερες είναι παντρεμένες με ένα-δύο-τρία παιδιά και οι πολύ λιγότερες είναι ανύπαντρες, καταλήγουμε πως αυτά τα όρια βοηθούν στο να προχωράμε και να εξελισσόμαστε σε όλους τους τομείς. Ένας σύντροφος, για παράδειγμα, ο οποίος είναι απότομος και ερειστικός, δεν αξίζει την αγάπη μας. Ένας εργοδότης που δεν μας εκτιμά, δεν είναι άξιος της δικής μας εκτίμησης.

Το θέμα, βέβαια, είναι πως κι εμείς, ίσως λόγω ανασφάλειας και χαμηλής αυτοεκτίμησης, δείχνουμε να μην μπορούμε να στηρίξουμε τα «θέλω» μας. Μία γυναίκα που γνωρίζει τι ζητά από τη ζωή, δεν μπορεί να κάνει εκπτώσεις που την υποτιμούν. Δεν μπορεί από πρωταγωνίστρια να γίνεται κομπάρσος και να επιτρέπει αρνητικές συμπεριφορές. Πρέπει να αποζητά τον σεβασμό και να τον βιώνει. Πρέπει να είναι ήρεμη να ανθίσει και όχι να ζητιανεύει μια γλυκιά κουβέντα για να ποτιστεί.

Στην περίπτωση των σχέσεων, η φίλη μου η Ναυσικά, μου είχε πει πριν από χρόνια, σχολιάζοντας κάποιους άνδρες και τη στάση τους στη ζωή, πως «κάτι τέτοιους εγώ τους έχω για breakfast». Θυμάμαι, γελούσαμε ατελείωτα με την φράση αυτή, αλλά ήμασταν όμως και είκοσι χρόνια νεότερες. Πλέον, πιστεύω πως αντί για πρωινό, κάποιοι άνδρες μπορούν να κάνουν το στομάχι μας κόμπο που να μοιάζει περισσότερο με Πασχαλινό κοκορέτσι, παρά με αβγά benedict. Όμως ακόμα και σε αυτούς είναι δική μας υποχρέωση να εξηγήσουμε ήρεμα και ξεκάθαρα, τι έχουμε ανάγκη.

Κατά καιρούς, σκεπτόμενη κάποιες σχέσεις μου σαν να ήταν σενάρια από ταινίες στο σινεμά, συνειδητοποιώ με θλίψη πως θα είχαν, δυστυχώς, αναμενόμενη πλοκή. Θα ήταν από αυτά τα έργα που οι θεατές, ναι μεν συγκινούνται λίγο και χαζογελούν, αλλά στο τέλος βαριούνται και ξεστομίζουν ατάκες του τύπου: «Δεν επιλέγαμε να δούμε καλύτερα το Star Wars, αντί να βλέπουμε ένα ζευγάρι που ζει πιο ξενέρωτες και προβλέψιμες στιγμές από αυτές στις ταινίες του Χιου Γκραντ». Με τρόμο, λοιπόν, η ζωή μου να θυμίζει τέτοια γλυκανάλατη ρομαντική κομεντί με κριτική 1,5 αστέρι, θα πάρω επιτέλους την πρωτοβουλία να πρωταγωνιστήσω στην δική μου ταινία ζωής μέχρι το φινάλε, όπως θεωρώ πως μου αξίζει.

Τελειώνοντας και αφού θα υποστηρίξω μέχρι τελευταίας ρανίδος την αξιοπρέπεια μου, σκέφτομαι πολύ σοβαρά απόψε –και αφού ανέλυσα όλα τα παραπάνω- να καλέσω τηλεφωνικά το μέντιουμ Λέλα Κορυδαλλού, γιατί όπως είδα χθες βράδυ σε διαφήμιση, σε «τριτοτέταρτο» κανάλι, μπορεί και να μου δώσει μια πιο επιστημονική άποψη για τα θέματα που με απασχολούν: «Ανησυχείς για το μέλλον σου; Χρειάζεσαι απαντήσεις- λύσεις; Η Λέλα Κορυδαλλού γνωρίζει και είναι δίπλα σου». Να είναι καλά, λοιπόν, η κα. Λέλα που θέλει να με βγάλει από τη δύσκολη θέση να ταλαιπωρηθώ βάζοντας τα θέματα μου σε μια σειρά. Να είμαι καλά, όμως, κι εγώ που δεν θυμάμαι το τηλέφωνο της και τελικώς θα κάτσω να σκεφτώ για μένα.

 

 

 

Πόσο βαθιά μέσα μας βρίσκεται το κλειδί της χρυσής κλειδαρότρυπας;

Όταν ήμουν μικρή είχα την τύχη η μητέρα μου να με πηγαίνει συχνά στο θέατρο ΠΟΡΤΑ, όπου παρακολουθούσα στην αρχή με περιέργεια και αργότερα με δέος τις παραστάσεις της Ξένιας Καλογεροπούλου.

Θυμάμαι ακόμα και τώρα την παράσταση του «Οδυσσεβάχ», που μεταξύ άλλων με οδήγησε στο συμπέρασμα, πως ο Οδυσσέας είναι ο πιο σπουδαίος- γοητευτικός άνδρας όλων των εποχών.

Λίγο αργότερα έγραψα την πρώτη μου θεατρική κριτική στην εφημερίδα της Πέμπτης Δημοτικού «Ελεύθερη Σκέψη», που αφορούσε στην παράσταση «ο Μιχάλης ο Σφυρίχτρας».

Ως παιδάκι, επιπλέον, άρχισα να παίζω σε παραστάσεις από την Τρίτη Δημοτικού, αρχικά στις διακοπές μου και αμέσως μετά σε μια υπέροχη –και για πάντα ξεχωριστή στην καρδιά μου- ερασιτεχνική ομάδα, της οποίας η σκηνοθέτης Λένα Γεωργιάδου μας γνώρισε τον Μπρεχτ και τον «Κυκλο με την Κιμωλία», σε διασκευή για παιδιά, στην ηλικία των 8 ετών.

Αποτέλεσμα όλης αυτής της περιφερειακής αλλά ουσιαστικής ενασχόλησης μου με το θέατρο, ήταν να συγκαταλέγω επισήμως τον εαυτό μου στο θεατρόφιλο -φανατικό- κοινό.

Πλέον, αν και έχω μεγαλώσει, εξακολουθώ να αγαπώ πολύ το παιδικό θέατρο και όποτε μπορώ, παίρνω μαζί μου κάποιες φορές -ίσως για να έχω και ένα άλλοθι- και άλλες φορές «ψιλοσέρνω»- καθότι είναι και εννιάχρονο αγόρι- τον ανιψιό μου.

Έτσι, μέσα στις γιορτές βρεθήκαμε τα δυο μας στο θέατρο OLVIO για να παρακολουθήσουμε την παράσταση μουσικού θεάτρου «O Ζητιάνος και η Χρυσή Κλειδαρότρυπα», που βασίζεται στο ομότιτλο παραμύθι της Μαριβίτας Γραμματικάκη, το οποίο διδάσκεται, ως πρότυπο κλασικού παραμυθιού, στην Παιδαγωγική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και όντως είναι κλασικό και ταυτοχρόνως ένα σύγχρονο παραμύθι με όμορφα νοήματα γύρω από το ταξίδι αυτογνωσίας, το οποίο καταλήγει στην κάθαρση.

Πάνω στην σκηνή, τραγουδιστές, χορευτές και ηθοποιοί, υπό την ευρηματική σκηνοθετική επιμέλεια της -δικής μας- Λένας Γεωργιάδου και τέσσερις εξαιρετικοί μουσικοί με ενορχηστρωτή τον Γιώργο Περιστέρη, δίνουν ρυθμό, μελωδίες, κίνηση, χρώμα, χαρακτήρα, συναίσθημα και ζωντανεύουν τo παραμυθένιο-παραμύθι που μοιάζει με παλιά ιστορία, η οποία μας συντροφεύει από τα δικά μας παιδικά χρόνια.

Το έργο μιλά για μια παράξενη χρυσή κλειδαρότρυπα, όπου οι άνθρωποι έβλεπαν μέσα από αυτήν για λίγα μόνο λεπτά τα όνειρά τους. Σε αυτή την κλειδαρότρυπα είδε κι ένας ζητιάνος τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Έτσι αποφάσισε να βρει το κλειδί που θα την άνοιγε. Πήγε στον άρχοντα της πολιτείας και του ζήτησε το κλειδί. Ο άρχοντας, όμως, του απάντησε, πως για να πάρει το κλειδί, πρέπει πρώτα να περάσει από τρεις δύσκολες δοκιμασίες. Μετά από πολύ αγώνα ο ζητιάνος κατάφερε και τις πέρασε όλες με επιτυχία. Μέσα από την προσπάθειά του, έμαθε να βλέπει πίσω από αυτά που φαίνονται, να ακούει πίσω από αυτά που ακούγονται, μα πάνω απ’ όλα, έμαθε να αγαπάει. Το κλειδί της χρυσής κλειδαρότρυπας το είχε ήδη αποκτήσει και δε χρειάστηκε να του το δώσει κανείς…Κι εκεί κάπου έπεφτε η αυλαία.

Όμως, το παραμύθι στο θέατρο OLVIO δεν τελείωσε στην σκηνή, αλλά ταξίδεψε και στις θέσεις των μικρών θεατών. Λίγο πριν μπω στην αίθουσα παρατήρησα μια ομάδα παιδιών δίπλα μου, που αδημονούσαν να παρακολουθήσουν το έργο. Συνοδεύονταν από κάποιες νέες γυναίκες που μιλούσαν Αγγλικά.Τα παιδάκια αυτά υπέθεσα πως μιλούσαν μεταξύ τους Αραβικά. Αναρωτήθηκα πως θα καταλάβαιναν το παραμύθι…

Κι όμως το κατάλαβαν και χειροκρότησαν στο τέλος της παράστασης με ενθουσιασμό. Βγαίνοντας έξω ρώτησα και έμαθα πως τα παιδιά αυτά ήταν προσφυγόπουλα που ζουν στον Ελαιώνα και έρχονται -φιλοξενούμενα από το θέατρο- με τις συνοδούς τους, για να παρακολουθήσουν την παιδική μουσική παράσταση.

Δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε αυτήν την όμορφη ιδέα, αλλά είμαι σίγουρη πως αν εκείνα τα παιδιά κοιτάξουν μέσα στην χρυσή κλειδαρότρυπα, θα δούν σίγουρα ανάμεσα στα όνειρα τους, τους συντελεστές αυτής της παράστασης που τους θύμησαν με τον πιο γλυκό τρόπο, πως το χρυσό κλειδί της ευτυχίας το έχει ο καθένας μέσα του και μπορεί να το αποκτήσει, ακόμα κι αν το ταξίδι του περνάει μέσα από τον Ελαιώνα.

Posted in See

Γράμμα στον Άγιο Βασίλη

Άγιε μου Βασίλη, Χρόνια Πολλά και καλά!!

Τα οποία για εσένα, σίγουρα, και πολλά θα είναι και καλά, αν αναλογιστώ από ποια χρονιά είσαι στα πέρα-δώθε.

Φέτος, λοιπόν, είπα να σκεφτώ λίγο παραπάνω από τα προηγούμενα χρόνια. Όπως σίγουρα θα γνωρίζεις, είμαι almost40something πια και δεν θα ήθελα να κλωθογυρίζω στα ίδια και τα ίδια.

Κατά καιρούς σου έχω ζητήσει πολλά και διάφορα. Από τη «Μόδα των Μανεκέν» της El Greco, μέχρι γόβες με αστερόσκονη. Ακόμα, όμως και όταν, αντί της περιβόητης «Μόδας των Μανεκέν», έλαβα το Νυφικό της Bibi-Bo και όταν, αντί αστεροσκονισμένων θηλυκών παπουτσιών, έλαβα κάλτσες με τη Mini Mouse, δεν σου κάκιωσα.

Σκέφτηκα πως κάποια στιγμή θα μου φέρεις κι εμένα, ό,τι επιθυμώ. Αρκεί να είμαι σαφής και σίγουρη για την επιλογή μου.

Λοιπόν, όπως ήδη σου είπα, είμαι πια almost40something και όπως όλες οι γυναίκες της φάσης μου, αντιμετωπίζω τα ίδια θέματα αφασίας και ασάφιας.

Έτσι σκέφτηκα, ότι ίσως θα είχε κάποιο αποτέλεσμα να εναποθέσω τις ελπίδες μου σε σένα γι’ αυτή τη χρονιά. Σε όποιον άλλο, άλλωστε, υπήρχε κατά καιρούς εύκαιρος, τον έχω επικαλεστεί: τον Μεγαλοδύναμο, τα ενεργειακά κέντρα Τσάκρα, τα 10 φυτά στον χώρο που διώχνουν την κακή ενέργεια και βελτιώνουν τη ροή της θετικής, την Ψυχοθεραπεύτρια μου, τις άλλες θρησκείες ξεκινώντας, μάλιστα, από τον Δωδεκάθεϊσμο.

Επιπλέον, όπως διάβασα, κάποιοι από μας χρειαζόμαστε ενεργειακές ασπίδες. Οι ασπίδες αυτές έχουν ως στόχο την προστασία του ατόμου ως υλική και ενεργειακή υπόσταση. Επειδή έχουμε συσσωρευμένη ενέργεια, η οποία συνεχώς επηρεάζει και επηρεάζεται από το περιβάλλον και από τα πάντα γύρω μας, είναι καλό να γνωρίζουμε και να μπορούμε να επιλέγουμε κάποιες φορές ποιες επιρροές θέλουμε να δεχτούμε αλλά και ποιες θέλουμε να δώσουμε.

Μετά από αυτή την πολύ σοβαρή ανάλυση – εισαγωγή, θα ήθελα να περάσω στο παρασύνθημα, κάνοντας πρώτα μία γυναικεία παρατήρηση.

Όλα τα χρόνια της ενήλικης ζωής μου εύχομαι ο επόμενος άνδρας που θα γνωρίσω να μην έχει το όποιο ενοχλητικό συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του προηγούμενου άνδρα που με αποτυχία συναναστράφηκα, εν κατακλείδι.

Όμως, διαπράττω κάθε φορά -και δεν είμαι η μόνη γυναίκα- ένα μέγα λάθος.

Για τον άνδρα Νούμερο 3, ζητάμε από το σύμπάν και όλους τους υπόλοιπους ειδικούς, να μην έχει το χαρακτηριστικό του άνδρα Νούμερο 2, λησμονώντας ταυτοχρόνως το χαρακτηριστικό του άνδρα Νούμερο 1, το οποίο μας οδήγησε στον άνδρα Νούμερο 2.

Κοινώς, δεν υπάρχει λογική συνέχεια και συνέπεια στο τι ζητάμε από τις ανώτερες δυνάμεις του σύμπαντος. Ουσιαστικά τις αποσυντονίζουμε και τις αποδιοργανώνουμε. Από ποιον, λοιπόν, να ζητήσεις τα ρέστα; Από τον Βούδα, τον Κούδα, τον Ιησού ή τον Ιούδα;

Στην περίπτωση, όμως, που μπερδεύτηκες περισσότερο, θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω με κάποια αληθοφανή παραδείγματα.

Αρχικά, γνωρίζεις τον άνδρα Νούμερο 1, ο οποίος είναι γλυκομίλητος και ήσυχος, στη συνέχεια, όμως, γίνεται τρομερά κτητικός και ζηλιάρης. Τελείωνεις με σύντομες διαδικασίες τη γνωριμία.

Ακολουθεί στάνταρ διαδικασία κατά την οποία ξεκινάς, αμέσως, τις ευχές: «Ο επόμενος άνδρας που θα γνωρίσω, εύχομαι να μην ζηλεύει καθόλου. Να πατάει στα πόδια του και να είναι σίγουρος για τον εαυτό του».

Και η ευχή φτάνει στον ουρανό και εκείνος ο «μη ζηλιάρης – σίγουρος» άνδρας Νούμερο 2 κάνει την εμφάνισή του. Αυτός, όμως, σύντομα αποδεικνύεται αδιάφορος και με κακή σχέση με την οικογένεια του, πράγμα που δεν σου αρέσει καθόλου. Ενοχλείσαι γιατί εσύ είσαι ένα παιδί από σπίτι με αρχές και, τελικώς, διακόπτεις τις συναναστροφές.

Συνεχίζεις το γνωστό στανταράκι με τις ευχές: «Έναν άνθρωπό που να έχει μια πολύ ζεστή σχέση με τους γονείς του». Και σου σκάει ο τύπος ο Μαμμόθρεφτος, που, όμως, ταυτοχρόνως είναι και ζηλιάρης και κτητικός.

Καταλαβαίνεις τότε, πως έχεις κάνει τεράστιο λάθος, ως προς το τι εύχεσαι και με ποια σειρά. Δεν ξέρω αν, όντως, συνομοτεί το σύμπαν ή ο ίδιος ο Κοέλιο, αλλά αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει. Και γι’ αύτον τον λόγο, φέτος την Πρωτοχρονιά ζητώ την ουσιαστικής σημασίας βοήθειά σου.

Σίγουρα το σύμπαν μπορεί να συνωμοτεί για τα θέλω μας, αλλά και εμείς δεν θα ‘πρεπε να σκεφτόμαστε καλύτερα αυτά που ζητάμε, σε μια στιγμή συναισθηματικής παρόρμησης;

Το παλιό ρητό: «Πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να το αποκτήσεις», πρέπει το 2017 να αναπροσαρμοστεί σε: «Πρόσεχε τι εύχεσαι και κυρίως υπενθύμισε στον εαυτό σου, όλα όσα έχεις ευχηθεί στο παρελθόν, γιατί μόνο μια φορά σε παίρνει να τα αποκτήσεις εν συνόλω». Μην πηγαίνουν και οι ευχές στον βρόντο…

Σκεπτόμενη όλα τα παραπάνω, αγαπητέ Άγιε Βασίλη, σου ζητώ να μου πραγματοποιήσεις μια μικρούτσικη ευχή για το νέο έτος.

Αν δεν σου είναι φοβερά σύνθετο, δηλαδή, θα ήθελα να έχω δίπλα μου και για πάντα έναν: «γλυκομιλητοακομπλεξαριστοχαμογελαστοαισιοδοξοσοβαροσταθεροαγαπησιαρησυνεπηαυτονομο γοητευτικοκαθαροπροστατευτικοευγενικοκαλογουστοπροσαρμοστικοκαλοανανθρεμμενο δουλευταρασιγουροαστειοκανονικοερωτευσιμοαθλητικοwannabeοικογενειάρχη»…

Ή αλλιώς Supercalifragilisticexpialidocious!

Με ειλικρινή αγάπη,

Η almost40something

Η τέχνη της «οικογένειας» ή αλλιώς «φούσκωσα Μαμά, δεν θέλω άλλο κομμάτι».

Πόσες φορές δεν έχουμε αναφωνήσει με γεμάτο το στόμα «φτάνει, θα σκάσω. Δεν μπορώ να φάω άλλη σπανακόπιτα!» και πόσες φορές δεν έχουμε γκρινιάξει για τις υπέροχες, τεράστιες, κάποιες φορές κουραστικές, οικογένειες μας.

Μετά από έρευνες ετών στα θέματα περι οικογένειας, πλέον, έχω καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι οικογένειες έχουν δημιουργηθεί για πολλούς, και διαφορετικής σημασίας, λόγους:

α) για να έχουν άποψη για όλους και για όλα.

β) για να μας σπάνε τα νεύρα με την παρεμβατικότητα τους.

γ) για να έχουμε κάποιον να ξεσπάμε χωρίς να κινδυνεύουμε με ποινή απόλυσης.

δ) για να μας ταΐζουν τα πάντα και για πάντα.

ε) για να μας ενισχύουν συναισθηματικά, οικονομικα, ψυχολογικά.

στ) για να μας συμπαραστέκονται σε οτιδήποτε «κατεστραμένο» κάνουμε.

ζ) για να μας παρέχουν, για μια ζωή, τις βάσεις μας και τις σταθερές μας.

Στα μάτια τους, άλλωστε, πάντα κάτι δεν κάνουμε σωστά και ταυτοχρόνως είμαστε οι καλύτεροι. Χθες, για παράδειγμα, πανηγυρίσαμε το πρώτο μου γλυκό, που φαγώθηκε με ενθουσιασμό από την συγγενική ομήγυρη. Αν κάποιος εβλεπε την σκηνή αυτή σε κάποια ταινία, σίγουρα θα έλεγε: «Τι μπούρδες! Σιγά μη χαίρονται με το κακομούτσουνο γλυκό που έφτιαξε η χαϊδεμένη τους, ετών 40. Τόσα χρόνια πως ζει; Τι τρώει η ανεπρόκοπη;» Ε, ναι λοιπόν, οφείλω να το παραδεχθώ. Μεταξύ άλλων, τρώω και τα υπέροχα φαγητά της Μαμάς μου. Ακόμη και τώρα. Γιατί έτσι μου αρέσει.

Μπορώ, λοιπόν, βάσει του παραπάνω γεγονότος, να πω με βεβαιότητα πως είμαι τυχερή που μεγάλωσα μέσα σε μια αγαπημένη, τεραστίων διαστάσεων οικογένεια. Όπου και στις χαρές και στις λύπες μας είμαστε όλοι κοντά και ξέρουμε να συμπαρασταθούμε. Όπου διαφωνούμε, εκνευριζόμαστε, περνάμε φάσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση είμαστε εκεί.

Μεγαλώνοντας σε μία μεγάλη οικογένεια, έχεις μάθει να σου αρέσει η φασαρία, τα γέλια μέχρι δακρύων, τα δάκρυα που δεν σταματούν, η ζαλάδα και…τα άπειρα φαγητά. Για να γίνω πιο σαφής, πώς οι οδηγοί εστιατορίων σε ενημερώνουν για το που θα φάς το καλύτερο μπιφτέκι, έτσι κι εμείς γνωρίζουμε ποια θεία φτιάχτει τι και με πόση επιτυχία.

Φυσικά, όταν έχεις μεγαλώσει σε πολυπληθή οικογένεια, έχεις άπειρα ξαδέρφια, δεν είναι καθόλου έυκολο να κάνεις οικογενειακά τραπέζια, στέλνεις άπειρα μηνύματα στις γιορτές και αποτελείς απειλή για οποιοδήποτε ξένο μέλος ονειρεύεται ένα κλειστό γάμο μαζί σου. Η φράση «μεταξύ μας, οι στενοί συγγενείς θα είμαστε», είναι, τουλάχιστον, αστεία. Το τελευταίο, βέβαια, είμαι σίγουρη πως πρέπει να ισχύει, αλλά μέχρι στιγμής δεν το έχω επιβεβαιώσει γιατί καμμία σχέση μου δεν έφτασε προ των προσκλητηρίων.

Πριν από χρόνια και ούσα μεγάλη κοπέλα και τότε, θυμάμαι στον μεγάλο σεισμό της Αθήνας, βρισκόμουν μόνη μου στο σπίτι. Οι γονείς μου έλειπαν στο χωριό του Μπαμπά. Αφού, λοιπόν, ταρακουνήθηκα από τα Ρίχτερ και το φόβο, βρέθηκα σώα στον δρόμο, κοιτάζοντας αμίλητη τους αλαφιασμένους που έτρεχαν αριστερά και δεξιά. Ονειρεύτηκα, τότε, έναν ιππότη σε άσπρο άλογο, που θα κατεύθανε να με σώσει. Προφανώς, όμως, δεν βρισκόταν κάποιος εύκαιρος στην Λεωφόρο Κηφισίας εκείνη τη στιγμη και, έτσι, καθυστερούσε δραματικά η διάσωσή μου. Και ενώ καθόμουν κάτω στον δρόμο σαστισμένη, ξάφνου βλέπω να φρενάρει ένα λευκό αυτοκίνητο. Οι πόρτες ανοίγουν και αρχίζουν να βγαίνουν από μέσα… θείες. Σχεδόν όλες οι αδερφές της Μαμάς μου, που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στον Νομό-και δεν είναι και λίγες-  είχαν επιβιβαστεί σε ένα κανονικού μεγέθους αυτοκίνητο και είχαν βγει στους δρόμος να συλλέξουν ανήψια.

Σαν να είχαμε πάνω μας GPS, μας μάζευαν, μας στοίβαζαν μέσα στο αυτοκίνητο και μας οδηγούσαν κάπου με ασφάλεια. Όπως κάνουν οι γάτες με τα γατάκια τους. Μέσα στον πανικό μου, ένιωσα, αυτομάτως, ήρεμη.

Αυτές οι ίδιες θείες χειροκρότησαν χθες το banoffee μου. Στήριξαν την προσπάθεια μου. Και εγώ χάρηκα σαν παιδάκι που επιβραβεύτηκα από όλες αυτές τις, εν δυνάμει, Μαμάδες μου.

Όταν έχεις μεγάλη οικογένεια, συνήθως πρέπει να έχεις και μεγάλη καρδιά, γιατί εξ’ ανάγκης πρέπει να μάθεις να χωράς πολύ κόσμο. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν τους έτυχε -γιατί είναι όντως τύχη- να έχουν μεγαλώσει σε μια τέτοια οικογένεια…Έχω παρατηρήσει, λοιπόν, πως όσοι γνωστοί μου έχουν καταφέρει να αντικαταστήσουν την στενή έννοια της οικογένειας με τους φίλους τους, βιώνουν παρόμοια συναισθήματα με εμάς των μεγάλων οικογενειών.

Όπως είναι επόμενο και λογικό, πάντα χαίρομαι τις μεγάλες παρέες, τα ανοιχτά σπίτια, τους ανθρώπους που τρώνε όλοι μαζί με οποιαδήποτε ευκαιρία. Αν κάποιος με ρωτήσει τι θα ήθελα για τη ζωή μου, τι σημαίνει για ‘μένα ευτυχία, θα του απαντούσα αυτόμάτως «ένα σπίτι γεμάτο κόσμο και φασαρία». Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς κάποιον δίπλα μου. Χρειάζομαι τους δικούς μου ανθρώπους για να ζω και να υπάρχω.

Άλλωστε, όπως και να το κάνουμε, δεν είμαστε φτιαγμένοι για να είμαστε μόνοι μας. Και αν δεν είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε σε μια μεγάλη οικογένεια, ας προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μία. Και δεν εννοώ, απαραιτήτως, να αποκτήσουμε παιδιά, γιατί αυτή είναι μια πονεμένη ιστορία για μια almost40something που δεν έχει ακόμη δική της οικογένεια.

Ας δημιουργήσουμε, όμως, μια οικογένεια με αγαπημένους φίλους, με έναν σύντροφο που θα μας κάνει ευτυχισμένες. Άλλωστε, είναι, σίγουρα, ωραία τα ροζ ηλιοβασιλέματα, αλλά πόση αξία έχουν αν δεν μπορείς να τα μοιραστείς με κάποιον. Πόσο ξεκαρδιστικό μπορεί να είναι ένα ανέκδοτο, αν το λες εσύ στον εαυτό σου; Την ζωή πρέπει να την μοιράζεσαι. Τελεία και παύλα. Δεν είμαι αμοιβάδα και δεν πρόκειται μία μέρα να διχοτομηθώ για να έχω παρέα. Θέλω ανθρώπους δίπλα μου και είμαι τυχερή που τους έχω. Γνωρίζω, φυσικά, πως θα υπάρξουν στιγμές που θα εκνευριστώ μαζί τους κι εκείνοι μαζί μου, που θα θέλω την ησυχία μου, αλλά θα είναι απολύτως φυσιολογικό. Γνωρίζω, όμως, και πόση γαλήνη υπάρχει μέσα μου, όταν δεν χρειάζεται να εξηγήσω. Αρκεί ένα βλέμμα. Ένα άγγιγμα. Αρκεί να είναι εκεί. Η οικογένεια μου είναι η καλύτερη. Όπως, ενδεχομένως, και η δική σας.

Μπορεί, όμως, να μην έχουμε όλοι την τύχη να περιτριγυριζόμαστε από αγαπημένους, εξ’ αίματος, συγγενείς, Έχουμε, όμως, όλοι την ευκαιρία να δημιουργήσουμε διαφορετικού τύπου οικογένειες. Οι φίλοι μου, που τους επέλεξα και με επέλεξαν, ή αλλιώς η δεύτερη οικογένεια μου είναι, επίσης, οι καλύτεροι. Όπως σίγουρα και οι δικοί σας.

Μην διστάσετε να ζήσετε μαζί τους και σε αυτές τις, πιο δύσκολες, γιορτές τα γέλια και τα κλάματα σας. Θα νιώσετε τόσο γαλήνια, όταν θα μοιραστείτε μαζί τους, έστω, κι αυτό το κακομούτσουνο banoffee. Και είναι σίγουρο πως ποτέ δεν θα αναφωνήσετε: «Φτάνει, θα σκάσω. Δεν μπορώ άλλη αγάπη!». Καλές γιορτές σε όλους!

Τα deadlines των σχέσεων και πως να τα κατακτήσετε.

Ίσως ο συγκεκριμένος παραποιημένος τίτλος να ταιριάζει περισσότερο σε άλλου τύπου άρθρα, όπως: «τα τέλεια μπράτσα και πως να τα αποκτήσετε» ή «οι τέλειοι γλουτοί και πώς θα γίνουν δικοί σας», όμως στην πραγματικότητα το θέμα των deadlines είναι ίσως το σημαντικότερο που απασχολεί τη σύγχρονη almost40something.

Αναλογιστείτε, λοιπόν, πόσα deadlines έχετε βάλει στη ζωή σας και φυσικά τα έχετε ξεπεράσει; Άλλωστε αυτή η ιστορία κρατάει χρόνια…

Όταν ήμασταν μικρές, τα deadlines, αν και φαίνονταν δυσβάσταχτα, ήταν μάλλον παιδαριώδη: « Αν δεν έχεις καθαρίσει το δωμάτιο σου σε δέκα λεπτά, μην περιμένεις να παίξεις με τον Κωστάκη». Τότε, αυτή η φράση μπορεί να φάνταζε στα αυτιά μας, ως τεράστια απειλή και η πιθανή απαγόρευση συνύπαρξης με τον Κωστάκη να μας κινητοποιούσε. Κι έτσι, στο τέλος η Bibi-Bo να έμπαινε στη θέση της.

Αργότερα, βέβαια, τα deadlines σοβάρεψαν και εν μέρει σχετίζονταν με ισχυρότερες απειλές: «Αν η εργασία σας στο μάθημα Εισαγωγή στην Κοινωνική Θεωρία και Έρευνα δεν παραδοθεί εντός 20 ημερών, ξεχάστε την εξεταστική». Σε εκείνη την περίπτωση την δέκατη ένατη ημέρα αγωνιούσες να ξεκινήσεις και να ολοκληρώσεις, ταυτοχρόνως, την εργασία, ξεκινώντας από την προσπάθεια να κατανοήσεις τις άγνωστες λέξεις που χόρευαν μπροστά σου, όπως Κοινωνική Θεωρία και Έρευνα.

Φτάνουμε, λοιπόν, στο σήμερα και στα deadlines που μας κυνηγούν: ΦΠΑ, ασφάλειες, τέλη κυκλοφορίας, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, Κοινόχρηστα, Ενοίκιο και άλλα πολλά, που συνήθως εμφανίζονται πάντα τη λάθος στιγμή. Και άντε να τα βάλεις σε μία υποτυπώδη σειρά. Πράγμα σχεδόν αδύνατο. Αλλά τέλος πάντων, θα προσπαθήσεις, όπως το έκανες πάντα. Με όλες τις αντίξοες προθεσμίες και δυσκολίες που πρέπει να υπερκεράσεις. Οπότε διαφαίνεται, πως πάντα κάποιος σου έθετε τα deadlines και εσύ, με απόλυτη συνέπεια, έβαζες τα δυνατά σου να τα καταφέρεις.

Τι γίνετε όμως με τα deadlines που θέτεις εσύ στις σχέσεις σου; Τι ακριβώς συμβαίνει και μονίμως μεταφέρονται; Γιατί οι ενδεχόμενες απειλές δεν πιάνουν ποτέ των ποτών;

Κι ενώ ξεκινάς με τις καλύτερες προθέσεις και είσαι σίγουρη πως έχεις απόλυτο δίκιο να διεκδικείς- έστω και εκβιαστικά τα «θέλω» σου, βρίσκεσαι αντί να έχεις κέρδος με το deadline που έθεσες, να βρίσκεσαι dead και στα πατώματα.

Τι ακριβώς συμβαίνει με τους άντρες και φαίνεται πως δεν καταλαβαίνουν καθόλου την έννοια του deadline και μοιάζει σαν να μην την σέβονται; Και γιατί φτάνει η μέρα που βάζεις  κι εσύ το δικό σου deadline, το οποίο μεταφέρεις από μέρα, από βδομάδα σε βδομάδα, από μήνα σε μήνα;

Μήπως όλη αυτή την πονεμένη ιστορία πρέπει να την δούμε από την αρχή; Γιατί εμείς βάζουμε deadlines; Μήπως επειδή εξ’ αρχής φοβόμαστε να είμαστε ειλικρινείς και ξεκάθαρες για το τι επιθυμούμε στη ζωή μας; Μήπως γιατί δεν θέλουμε να φανούμε φορτικές, αλλά να επιβραβευτούμε ως ανώτερες όλου του ανδρικού σύμπαντος;

Μήπως αυτή η υπέρμετρη κατανόηση σε όλους αυτούς που αρνούνται να μεγαλώσουν -και που το μόνο deadline που κατανοούν είναι η ώρα που «κλείνει» η δυνατότητα στοιχήματος των ποδοσφαιρικών και μπασκετικών αγώνων- μας έχει οδηγήσει στο απόλυτο σχεσιακό αδιέξοδο.

Σκεπτόμενη τα πόσα deadlines έχω θέσει στον εαυτό μου και στις σχέσεις μου, καταλήγω πως κάποιες φορές μπορεί να έχω υπάρξει τουλάχιστον γραφική. Τα deadlines, άλλωστε, προς το άλλο φύλο είναι, μάλλον, αστεία και σπάνια κάποιος θα τα αποδεχθεί κατ’ ανάγκη.

Από την άλλη, τα δικά μου deadlines, δεν είναι καθόλου κωμικά, εφόσον σχετίζονται με τα όρια που επιθυμώ να θέσω στη ζωή μας. Και επιτέλους πρέπει να τα θέσω. Τι, δηλαδή, επιθυμώ, τι επιτρέπω και τι με κάνει ευτυχισμένη. Θα πρέπει, έστω και τώρα, όλες μας οι almost40something να σταματήσουμε να είμαστε παρούσες, εκεί που η απουσία έχει μετατραπεί σε καθημερινότητα.

Βέβαια, ίσως τα deadlines που θέτουμε, να συνδέονται και κάτι μέσα μας πολύ πιο καλά κρυμμένο. Ίσως σχετίζονται με ένα δικό μας φόβο, της οποιασδήποτε εξέλιξης και δέσμευσης. Ίσως συνδέονται με τη δική μας ανασφάλεια και αγωνία. Ή ίσως ακόμα ενδόμυχα να βολευόμαστε με αυτόν που απέτυχε στο deadline μας και μας άφησε στην ησυχία μας.

Οπότε, ας σκεφτούμε τι σημαίνει πραγματικά ένα deadline. Δεν είναι σίγουρα μια καταναγκαστική δράση. Δεν είναι σίγουρα η χρονική προθεσμία που λήγει. Είναι το ξεκαθάρισμα μέσα μας των συναισθημάτων και επανατοποθέτηση τους σε μια σειρά.

Ας αφήσουμε τα deadlines στην άκρη για δυσοίωνες οικονομικές ειδήσεις, όπως το ότι «Η Ελλάδα πιθανότατα θα χάσει το deadline για την επίτευξη μιας συμφωνίας με τους πιστωτές» και ας καταλήξουμε σε συμφωνία πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό μας θέτοντας τα όρια μας, χωρίς δανεικά «θέλω».

Η «Κατερίνα» ζωντανεύει για τρίτη χρονιά στη σκηνή και ξυπνά τις «Κατερίνες» μέσα μας.

Η «Κατερίνα» του Πέτρου, του Τάσου, της Λένας, του Λόλεκ, του Γιώργου, της διπλανής πόρτας, του ίδιου δωματίου με σένα. Η «Κατερίνα» υπάρχει παντού. Υπάρχει γύρω μας, μέσα μας και πρέπει να το αποδεχθούμε. Να αποδεχθούμε τον «αχινό, που συνεχώς ζητάει φαγητό», όπως τραγουδάει επί σκηνής ο Λόλεκ, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.

Αν και πέρασαν ήδη τρία χρόνια θεατρικής ζωής της, η «Κατερίνα» δεν έχει μεγαλώσει καθόλου. Μοιάζει με ένα σκανταλιάρικο παιδί. Ακόμη και τώρα φοράει το ίδιο λουλουδάτο φόρεμα, που επισημαίνει την αέναη παιδικότητα της. Ακόμη και τώρα χαίρεται με τα ίδια απλά πράγματα. Ακόμη και τώρα σκοτεινιάζει, όταν η νύχτα πέφτει στην ψυχή της.

Την παράσταση «Κατερίνα» του Γιώργου Νανούρη την είδα πριν από λίγες μέρες για τρίτη φορά. Τώρα πλέον σε ένα μεγαλύτερο θέατρο. Στο θέατρο Βασιλάκου. Λίγο πριν την παρακολουθήσω, σκεφτόμουν αν η απόσταση από τη σκηνή θα με απομάκρυνε από το συναίσθημα. Κι όμως, βίωσα μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Αυτή που γεννήθηκε από τις μεγαλειώδεις σκιές. Τις σκιές που υπήρχαν και παλιότερα, αλλά τώρα μεγάλωσαν, απέκτησαν όγκο και έπνιγαν κι άλλο την Κατερίνα. Και έφταναν μέχρι και τους τελευταίους θεατές.

Και ο Γιώργος Νανούρης απέναντί της, δίπλα της, έκανε σχήματα με τον φακό του τις σκιές στον τσιμεντένιο τοίχο και η σκηνή γέμιζε φανταστικούς πρωταγωνιστές, όπως ακριβώς ζούσαν αυτοί μέσα στην ψυχή και το μυαλό της διπολικής Κατερίνας.

Κοιτούσα αναστατωμένη τις σκιές και σκεφτόμουν τις όποιες δικές μου σκιές. Σκεφτόμουν τις σκιές των διπλανών μου. Σκεφτόμουν αν μπορούμε να μιλήσουμε γι’αυτές. Να τις κοιτάξουμε κατάματα. Να τις αντιμετωπίσουμε.

Αν και στην πραγματικότητα η Κατερίνα έδωσε τέλος στη ζωή της, στο τέλος της παράστασης ένιωθα πως έχει λυτρωθεί. Αποδέχθηκε τις σκιές της. Δεν την νίκησαν. Κατάφερε να αγαπήσει και αγαπήθηκε. Από τους δικούς της ανθρώπους, από τους αναγνώστες του Αύγουστου Κορτώ, από τους θεατές της παράστασης, από τον αισθαντικό Λόλεκ, από τη καθηλωτική Λένα Παπαληγούρα και από τον ευαίσθητο τελειομανή Γιώργο Νανούρη που της έδωσε ξανά ζωή και την έκανε μία από εμάς.

Και έτσι, έστω για 80 λεπτά, η «Κατερίνα» μας τράβηξε από το χέρι και μας βοήθησε να νιώσουμε σαν όλες αυτές τις πληγωμένες υπάρξεις με τα λουλουδάτα φορέματα που βρίσκονται γύρω μας. Να τις κατανοήσουμε και να τις σεβαστούμε.

Η «Κατερίνα» τα κατάφερε. Βγήκε από το σπίτι της, μπήκε στις σελίδες ενός βιβλίου και ανέβηκε στη σκηνή. Μοιάζει σαν να ξαναγεννήθηκε και να είναι ευτυχισμένη. Είμαι σίγουρη πως απολαμβάνει κι αυτή το χειροκρότημα μαζί με όλες τις «Κατερίνες» που ζουν κοντά μας.

Posted in See

Ο προφητικός “Μεγάλος Αδερφός” του Όργουελ ζωντανεύει επί σκηνής και εμείς μοιάζουμε είτε από επιλογή, είτε από αδιαφορία, με στενό συγγενή του…

Στο τέλος της παράστασης της Κατερίνας Ευαγγελάτου και της εταιρίας “Λυκόφως” που δημιούργησε και πάλι μία θεατρική εμπειρία με υψηλή αισθητική και καλλιτεχνική αξία, και καθώς οι ηθοποιοί έβγαιναν για τέταρτη φορά στη σκηνή, λόγω τους ασταμάτητου χειροκτοτήματος των θεατών, ένα ερώτημα άρχισε να γυρίζει στο μυαλό μου:

Ποια υπερφυσική δύναμη θα ήθελα να έχω;

  1. Να είμαι αόρατος
  2. Να πετάω
  3. Να γίνω ο Αργύρης Πανταζάρας

Τον Αργύρη Πανταζάρα τον είδα για δεύτερη φορά στο θέατρο, μετά τον μοναδικό Φάουστ της Ευαγγελάτου.

Καθώς τον παρακολουθούσα στη σκηνή αφού έπιασα τον εαυτό μου, σχεδόν μαγνητισμένο, να τον κοιτώ, σκέφτηκα πως ο συγκεκριμένος ηθοποίος δεν έχει πάνω του τίποτα ανθρώπινο. Σκέφτηκα για λίγο μήπως είναι ρομπότ και γι’ αυτό το λόγο, μπορεί να εκτελεί με ακρίβεια χειρουργού, ότι του ζητά η σκηνοθέτης του.

Κατέληξα, φεύγοντας από το θέατρο Βασιλάκου, πως αν η Ευαγγελάτου του ζητήσει την επόμενη φορά να πετάξει, εκείνος θα το κάνει με ευκολία, κι εμείς απλά θα θαυμάσουμε τη μεγαλειώδη πτήση ενός αετού.

Ο Αργύρης Πανταζάρας δεν υποκρίνεται στους ρόλους του. Μοιάζει σαν να είναι ο κάθε ρόλος του. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι σίγουρη αν θα ήθελα να τον συνανασταραφώ ποτέ στην κανονική ζωή μου, ως Μεφιστοφελή, ή ως Γουίνστον Σμιθ.‘Εχω την αίσθηση πως με τρομάζει η παρουσία του ή, ρομαντικά σκεπτόμενη, αρνούμαι ν’ αποδεχθώ την ύπαρξη αυτών των σκοτεινών παραμέτρων της ζωής.

Στη σκηνή του ρεαλιστικού βασανιστηρίου στο “1984”, που κάποιοι θεώρησαν πώς ήταν υπερβολική, εγώ απλά ένιωθα πως βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν βασανιζόμενο. Δεν έβλεπα κάποιον που υποκρινόταν ότι πονούσε. Ήμουν μάρτυρας στο φρικτό δράμα του. Έβλεπα το σώμα του να πάλλεται από τον πόνο.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου φαίνεται πως εμπιστεύεται τον Αργύρη Πανταζάρα για όλους αυτούς τους απαιτητικούς ρόλους. Και γύρω από τον κεντρικό ήρωα, για άλλη μια φορά, φτιάχνει ένα άψογα δομημένο παζλ. Ερμηνείες, φώτα, μουσική, σκηνογραφία και videos, όλα καλοκουρδισμένα σε μεταφέρουν στον κόσμο του ολοκληρωτικού καθεστώτος του Όργουελ. Στον κόσμο του «Μεγάλου Αδερφού». Εκεί που βρέθηκα χθες βράδυ και εγώ, και σαν μεγάλος αδερφός παρακολούθησα τις ζωές των πειραματόζωων, τη χειραγώγηση της σκέψης, την προπαγάνδα. Και σαν απλός θεατής σκέφτηκα πως κάπως έτσι παρατηρούμε τα βασανιστήρια όλου του κόσμου πια.

Σαν απλοί θεατές. Ενός έργου. Μιας εκπομπής. Ενός δελτίου ειδήσεων.Και όταν η τηλεοθόνη σβήσει, έχουμε πλέον σωθεί, γιατί τα βασανιστήρια είναι και πάλι μακριά από εμάς.

Και η χειραγώγηση καλά κρατεί και αφού σβήσουν οι οθόνες, καθώς ο «Μεγάλος Αδελφός» σε μια επιπλέον προσπάθεια να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων και να την απλοποιήσει, απλοποιεί την ίδια την γλώσσα. Και αν αυτό το σκέφτηκε ο Τζορτζ  Όργουελ το 1948 που έγραψε το βιβλίο, το 2016 δεν είναι καθόλου lol. Είναι wtf και πραγματικότητα μόνο…

 

 

Γιατί διστάζεις να ρωτήσεις τον εαυτό σου «(τον) θέλεις ή δεν (τον) θέλεις», ενώ στο ερώτημα «σουβλάκια ή πίτσα», απαντάς αμέσως εν πλήρει συνειδήσει;

fullsizerender

Αν και προσωπικά έχω τσακωθεί με τους αριθμούς και τους αποφεύγω, ειδικά όταν αυτοί έρχονται, ταχυδρομικώς, αποτυπωμένοι σε λογαριασμούς, θα πρέπει να αναγκαστικά  να τους χρησιμοποιήσω, για να κατανοήσω που βρίσκομαι βάσει του κλάδου των Θεωρητικών μαθηματικών,που ασχολείται με τις ιδιότητες τους, καθώς και με τα προβλήματα που προκύπτουν από τη μελέτη αυτή.

Σήμερα η Ελλάδα, βάσει ερευνών, κατέχει το 2ο μικρότερο ποσοστό γεννήσεων στην Ευρώπη, με μόλις 1,3 γεννήσεις ανά γυναίκα. Τι να αντιπαραθέσω εγώ, λοιπόν, μία almost40something, σε αυτά τα αδιάσειστα στοιχεία, όταν δεν έχω καταφέρει να καλύψω ούτε το 1,3 της γυναικείας υποχρέωσης μου.

Και έτσι, μαζί με την βόμβα της υπογεννητικότητας που εκρήγνυται στην χώρα, μένει από μπαταρία και το βιολογικό μου ρολόι.

Μαζί με αυτά, έρχεται και το τελικό χτύπημα της έκθεσης που παρουσίασαν οι Επίτροποι Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων, η οποία διαπιστώνει πως η Ελλάδα, μέχρι το 2050 και μόνον λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της, θα αντιμετωπίσει σχεδόν 12% μέση αύξηση των δαπανών για συντάξεις και περίθαλψη. Όλα αυτά, δε, με ένα μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σε 1,6% ετησίως ως το 2030 και μόλις 0,8% ως το 2050.

Καταλήγω, έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω πως είμαι ένα όνειδος για την ελληνική Οικονομία, σαν να κυβερνούσα τη χώρα εγώ, τουλάχιστον, τα τελευταία 40 χρόνια.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, συνεχίζω να σιτίζομαι από τη Μαμά μου, της οποίας τα ταπεράκια έχουν αναστενάξει από τα δρομολόγια. Για να προσεγγίζω και μια πιο ψυχαναλυτική σκέψη θα μπορούσα να πω, πως αρνούμαι, πολύ απλά, να αποκοπώ από τον ομφάλιο λώρο της. Και, ίσως, το φαγητό να είναι η τελευταία, αλλά πιο ουσιαστική σύνδεση μαζί της. Η Μητέρα τροφός. Πόσο βαθιά είναι, ίσως, χαραγμένη στο υποσυνείδητο μου αυτή η αρχέγονη και αρχέτυπη σχέση;

Ίσως γι’ αυτό δεν έμαθα να μαγειρεύω. Ίσως να ήθελα να μείνω για πάντα παιδί. Και εκείνη… ίσως γι’ αυτό συνεχίζει να μου μαγειρεύει. Επειδή κι εκείνη επιθυμεί, με τη σειρά της, να παραμείνω για πάντα το παιδί της. Και, τελικώς,  με αυτή την άτυπη συμφωνία κυριών, παραμένουμε στις ψυχές μας και οι δύο νέες, χωρίς κανείς να διαταράσσει αυτήν την ισορροπία. Ούτε καν ο χρόνος που περνά.

Όταν, βέβαια, φτάνεις στα 40 θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να σου έχουν συμβεί κάποια βασικά πράγματα κι αυτά σύμφωνα με τα «πρέπει» της κοινωνίας. Λογικά θα πρέπει να έχεις παντρευτεί, να έχεις παιδιά, να δουλεύεις και να βγάζεις τα δικά σου χρήματα. Και τότε θεωρείσαι «χορτασμένη» και «πλήρης».

Στην περίπτωση μου, όμως, το μενού περιλαμβάνει μόνο εργασία-ευτυχώς- και κάποια χρήματα. Δεν υπάρχει το πρώτο πιάτο με σύζυγο, πόσο μάλλον, το επιδόρπιο με παιδιά. Είναι, δηλαδή, σαν να βρίσκομαι σε δίαιτα, ή για να το πούμε πιο κομψά, σε ισορροπημένη διατροφή.

Η αλήθεια μου όμως είναι άλλη. Βαριέμαι θανάσιμα μόνο το φιλέτο κοτόπουλο που συνοδεύεται από σαλάτα. Θέλω να φάω, επιπλέον, ένα μοσχαρίσιο καρπάτσιο για την αρχή και ένα προφιτερόλ με παγωτό βανίλια για το τέλος. Ενώ άλλες φορές, νομίζω πως δεν θέλω να φάω τίποτα. Να μείνω νηστική. Και, πλέον, κουράστηκα να μην το παραδέχομαι, επειδή δεν είναι πολιτικώς ορθό ή επειδή ντρέπομαι.

Αντί, λοιπόν, του πλήρους γεύματος που μου «πρέπει» και εν μέσω οικονομικής κρίσης περιορίζομαι στα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση μου.

Δεν φταίει βέβαια, μόνο, το χρέος της χώρας για την κατάσταση μου. Το χρέος φταίει για άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα το ότι δεν μπορώ να πνίξω τον πόνο μου στα παπούτσια.

Και για να μιλήσουμε με οικονομικούς όρους και πάλι, εγώ, σίγουρα, φταίω για το έλλειμα που έχω δημιουργήσει μέσα μου. Άλλωστε, αν συσταθεί μια Ανεξάρτητη Αρχή με σκοπό την αναζήτηση των όποιων ευθυνών, καταγράφοντας την πραγματική συναισθηματική μου κατάσταση, θα καταλήξει σίγουρα να μου προτείνει μέτρα ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης μου.

Μήπως, λοιπόν, να ξεκινήσω από αυτή την στιγμή υποστηρίζοντας τα δικά μου «πρέπει» και «δεν πρέπει»; Μήπως να συνειδητοποιήσω πως όσο κακό είναι το «πρέπει», άλλο τόσο είναι και το «σώνει και ντε»;

Κράτα το

Οιδίπους: ένας παρεξηγημένος νέος από σπίτι ή ένα συμπλεγματικό μαμμόθρεφτο με απίστευτα απωθημένα;

 

6630eb5117f5747f5c5fab1c494d0253

Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε το παραπάνω ερώτημα και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από την εποχή των σπηλαίων οι άνδρες είχαν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όπως και οι γυναίκες άλλωστε. Ο άνδρας ήταν ο κυνηγός και η γυναίκα η συλλέκτρια.

Αυτά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αποδείχθηκαν πολύ ισχυρά και στα δύο φύλα, έως τις αρχές του 20ου αιώνα, με τα πρώτα κύματα του φεμινισμού. Μέσα στην ταξική κοινωνία οι γυναίκες έδωσαν μεγάλους αγώνες για τη χειραφέτησή τους από την ανδρική κυριαρχία. Κι ενώ ενός καλού μύρια -θα έπρεπε να- έπονται, όπως ισχύει με τα κακά, αντ’ αυτού η κατάσταση ξέφυγε και η ανδρική κυριαρχία μεταλλάχθηκε σαν γενετικά τροποποιημένο τρόφιμο, σε μία άλλη πανίσχυρη χημική ένωση.

Με τη βοήθεια της γενετικής μηχανικής, μέσω μιας εντυπωσιακής τεχνικής ελέγχου των γονιδίων, δημιουργήθηκε μια διασταύρωση που μοιάζει να καθίσταται εφικτή μόνο σε εργαστήριο και δεν είναι άλλη από την «μητρική κυριαρχία».

Τι, όμως, κάνει την μητρική κυριαρχία πανίσχυρη; Η απάντηση φαινομενικά μοιάζει απλή. Η μητέρα είναι μια πολύ σημαντική μορφή για το γιο της. Εκείνη του δείχνει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται στο άλλο φύλο και τί να περιμένει και αυτός από τις γυναίκες.

Η μητρική αγάπη κάνει το αγόρι να νιώθει δυνατό, ισορροπημένο και να έχει αυτοπεποίθηση. Και επομένως, η γυναίκα αυτή είναι το ίνδαλμα του και γι’ αυτό, ίσως, πολλές φορές ασυνείδητα αλλά και συνειδητά να συγκρίνει την κοπέλα του με τη μαμά του .

Όταν, όμως, αυτή η άδολη αγάπη μετατραπεί σε κτητικότητα, τότε αρχίζουνε τα δύσκολα. Και αυτό συνήθως συμβαίνει όταν μία άλλη γυναίκα μπει στη ζωή του γιού της σαν σύντροφος του.

Κι έτσι η μάνα-μητέρα-μαμά αρχίζει να νιώθει ανασφάλεια πως κάποιος επιθυμεί να πάρει τη θέση της. Και τότε αρχίζουν τα δύσκολα για όλες εμάς, που στην πραγματικότητα θέλουμε κι εμείς να γίνουμε μαμάδες και να διαιωνίσουμε, στον αιώνα τον άπαντα, την μητρική κυριαρχία που τόσο μας ταλαιπωρεί.

Τι να πρωτοπεί και ο Φρόιντ, που εστίασε στην παιδική ηλικία διαπιστώνοντας πως το υλικό που αναδύεται έπειτα από κάθε ψυχανάλυση αφορά πάντοτε σε αυτή την περίοδο της ζωής του αναλυόμενου. Όπως υποστήριξε με θέρμη, κάθε σύγκρουση, νεύρωση της προσωπικότητας του ατόμου έχει τη βάση της στην παιδική ηλικία και στις όποιες επιθυμίες ή φαντασιώσεις αυτή δημιούργησε.

Πως εξηγείται, όμως, πως εμείς θέλουμε να γίνουμε αυτή η γυναίκα που τόσο κριτικάρουμε για την παρεμβατικότητα της και την εμπλοκή της σε οτιδήποτε μπλοκάρει την εξέλιξη με τον γιόκα της; Πως εξηγείται πως εμείς θέλουμε να γίνουμε εκείνη που μας ταλαιπωρεί, περνώντας από μαγνητικό τομογράφο το κάθε μας βλέμμα, το κάθε μας ψέλλισμα;

Και άντε να τα ξεπεράσεις όλα αυτά και να δείξεις ανωτερότητα. Να κάνεις την υπέρβασή σου, να αποδεχθείς το οιδιπόδειο, να περιορίσεις το φόβο και να σταματήσεις τις προβολές, όπως θα έλεγε και ο ψυχοθεραπευτής σου.

Τι γίνεται, όμως, όταν η ίδια επιστημονική οικονομική κοινότητά σου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. «Βραδυφλεγής βόμβα η υπογεννητικότητα και γήρανση του ελληνικού πληθυσμού» και συνειδητοποιείς, έτσι απλά από έναν τίτλο ότι ευθύνεσαι και για τα δύο. Και μεγαλώνεις χωρίς περιορισμό και δεν αναπαράγεσαι.

 

Κράτα το