Ο Θαλασσοπόρος και η Ηχώ.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε κάπου στα πέρατα της γης, που κανείς ποτέ δεν γνώρισε που ακριβώς βρίσκονται, ένα μικρό αγόρι ο Βαγγέλης.

Ο μικρός Βαγγέλης, είχε μία μόνο επιθυμία. Όταν μεγαλώσει να κατακτήσει όλες τις θάλασσες της γης. Ονειρευόταν να γίνει σαν τους ατρόμητους πειρατές, που κάθε βράδυ διάβαζε και ζούσε τις περιπέτειές τους πριν κοιμηθεί.

Η τύχη του όμως, ήταν διαφορετική. Αντί για θαλασσοπόρος, γεννήθηκε βοσκός πάνω στα βουνά. Έτσι, λοιπόν, συνόδευε κάθε πρωί τα αρνάκια και τα μοσχαράκια που είχε στο στάβλο του και τα οδηγούσε στις πιο ψηλές κορυφές. Εκεί καθόταν με τις ώρες και ευχόταν μια μέρα να αξιωθεί να δει τη θάλασσα.

Μόνη του παρέα εκεί ψηλά ήταν η Ηχώ. Ήταν η φίλη, που πάντα έβρισκε στα βουνά.Την Ηχώ, βέβαια, την είχε πολλές φορές ακούσει, αλλά δεν είχε μπορέσει, ακόμη, να την δει.

Εκείνος, την χαιρετούσε κάθε μέρα και αυτή του απαντούσε πάντα με τον ίδιο χαιρετισμό. «Γεια σου! Τι κάνεις;», έλεγε ο Βαγγέλης; «Γεια σουυυυ! Τι κάνειςςςς;», απαντούσε η Ηχώ.

Φυσικά, τη ρωτούσε πάντα για τη θάλασσα. Ήλπιζε πως εκείνη, που ήξερε τόσα πολλά για τα ψηλά βουνά να γνώριζε κάτι παραπάνω. Η Ηχώ, όμως, ίσως και από ζήλεια, δεν του απαντούσε ποτέ στην ερώτηση «που είναι η θάλασσα;».Μόνο επαναλάμβανε ρυθμικά την ερώτηση του Βαγγέλη. Ήταν, άλλωστε και αυτή ένα κορίτσι, όπως όλα τα άλλα και ήθελε να δίνουν σημασία μόνο σε εκείνη, σκέφτηκε ο μικρός βοσκός.

Ο Βαγγέλης, βέβαια, δεν είχε καταλάβει πως η φίλη του, κάποιες στιγμές θα προτιμούσε να μην του απαντήσει τίποτα και ότι θα ήθελε τόσο πολύ να του ζητήσει να μην ξαναμιλήσει για τη θάλασσα, την οποία είχε αρχίσει, πλέον, να ζηλεύει.

Εκείνο το πρωινό της είπε πως θα φύγει για να βρει την θάλασσα. Εκείνη, γύρισε το βλέμμα της και σκούπισε τα βουρκωμένα της μάτια. Του είπε πως μπήκε στο μάτι της ένα συννεφάκι και σφίγγοντας το χαμόγελο της, σιώπησε. Ο πόνος ήταν βαθύς. Ήταν σαν να είχε μπει στο μάτι της ταυτόχρονα πιπέρι και λεμόνι.

Δεν του είπε τίποτα άλλο. Δεν της είπε τίποτα άλλο. Και το ταξίδι ξεκίνησε. Ο Βαγγέλης περπάτησε κοντά σε λίμνες, δίπλα σε χωράφια με στάχια, μέσα σε κάμπους με σιτάρι και λευκό βαμβάκι και ποτάμια ορμητικά.

Ήταν μόνος και κουρασμένος. Και τότε τρόμαξε. Τι θα έκανε; Κοίταξε πίσω. Κανείς. Ήθελε ν ’ακούσει και πάλι την φίλη του την Ηχώ. Να νιώσει τη συντροφιά της. Όμως εκείνη είχε μείνει στα βουνά.

Έβαλε το κεφάλι κάτω και άρχισε να τρέχει. Τα δάκρυα του, τον πλήγωναν στο πρόσωπο. Όμως δεν θα σταματούσε. Θα έβλεπε τη θάλασσα και μια μέρα θα το έλεγε στην Ηχώ. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν εκείνη, στο μεταξύ, είχε βρει έναν άλλο φίλο;

Ξάφνου άκουσε κάποια κουδουνάκια. Η Μάνια, ένα αρνάκι και ο Σόλων, ένα μοσχαράκι από το κοπάδι του, τον είχαν ακολουθήσει.Η χαρά του δεν μπορούσε να περιγράφει. Μαζί θα έβρισκαν τη θάλασσα που τόσο ήθελε να γνωρίσει.

Λίγα μέτρα πιο κάτω, μετά το ξέφωτο, οι μυρωδιές αλλάξαν. Είχαν μια γεύση από αλάτι, αλλά και ένα αεράκι δροσερό του χάιδεψε το μέτωπο.Και ναι, μπροστά του ήταν αυτή. Μεγαλοπρεπής και απέραντη. Η θάλασσα του χαμογέλασε.

Έτρεξε κοντά της, της μίλησε, της είπε πως την αναζητούσε.Την επιθυμούσε από πάντα και για πάντα, σαν τους πειρατές. Ο Βαγγέλης ήταν πλέον αυτό που πάντα ονειρευόταν.

Ένας θαλασσοπόρος που θα ταξίδευε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Θα γνώριζε νέες χώρες. Νέους πολιτισμούς. Θα αντιμετώπιζε όλα τα τέρατα της θάλασσας και θα ανακάλυπτε όλους τους κρυμμένους θησαυρούς.

Σε κάποιον, όμως, έπρεπε να πει πως τα είχε καταφέρει. Και ήταν και πάλι μόνος. Το μοσχαράκι, ο Σόλων και το αρνάκι, η Μάνια, είχαν ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής προς το στάβλο.

Σκέφτηκε πως αν δεν μπορείς να μοιραστείς τη χαρά σου με κάποιον που αγαπάς, είναι σαν να μην την έχεις ζήσει. Περπάτησε αρκετά μήπως και βρει κάποιον να μιλήσει.

Άρχισε να περπατά, ώσπου ανέβηκε στο κοντινότερο βουνό. Δεν υπήρχε κανείς. Φώναξε απογοητευμένος: «Είμαι θαλασσοπόρος” και τότε… ακούστηκε εκείνη: «Είμαι θαλασσοπόροςςςςς”.

Ο Βαγγέλης δεν πίστευε στα αυτιά του.Η φίλη του ήταν και πάλι μαζί του.Τον είχε ακολουθήσει. Δεν θέλησε να τον αφήσει ποτέ μόνο.

«Μου έλειψες», της φώναξε. «Μου έλειψεςςς» του απάντησε.

Θέλησε να της φωνάξει πως την αγαπά, αλλά κοκκίνησε και μόνο με την ιδέα πως θα της αποκάλυπτε ένα τέτοιο μυστικό.

Τώρα πλέον, όλα ήταν διαφορετικά για τον Βαγγέλη τον θαλασσοπόρο. Η Ηχώ ήταν εκεί κοντά του και αυτός έλαμπε από ευτυχία, που μπορούσε να μοιραστεί μαζί της το υπέροχο ταξίδι του. 

Και έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

 

 

 

 

 

 

 

‘Οταν μετά τα δάκρυα, έρχεται πάντα το Ουράνιο Τόξο.

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μία χώρα, χρώματος γκρι. Και μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν γκρίζοι μεγάλοι και γκρίζα παιδάκια. Κάθε πρωί οι γκρίζοι μεγάλοι έπαιρναν τα γκρίζα αυτοκίνητα τους και ξεχύνονταν στους γκρίζους δρόμους.

Και κάθε πρωί τα γκρίζα παιδάκια άφηναν τα γκρίζα όνειρα τους και ετοιμάζονταν για τα γκρίζα σχολεία τους.

Την χώρα αυτή την έλεγαν Γκριζοχώρα και οι άνθρωποί της αντί για «καλημέρα» και «καληνύχτα», έλεγαν «γκριμέρα» και «γκρινύχτα». Επίσης, όπως ήταν λογικό, ντύνονταν πάντα στα γκρι και γιόρταζαν όλοι της Αγίας Γκρίνιας.

Στη Γκριζοχώρα, εκτός από γκρίζους μεγάλους και γκρίζα παιδάκια, υπήρχαν μόνο σκυλιά ράτσας γκριφόν, χρώματος γκρι, φυσικά. Ποτέ κανένας κάτοικος δεν είχε συναντήσει άλλα ζώα στη ζωή του και μάλλον δεν γνώριζε καν την ύπαρξη τους.

Επίσης στη Γκριζοχώρα υπήρχε πάντα συννεφιά. Κάποιες φορές λίγη και κάποιες περισσότερη. Ευτυχώς, όμως, υπήρχαν τέσσερις εποχές. Το Γκρινόπωρο, ο Γκριμώνας, η Γκρίανοιξη και το Γκρικαίρι. Το πότε ξεκινούσε και τελείωνε η κάθε εποχή το αποφάσιζε το αστεροσκοπείο του Γκρίνουιτς. Εκτός όμως από τον ουρανό, το γκρι χρώμα κατοικούσε και στις καρδιές των ανθρώπων.

Σε μια γειτονιά της Γκριζοχώρας ζούσαν ο Κωνσταντίνος και η Ρινούλα. Δύο παιδιά, σαν όλα τα υπόλοιπα της χώρας, που πήγαιναν το πρωί στο σχολείο, έπειτα γύριζαν στο σπίτι τους, όπου χαλάρωναν ζωγραφίζοντας τις θλιμμένες εικόνες της ζωής τους με κάρβουνο.

Κι όμως, πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν ιδέα ότι υπήρχαν χρώματα; Πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν δει ποτέ στη ζωή τους το κόκκινο της φωτιάς, το κίτρινο του λεμονιού, τα μπλε της θάλασσας, το πράσινο του λιβαδιού; Πόση γεύση, άλλωστε, θα μπορούσε να έχει ένα γκρι πορτοκάλι, ένα γκρι δαμάσκηνο, μια γκρι μελιτζάνα; Ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτήν την άχρωμη αδικία;

Ένα πρωινό του Γκριμώνα, λίγο πριν η Ρινούλα ξεκινήσει για το σχολειό, πρόσεξε πως η γιαγιά της η Καλομοίρα, που είχε υποχρεωθεί ν’ αλλάξει δια νόμου του Πρωθυπουργού κ. Συννεφίδη, το όνομα της σε Γκριμοίρα,  ήταν περισσότερο μελαγχολική από άλλες φορές.

«Τι έχεις γιαγιάκα μου;», ρώτησε η Ρινούλα. «Κοριτσάκι μου, μου λείπει το πολύχρωμο, ανθισμένο κτήμα μου με τους πορτοκαλεώνες», απάντησε συνωμοτικά η γιαγιά.

«Τι είναι πολύχρωμο», αποκρίθηκε η Ρινούλα γεμάτη απορία.

«Μικρή μου, πολύχρωμη είναι η ζωή. Πολύχρωμη είναι η φύση. Πολύχρωμη είναι η αγάπη. Έτσι, ευτυχώς, έμαθα όταν ήμουν μικρή. Βέβαια πλέον, κάθε γκρι μέρα που περνά, θυμάμαι όλο και λιγότερα από την παλιά ζωή μου και όλα τα υπόλοιπα τα ονειρεύομαι μόνο στον ύπνο μου.

Θυμάμαι, όμως, πως το πρωί ξυπνούσα από τον μεγάλο κίτρινο ήλιο που έλαμπε πάνω από το σπίτι μας. Έτρωγα καθημερινά ένα ζουμερό κόκκινο μήλο. Έπλεκα, στη συνέχεια, τις μακριές μαύρες κοτσίδες μου και έπειτα ακολουθούσα τα άσπρα προβατάκια μας μέσα στο κτήμα».

Η Ρινούλα δεν ήξερε τι να πρωτορωτήσει. Δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα. Τι ακριβώς ήταν ο ήλιος και από πότε υπήρχαν άλλα ζώα, εκτός από τα σκυλιά γκριφόν. Πολύ περισσότερο απορούσε, γιατί η γιαγιά της δεν της είχε μιλήσει ποτέ για όλα αυτά;

«Ξέρεις Ρινούλα ο κ. Συννεφίδης έχει απαγορεύσει τα χρώματα εδώ και πολλά χρόνια. Θεωρεί ότι τα χρώματα είναι ικανά να ξελογιάσουν τους πολίτες της Γκριζοχώρας. Έτσι, η τελευταία ανάμνησή μου από τα χρώματα, ήταν λίγο πριν γεννηθείς που σου έπλεξα ένα ροζ ζιπουνάκι.

Όμως ο κ. Συννεφίδης κατέσχεσε αυτό το ζιπουνάκι και μας υποχρέωσε να σου αγοράσουμε ένα γκρι. Έκτοτε, έπεισε όλους πως τα χρώματα είναι επικίνδυνα και ότι η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες παρενέργειες στον οργανισμό. Αμέσως μετά, μέσα σε ένα βράδυ συνέλλεξε όλα τα λεξικά που υπήρχαν στην χώρα και εξαφάνισε όλες τις λέξεις της φύσης. Μέσα σε μία νύχτα κατάφερε να αφαιρέσει τα χρώματα από τη ζωή μας και φυσικά όλους εμάς τους μεγαλύτερους μας υποχρέωσε σε αιώνια σιωπή».

«Ακόμη και το σχολείο σου Ρινούλα, εξυπηρετεί τους φριχτούς σκοπούς του. Άλλωστε, αυτό το σχολείο, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εργοστάσιο που παράγει γκρι σύννεφα», είπε η γιαγιά Καλομοίρα και αυτομάτως, ένα μικρούτσικο υγρό γυάλισε στο πρόσωπο της.

«Γιαγιά μου, τι σου συμβαίνει; Έχεις λίγες σταγόνες στο πρόσωπο σου που τρέχουν από τα μάτια σου;» είπε η Ρινούλα.

«Δεν είναι σταγόνες μικρή μου, είναι δάκρυα θλίψης. Είναι σαν μια μικρή βροχή που ξεπλένει τους δρόμους και ποτίζει τα χωράφια. Είναι σαν τις μπόρες που απαγόρευσε ο κ. Συννεφίδης, μιας και τις φοβάται όσο τίποτα στον κόσμο»

«Μα γιατί γιαγιά μου τις φοβάται;»

«Επειδή μετά από τη βροχή έρχεται πάντα το Ουράνιο Τόξο, Ρινούλα μου» είπε η γιαγιά και κοίταξε τον ουρανό. «Ακόμα και μετά από τα δάκρυα έρχεται πάντα το Ουράνιο Τόξο».

Η Ρινούλα είχε μάθει όλα όσα χρειαζόταν για να δράσει άμεσα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά έφτασε στο σπίτι του συμμαθητή της, του Κωνσταντίνου, όπως άλλωστε έκανε κάθε μέρα πριν το σχολείο- εργοστάσιο.

«Χρειάζομαι τη βοήθεια σου. Στην πραγματικότητα την χρειαζόμαστε όλοι. Πρέπει να φέρουμε πίσω τη βροχή και εκείνη θα μας φέρει πίσω τα χρώματα. Θα μας φέρει πίσω τη ζωή.

Πρέπει να πάμε στο βουνό και να βρούμε τα σύννεφα. Αν τα συναντήσουμε, αυτοπροσώπως και τους εξηγήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης, είμαι σίγουρη ότι θα μας βοηθήσουν».

Ο ατρόμητος Κωνσταντίνος με τη γκρι στολή, ήταν σίγουρος πως η περιπέτεια άξιζε τον κόπο. Μεταξύ μας, δεν άντεχε και την γκρίνια της Ρινούλας, που αν της έμπαινε κάτι στο μυαλό, θα παρέμενε εκεί για τουλάχιστον ένα χρόνο.

Τα δύο παιδιά, σύντομα, άρχισαν να περπατούν γρήγορα κάτω από τη συννεφιά, μέχρι που βγήκαν σχεδόν από τα σύνορα της Γκριζοχώρας. Τώρα πια περπατούσαν σε μέρη άγνωστα.

Η Ρινούλα περιέγραφε με πάθος όλα όσα της είχε εκμυστηρευτεί η γιαγιά της. Είπε ακόμη με ενθουσιασμό για τα άσπρα πρόβατα, γνωρίζοντας βέβαια ότι ο Κωνσταντίνος θα είχε σίγουρα τις αμφιβολίες του για το αν υπήρχαν άλλα ζώα, εκτός από τα σκυλιά γκριφόν.

Μετά από πολλές ώρες ταξιδιού είδαν μπροστά τον προορισμό τους. Άρχισαν, αμέσως, να σκαρφαλώνουν το Γκριζοβούνι όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αν και η κούραση πλέον ήταν μεγάλη, η αγωνία που ένιωθαν μέσα τους, τους χάρισε και άλλες, περισσότερες αντοχές.

Φτάνοντας κοντά στην κορυφή του βουνού είδαν επιτέλους τα σύννεφα. Κάθονταν όλα μαζί χαλαρά σε τεράστιες πολυθρόνες και κάποια από αυτά, μάλιστα, κοιμόντουσαν. Δύο σύννεφα ροχάλιζαν κιόλας.

Ο Κωνσταντίνος ξερόβηξε δυνατά. Τα σύννεφα γύρισαν προς το μέρος του, εκτός από ένα που συνέχιζε να κοιμάται.

«Τι θέλεις μικρέ άνθρωπε;» είπε το μεγαλύτερο. Και τότε ο Κωνσταντίνος πήρε φόρα και τα είπε όλα με μία ανάσα. «Θέλουμε να μας βοηθήσετε. Θέλουμε να σηκωθείτε από τις θέσεις σας και για ένα παιχνίδι. Να χωριστείτε γρήγορα σε δύο ομάδες και να παίξετε κυνηγητό. Ο κανόνας είναι μόνο ένας. Κερδίζει όποια ομάδα πιάσει την άλλη», κατάφερε να πει ο Κωνσταντίνος.

«Και γιατί να το κάνουμε αυτό;» είπε ένα αγουροξυπνημένο σύννεφο. «Ο Πρωθυπουργος κ. Συννεφίδης μας έχει προσφέρει αυτές τις υπέροχες πολυθρόνες για να χαλαρώνουμε όλη μέρα. Γιατί να ταλαιπωρηθούμε, τρέχοντας όλοι γύρω γύρω;».

«Επειδή αν μείνετε για πάντα έτσι στις πολυθρόνες σας, δεν θα βοηθήσετε να αλλάξουμε τον κόσμο. Δεν θα δροσιστείτε ποτέ από τη βροχή, που μου περιέγραψε η γιαγιά μου η Καλομοίρα. Δεν θα δείτε ποτέ τα πολύχρωμα λουλούδια και την απέραντη μπλε θάλασσα, και δεν θα σας ζωγραφίσει ποτέ το Ουράνιο Τόξο με τα πιο όμορφα χρώματα που υπάρχουν στη φύση», είπε η μικρή Ρινούλα. Ο Κωνσταντίνος άρχισε να τραβάει, από το χέρι, το πιο μικρό σύννεφο που ξάπλωνε στα πόδια της μαμάς του.

«Ξέρεις μου έχουν πει, πως η αγάπη είναι πολύχρωμη; Δεν θέλεις να την δεις πως μοιάζει;», του είπε. Το μικρό σύννεφο πήρε τη μαμά του από το χέρι και της είπε: «Έλα να παίξουμε και εγώ, αν μας λένε αλήθεια, θα σου δείξω τα χρώματα της αγάπης μου». Η μαμά του χαμογέλασε τρυφερά και έδωσε το σύνθημα.

Τα σύννεφα χωρισμένα σε δύο ομάδες άρχισαν να τρέχουν, πιο αργά στην αρχή και μετά πολύ πιο γοργά. Όλο το βουνό τρανταζόταν από τα δυνατά χάχανα και τα μπουμπουνητά.

Τα σύννεφα διασκέδαζαν αφάνταστα με το παιχνίδι τους. Το πιο μεγάλο σύννεφο κατάφερε κάποια στιγμή να πιάσει δύο μικρότερα σύννεφα που είχαν ξελιγωθεί από τα γέλια και δεν μπορούσαν να τρέξουν πια.

Οι πρώτες σταγόνες της βροχής, αντί να σταματήσουν το παιχνίδι, το δυνάμωσαν. Τα σύννεφα χόρευαν μέσα στην καταιγίδα σαν ζαλισμένα.

Και τότε φάνηκε εκείνο. Μεγαλοπρεπές, τεράστιο, φλογερό κόκκινο, φωτεινό κίτρινο, βαθύ μπλε, λίγο λουλακί, πολύ βιολετί και υπέροχο ποτοκαλί. Ήταν το πιο πολύχρωμο, ευτυχισμένο Ουράνιο Τόξο!

Ο Κωνσταντίνος και η Ρινούλα, είχαν τώρα μικρές σταγόνες στα μάτια τους, σαν αυτές της γιαγιάς Καλομοίρας. Για πρώτη φορά στη ζωή τους, έκλαιγαν από χαρά. Τα ρούχα και τα μαλλιά τους αντανακλούσαν τα υπέροχα χρώματα και λαμπίριζαν κάτω από τις τελευταία «δάκρυα» της βροχής.

Και εκείνο, τους κοίταξε στην αρχή με στοργή, έπειτα τους χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη, που το ξύπνησαν από το απόλυτο σκοτάδι και τέλος, τεντώθηκε για να ξεπιαστεί. Τα σύννεφα υποκλίθηκαν στην απόλυτη, ολοζώντανη ομορφιά.

Η Ρινούλα τσίριξε από χαρά: «Η ζωή είναι πολύχρωμη!». Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε πάνω σε ένα βράχο και φώναξε δυνατά: «Και η καρδιά μου είναι επιτέλους πολύχρωμη!» Η φωνή του Κωνσταντίνου, ακούστηκε από τον αντίλαλο ξανά και ξανά. Έμοιαζε να φτάνει μέχρι τη Γκριζοχώρα και ακόμα πιο πέρα από αυτήν. «Εμπρός Κατερίνα, ώρα να πάμε πίσω, στην ανθισμένη πια Ουρανοχώρα μας! Σε λίγο, άλλωστε, εκεί θα βγει ένας τεράστιος κίτρινος ήλιος!».

Πράγματι, χωρίς να το ξέρουν η Ρινούλα και ο Κωνσταντίνος, το νερό της βροχής είχε ήδη ξεπλύνει τη γκρι μουντάδα από παντού και όλα τα χρώματα φρέσκα και ολοζώντανα, γέμισαν από άκρη σε άκρη τη χώρα. Έβαψαν πράσινα τα δέντρα και τους θάμνους, κόκκινες τις σκεπές, μπλε τις λιμνούλες, πορτοκαλί και γαλάζια τα ποδήλατα, ροζ τα μάγουλα των ανθρώπων, που στο μεταξύ είχαν βγει έξω από τα σπίτια τους και χειροκροτούσαν εκστασιασμένοι.

Μόνο ο Πρωθυπουργός κ. Συννεφίδης δεν πανηγύριζε πια, γιατί ένα μαύρο σύννεφο, που έβρεχε ασταμάτητα, στεκόταν πάνω από το κεφάλι του και τον ακολουθούσε μέχρι εκείνος φορτωμένος, με τα γκρι μπαγκάζια του θα περνούσε, επιτέλους, τα σύνορα της χώρας. Και όχι όποιας και όποιας χώρας. Της πολύχρωμης Ουρανοχώρας, που πλέον είχε αφήσει πίσω της το γκρι χρώμα, τόσο στη φύση, όσο και στις καρδιές των ανθρώπων.

Ένα μικρό παραμύθι γι’ αυτούς που ονειρεύονται και πραγματοποιούν.

«ΝΙΚΗ, Η ΟΝΕΙΡΕΝΙΑ»

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα όνειρο.

Τι όνειρο δηλαδή… μία μικρή, μικρούτσικη Ονειρένια ήταν, που την έλεγαν Νίκη.

Ήταν ντυμένη με ένα όμορφο φόρεμα σαν σύννεφο και είχε μακριά μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες…

Κάθε πρωί, λοιπόν, η Νίκη ξυπνούσε με δυσκολία, όπως όλοι οι φίλοι της, έτρωγε με λαιμαργία το πρωινό της και πήγαινε με βαριά καρδιά στο σχολείο.

Εκεί, η δασκάλα της η κυρία Νύστα μάζευε όλα τα Ονειράκια και τους δίδασκε τα πιο σημαντικά μαθήματα.

Τα μαθήματα της ημέρας στο Ονειροσχολείο ήταν τα παρακάτω:

«Ύπνος- ανάσκελα και μπρούμυτα», «Ύπνος με ή χωρίς μαξιλάρι», «Χασμουρητό», «Αναπνοή χωρίς ροχαλητό», ακόμη και «Φιλοσοφία και ερμηνεία των ονείρων», ένα μάθημα που μόνο οι πολύ διαβασμένοι μπορούσαν να καταλάβουν .

Άλλωστε, ένας πολύ σπουδαίος κύριος, που ήταν σοφός και αναλυτής της ψυχής, ο Φρόυντ, είχε πει πως «τα όνειρα, είναι οι απωθημένες επιθυμίες» μας.

Και όπως έλεγε και η δασκάλα, η κυρία Νύστα, αυτή ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φιλοσοφική σκέψη. Η Νίκη, η Ονειρένια, δυσκολευόταν να καταλάβει αυτή την φράση.

Ήθελε να ρωτήσει την κυρία Νύστα, τι είναι οι «απωθημένες επιθυμίες» αλλά πολύ ντρεπόταν να το κάνει.

Μια φορά όμως, κοίταξε στα κρυφά τις σημειώσεις του διπλανού της του Χρίστου, του Ονειροφευγάτου και έμαθε πως «απωθημένες» είναι οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες.

Όπως είναι, δηλαδή, να ονειρεύεσαι ότι τρως ένα τεράστιο παγωτό, που τελικά δεν το έφαγες ποτέ. Κάπως έτσι τα εννοούσε αυτός ο Φρόυντ.

Οι μέρες στην Ονειρούπολη περνούσαν ήσυχα. Οι εποχές άλλαζαν, η μέρα γινόταν νύχτα και ο χειμώνας, καλοκαίρι.

Σήμερα όμως φαινόταν από την αρχή πως θα ήταν μια διαφορετική μέρα.

Ένας νέος μαθητής είχε έρθει στην τάξη και από τις πρώτες του κουβέντες είχαν φανεί οι διαθέσεις του.

Τον έλεγαν Βασιλάκη Ξύπνιο και μάλλον ήθελε, λόγω, ονόματος να το παίξει πολύ ξύπνιος.

Η Νίκη, η Ονειρένια, δεν πτοήθηκε. Σχεδόν δεν έδωσε σημασία στον καινούριο μαθητή.

Σκέφτηκε, άλλωστε, πως αυτός ο σοφός Φρόυντ είχε γράψει ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτήν και τα όνειρα, ενώ για τον Ξύπνιο υπήρχε μόνο μια παροιμία που είχε ακούσει από τη γιαγιά της , για ένα «έξυπνο πουλί που από τη μύτη πιάνεται».

Κάτι που της φαινόταν, πως δεν ήταν και πολύ καλό. Αν, λοιπόν, τα έβαζες αυτά τα δύο σε μια ζυγαριά, σίγουρα εκείνη νικούσε τον Βασιλάκη, τον Ξύπνιο.

Κι έτσι ξημέρωσε η Δευτέρα. Η κυρία Νύστα ξεκίνησε το μάθημα. «Ποιος θα μας πει, τι είδε χθες στο όνειρο του;» ρώτησε. Οι συμμαθητές άρχισαν να κουνούν τα χέρια τους επίμονα.

Ακόμα και ο Βασιλάκης ο Ξύπνιος φώναζε δυνατά, πως δεν είχε κοιμηθεί γιατί δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Όλοι φαινόταν ξεκάθαρα πως είχαν κάτι να πουν.

Όλοι έκτος από τη Νίκη, την Ονειρένια, που απλά δεν θυμόταν καθόλου τι είχε δει.

Έσφιξε τα μάτια της και σκέφτηκε… σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε, αλλά τίποτα. Η κυρία Νύστα, της κοίταξε για λίγο ερευνητικά και μετά είπε: «Νίκη, εσύ τι είδες χθες το βράδυ;»

«Δεν θυμάμαι να είδα κάτι, κυρία» απάντησε με ειλικρίνεια η Ονειρένια.Και τότε η τάξη ξέσπασε σε γέλια.

Η Νίκη, η Ονειρένια , ένοιωσε να ζαλίζεται. Αισθάνθηκε τη γη να φεύγει κάτω από τα ποδιά της…Ήθελε εκείνη τη στιγμή να εξαφανιστεί.Ίσως και να επιζητούσε τη μαμά της.

Τι ακριβώς, όμως, της συνέβαινε; Ήταν ένα Όνειρο που, όμως, δεν θυμόταν τι ακριβώς περιείχε.

Τι μεγάλη ντροπή ήταν αυτή. Πως γινόταν αυτό;Είχε δει ή δεν είχε δει κάτι στον ύπνο της;Είχε δει κάτι τρομακτικό ή κάτι που της προκάλεσε χαρά;

Κι όμως κάτι πρέπει να είχε δει, αλλά, όσο κι αν προσπαθούσε , δεν θυμόταν τίποτα. Κατέληξε εκείνη τη στιγμή, πως αυτή ήταν σίγουρα η χειρότερη μέρα της ζωής της.

Οι υπόλοιποι μαθητές στην τάξη είχαν δει βουνά, λαγκάδια, ταξίδια, μονόκερους, έρωτες, βασιλοπούλες, μακαρόνια με κιμά, δράκους, ξωτικά, θαλάσσια τέρατα, ενώ εκείνη… ζούσε στο απόλυτο κενό.

Πόσο ζήλευε τη μνήμη των άλλων, πόσο ζήλευε την αγωνία τους να εξιστορήσουν στην τάξη τις χαρές, τις λύπες και τους φόβους τους.

Ήταν, λοιπόν, η Νίκη, μία Ονειρένια, χωρίς όνειρο…Κι ενώ ήταν αφηρημένη , χαμένη στις σκέψεις της, ο Βασιλάκης, ο Ξύπνιος ξαφνικά την σκούντηξε και της έκλεισε το μάτι.

«Έχω να σου πω κάτι στο διάλειμμα Νίκη» της είπε, «κάτι σημαντικό».

Η Νίκη, η Ονειρένια, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, ότι μόνο αυτός ο Ξύπνιος της έλειπε. Θα προτιμούσε να βρει ένα τρόπο να τον αποφύγει. Η ώρα, δυστυχώς, πέρασε γρήγορα. Το κουδούνι χτύπησε και η Ονειρένια δεν σηκώθηκε από τη θέση της .

Ήταν σίγουρη, πλέον, πως το μόνο που ήθελε ήταν κάποιον, να την ξυπνήσει από τον εφιάλτη που ζούσε.

Τότε, ο Ξύπνιος την πλησίασε. «Μη στενοχωριέσαι Νίκη» της είπε…Η Ονειρένια είχε, πλέον, σκύψει το κεφάλι. «Κι εγώ το έχω ζήσει αυτό που ζεις», χαμογέλασε ο Ξύπνιος.

«Τώρα πια ξέρω…. Δεν θυμάσαι τα όνειρα σου, γιατί απλά δεν χρειάζεται.

«Η ζωή σου, στην κάθε της μέρα, είναι πολύ πιο σημαντική από τα όνειρα που βλέπουμε όλοι το βράδυ.

Εσύ δεν ζεις όταν κλείνεις τα μάτια σου, αλλά όταν τα ανοίγεις και απολαμβάνεις την κάθε στιγμή. Άλλωστε, αυτά τα όνειρα έχουν πιο μεγάλη σημασία. Αυτά, δηλαδή, που ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά!»

«Για να ξέρεις κι εγώ ήμουν κάποτε ένα μικρό Ονειράκι. Μάλιστα το όνομά μου ήταν «Βασιλάκης, ο Νυσταγμένος». Τώρα πια, όμως, μεγάλωσα. Και έμαθα πως μόνο εμείς μπορούμε να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας.

Εσύ και εγώ είμαστε ένα. Είμαστε ακριβώς το ίδιο. Μπορείς κι εσύ να ζήσεις όλα τα όνειρά σου. Και πρέπει να γνωρίζεις ότι είσαι πολύ τυχερή γι’ αυτό».

Η Νίκη, η Ονειρένια, ένιωθε ζαλισμένη. Δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό και κατάλαβε.

Ότι ήθελε, ότι αγαπούσε ήταν κάπου εκεί, έτοιμο να το κατακτήσει. Απλά, πλέον, θα ονειρευόταν με ανοιχτά μάτια. Και θα ζούσε, όλα όσα είχε ονειρευτεί.

Φαίνεται ότι μπορούσε, τελικά, να πραγματοποιήσει όλα όσα επιθυμούσε, αρκεί να τα ονειρευόταν, να προσπαθούσε γι’ αυτά και σίγουρα θα τα κατάφερνε.

Ονειρεύτηκε, τότε, τον εαυτό της βραβευμένη πιανίστα, χορεύτρια, ζωγράφο, γιατρό, δασκάλα, δημοσιογράφο, αθλήτρια, εξερευνήτρια, αρχαιολόγο, διάσημη επιστήμονα. Κάτι από όλα αυτά θα το πραγματοποιούσε σίγουρα.

Αμέσως μετά ονειρεύτηκε ένα τεράστιο παγωτό! Ο Βασιλάκης, ο Ξύπνιος, παραδέχτηκε ότι και αυτός το ίδιο ονειρευόταν.

Οι δύο φίλοι έτρεξαν αμέσως στο ψυγείο και έκαναν το όνειρο τους πραγματικότητα! Δύο τεράστια απολαυστικά παγωτά έλιωναν σε λίγο στα χέρια τους, κάτω από το ζεστό ήλιο…

Τα χρόνια πέρασαν και η Νίκη, η Ονειρένια έγινε μια σπουδαία ζωγράφος. Πίνακες της υπήρχαν στα σημαντικότερα μουσεία της γης.

Η ιστορία της έγινε γνώστη σε ολόκληρο τον κόσμο και όλοι οι γονείς λίγο πριν κοιμίσουν τα παιδιά τους το βράδυ, τους έλεγαν αυτό το μικρό παραμύθι: «αρκεί να προσπαθήσεις σαν την Νίκη την Ονειρένια και όλα τα όνειρα σου θα βγουν αληθινά».

Κι έτσι η Νίκη η Ονειρένια, έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.

Ένα μικρό παραμύθι γι’ αυτούς που τολμούν.

Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να φτιάχνω ιστορίες για μεγάλους. Τώρα πια που μεγάλωσα και έγινα μια almost40something, με ταξιδεύει το να γράφω παραμύθια. Δεν είμαι, βέβαια, απολύτως σίγουρη ότι απευθύνονται μόνο σε μικρά παιδιά. Ίσως να τα γράφω γιατί απευθύνονται και σε μεγάλα παιδιά. Ίσως, τελικώς, μέσα από αυτά να μιλάω για όλα αυτά που σκέφτομαι, που θα ήθελα να πω αλλά δεν μπόρεσα, που θα ήθελα να ζήσω. Και, επομένως, όλο αυτό να συμβαίνει, γιατί πολύ απλά έχουμε συνηθίσει από τα παλιά τα χρόνια, όλες οι ιστορίες που μας αφηγούνταν να έχουν happy end. Έτσι και οι δικές μου. Κλείνουν πάντα με ένα χαμόγελο. Γιατί, παρά τις όποιες δυσκολίες, έτσι επιθυμώ τη ζωή μου.

Καλή σας ανάγνωση…

«ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΖΑΛΑΔΑΣ»

Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα στον παγκόσμιο χάρτη, υπήρχε μια μακρινή, αλλά μικρούτσικη χώρα στη μέση του πουθενά.


Μια χώρα που έμοιαζε με πολλές άλλες μεγαλύτερες, αλλά ταυτόχρονα δεν θύμιζε και καμία άλλη.


Οι κάτοικοι της, όπως όλοι οι άνθρωποι του κόσμου γεννιούνταν και μεγάλωναν, παντρεύονταν και έκαναν με τη σειρά τους κι εκείνοι παιδιά.Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά…

Είχε σπίτια, δάση, ποτάμια, δρόμους.
Σχεδόν τίποτα δεν ήταν παράξενο.Εκτός από κάτι.

Εκεί στο λόφο, το μνημείο της χώρας δεν ήταν ούτε ο θαυμαστός Παρθενώνας, ούτε ο πανύψηλος πύργος του Άιφελ, ούτε το επιβλητικό άγαλμα της Ελευθερίας, ούτε καν το μεγαλειώδες Κολοσσαίο.

Δεν ήταν το άγαλμα κάποιου σπουδαίου ατρόμητου στρατηγού, όπου κατέθεταν στεφάνια στις εθνικές επετείους, σε ένδειξη σεβασμού.

Ήταν απλά ένα τεράστιο, κάποτε πολύχρωμο, σιωπηλό Καρουσέλ. Ένα Καρουσέλ, που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο της πόλης και στεκόταν μόνο του σαν να ήταν στοιχειωμένο.

Μπροστά σε αυτόν τον ακίνητο, σκουριασμένο γίγαντα βρισκόταν καρφωμένη στο χώμα, μόνο μια μικρή ξύλινη, φθαρμένη από το χρόνο, πινακίδα που έγραφε:

«Κάποτε υπήρξαν τολμηροί. Μπορείς να ψάξεις και να τους βρεις». Κανείς, όμως, και ποτέ δεν έψαξε… Απλά κοιτούσε με δέος το παράξενο αυτό μνημείο.

Κάθε Χριστούγεννα τα παιδιά της χώρας στόλιζαν το Καρουσέλ με λουλούδια και αυτή ήταν και η μοναδική στιγμή του χρόνου που τα χρωματιστά αλογάκια του δεν ήταν μόνα του πάνω στο λόφο.

Τις επόμενες μέρες του χρόνου κανένας κάτοικος της «χώρας της ζαλάδας» δεν το πλησίαζε. Από φόβο, από αγωνία ή απλά, επειδή έτσι έπρεπε. Έτσι είχαν μάθει.

Το Καρουσέλ, άλλωστε, δεν συμβόλιζε την ανεμελιά και το παιχνίδι για εκείνους, αλλά τη συνεχιζόμενη ζαλάδα που ένιωθαν καθημερινά σε κάθε τους βήμα.

Θύμιζε την «κατάρα» που είχε πέσει πάνω στην πόλη, η οποία πλήγωνε τις ζωές όλων. Φυσικά, δεν ήξεραν γιατί συνέβαινε αυτό, αλλά πίστευαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το αλλάξουν.
 Άλλωστε, ένας φρικτός μύθος έλεγε, πως η «χώρα της ζαλάδας» ήταν στοιχειωμένη.


Και η ζωή τους στη χώρα αυτή, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν ότι πιο εύκολο μπορούσε να φανταστεί κάποιος, μιας και τα πάντα στριφογύριζαν σε χαμηλή ταχύτητα σαν να βρίσκονταν όλοι συνεχώς πάνω σε ένα καράβι.

Όταν όμως βρίσκονταν σε συναισθηματική ένταση, τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο και όλα γύρω έμοιαζαν με θαλασσοταραχή, που όμοιά της δεν είχε βιώσει ούτε ο ίδιος ο Οδυσσέας, στα είκοσι χρόνια που περιπλανήθηκε στις θάλασσες.

Οι κάτοικοι της «χώρας της ζαλάδας» μόλις ξεκινούσε η «τρικυμία», κατάπιναν αμέσως μία μικρή θεραπευτική καραμέλα, ανακάλυψη ενός σπουδαίου επιστήμονα, που τους είχε κάποτε επισκεφτεί. Έτσι, τα πάντα ηρεμούσαν προσωρινά.

Είναι λογικό πως οι ιστορίες και οι θρύλοι δεν σταματούσαν ποτέ.Κάποιοι, πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία, είχαν ακούσει από τους γονείς τους, όταν τους κοίμιζαν, να λένε ένα παραμύθι για δύο νέα παιδιά που είχαν ερωτευτεί πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν ένας κακός μάγος ζήλεψε την ευτυχία τους και καταράστηκε με τα πιο δυνατά, απαίσια ξόρκια, τη χώρα για πάντα.

Για πάντα, μέχρι τα φετινά Χριστούγεννα. Αυτά τα Χριστούγεννα, μετά την καθιερωμένη γιορτή στο Καρουσέλ, δύο παιδιά του σχολείου, ο Έκτορας και η Έρη, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, αποφάσισαν να μη γυρίσουν στα σπίτια τους αμέσως και να «ψάξουν τους τολμηρούς», όπως έγραφε η πινακίδα στο Καρουσέλ.

Το σκέφτονταν από καιρό. Κάτι όμως τους σταματούσε. Είχαν, άλλωστε, ακούσει το τρομακτικό παραμύθι και εκείνοι. Επίσης, είχε χρειαστεί να καταπιούν στη ζωή τους πολλές φορές θεραπευτικές καραμέλες για τη ζαλάδα, καθώς πλησίαζαν το Καρουσέλ, για να το θαυμάσουν από κοντά, στα κρυφά. Αυτό ήταν, άλλωστε, ότι πιο τολμηρό είχαν κάνει μέχρι τότε. Μέχρι εκείνη τη μέρα…

Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε το ταξίδι του Έκτορα και της Έρης προς το δάσος.Ένα μεγάλο ταξίδι, σε μια μικρή χώρα. Τα δύο παιδιά περπάτησαν πολύ. Κουράστηκαν ακόμη περισσότερο. Και τότε άρχισαν να φοβούνται.

Το φως άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει και εκείνα πλέον βρίσκονταν βαθιά μέσα στην πυκνή βλάστηση. Δεν ήξεραν, φυσικά, τι ακριβώς έψαχναν και πως ακριβώς θα ήταν αυτοί οι περιβόητοι «τολμηροί».

Κοντοστάθηκαν. Σκέφτηκαν για λίγο να γυρίσουν πίσω. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει.Ο Έκτορας αγκάλιασε την Έρη και της χάιδεψε το κεφάλι. «Μη κλαις, θα είμαι δίπλα σου. Μαζί θα βρούμε τους τολμηρούς και θα διώξουμε τα μάγια», της είπε και κατάπιε μία ακόμη καραμέλα για τη ζαλάδα, που είχε ήδη ξεκινήσει.

Οι ήχοι της νύχτας άρχισαν να δυναμώνουν. Το θρόισμα των φύλλων, τα βήματα των ζώων, οι φωνές των πουλιών έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Το ίδιο αισθητή έκανε και την παρουσία της και η ανθρώπινη απουσία.

Τα δύο παιδιά πιάστηκαν από το χέρι και περπάτησαν για λίγο ακόμη μέσα στο σκοτάδι. Ευτυχώς το φεγγάρι τους χάριζε ένα μικρούτσικο φως. Ένα φως που μπορεί και να τους καθησύχαζε κάπως. Έστω και λίγο. Σύντομα, βρήκαν μπροστά τους ένα βράχο που έμοιαζε έτοιμος να τους προσφέρει προστασία και να τους φιλοξενήσει μέχρι το πρωί.

Το κορίτσι είπε πως φοβάται πολύ. Το αγόρι της αποκρίθηκε πως θα την προσέχει, χωρίς να κλείσει τα μάτια του όλη την νύχτα, αν χρειαζόταν. Κι έτσι πέρασε το σκοτάδι, στην αρχή δύσκολα, με αγωνία και τέλος σιωπηλά.Μόνο οι ήχοι της νύχτας ακούγονταν που και αυτοί έμοιαζε σαν να αποκοιμήθηκαν.

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν τις φυλλωσιές των δέντρων. Το κορίτσι ξύπνησε. Τεντώθηκε και κοίταξε ψηλά. Κατάλαβε πως κάπου εκεί το δάσος έπρεπε να τελείωνε.

Χαμογέλασε στον Έκτορα που κοιμόταν ακόμη και του ψιθύρισε στο αυτί: «Ξύπνα, δεν έχουμε φτάσει εκεί που θέλουμε. Δεν έχουμε βρει τους τολμηρούς». Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε. «Σε είδα στον ύπνο μου», είπε.

Σηκώθηκαν και οι δύο, τίναξαν τα ρούχα τους και άρχισαν να περπατούν προς το φως. Πίσω από τα δέντρα κάτι άρχιζε να λαμπυρίζει. Το βήμα τους έγινε πιο γοργό.
Ξάφνου φάνηκε μπροστά τους μια τεράστια, υπέροχη, ήρεμη θάλασσα.
Πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν κάτι τόσο γαλήνιο.

«Νομίζω πως θ’ αρχίσω πάλι να ζαλίζομαι και δεν έχω μαζί μου άλλες καραμέλες», είπε η Έρη. «Δεν θα ζαλιστείς άλλο, θα σε κρατήσω εγώ», είπε ο Έκτορας.
Και τότε την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο. Για πρώτη φορά.
Κι εκείνη άρχισε να νιώθει ζαλισμένες πεταλουδίτσες να πετούν στο στομάχι της.

Αλλά και εκείνος ένιωσε τις ίδιες πεταλουδίτσες να χορεύουν ζαλισμένα, αλλά δεν το παραδέχτηκε ούτε στον εαυτό του.Εκείνη χαμογέλασε. Δεν ζαλιζόταν, όμως, όπως παλιά. Ζαλιζόταν μόνο από χαρά. Το ίδιο και το αγόρι. Κοίταξαν γύρω τους. Τίποτα δεν κουνιόταν πια. Όλα στη φύση είχαν σταματήσει και τους παρακολουθούσαν. «Δεν ζαλίζομαι πια!», είπε το κορίτσι. «Επιτέλους τα μάγια λύθηκαν!»

Κι έτσι, δύο παιδιά, ένα ταξίδι στο άγνωστο και ένα φιλί, έλυσαν για πάντα τα μάγια τόσων ετών. Ο Έκτορας και η Έρη έψαξαν για τους τολμηρούς και τελικώς τους βρήκαν μέσα τους. Κι έτσι, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…