
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μία χώρα, χρώματος γκρι. Και μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν γκρίζοι μεγάλοι και γκρίζα παιδάκια. Κάθε πρωί οι γκρίζοι μεγάλοι έπαιρναν τα γκρίζα αυτοκίνητα τους και ξεχύνονταν στους γκρίζους δρόμους.
Και κάθε πρωί τα γκρίζα παιδάκια άφηναν τα γκρίζα όνειρα τους και ετοιμάζονταν για τα γκρίζα σχολεία τους.
Την χώρα αυτή την έλεγαν Γκριζοχώρα και οι άνθρωποί της αντί για «καλημέρα» και «καληνύχτα», έλεγαν «γκριμέρα» και «γκρινύχτα». Επίσης, όπως ήταν λογικό, ντύνονταν πάντα στα γκρι και γιόρταζαν όλοι της Αγίας Γκρίνιας.
Στη Γκριζοχώρα, εκτός από γκρίζους μεγάλους και γκρίζα παιδάκια, υπήρχαν μόνο σκυλιά ράτσας γκριφόν, χρώματος γκρι, φυσικά. Ποτέ κανένας κάτοικος δεν είχε συναντήσει άλλα ζώα στη ζωή του και μάλλον δεν γνώριζε καν την ύπαρξη τους.
Επίσης στη Γκριζοχώρα υπήρχε πάντα συννεφιά. Κάποιες φορές λίγη και κάποιες περισσότερη. Ευτυχώς, όμως, υπήρχαν τέσσερις εποχές. Το Γκρινόπωρο, ο Γκριμώνας, η Γκρίανοιξη και το Γκρικαίρι. Το πότε ξεκινούσε και τελείωνε η κάθε εποχή το αποφάσιζε το αστεροσκοπείο του Γκρίνουιτς. Εκτός όμως από τον ουρανό, το γκρι χρώμα κατοικούσε και στις καρδιές των ανθρώπων.
Σε μια γειτονιά της Γκριζοχώρας ζούσαν ο Κωνσταντίνος και η Ρινούλα. Δύο παιδιά, σαν όλα τα υπόλοιπα της χώρας, που πήγαιναν το πρωί στο σχολείο, έπειτα γύριζαν στο σπίτι τους, όπου χαλάρωναν ζωγραφίζοντας τις θλιμμένες εικόνες της ζωής τους με κάρβουνο.
Κι όμως, πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν ιδέα ότι υπήρχαν χρώματα; Πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν δει ποτέ στη ζωή τους το κόκκινο της φωτιάς, το κίτρινο του λεμονιού, τα μπλε της θάλασσας, το πράσινο του λιβαδιού; Πόση γεύση, άλλωστε, θα μπορούσε να έχει ένα γκρι πορτοκάλι, ένα γκρι δαμάσκηνο, μια γκρι μελιτζάνα; Ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτήν την άχρωμη αδικία;
Ένα πρωινό του Γκριμώνα, λίγο πριν η Ρινούλα ξεκινήσει για το σχολειό, πρόσεξε πως η γιαγιά της η Καλομοίρα, που είχε υποχρεωθεί ν’ αλλάξει δια νόμου του Πρωθυπουργού κ. Συννεφίδη, το όνομα της σε Γκριμοίρα, ήταν περισσότερο μελαγχολική από άλλες φορές.
«Τι έχεις γιαγιάκα μου;», ρώτησε η Ρινούλα. «Κοριτσάκι μου, μου λείπει το πολύχρωμο, ανθισμένο κτήμα μου με τους πορτοκαλεώνες», απάντησε συνωμοτικά η γιαγιά.
«Τι είναι πολύχρωμο», αποκρίθηκε η Ρινούλα γεμάτη απορία.
«Μικρή μου, πολύχρωμη είναι η ζωή. Πολύχρωμη είναι η φύση. Πολύχρωμη είναι η αγάπη. Έτσι, ευτυχώς, έμαθα όταν ήμουν μικρή. Βέβαια πλέον, κάθε γκρι μέρα που περνά, θυμάμαι όλο και λιγότερα από την παλιά ζωή μου και όλα τα υπόλοιπα τα ονειρεύομαι μόνο στον ύπνο μου.
Θυμάμαι, όμως, πως το πρωί ξυπνούσα από τον μεγάλο κίτρινο ήλιο που έλαμπε πάνω από το σπίτι μας. Έτρωγα καθημερινά ένα ζουμερό κόκκινο μήλο. Έπλεκα, στη συνέχεια, τις μακριές μαύρες κοτσίδες μου και έπειτα ακολουθούσα τα άσπρα προβατάκια μας μέσα στο κτήμα».
Η Ρινούλα δεν ήξερε τι να πρωτορωτήσει. Δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα. Τι ακριβώς ήταν ο ήλιος και από πότε υπήρχαν άλλα ζώα, εκτός από τα σκυλιά γκριφόν. Πολύ περισσότερο απορούσε, γιατί η γιαγιά της δεν της είχε μιλήσει ποτέ για όλα αυτά;
«Ξέρεις Ρινούλα ο κ. Συννεφίδης έχει απαγορεύσει τα χρώματα εδώ και πολλά χρόνια. Θεωρεί ότι τα χρώματα είναι ικανά να ξελογιάσουν τους πολίτες της Γκριζοχώρας. Έτσι, η τελευταία ανάμνησή μου από τα χρώματα, ήταν λίγο πριν γεννηθείς που σου έπλεξα ένα ροζ ζιπουνάκι.
Όμως ο κ. Συννεφίδης κατέσχεσε αυτό το ζιπουνάκι και μας υποχρέωσε να σου αγοράσουμε ένα γκρι. Έκτοτε, έπεισε όλους πως τα χρώματα είναι επικίνδυνα και ότι η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες παρενέργειες στον οργανισμό. Αμέσως μετά, μέσα σε ένα βράδυ συνέλλεξε όλα τα λεξικά που υπήρχαν στην χώρα και εξαφάνισε όλες τις λέξεις της φύσης. Μέσα σε μία νύχτα κατάφερε να αφαιρέσει τα χρώματα από τη ζωή μας και φυσικά όλους εμάς τους μεγαλύτερους μας υποχρέωσε σε αιώνια σιωπή».
«Ακόμη και το σχολείο σου Ρινούλα, εξυπηρετεί τους φριχτούς σκοπούς του. Άλλωστε, αυτό το σχολείο, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εργοστάσιο που παράγει γκρι σύννεφα», είπε η γιαγιά Καλομοίρα και αυτομάτως, ένα μικρούτσικο υγρό γυάλισε στο πρόσωπο της.
«Γιαγιά μου, τι σου συμβαίνει; Έχεις λίγες σταγόνες στο πρόσωπο σου που τρέχουν από τα μάτια σου;» είπε η Ρινούλα.
«Δεν είναι σταγόνες μικρή μου, είναι δάκρυα θλίψης. Είναι σαν μια μικρή βροχή που ξεπλένει τους δρόμους και ποτίζει τα χωράφια. Είναι σαν τις μπόρες που απαγόρευσε ο κ. Συννεφίδης, μιας και τις φοβάται όσο τίποτα στον κόσμο»
«Μα γιατί γιαγιά μου τις φοβάται;»
«Επειδή μετά από τη βροχή έρχεται πάντα το Ουράνιο Τόξο, Ρινούλα μου» είπε η γιαγιά και κοίταξε τον ουρανό. «Ακόμα και μετά από τα δάκρυα έρχεται πάντα το Ουράνιο Τόξο».
Η Ρινούλα είχε μάθει όλα όσα χρειαζόταν για να δράσει άμεσα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά έφτασε στο σπίτι του συμμαθητή της, του Κωνσταντίνου, όπως άλλωστε έκανε κάθε μέρα πριν το σχολείο- εργοστάσιο.
«Χρειάζομαι τη βοήθεια σου. Στην πραγματικότητα την χρειαζόμαστε όλοι. Πρέπει να φέρουμε πίσω τη βροχή και εκείνη θα μας φέρει πίσω τα χρώματα. Θα μας φέρει πίσω τη ζωή.
Πρέπει να πάμε στο βουνό και να βρούμε τα σύννεφα. Αν τα συναντήσουμε, αυτοπροσώπως και τους εξηγήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης, είμαι σίγουρη ότι θα μας βοηθήσουν».
Ο ατρόμητος Κωνσταντίνος με τη γκρι στολή, ήταν σίγουρος πως η περιπέτεια άξιζε τον κόπο. Μεταξύ μας, δεν άντεχε και την γκρίνια της Ρινούλας, που αν της έμπαινε κάτι στο μυαλό, θα παρέμενε εκεί για τουλάχιστον ένα χρόνο.
Τα δύο παιδιά, σύντομα, άρχισαν να περπατούν γρήγορα κάτω από τη συννεφιά, μέχρι που βγήκαν σχεδόν από τα σύνορα της Γκριζοχώρας. Τώρα πια περπατούσαν σε μέρη άγνωστα.
Η Ρινούλα περιέγραφε με πάθος όλα όσα της είχε εκμυστηρευτεί η γιαγιά της. Είπε ακόμη με ενθουσιασμό για τα άσπρα πρόβατα, γνωρίζοντας βέβαια ότι ο Κωνσταντίνος θα είχε σίγουρα τις αμφιβολίες του για το αν υπήρχαν άλλα ζώα, εκτός από τα σκυλιά γκριφόν.
Μετά από πολλές ώρες ταξιδιού είδαν μπροστά τον προορισμό τους. Άρχισαν, αμέσως, να σκαρφαλώνουν το Γκριζοβούνι όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αν και η κούραση πλέον ήταν μεγάλη, η αγωνία που ένιωθαν μέσα τους, τους χάρισε και άλλες, περισσότερες αντοχές.
Φτάνοντας κοντά στην κορυφή του βουνού είδαν επιτέλους τα σύννεφα. Κάθονταν όλα μαζί χαλαρά σε τεράστιες πολυθρόνες και κάποια από αυτά, μάλιστα, κοιμόντουσαν. Δύο σύννεφα ροχάλιζαν κιόλας.
Ο Κωνσταντίνος ξερόβηξε δυνατά. Τα σύννεφα γύρισαν προς το μέρος του, εκτός από ένα που συνέχιζε να κοιμάται.
«Τι θέλεις μικρέ άνθρωπε;» είπε το μεγαλύτερο. Και τότε ο Κωνσταντίνος πήρε φόρα και τα είπε όλα με μία ανάσα. «Θέλουμε να μας βοηθήσετε. Θέλουμε να σηκωθείτε από τις θέσεις σας και για ένα παιχνίδι. Να χωριστείτε γρήγορα σε δύο ομάδες και να παίξετε κυνηγητό. Ο κανόνας είναι μόνο ένας. Κερδίζει όποια ομάδα πιάσει την άλλη», κατάφερε να πει ο Κωνσταντίνος.
«Και γιατί να το κάνουμε αυτό;» είπε ένα αγουροξυπνημένο σύννεφο. «Ο Πρωθυπουργος κ. Συννεφίδης μας έχει προσφέρει αυτές τις υπέροχες πολυθρόνες για να χαλαρώνουμε όλη μέρα. Γιατί να ταλαιπωρηθούμε, τρέχοντας όλοι γύρω γύρω;».
«Επειδή αν μείνετε για πάντα έτσι στις πολυθρόνες σας, δεν θα βοηθήσετε να αλλάξουμε τον κόσμο. Δεν θα δροσιστείτε ποτέ από τη βροχή, που μου περιέγραψε η γιαγιά μου η Καλομοίρα. Δεν θα δείτε ποτέ τα πολύχρωμα λουλούδια και την απέραντη μπλε θάλασσα, και δεν θα σας ζωγραφίσει ποτέ το Ουράνιο Τόξο με τα πιο όμορφα χρώματα που υπάρχουν στη φύση», είπε η μικρή Ρινούλα. Ο Κωνσταντίνος άρχισε να τραβάει, από το χέρι, το πιο μικρό σύννεφο που ξάπλωνε στα πόδια της μαμάς του.
«Ξέρεις μου έχουν πει, πως η αγάπη είναι πολύχρωμη; Δεν θέλεις να την δεις πως μοιάζει;», του είπε. Το μικρό σύννεφο πήρε τη μαμά του από το χέρι και της είπε: «Έλα να παίξουμε και εγώ, αν μας λένε αλήθεια, θα σου δείξω τα χρώματα της αγάπης μου». Η μαμά του χαμογέλασε τρυφερά και έδωσε το σύνθημα.
Τα σύννεφα χωρισμένα σε δύο ομάδες άρχισαν να τρέχουν, πιο αργά στην αρχή και μετά πολύ πιο γοργά. Όλο το βουνό τρανταζόταν από τα δυνατά χάχανα και τα μπουμπουνητά.
Τα σύννεφα διασκέδαζαν αφάνταστα με το παιχνίδι τους. Το πιο μεγάλο σύννεφο κατάφερε κάποια στιγμή να πιάσει δύο μικρότερα σύννεφα που είχαν ξελιγωθεί από τα γέλια και δεν μπορούσαν να τρέξουν πια.
Οι πρώτες σταγόνες της βροχής, αντί να σταματήσουν το παιχνίδι, το δυνάμωσαν. Τα σύννεφα χόρευαν μέσα στην καταιγίδα σαν ζαλισμένα.
Και τότε φάνηκε εκείνο. Μεγαλοπρεπές, τεράστιο, φλογερό κόκκινο, φωτεινό κίτρινο, βαθύ μπλε, λίγο λουλακί, πολύ βιολετί και υπέροχο ποτοκαλί. Ήταν το πιο πολύχρωμο, ευτυχισμένο Ουράνιο Τόξο!
Ο Κωνσταντίνος και η Ρινούλα, είχαν τώρα μικρές σταγόνες στα μάτια τους, σαν αυτές της γιαγιάς Καλομοίρας. Για πρώτη φορά στη ζωή τους, έκλαιγαν από χαρά. Τα ρούχα και τα μαλλιά τους αντανακλούσαν τα υπέροχα χρώματα και λαμπίριζαν κάτω από τις τελευταία «δάκρυα» της βροχής.
Και εκείνο, τους κοίταξε στην αρχή με στοργή, έπειτα τους χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη, που το ξύπνησαν από το απόλυτο σκοτάδι και τέλος, τεντώθηκε για να ξεπιαστεί. Τα σύννεφα υποκλίθηκαν στην απόλυτη, ολοζώντανη ομορφιά.
Η Ρινούλα τσίριξε από χαρά: «Η ζωή είναι πολύχρωμη!». Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε πάνω σε ένα βράχο και φώναξε δυνατά: «Και η καρδιά μου είναι επιτέλους πολύχρωμη!» Η φωνή του Κωνσταντίνου, ακούστηκε από τον αντίλαλο ξανά και ξανά. Έμοιαζε να φτάνει μέχρι τη Γκριζοχώρα και ακόμα πιο πέρα από αυτήν. «Εμπρός Κατερίνα, ώρα να πάμε πίσω, στην ανθισμένη πια Ουρανοχώρα μας! Σε λίγο, άλλωστε, εκεί θα βγει ένας τεράστιος κίτρινος ήλιος!».
Πράγματι, χωρίς να το ξέρουν η Ρινούλα και ο Κωνσταντίνος, το νερό της βροχής είχε ήδη ξεπλύνει τη γκρι μουντάδα από παντού και όλα τα χρώματα φρέσκα και ολοζώντανα, γέμισαν από άκρη σε άκρη τη χώρα. Έβαψαν πράσινα τα δέντρα και τους θάμνους, κόκκινες τις σκεπές, μπλε τις λιμνούλες, πορτοκαλί και γαλάζια τα ποδήλατα, ροζ τα μάγουλα των ανθρώπων, που στο μεταξύ είχαν βγει έξω από τα σπίτια τους και χειροκροτούσαν εκστασιασμένοι.
Μόνο ο Πρωθυπουργός κ. Συννεφίδης δεν πανηγύριζε πια, γιατί ένα μαύρο σύννεφο, που έβρεχε ασταμάτητα, στεκόταν πάνω από το κεφάλι του και τον ακολουθούσε μέχρι εκείνος φορτωμένος, με τα γκρι μπαγκάζια του θα περνούσε, επιτέλους, τα σύνορα της χώρας. Και όχι όποιας και όποιας χώρας. Της πολύχρωμης Ουρανοχώρας, που πλέον είχε αφήσει πίσω της το γκρι χρώμα, τόσο στη φύση, όσο και στις καρδιές των ανθρώπων.