To MEGA, η θυσία της Ιφιγένειας, η θεωρία του Νεύτωνα και η πτήση του μπούμερανγκ.

Θυμάμαι έντονα την εποχή που εξέπεμψε για πρώτη φορά. Ήταν Νοέμβριος του 1989 κι εγώ βρισκόμουν στην 1η Γυμνασίου. Τα πρώτα trailers που προβλήθηκαν από το νέο κανάλι, μαζί με την χαρακτηριστική μουσική του σήματός του, για όλα εμάς τα πιτσιρίκια σήμαιναν αυτομάτως πως κάτι πολύ νέο ερχόταν στη ζωή μας. Κάτι που μας ταίριαζε. Άλλωστε πάντα το καινούριο φαντάζει τόσο ελπιδοφόρο.

Ίσως, κάπως έτσι, να ένιωσαν στην εποχή τους και αυτοί που είδαν για πρώτη φορά συσκευή ραδιοφώνου ή έγχρωμη τηλεόραση. Για εμάς που αυτά τα είχαμε ήδη στη ζωή μας ως δεδομένα, το πρώτο ιδιωτικό κανάλι με τόσες διαφορετικές επιλογές, ήταν κάτι καινοτόμο και σίγουρα ταίριαζε απόλυτα με το νεαρό της ηλικίας μας.

Και κάπως έτσι, κάπου ανάμεσα στις πολύχρωμες εικόνες, από τηλεθεάτρια, ονειρεύτηκα ν’ ασχοληθώ με την τηλεόραση…

Όπως, όλα τα παιδιά της ηλικίας μου άρχισα να καταπίνω τη μία μετά την άλλη τις σειρές της κάθε σεζόν. Οι ατάκες από τις «Τρεις Χάριτες» και τους «Απαράδεκτους» άρχισαν να αναπαράγονται στα διαλείμματα.

Και μετά έκανε την εμφάνιση της η Μιρέλλα Παπαοικονόμου φέρνοντας στη ζωή μας τον Άλκη Κούρκουλο. Και ναι, σε ηλικία 17 ετών την έστησα απ’ έξω, ως stoker, από την διπλανή πολυκατοικία, την οποία επισκεπτόταν ο ηθοποιός, με τη συμπαράσταση του παιδικού μου έρωτα, για να του μιλήσω. Και το έκανα. Κάτι που ακόμα δεν το πιστεύω. Ο οποίος, μάλιστα, λόγω της πιεστικής γλυκύτητας μου, αναγκάστηκε να μου αποκαλύψει κατά μία έννοια το τέλος της «Αναστασίας», κάτι που εγώ κράτησα επτασφράγιστο μυστικό. Άλλωστε του το είχα υποσχεθεί. (Σε επαγγελματική μας συνάντηση, πριν από δύο χρόνια, του αποκάλυψα, ότι ουδέποτε πρόδωσα την εμπιστοσύνη που έδειξε στο πρόσωπο μου. Αν και ο ίδιος, προς απογοήτευσή μου, δεν φάνηκε να θυμόταν την ύπαρξη μου).

Λίγο αργότερα μπήκε στη ζωή μας και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης και έτσι απλά, αρκετά θέματα ταμπού άρχισαν ν’ απασχολούν τα σπίτια μας με μια ανάλαφρη φυσικότητα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε μανάδες, κόρες και εραστές, οργανώνονται και τα πρώτα soiree με φίλους για πίτσα και σουβλάκια, υπό τη μουσική υπόκρουση του «Τράβα Σκανδάλη».

Και τα χρόνια περνούν και το «Μεγάλο Κανάλι» αλλάζει, μεγαλώνει, προτείνει, ισχυροποιείται, ενθουσιάζει, γοητεύει, αποδυναμώνεται, απογοητεύει και αποδομείται. Και, δυστυχώς, δαιμονοποιείται. Το περιεχόμενο, οι άνθρωποι του, τα κρυμμένα μυστικά, τα πολιτικά παιχνίδια.

Και κάποια μέρα, στις οθόνες μας εμφανίζεται ένα ερώτημα που απαιτεί να τοποθετηθούμε, το οποίο θυμίζει, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που μας θέτει καθημερινά ο Marc Zuckerberg στο Facebook.

Το δικό του, πάντα επίκαιρο, «Τι σκέφτεστε;» τις τελευταίες ημέρες έχει δώσει τη θέση του σε ένα άλλο ερώτημα: «Το MEGA δεν υπάρχει. Θέλετε να το αφαιρέσετε;» Και τελικώς συνειδητοποιείς πως μπορείς απλά να απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα, ταυτοχρόνως. «Τι σκέφτομαι; Πολύ απλά, ΟΧΙ! Δεν θέλω να το αφαιρέσω!».

Έτσι, λοιπόν, αφού απάντησα στο ερώτημα-δημοψήφισμα των ημερών, έκανα έναν υπολογισμό και συνειδητοποίησα, πως έχοντας ήδη κλείσει 23 χρόνια δουλεύοντας στην τηλεόραση σε προγράμματα όλων των μεγάλων καναλιών, έχω εργαστεί σε 22 παραγωγές του MEGA CHANNEL, ως ρεπόρτερ και αργότερα ως αρχισυντάκτρια και υπεύθυνη εκπομπών, από την ημέρα που με καλωσόρισε η Λίανα Κανέλλη και η Μένυα Παπαδοπούλου, στον 8ο όροφο της Σταδίου.

Και ενώ δεν υπήρξα υπάλληλος του καναλιού, έχω συνδεθεί μαζί του και σε προσωπικό – με τους ανθρώπους του – και επαγγελματικό επίπεδο. Και, φυσικά, έζησα μαζί του και μαζί τους πολύ καλές, μέτριες, αλλά και κακές στιγμές. Και φίλους έκανα, και φίλους έχασα και χάρηκα και γέλασα και απογοητεύτηκα και θύμωσα.

Αλλά τώρα θυμώνω περισσότερο, με την άδικη «θυσία της Ιφιγένειας». Θυμώνω με τον φαιδρό χρησμό, με αυτούς που την οδήγησαν στον βωμό, με το πλήθος που υποστήριξε την θυσία της κόρης, για να πνεύσει ο ούριος άνεμος της «κάθαρσης» από την διαπλοκή και πολύ περισσότερο, θυμώνω με τον πατέρα της τον Αγαμέμνονα, που δεν έκανε κάτι για να την σώσει και «υπέγραψε» την θυσία της.

Σκεπτόμενη, λοιπόν, τόσο πως όλα στην κοινωνία μας και στο σύμπαν είναι συγκοινωνούντα δοχεία, άμεσα ή έμμεσα σε αλληλεπίδραση, όσο και το Νόμο του Νεύτωνα, πως «σε κάθε δράση αντιστοιχεί πάντα μια αντίθετη αντίδραση», πιστεύω πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η αντίδραση ενδεχομένως να καθυστερήσει να εκφραστεί εμπράκτως, αλλά είμαι πεπεισμένη πως θα εκφραστεί.

Θυμίζει, άλλωστε, αρκετά τη θεωρία του μπούμερανγκ που πάντα επιβεβαιώνεται.
Ένα εργαλείο- όπλο, που πλέον είναι παιχνίδι, το οποίο κάποτε χρησιμοποιήθηκε για το κυνήγι, έκανε, κάνει και θα συνεχίζει να κάνει στροφή 180° και να επιστρέφει σ’ εκείνον που το ρίχνει σε οριζόντια θέση.
Και αν ο χειριστής, τελικώς, είναι αδαής για το τι κρατά στα χέρια του, σίγουρα μέσα του θα έχει αρχίσει να διακατέχεται από μία αδημονία, που προκύπτει από φόβο και άγνοια μπροστά στο άγνωστο.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον μύθο, τον ηγεμόνα των Ατρειδών, δεν τον ανέμεναν μετά την Τροία αλαλάζοντας για τη νίκη στον πόλεμο, γκρεμίζοντας για χάρη του τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών, αλλά τον περίμενε η μάνα της κόρης του, η Κλυταιμνήστρα.

Όταν έρχονται τα πάνω- κάτω, αλλά εσύ εξακολουθείς να βρίσκεις λόγους να χαμογελάς.

Κι εκεί που λες ότι όλα αρχίζουν να παίρνουν μία σειρά, η κατάσταση, ξαφνικά, βγαίνει εκτός ελέγχου κι εσύ αναρωτιέσαι τι είδους τσουνάμι είναι αυτό που σε χτύπησε. Με λίγα λόγια… «Ενός κακού μύρια έπονται», όπως πολύ εύστοχα είχε σχολιάσει και ο Σοφοκλής στο μακρινότατο παρελθόν.

Με αυτά και μ’ εκείνα σκέφτεσαι, λοιπόν, τι μπορεί να φταίει. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτήν την αλυσιδωτή κακοτυχία. Αρχίζεις, έτσι, εξετάζοντας όλες τις θεωρίες.

Σε πρώτη φάση, ξεκινάς τις αναλύσεις κρατώντας χαμηλούς τόνους, βασιζόμενη σε ψύχραιμες ορθολογιστικές βάσεις. «Πάει πέρασε. Απλή ατυχία!». Και εκεί που προσπαθείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, το ένα χτύπημα διαδέχεται το άλλο και το «ήταν μια άτυχη στιγμή» μετουσιώνεται στον εγκέφαλό σου ως «Ή ταν ή επί τας».

Κοινώς, βάζεις κάτω μέχρι και την θεωρία των παιγνίων, που εξετάζει την συμπεριφορά των «παικτών» που ακολουθούν μια στρατηγική αλληλεπίδρασης και τελικώς, καταλήγεις πως τα μαθηματικά δεν βγαίνουν και επιπλέον, είναι πολλές οι συμπτώσεις που λογικό είναι να σε έχουν οδηγήσει στα κάγκελα.

Με λίγα λόγια, πρέπει ν’ αποδεχθείς και το να σπάσεις το πόδι σου στο ίσιωμα και το να χαλάσει ο ηλιακός θερμοσίφωνας και το να «μείνεις» με το αυτοκίνητο, στο μέσο του πουθενά, από δίσκο-πλατό; Για να τα λέμε, δηλαδή, τα πράγματα με το όνομά τους, δεν προκύπτει υπό κανονικές συνθήκες, όλο το τέλος του κόσμου να σε βρίσκει στα καλά καθούμενα.

Στη συνέχεια, λοιπόν, αφήνεις στην άκρη τις επιστήμες και αποφασίζεις να προσεγγίσεις την κατάσταση που βιώνεις μέσω της προσέγγισης της μοίρας, η οποία βρίσκεται, άλλωστε, στο ελληνικό DNA και συγκεκριμένα στο προσκήνιο της ελληνικής μυθολογίας, της φιλοσοφίας και του αρχαίου δράματος.

Φτάνεις, λοιπόν, να αναρωτηθείς πόση δύναμη μπορεί να έχει το πεπρωμένο, το γραφτό, η τύχη, η μοίρα, το μερτικό, το κισμέτ, ή όπως αλλιώς θέλεις να το ονομάσεις. Αυτό, δηλαδή, που είναι καθορισμένο από τη ζωή, το σύμπαν, να γίνει, την κατάλληλη ώρα και στιγμή.

«Το Πεπρωμένο φυγείν αδύνατο», κατά τον Πλάτωνα ή όπως το περιέγραψε και ο Γιώργος Νταλάρας «όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει». Οπότε τι να συζητάμε; Αυτά είναι λυμένα θέματα από χρόνια και επίσης, χιλιοτραγουδισμένα.

Οπότε, που καταλήγουμε με τα όλα τα γεγονότα που ήταν προδιαγεγραμμένα μας συμβούν; Ότι, δηλαδή, κάθετι ήταν σχεδιασμένο, σε κάθε λεπτομέρεια, από μία ανώτερη δύναμη; Το να ταλαιπωρηθείς μέχρι να βρεις καινούριο σπίτι, να το φτιάξεις, να μετακομίσεις και μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, να σου το ανοίξουν κάποια «καλόπαιδα» μέρα-μεσημέρι και να σου το κάνουν φύλλο και φτερό. Λογικό δεν ακούγεται, πάντως, όλο αυτό και επιπλέον, δεν κατανοώ τον λόγο που πρέπει να υποστώ αυτό το μαρτύριο.

Και κάπου εκεί, μαζί με τις πολλές συζητήσεις, θα εμφανιστεί στη ζωή σου «το κακό το μάτι». Και από ορθολογίστρια που έχει τις αμφιβολίες της για το θέμα αυτό, καταλήγεις να αναζητάς μανάβικο για να κρεμάσεις πάνω σου σκόρδα. Τι να κάνεις άλλωστε; Και αν και η ορθόδοξη πίστη το αποδέχεται, καθώς πληροφορήθηκες κι ενώ εσύ στο παρελθόν, καθόλου, τώρα πλέον κυκλοφορείς ζωσμένη με χάντρες και λες τρεις φορές, συχνά- πυκνά, το «Πάτερ ημών», έτσι για να είσαι καλυμμένη.

Ως εκ τούτου και εντελώς, απρόσμενα, ανάμεσα στα καταχωρημένα τηλέφωνα στην ατζέντα σου, με τα πιο ζουμερά σουβλάκια της γειτονιάς, τον υδραυλικό και τον ηλεκτρολόγο, τοποθετείς τον πιο έμπειρο γνωστό σου στο ξεμάτιασμα. Φυσικά έχεις και μερικούς εφεδρικούς. Αν δεν πιάσει η διαδικασία από τον πρώτο «ξεματιαστή», προσεγγίζεις τον δεύτερο κτλ.

Όμως, από όλο αυτό φαίνεται να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Επιπλέον, αν για οποιοδήποτε κακό σου συμβαίνει, φταίει το φθονερό μάτι κάποιου, για ποιο λόγο τότε, αντιστοίχως, για οποιοδήποτε καλό σου προκύπτει, δεν ευθύνονται και πάλι οι υπόλοιποι που, ενδεχομένως, χαίρονται για εσένα;

Εκτός, βέβαια, αν πιστεύουμε πως για όλα τα δεινά που μας έρχονται, ευθύνονται άλλοι, ενώ για τα όμορφα βιώματα μας, μόνο εμείς. Αυτό μου θυμίζει αρκετά μια παιδιάστικη στάση που όλοι έχουμε υιοθετήσει κάποια στιγμή στη ζωή μας: «Δεν φταίω εγώ, ο άλλος το έκανε».

Αν αποδεχθώ, όμως, πως ο απέναντι μου έχει όλες αυτές τις υπερδυνάμεις να διαμορφώνει τη δική μου ζωή, εγώ ποιόν ακριβώς ρόλο έχω αποφασίσει να παίξω; Αυτόν του κομπάρσου; Εκείνου που παρακολουθεί το ντόμινο των εξελίξεων;

Μήπως, τελικώς, ήρθε η ώρα να σταματήσουμε τα σενάρια συνομωσίας για ότι μας συμβαίνει και να τροποποιήσουμε το σενάριο της ζωής μας, κάνοντας την να μοιάζει λιγότερο με Αρχαία Τραγωδία. Άσε που θα γλυτώσουμε από την ψυχολογική φθορά που προκύπτει, καθώς αναζητούμε τον ένοχο που «γκαντέμιασε» την καμινάδα που καπνίζει  στο σαλόνι μας και έχει μετατρέψει το σπίτι σε τεκέ.

Ας αντιμετωπίσουμε τη ζωή μας, λοιπόν, κάπως πιο χαλαρά. Δεν γνωρίζω αν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έρχεται άσκοπα στη γη, ή αντίθετα, έρχεται για να εκπληρώσει ένα σκοπό, μια αποστολή. Σε κάθε περίπτωση, εγώ έχω σκοπό να χαρώ την ζωή που μου έτυχε, με αυτόν και αυτούς που με κάνουν να χαμογελούν. Μπορεί να μου «’φαγαν όλα τα δαχτυλίδια», αλλά στα σανίδια δεν θα κοιμάμαι. Θα έχω για μαξιλάρι το δικό του χέρι.

Κι επειδή πολύς λόγος έγινε για την «μοίρα», η λέξη, λοιπόν, προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «μείρομαι» που σημαίνει μοιράζω. Επομένως, αυτό είναι το «μερίδιο» μας, το κομμάτι που παίρνει ο καθένας μας από τη μοιρασιά του συνόλου της ανθρωπότητας. Σκέφτομαι, πως μαζί με το κομμάτι από το σύνολο της ανθρωπότητας, δεν θα πω όχι φυσικά και σε ένα αφράτο κομμάτι από το σύνολο του επόμενου ΤΖΟΚΕΡ. Και φυσικά, ότι και να γίνει, είτε υπάρχει προκαθορισμένο μέλλον, είτε όχι, θα συνεχίζω να φοράω και ένα «ματάκι». Έτσι, για καλό και για κακό…

 

 

Ποιος είπε πώς οι λαμπάδες είναι μόνο για τα μικρά παιδιά;

 

Χαζεύοντας, για λίγο, το τι συμβαίνει στην κοινωνία των social media, παρατήρησα μετά από καιρό, πως οι σελίδες γέμισαν λουλουδάκια, δεντράκια, ζουζουνάκια και άλλα συναφή. Όπερ σημαίνει, πως αρκετοί από εμάς επιλέξαμε να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα κάπου στην εξοχή.

Κι αυτό το «κάπου στην εξοχή», συνήθως συνδυάζεται με γονείς, θείους, αδέρφια, ξαδέρφια, ανίψια και φυσικά « η σκούφια του κρατάει», από τότε που ήμασταν πιτσιρίκια.

Έχοντας βρεθεί σε διάφορα μέρη στη ζωή μου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, για τις ημέρες του Πάσχα , τελικώς, πιστεύω, πως υπό συνθήκες- που έχεις, δηλαδή, μια οικογένεια, σχεδόν, φυσιολογική σαν τη δική μου- είναι ωραία ανάπαυλα, να περνάς αυτές τις λίγες ημέρες μαζί τους και ιδανικά οπουδήποτε παραπέμπει σε χωριό.

Κατ’ αρχάς έχεις τη μοναδική ευκαιρία, όσο ετών κι αν είσαι, να αντιμετωπίζεσαι σαν ανήλικο. Να κάθεσαι στο τραπέζι με τα παιδιά, να έχεις στυμμένη πορτοκαλάδα με το που θα ανοίξεις τα μάτια σου, να τρως κάθε τριάντα λεπτά, να κυκλοφορείς με τις πιτζάμες, να λιάζεσαι αμέριμνος και να κόβεις βόλτες σε χωράφια μαζεύοντας λουλούδια.

Στην περίπτωση μου, αν και τα χρόνια περνούν, εξακολουθώ, επιπλέον, να αντιμετωπίζω πορωμένα την υπόθεση λαμπάδα και να ζητώ κάθε χρόνο από τη Νονά μου, ό,τι πιο φαντασμαγορικό υπάρχει στην αγορά. Στόχος μου είναι, ακόμη και τώρα, να κάνω εντύπωση στην Ανάσταση, σε σημείο που να σκάνε από τη ζήλεια τους όλα τα δεκάχρονα, που βρίσκονται σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων από εμένα.

Την Άνοιξη η φύση κάνει πάρτι- ειδικά- στα χωριά και μαζί της χορεύει και η ψυχολογία μας. Έτσι, το ελληνικό Πάσχα που είναι το πιο κλασικό χαρακτηριστικό της εποχής, μας υπενθυμίζει, πως κάπου εκεί κοντά βρίσκεται το Καλοκαίρι, για το οποίο όλοι ζούμε και αναπνέουμε. Άλλωστε όταν ανεβαίνει η θερμοκρασία, τα χαμόγελα πληθαίνουν και η οικονομική κρίση ξεχνιέται για λίγο, όπως τα μπουφάν μας σε κάποια ταβέρνα.

Ακόμα, μάλιστα και η τσουκνίδα, που είχα την ατυχία να συναντήσω χθες, με έκανε στο τέλος να χαμογελάσω- στην αρχή, βέβαια, είχα την αίσθηση πως με τσίμπησε οχιά- σκεπτόμενη το Πάσχα των παιδικών μου χρόνων, στο κτήμα της γιαγιάς μου στο Γύθειο.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια, κατά καιρούς, αναλόγως με την συναισθηματική φάση στην οποία βρισκόμουν, επέλεγα διαφορετικούς προορισμούς, γι’ αυτές ημέρες κατάνυξης και εορτασμού. Παραδοσιακούς ή μεταμοντέρνους. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, συμπεριλάμβαναν λαμπάδα, φαγητά και συναναστροφή με αγαπημένους.

Πριν από μερικά χρόνια, θυμάμαι, ένας σύντροφος με είχε οδηγήσει στα όρια μου, να κλαίω απελπισμένη, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει την ανάγκη μου, ν’ ακολουθήσω αυτή την παιδική μυσταγωγία, που σήμαινε τόσα για μένα. Ένιωθα πληγωμένη εκείνη τη χρονιά, που δεν είχα καταφέρει να κρατήσω τη λαμπάδα Hello Kitty, επειδή «απλά δεν προλάβαμε» γιατί δεν «υπήρχε και κανένας σοβαρός λόγος». Όπως επίσης, δεν ξεχνώ και κάποιον άλλον, που απέφευγε τις εκδρομές το Πάσχα, γιατί «έχει κίνηση στους δρόμους και πού να μπλέκουμε…».

Πόσο μίζερες και οι δύο περιπτώσεις….Το παραδέχομαι βέβαια. Ίσως όλο αυτό να είναι κάπως υπερβολικό, αλλά έτσι είμαι εγώ. Θέλω να χαρώ, να βρεθώ με κόσμο, ν’ αγκαλιαστώ και ν’ αγκαλιάσω. Και φυσικά να «βάλω τα καλά μου» και να ευχηθώ σε όλους «Χρόνια Πολλά!».

Βέβαια, μεγαλώνοντας κι έχοντας βρεθεί σε πολλές διαφορετικές φάσεις στη ζωή, γνωρίζω, πως δεν είναι πάντα εφικτό, να περνάς τις ημέρες αυτές, όπως ιδανικά θα ονειρευόσουν και ίσως και με αυτούς που επιθυμείς. Κοινώς, μπορεί κάποια στιγμή να είσαι μόνος σου. Είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά. Κι εκεί έρχονται οι κλασικοί «πυροσβέστες». Οι φίλοι μας. Αυτοί, που μπορούν να μας σώσουν, να μας καταλάβουν και να μας στηρίξουν. Είναι εκείνοι που ανοίγουν το σπίτι τους, την αγκαλιά τους, το χωριό τους και μας προσφέρουν μία θέση στο οικογενειακό τραπέζι.

Ούσα, λοιπόν και σε αυτή τη φάση, έχω φιλοξενηθεί συναισθηματικά από τους αγαπημένους μου φίλους, για Πάσχα, διακοπές, εορτασμούς και λοιπές καταστάσεις, ως αναπόσπαστο κομμάτι της δικής τους οικογένειας. Και κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, συνειδητοποιώ με χαρά, πως όλοι αυτοί, είναι η δεύτερή- υπέροχη- οικογένεια μου. Μιας και είναι εκείνοι, που με βοηθούν να μη πιστεύω, ότι φορτώνομαι, αλλά να νιώθω λίγο-πολύ «σαν στο σπίτι μου».

Και αυτές τις ημέρες τους αγαπώ ακόμη περισσότερο, σκεπτόμενη πόσο τυχερή είμαι, που με έχουν καλωσορίσει στις ζωές τους. Και ευτυχώς δεν είμαι η μόνη που αισθάνομαι έτσι, καθώς μιλώντας, χθες, με τον φίλο Κώστα, μου περιέγραψε τη δική του παρόμοια φετινή εμπειρία με ζευγάρι κολλητών του, που τον έχουν υιοθετήσει για το Πάσχα.

Για να το κάνω, λοιπόν, πιο σαφές και κάπως λιγότερο μελοδραματικό, οι αγαπημένοι φίλοι, μου θυμίζουν τις κοινωνικές διαφημίσεις για τις ημέρες του καύσωνα, που σε προτρέπουν ν’ αφήσεις λίγο νερό, έξω από το σπίτι, για το αδεσποτάκι της γειτονιάς. Κι έτσι από αδεσποτάκι, γίνεσαι κι εσύ μέρος της παρέας. Αλλά κι εσύ, δεν μπορεί, κάτι καλό θα έχεις κάνει, για να σε θέλουν κοντά τους… Οπότε σε καλό δρόμο είσαι!

Κι έτσι μετά από τις πρωινές σκέψεις, το ντάντεμα της Μαμάς, τα χατήρια του Μπαμπά, τα φιλιά των θείων, τα τσουρέκια και το παιχνίδι με τ’ ανίψια…πάω βόλτα στο χωριό για παγωτό!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν το να κοιτάς το ταβάνι, σου δίνει την ευκαιρία για search μέσα σου

Πριν από μερικές μέρες, επιστρέφοντας από τη δουλειά, με έπιασε μία ακατάσχετη μανία να καταναλώσω υπέροχη σαβουροτροφή. Έκανα τα πάντα –παρακάμψεις, κύκλους μέχρι να βρω να παρκάρω- για να βρεθώ στο fast food, που γνωρίζουμε από πάντα. Εκεί όπου δεν κοιτάς καν το menu, αλλά παραγγέλνεις, ό,τι ήξερες τα τελευταία είκοσι –και βάλε- χρόνια.

Μπαίνοντας μέσα και κατευθυνόμενη προς το ταμείο, παρατήρησα ένα τραπέζι στα αριστερά μου. Μία Μάμα καθόταν με τον δεκάχρονο γιο της. Ο μικρός έτρωγε απορροφημένος, όχι στο burger του, αλλά στο κινητό της Μαμάς του. Εκείνη μάλλον, έμοιαζε,ταυτoχρόνως, βαριεστημένη και ανακουφισμένη. Οι δύο δεν αντήλλαξαν καμία κουβέντα, ή έστω ματιά, την ώρα που παρέμεινα στο χώρο.

Στο δρόμο, καθώς μασουλούσα τις πατάτες μου, μέσα στο αυτοκίνητο, σκεφτόμουν τι τους είχε συμβεί, τι έχει συμβεί σε όλους μας. Άλλωστε, σχεδόν στην κατάσταση του μικρού, έχω βρεθεί και εγώ κατά μία έννοια. Έχω παρατηρήσει, πως πολλές φορές χάνομαι, χαζεύοντας το κινητό μου, είτε για να τσεκάρω κάτι, είτε για να ενημερωθώ, είτε για να γελάσω, είτε, απλά, έτσι…

Πλεόν, μοιάζει η φράση «δεν έκανα τίποτα, απλά κοιτούσα το ταβάνι για ώρες», να έχει εκλείψει και τη θέση της να έχει πάρει η φράση «δεν έκανα τίποτα, απλά κοιτούσα το κινητό μου για ώρες». Κι εκεί συνειδητοποιείς την ελευθερία που, ενδεχομένως, να σου προσφέρει απλόχερα το ταβάνι, κοιτώντας το, απλά, χωρίς να αλλάζεις σελίδες, applications και να τραβάς selfies.

Πριν από περίπου δέκα χρόνια, παρακολουθώντας την ταινία κινουμένων σχεδίων WALLE-E, είχα εντυπωσιαστεί με την «προχωρημένη» σκέψη του σεναριογράφου, που παρουσίαζε, πως οι άνθρωποι μία μέρα θα επικοινωνούν μόνο μέσω της οθόνης, ακόμα και σε επίπεδο φλερτ.
Προφανώς, όμως, η επιστημονική φαντασία, δεν είναι φαντασία, αλλά πραγματικότητα κι έτσι όλο και περισσότεροι από εμάς βρίσκουμε παρέα σε μια ηλεκτρονική συσκευή, που μας προσφέρει απλόχερα την απόλυτη συντροφική μοναξιά.

Μιλώντας αργότερα με τη κουμπάρα μου Θεανώ- μητέρα δύο αγοριών, σε ηλικία στην οποία όλα τα αρσενικά χρήζουν, μερικές φορές, εξορκισμό- και αναφέροντας το περιστατικό, αντιλήφθηκα πως άγγιξα μέσα της μια ευαίσθητη χορδή. «Να σέβεσαι τα tablets! Υπάρχουν κάποιες στιγμές που σε βοηθούν να επιβιώσεις. Έχεις βρεθεί σε ταβέρνα Κυριακή μεσημέρι με φίλους και τα παιδιά τους; Πίστεψε με. Μόνο το wi-fi μπορεί να σε σώσει!». Και όντως είχε δίκιο. Το έχω δει με τα μάτια μου. Παιδάκια σε κατάσταση αμόκ να ηρεμούν, αυτομάτως, σαν να τους προσέφερε κάποιος μια πιπίλα. Όπως έχω δει και παιδάκια σε νησί, σε απόσταση 30 βημάτων από την παραλία, να προτιμούν να μένουν με τα tablets στο σπίτι δίπλα στη θάλασσα, από το να πλατσουρίσουν για ώρες στα νερά.

Και δεν είναι μόνο τα παιδάκια. Είμαι κι εγώ, κι εσύ κι αυτός. Εγκλωβισμένοι σε μια μόνιμη αγωνία του τι συμβαίνει κάπου αλλού και όχι του τι συμβαίνει εκεί που είμαστε εμείς. Posts με φωτογραφίες, check in και συχνή ενημέρωση για όλα τα τεκταινόμενα στον κόσμο, είτε αυτά αφορούν στην Συρία, είτε στον Άγιο Δομίνικο.

Θυμάμαι, πριν από ένα μήνα ξέχασα το κινητό τηλέφωνό μου στο σπίτι. Ενώ στην αρχή σκέφτηκα να επιστρέψω να το πάρω, διστακτικά αποφάσισα, πως θα τα καταφέρω και χωρίς αυτό. Και τα κατάφερα. Με λίγη προσπάθεια στην αρχή και μετά με μεγάλο κέφι. Σαν να είχα κάνει κοπάνα από το σχολείο και δεν έδινα λογαριασμό σε κανέναν. Και, μάλιστα, είχα δικαιολογία. Δεν είχα κινητό.
Σκεπτόμενη, λοιπόν, όλα όσα κάνουμε καθημερινά, παρατηρώ, πως σύντομα τα περισσότερα που απολαμβάνουμε στη ζωή, θα μπορούν να μας συμβαίνουν μέσω μίας συσκευής. Θα επικοινωνούμε, θα διασκεδάζουμε, θα ενημερωνόμαστε, θα διαβάζουμε, θα γελάμε, θα κλαίμε, εν μέρει θα ταξιδεύουμε, θα αθλούμαστε, θα φλερτάρουμε, θα κάνουμε sex. Σαν να λέμε cyber-sex, cyber-fun kai cyber-rock n’ roll!!

Φαίνεται πως πρόκειται, πιθανόν, σύντομα να ζούμε στο μέλλον, μόνο με αυτήν την μοναχική παρέα ή, αλλιώς, με την παρεΐστικη μοναξιά. Άλλωστε, μοιάζει, πλέον, σαν να επιλέγουμε, με διάθεση απόλυτης αυτοϊκανοποίησης, οτιδήποτε ατομικό και καθόλου ομαδικό. Είναι σαν να μη θέλουμε να παίξουμε μπάλα με φίλους, αλλά να προτιμάμε να ανέβουμε μόνοι μας στην κορυφή του βουνού-ιδανικά τραβώντας και μία selfie με την κατάκτηση μας- έτσι ώστε να μην έχουμε κανέναν να μας αποπροσανατολίζει από το «Εγώ» μας.

Κι όμως, τελικώς, δεν μπορούν όλα να συμβούν μέσω μίας συσκευής… Αφού σκέφτηκα για ώρα, όλα όσα μπορούμε να υλοποιήσουμε, κατέληξα με μεγάλη χαρά, πως δεν υπάρχει application για τις «πεταλουδίτσες». Αυτές, δηλαδή, που νιώθεις κάποιες φορές στο στομάχι σου, εκεί, κατά τη διάρκεια του πρώτου φιλιού και σου δηλώνουν με το φτερούγισμά τους, ότι, μάλλον, είσαι ερωτευμένος. Ακόμα, βέβαια, κι αν αργότερα-κλασικά- φας τα μούτρα σου.

Γι’ αυτές, λοιπόν- τις όχι συχνές- «πεταλουδίτσες», η ζωή θα συνεχίζεται, οι άνθρωποι θα έρχονται κοντά, θα μιλούν, θα γελούν, θα μαλώνουν, θα προχωρούν, ακόμη και κι αν δεν έχουν «σήμα». Θα συνεχίσουν, ευτυχώς, να υπάρχουν, ακόμα κι αν, λίγο αργότερα, γράφουν στο κινητό τους #happytogetherlove…

Στο κάτω- κάτω ένα εργαλείο είναι. Μάθε να το χρησιμοποιείς και όχι να σε χρησιμοποιεί.

My heart belongs to Daddy ή αλλιώς, το (μεγάλο πια) κοριτσάκι του Μπαμπά.

Πριν από μερικές ημέρες, μια από τις αγαπημένες μου ξαδέρφες, μου έδωσε μια φωτογραφία από το μακρινό παρελθόν μου, η οποία με απεικονίζει σε ηλικία περίπου τεσσάρων ετών, να φορώ πεδιλάκια και μια υπέροχη ολόσωμη καλοκαιρινή φόρμα με τιραντάκια. Το αγαπούσα αυτό το ρούχο. Ήταν από τα «καλά» μου. Και, ταυτοχρόνως, ήταν και είναι μέρος της ιστορίας μου. Της δικής μου ζωής.

Θυμάμαι να μου το φορά η μαμά μου και να φτιάχνει, επιμελώς, τα μαλλιά μου με δύο κοκαλάκια. Αμέσως μετά, να μπαίνουμε οι τρεις μας, με τον αδερφό μου, στο αυτοκίνητο και να ξεκινάμε για το ταξίδι προς το Ελληνικό. Φτάνοντας εκεί, κι ενώ τα αεροπλάνα απογειώνονταν και προσγειώνονταν πάνω από το κεφάλι μας, παίρναμε τις θέσεις μας έξω από την αίθουσα αφίξεων, κρατώντας και οι τρεις μας, τρεις ανθοδέσμες από λουλούδια στα χέρια, οι οποίες προορίζονταν για τον ταξιδιώτη που σε λίγο θα κατέφθανε. Και εκεί φορώντας τα «καλά» μου, με περιέργεια και αμηχανία, συνέπασχα με την προσμονή του μεγαλύτερου αδερφού Σπύρου και της Μαμάς μας.

Και τότε άνοιγε η μεγάλη αυτόματη πόρτα και φαινόταν εκείνος. Ήταν ένας μεγάλος άντρας, βιαστικός και χαμογελαστός. Έπεφτε πάνω μας με ορμή και άρχιζε τις αγκαλιές. Η Μαμά έκλαιγε γελώντας. Ο Σπύρος πανηγύριζε κι εγώ στεκόμουν ακίνητη, παρακολουθώντας σαν θεατής. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, θυμάμαι καθαρά πως σκεφτόμουν, βλέποντας τον αδερφό μου να τον αγκαλιάζει, πόσο τυχερός ήταν που είχε Μπαμπά.

Σε λίγες ώρες, όμως, είχα κι εγώ. Οι βαλίτσες άνοιγαν και από μέσα τους έβγαιναν οι πιο όμορφες κούκλες του κόσμου, οι οποίες ήταν δικές μου και της είχε φέρει για εμένα ο δικός μου Μπαμπάς. Αυτός που είχε και ο Σπύρος.

Κι έτσι περνούσαν τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων. Με παγωτά, μπάνια, διακοπές και Μπαμπά. Όταν, όμως, ερχόταν το Φθινόπωρο, μαζί με τις διακοπές, μας τελείωναν τα χατίρια, αλλά και ο Μπαμπάς. Και πάλι από την αρχή, το επόμενο καλοκαίρι, έφτανε η στιγμή που θα βάζαμε και πάλι τα «καλά» μας και οι τρεις μας.

Πάντα το Φθινόπωρο μαζί με τα Πρωτοβρόχια, έφερνε και πολλά δάκρυα στα μάτια της Μαμάς. Φεύγοντας πάντα από την αίθουσα αναχωρήσεων, την θυμάμαι να κλαίει μέσα στο αυτοκίνητο. Κι αμέσως μετά, οι τρεις μας, επιστρέφαμε στη ρουτίνα μας. Στη ζωή που είχαμε συνηθίσει. Εκείνος θα εμφανιζόταν μόνο σε τηλεφωνήματα, γράμματα και τηλεγραφήματα στις γιορτές, έως ότου έρχόταν ξανά το καλοκαίρι. Έμοιαζε, κάπως, σαν αποδημητικό πουλί. Έφευγε, αλλά πάντα επέστρεφε στο σπίτι του.

Η αλήθεια είναι, πως εμείς οι τρεις συνηθίσαμε στην παρούσα- απουσία του. Μάθαμε να ζούμε με αρχηγό εκείνη, που πολλές φορές κάλυπτε και τους δύο ρόλους αναγκαστικά.

Συχνά θυμώναμε μαζί της και αναρωτιόμασταν, σίγουρα και οι δύο, πώς θα ήταν η ζωή μας τους χειμώνες αν ήταν και ο Μπαμπάς μαζί μας. Όμως η ζωή συνεχιζόταν και η συνήθεια απέκτησε φυσιολογικότητα. Μάθαμε να είμαστε πάντα τριάδα, όπως η Μαμά έμαθε να μην συνοδεύεται από εκείνον, σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής.

Θυμάμαι, μάλιστα, πως ελλείψει ανδρικού προτύπου, είχα μεγάλη αδυναμία στον θείο μου Μιχάλη, ο οποίος στα μάτια μου φάνταζε τεράστιος, δυνατός και έτοιμος να με προστατέψει. Μετά από τόσα χρόνια, έχω την αίσθηση πως ο Μπαμπάς μου ζήλευε λίγο αυτήν την «πατρική» σχέση. Ή καλύτερα, θα επιθυμούσε να την είχε βιώσει εκείνος μαζί μου. Κάθε φορά που ο θείος μου, έλεγε χαριτολογώντας, πως είχα μάθει πολλά πράγματα από αυτόν, είμαι σίγουρος πως ο Μπαμπάς μου μελαγχολούσε, σκεπτόμενος την απόσταση που τον κρατούσε μακριά από την οικογένειά του.

Κι, όμως, το παράξενο ήταν πως αν και ο Μπαμπάς μου, μας είχε ζήσει λίγο, στην πολύ μικρή μας ηλικία, ήξερε να λέει τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου, σαν να το έκανε αυτό από πάντα. Είμαι σίγουρη πως ανακάλυπτε τις ιστορίες εκείνη την στιγμή. Ξαπλωμένοι και οι δύο πολλά μεσημέρια στο διπλό κρεβάτι των γονιών, ευχόμουν η ιστορία να μην τελειώσει ποτέ. Άλλωστε, κάποια από αυτά εξακολουθώ να τα θυμάμαι, όπως και την μόνιμη αγωνία μου για το τι θα συμβεί μετά στην πριγκίπισσα, στα βασιλόπουλα και στην πηγή με το αθάνατο νερό.

Και τα χρόνια πέρασαν και εκείνος επέστρεψε κάποια στιγμή στο σπίτι του. Νιώθοντας σαν επισκέπτης σίγουρα τον πρώτο καιρό. Οι σχέσεις έπρεπε να χτιστούν, άλλωστε, από το μηδέν. Έπρεπε ν’ αποδεχθεί τις αλλαγές που είχε επιφέρει ο χρόνος σε όλους μας. Έπρεπε κι εμείς να αποδεχθούμε την παρουσία του. Έπρεπε από άνθρωπος κλειστός να μεταμορφωθεί σε ένα κοινωνικό άνδρα, δεκτικό και χαλαρό. Έχοντας ζήσει όλη τη ζωή του, μόνος.

Αργότερα συνειδητοποίησα την μεγάλη προσπάθεια που έκανε, να ενταχθεί σε ένα club μιας κλειστής ομάδας. Της οικογένειάς του. Κι έτσι όλα ξεκίνησαν από την αρχή. Απέκτησε φίλους καρδιακούς, σαν να ήταν μικρό παιδί, αγαπημένες συνήθειες καθημερινές, σαν να τις είχε από πάντα, αθλητικά ενδιαφέροντα, σαν αιώνιος φίλαθλος, διάθεση «ν’ ανοίγει» κι εκείνος το σπίτι σε πολλούς φίλους και μια νέα ζωή.

Αν έπρεπε να περιγράψω σήμερα τον Μπαμπά μου, θα μπορούσα να πω, πως μοιάζει με ένα μικρό αγόρι. Είναι γκρινιάρης, παρεξηγησιάρης, ακέραιος, χωρίς δεύτερες σκέψεις, αλλά κατά βάθος συναισθηματικός. Η αγαπημένη του φράση είναι: «αν ξαναμιλήσω εγώ..», η οποία πάντα μένει μετέωρη γιατί πάντα μας μιλάει τελικώς, αν και έχει νεύρα με μένα και τη Μαμά μου και, φυσικά, συνηθίζει, κλασικά, να λέει για διάφορα θέματα «όχι εγώ, η Μάνα σου».

Αν και δεν θα τον χαρακτήριζα, λοιπόν, ως τον πιο γλυκό άνδρα του κόσμου- μιας και κατά καιρούς με κάνει έξαλλη με τις χοντράδες του- μπορεί, από την άλλη, να μου κάνει μασάζ για ώρες στις πατούσες μέχρι να μουδιάσουν τα πόδια μου, να κάτσει στην ουρά σε όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες για χάρη μου, να μου φτιάξει οτιδήποτε χαλάει στο σπίτι μου –ολίγον τσαπατσούλικα- και το βασικότερο, μπορεί να με κάνει να νιώσω ασφαλής. Γνωρίζω πως για οτιδήποτε χρειαστώ, πλέον, θα είναι δίπλα μου. Δεν χρειάζεται πια, να φορέσω «τα καλά» μου και να τον ζήσω μόνο το καλοκαίρι.

Επιπλέον, ζώντας μακριά και κοντά από τον Μπαμπά μου, ως γεγονός, έχει επηρεάσει τον τρόπο που αντιμετωπίζω τις σχέσεις μου με το ανδρικό φύλο. Για να το υπεραπλουστεύσω, αρκεί να αναφέρω ένα αστείο παράδειγμα. Ο Μπαμπάς μου χόρευε, από πάντα, με έναν ιδιαίτερα κωμικό τρόπο, που παλιότερα με ενοχλούσε και θα μπορούσε να με οδηγήσει σε μετανάστευση. Τώρα πια, μετά από χρόνια, τον χορευτικό οίστρο του, τον βρίσκω απίστευτα διασκεδαστικό. Αυτή, όμως η παιδική εμμονή μου, με οδήγησε στο να ταράζομαι με την ιδέα της συναισθηματικής συναναστροφής με άνδρες, που χορεύουν ωσάν κατσίκια.

Αλλά για να το σοβαρέψουμε λίγο το θεματάκι μου, αξίζει ν’ αναφέρω, πως λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του Μπαμπά μου, έχω μάθει από μικρή πως οι άνδρες ενδέχεται να φεύγουν, αλλά και να επιστρέφουν. Να είναι παρόντες και την ίδια στιγμή απόντες. Και, φυσικά, δεν είμαι η μόνη γυναίκα, που λειτουργεί με βάση αυτό που έχει βιώσει και καταγράψει στον «σκληρό δίσκο» της. Όμως, είναι σίγουρο πως έχει έρθει, πλέον η στιγμή να κάνω ένα γερό update, το οποίο θα αντικαταστήσει την παλαιότερη έκδοση λογισμικού μου, με μια νεότερη έκδοση, πιο προηγμένη, που θα εξαφανίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Ο Μπαμπάς μου, αν και δεν ήταν, δυστυχώς, κοντά μας καθώς μεγαλώναμε και, ενδεχομένως, να τον είχαμε ανάγκη, παρατηρώ, όμως, με ευτυχία το πόσο κοντά είναι, ως ένας εξαιρετικά γλυκός πάππους, στον εγγόνο του. Είναι μοναδικό συναίσθημα αυτό που νιώθω, όταν τον βλέπω να μιλά για εκείνον, καθώς τα μάτια του πλημμυρίζουν δάκρυα συγκίνησης. Και έτσι απλά… τον αγαπώ. Αυτός είναι ο Μπαμπάς μου!

Ξυπνάς μέσα μου… τη Μάνα μου!

Μεγαλώνοντας και έχοντας σπαταλήσει με φίλους άπειρες ώρες σε ατέρμονες συζητήσεις γύρω από τα σχεσιακά, παρατηρώ, πως σχεδόν όλα τα θέματα που μας βασανίζουν- τόσο άνδρες, όσο και γυναίκες- σχετίζονται, τελικώς, με τα πρότυπα, που είχαμε την τύχη ή την ατυχία να κληρώσει η ζωή για εμάς. Κοινώς, όλα στροβιλίζονται γύρω από δύο βασικότατους πλανήτες των οποίων εμείς είμαστε δορυφόροι. Τους γονείς μας.

Εννοείται, βέβαια, πως ούτε που μπορούσα να φανταστώ, όταν ήμουν μικρότερη, ότι μια μέρα θα αρχίσω να μοιάζω στη συμπεριφορά με τη Μαμά μου ή θα αποζητώ για σύντροφο κάποιον σαν τον Μπαμπά μου. Όσο, λοιπόν, ήμουν μικρή και άμυαλη, ήλπιζα πως μια μέρα θα «γλυτώσω» από εκείνους και τον έλεγχο τους, κάνοντας ότι μου κατεβαίνει στο κεφάλι. Μα του κάκου! Κάτι τέτοιο, φυσικά και δεν ισχύει για κανέναν από εμάς. Ακόμα κι αν νομίζεις, δηλαδή, πως ξέμπλεξες και απογαλακτίστηκες, «πλανάσαι πλάνην οικτράν».

Μάλιστα, βλέποντας τις φίλες μου που έχουν παιδιά, παρατηρώ, πως αν και εκείνες προσπαθούν ν’ ακολουθήσουν τις σύγχρονες μεθόδους διαπαιδαγώγησης, τελικώς συχνά επιλέγουν τις παραδοσιακές μεθόδους που ακολούθησαν οι μανάδες τους, τις οποίες, μάλιστα, τόσο έχουν επικρίνει στο παρελθόν.

Επιπλέον, σκέφτομαι πως η παροιμία «δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι», αν και σαφώς είναι εύστοχη, θα έπρεπε, αν θέλαμε ν’ αποκτήσει ουσιαστική σημασία, να την διαφοροποιήσουμε σε «δείξε μου την Μάνα σου, να σου πω, τι θα γίνεις» ή «δείξε μου τον Πατέρα σου, να σου πω, τι θα κάνεις στη ζωή σου».

Είναι, λοιπόν, ολοφάνερο, κάνοντας μια ενδοσκόπηση, πως θα ανακαλύψουμε πως πράττουμε ότι έχουμε διδαχθεί ή «κολλήσει» -σαν κάποια παιδική ασθένεια- από το σπίτι μας. Και το καλύτερο είναι, πως, όλα αυτά, εμείς θα τα διαιωνίζουμε, έως ότου πνιγούμε από το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική.

Για να γίνω περισσότερο συγκεκριμένη και λιγότερο θεωρητική, αξίζει ν’ αναφέρω, πως ως προς το ανδρικό φύλο, έχω συναντήσει στην ζωή μου νευρικούς άνδρες, έτοιμους μονίμως για «τσαμπουκά», οι οποίοι είχαν μεγαλώσει δίπλα σε μαμάδες που «για ψύλλου πήδημα», υστερίαζαν για να κάνουν, αισθητή την παρουσία τους. Έχω γνωρίζει άνδρες φοβικούς και καθόλου φιλόδοξους, που προέρχονταν από σπίτια, τα οποία τους υπενθύμιζαν συνεχώς πόσο «λίγοι ήταν», σε οτιδήποτε κι αν έκαναν. Έχω συναναστραφεί άνδρες αντικοινωνικούς, που μεγάλωναν απομονωμένοι και αποστειρωμένοι σε σπίτια, που θύμιζαν ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, αλλά κι από την άλλη, έχω συναντήσει άνδρες νάρκισσους, που γαλουχήθηκαν από Μαμάδες, που δεν χαλούσαν χατίρια και τους έκαναν να αισθάνονται σαν Ημίθεοι.

Και αυτές είναι μόνο κάποιες λίγες περιπτώσεις. Αυτοί, λοιπόν, οι άνδρες μεγαλώνοντας, καλούνται από την κοινωνία να διαμορφώσουν αυτόνομες προσωπικότητες και να ανοίξουν τα φτερά τους, κάτι που τελικώς αποδεικνύεται κομματάκι δύσκολο, μιας και στην πραγματικότητα κουβαλούν τα βάρη των γονιών τους, που τους κρατούν στη γη.

Τα ίδια ισχύουν, όμως, και για τις γυναίκες. Πολλά από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους, σχετίζονται με τους γονείς τους. Εγώ για παράδειγμα, είμαι οργανωτική, απαιτητική, απόλυτη, ανυπόμονη και ολίγον εκνευριστική. Ταυτοχρόνως, όμως είμαι φιλική, δοτική και συναισθηματική. Αυτά και πολλά άλλα, τα κληρονόμησα – ήθελα, δεν ήθελα- μαζί με το ταπεραμέντο, σίγουρα από τη Μαμά μου. Από τον Μπαμπά μου κληρονόμησα, εκτός από την ακεραιότητά του, τη διάθεση να γνωρίσω τον κόσμο, αλλά και μια δυσκολία στην επιλογή συντρόφων, καθότι η αναγκαστική -λόγω δουλειάς- απουσία του, με οδηγούσε σχεδόν πάντα σε απόντες άνδρες.

Συν τοις άλλοις, παρατηρώντας από μερική απόσταση τόσο τη ζωή μου, όσο και άλλων γυναικών, συνειδητοποιώ, πως αν και σχεδόν όλες επιθυμούμε τη μητρότητα, όλο και πιο συχνά επιλέγουμε, για πιθανούς πατέρες των παιδιών μας, άνδρες, εντελώς, ακατάλληλους για τον συγκεκριμένο ρόλο. Κι εκεί γεννάται μία ακόμη απορία: «η κότα έκανε το αβγό, ή το αβγό την κότα;». Ή αλλιώς «επιθυμούμε παιδί και τελικώς, βρίσκουμε τον άνδρα ή βρίσκουμε τον άνδρα και τελικώς, επιθυμούμε παιδί;»

Αν το καλοσκεφτούμε, λοιπόν, τα θέματα συντροφικότητας, συμβίωσης και εξέλιξης, αποτελούν ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Έστω, ότι εμείς κουβαλάμε τα «θέματα» των γονιών μας και οι πιθανοί σύντροφοι των δικών τους, πού ακριβώς θα μπορέσουν αυτές οι δύο παράλληλες ζωές- που αποτελούνται και από το DNA προηγούμενων γενιών – να βρουν σημεία ταύτισης, που θα οδηγήσουν στη σύμπλευση;

Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι και απαιτεί μεγάλη ψυχραιμία, ειδικά όταν ενδέχεται σε μία σχέση να ακουστούν φράσεις- από αμφότερες τις πλευρές- του τύπου: «Ίδιος-ίδια με τη Μάνα σου είσαι!», «τι περιμένεις; Αδιάφορος σαν τον μπαμπά του», «εγώ δεν είμαι ο Μπαμπάς σου, να σου κάνω τα χατίρια», «είσαι Μαμάκιας!», «ίδιος Πατερούλης…», «Πήγαινε στη Μάνα σου, αν δεν σου αρέσει», αλλά και «μου θυμίζεις τη Μάνα μου, γι’ αυτό σ’ αγαπάω»…

Πάντως αντιλαμβάνομαι, πως οι γονείς, όσο «μπάχαλο» κι αν τα έχουν κάνει, είναι ένας εύκολος στόχος. Και, φυσικά, γνωρίζoυμε, πως αν και δεν θέλουμε να γίνουμε σαν κι εκείνους, που εννοείται μας την «σπάνε», κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους βρίζει, εκτός από εμάς. Και μεταξύ μας, κάποιο μικρούτσικο καλό θα έχουν κάνει και αυτοί. Με όσα καταλάβαιναν και όσα μπορούσαν, βάσει των συνθηκών και της εποχής που μεγάλωσαν.

Και στο κάτω-κάτω, το θέμα είναι τι έχουμε επιλέξει εμείς να κάνουμε με τις ζωές μας και όχι μόνο τι μας παρέδωσαν οι προηγούμενοι. Αν, για παράδειγμα, οι γονείς σου, σου έχουν κληροδοτήσει ένα χωράφι, οφείλεις ν’ αποφασίσεις πως θα το διαχειριστείς. Θα το καλλιεργήσεις, ώστε ν’ αποδώσει τα μέγιστα, ή θα το αφήσεις να ξεραθεί;

Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω, πως αν και πιστεύω ακράδαντα, πως Μάνα γίνεσαι και δεν γεννιέσαι, το τελευταίο διάστημα ανακάλυψα, με έκπληξη, πως ενδεχομένως, αν και δεν έχω γίνει Μαμά, ίσως να έχω γεννηθεί ως τέτοια. Φιλοξενώντας, εδώ και μερικές ημέρες στο σπίτι μου, την φίλη μου τη Τζένη, συνειδητοποίησα το πόσο εύκολα μπορείς να μεταλλαχθείς από ελεύθερη, χωρίς υποχρεώσεις γυναίκα, σε μία φανατική Μάνα με αϋπνίες. Και για να μη με τρώει η αγωνία, της ξηγήθηκα για να μη πέσω στα ηρεμιστικά. «Αν για οποιοδήποτε λόγο αργείς παραπάνω από αυτό που είχες υπολογίσει, θα με ενημερώνεις. Αλλιώς, θα βαρεθείς να βλέπεις το όνομα μου στην οθόνη του κινητού σου!!!». Η απάντηση της ήταν αποστομωτική: «Ούτε η Μαμά μου δεν κάνει έτσι…». Κοινώς, το «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον!».

Κι ετσι όπως μπαίνει απ’ τα παράθυρα το φως, χαίρω πολύ μου λέει ο καινούργιος μου εαυτός.

 

 

Και κάποια στιγμή έρχεται και η Δευτέρα. Η γνωστή «Δευτέρα κάτι έχω- την Τρίτη δεν αντέχω». Καταφθάνει πάντα μετά από το Σαββατοκύριακο. Οριοθετεί την αρχή της εβδομάδας- αν και κανονικά πρώτη μέρα της, θεωρείται η Κυριακή- και σηματοδοτεί τη διάθεσή μας. Κοινώς μας ρίχνει στα πατώματα και μας οδηγεί σε στιγμές θλίψης και μελαγχολίας. Μας θυμίζει: την πρώτη ώρα «Αρχαία» στο σχολείο, τις δίαιτες, τις σοβαρές αποφάσεις, το πρωινό ξύπνημα, το πρώτο meeting της εβδομάδας, το σχολικό των παιδιών και γενικότερα, παντός είδους επιστροφή στην καθημερινότητα. Και το βασικότερο μας επισημαίνει, πως έχουμε μπροστά μας, ακόμη πέντε ημέρες, μέχρι να γελάσει λίγο το χειλάκι μας.

Όπως, λοιπόν, οι Δευτέρες δυσκολεύουν μικρούς και μεγάλους με την ύπαρξη τους, έτσι και τα Σαββατοκύριακα προκαλούν αγαλλίαση στην ψυχή. Είναι οι δύο ημέρες που έχουν τοποθετηθεί σοφά στο τέλος της εβδομάδας, για να μας δώσουν μία ώθηση ν’ αντέξουμε μέχρι τις καλοκαιρινές διακοπές μας.

Είναι κοινώς αποδεκτό, πως η διασκέδαση είναι μια σημαντική διαδικασία στη ζωή μας. Μας προσφέρει εκτόνωση, μας βοηθά να ξεφύγουμε από την ρουτίνα… και μας ρίχνει τέζα στο κρεβάτι για δύο συνεχόμενες ημέρες. Τουλάχιστον δύο. Όπερ σημαίνει, πως αν είσαι μια almost40something και το «ρίξεις» λίγο έξω, είσαι τελειωμένη για τις επόμενες ημέρες του μήνα, μιας και το σώμα σου αρνείται να υπακούσει, όπως τα παλιότερα χρόνια.

Όταν είσαι είκοσι ετών, μερικές ώρες ανάπαυλας αρκούν για να γίνεις περδίκι. Κάτι σαν την ταινία «Εξολοθρευτής», όπου οι άνθρωποι-ρομπότ που πυροβολούνται, επανέρχονται σε χρόνο DT στην αρχική τους μορφή. Αντιθέτως, στα almost40something, δεν επανέρχεσαι με τίποτα στην αρχική σου κατάσταση, ακόμη και αν είχες πέσει κάποτε, στο βαρέλι με το αθάνατο νερό.

Επιπλέον παρατηρώ, ότι μεγαλώνοντας, το να διασκεδάζεις με την καρδιά σου δεν είναι το πιο σύνηθες, μιας και αυτό το χαρακτηριστικό φαίνεται να το έχουν «καβατζάρει», χωρίς να ενδιαφέρονται για πιθανές κριτικές -εν αντιθέσει με εμάς- οι μικρότερες ηλικίες.

Σκέφτομαι, πως όλο και περισσότεροι συνομήλικοι μου νιώθουν ενοχικά, όταν περνάνε καλά. Αγωνιούν για το αν θα γίνουν αποδέκτες κακόβουλων σχολίων. Έτσι στο τέλος φτάνουμε, όλοι εμείς, να αυτοπεριοριζόμαστε, φοβούμενοι το πώς μας βλέπουν οι δυσοίωνοι γύρω μας. Αυτοί, λοιπόν, οι «άλλοι», οι οποίοι αποκτούν σημαντικό χώρο στο κεφάλι μας, βρίσκονται παντού και ανά πάσα στιγμή- εφόσον εμείς το επιτρέπουμε- κατοικοεδρεύουν μέσα στο σπίτι μας, στις ντουλάπες μας, στην κουζίνα μας, στο μυαλό μας. Κοινώς κρίνουν, επικρίνουν, κατακρίνουν.

Όσο σύνθετα, λοιπόν, είναι τα πράγματα στη ζωή, άλλο τόσο απλά είναι. Προσωπικά ως almost40something, παραδέχομαι πως τον τελευταίο μήνα είχα την ανάγκη, τη διάθεση και την τύχη, να διασκεδάσω έντονα, να χαλαρώσω και τελικώς να γελάσω πολύ, όπως οι 20something και οι 30something.

Βρέθηκα αρχικά σε γενέθλιο party, στο οποίο χόρεψα με αγαπημένους μέχρι, να με προδώσουν οι δύστυχες πατούσες μου. Ταξίδεψα με φίλους- aller-retour- για πρώτη φορά στη ζωή μου, για να διασκεδάσουμε εκτός Αθηνών και «ερμήνευσα» με πάθος όλα τα σουξέ της γενιάς μου, με την αεικίνητη- αειθαλή- «Απόλυτη», όπως λέει και ο συνάδελφος Σάκης, Άννα Βίσση, που τα έδινε όλα επί σκηνής, με την super μπάντα της.

Και κάπου εκεί, ξεσαλώνοντας και γκαρίζοντας παράφωνα το «Δώδεκα», από τον αναπαυτικό καναπέ, στον οποίο είχα σωριαστεί εξαντλημένη, συνειδητοποίησα, πως αυτές οι στιγμές διασκέδασης, μας βοηθούν ν’ απαλύνουμε τις στρεσογόνες καταστάσεις της καθημερινότητας και να χαλαρώσουμε.

Άλλωστε, σύμφωνα με την ερμηνεία της λέξης, διασκέδαση σημαίνει: κομματιάζω και πετώ μακριά τα θρύμματα του άγχους και της στεναχώριας. Και αυτό έχω σκοπό να κάνω. Κάθε μέρα που ζω και για πάντα. Μαθαίνοντας να μην επηρεάζομαι από τοξικούς ανθρώπους και επιλέγοντας να συναναστρέφομαι ανθρώπους, που θέλουν να με βλέπουν να χαμογελώ.

Δεν υπάρχει κανένας, απολύτως, λόγος να επιτρέπουμε στον οποιοδήποτε να έχει άποψη και να την εκφράζει για το που, πως, πότε έχουμε επιλέξει να ζήσουμε; Και γιατί, άλλωστε, να μπούμε στη διαδικασία ν’ απολογηθούμε για τις επιλογές μας; Ας πορευτούμε, λοιπόν, όπως επιθυμούμε. Άλλωστε, μόλις κλείσει η πόρτα του σπιτιού μας, το βράδυ, όλοι αυτοί που έχουν άποψη, βρίσκονται μακριά, ως φυσικές παρουσίες και εμείς είμαστε πλέον μόνοι, αντιμέτωποι με τον εαυτό μας. Αυτός ο εαυτός μας, ο οποίος θα μας κάνει για πάντα παρέα, θα πρέπει, επομένως, να μας αρέσει. Ας τον κακομάθουμε, επομένως, λιγάκι, κάνοντας του τα χατίρια και δίνοντας του την ευκαιρία να ξεσκάσει.

Και γι’ αυτούς που αναρωτιούνται που βρίσκουμε την όρεξη να περνάμε καλά… Get a life!! Ή όπως θα έλεγε και η «Απόλυτη»:

«Είναι επιλογή μου, έτσι θέλω.

Εγώ το διάλεξα, εγώ το αποφάσισα.

Κανένας δεν μπορεί να μου πει τι θα κάνω.

Κανένας δεν μπορεί να μου πει πως θα ζήσω»

Η μυρωδιά σου που αγάπησα.

Κι έρχεται η στιγμή που βγάζεις από την ντουλάπα ένα φόρεμα και αποφασίζεις, πως ήρθε η μέρα να το φορέσεις. Βρισκόταν εκεί, τρία χρόνια τώρα, τακτοποιημένο και κρεμασμένο, αλλά ποτέ μα ποτέ, δεν έτυχε να το φορέσω. Την στιγμή που ακούμπησα το απαλό του ύφασμα, σήμερα, με τα χέρια μου, ένιωσα κάτι να με χαλαρώνει. Μόλις όμως το φόρεσα, περνώντας το από το κεφάλι μου, η ψυχή μου άρχισε να ταξιδεύει.

Το άρωμα που αναδύθηκε από το απλό, καθημερινό φόρεμα, ήταν βαθιά συγκινητικό. Είναι ένα άρωμα που είχα τόσο καιρό να μυρίσω, αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω. Είναι το άρωμα εκείνης. Της αγαπημένης μου φίλης, που έφυγε πριν από τρία χρόνια. Κι όμως το άρωμα της είναι ακόμα δυνατό, ολοζώντανο. Όπως και η θύμηση της, που δεν έσβησε ποτέ.

Την ανακαλώ, άλλωστε, συχνά στη μνήμη μου, είτε χαμογελώντας, είτε δακρύζοντας. Την έχω, μάλιστα, ονειρευτεί κάποιες φορές. Φυλάω, ως κόρην οφθαλμού, τα δώρα της, τα σημειώματά της, τα πράγματα της, που έφτασαν στα χέρια μου από την οικογένεια της. Αναρωτιέμαι συχνά τι θα έλεγε σήμερα, για όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας και τον κόσμο μου.

Κι έτσι απλά, πριν από χρόνια, έγινε, χωρίς πολλά λόγια, ένας δικός μου άνθρωπος. Μια ακόμη Μαμά, μία θεία, η αγαπημένη μου φίλη. Ένα ανήσυχο, πνευματώδες, μικρό κορίτσι, που με περνούσε 40 χρόνια.

Την γνώρισα στην δουλειά, όπου ήταν η απόλυτα καταξιωμένη, την αγάπησα στην πραγματική ζωή. «Ερωτευτήκαμε» αμέσως. Συζητούσαμε τα πάντα και για ατελείωτες ώρες. Για τις τόσο διαφορετικές ζωές μας, για τις οικογένειές μας, τις σκέψεις μας, τους φόβους μας.

Γελούσαμε, σχεδιάζοντας να κάνουμε μαζί μια εκπομπή μαγειρικής, μιας και οι δύο μας- σε συνεργασία- μπορούσαμε να φτιάξουμε, μόνο, μισή συνταγή. Κάναμε βόλτες και πειράζαμε η μία την άλλη. Ένιωθα, κάποιες φορές, σαν εγώ να ήμουν η μεγάλη και εκείνη η μικρή. Κι άλλες πάλι φορές, με μάλωνε ξανά και ξανά. Της γκρίνιαζα και μου γκρίνιαζε και πάλι στο τέλος αγκαλιαζόμασταν σφιχτά-σφιχτά.

Την θαύμαζα απεριόριστα. Άκουγα τις αμέτρητες ιστορίες της και ταξίδευα στον χρόνο, σε μια μαγική ζωή. Άκουγε τις δικές μου. Άλλες φορές χαιρόταν και άλλες, γινόταν αυστηρή. Ήθελε ν’ αγαπηθώ και ν’ αγαπήσω. Ήθελε να προσέχω τον εαυτό μου.

Όπως ήθελε, άλλωστε και όλοι οι δικοί της άνθρωποι να είναι καλά. Μιλούσε για την οικογένειά της και δεν έκρυβε την συγκίνηση της.Ήξερε, ν’ αγαπά και να δίνεται. Μία φορά, μάλιστα, είχε ρωτήσει την Μαμά μου, αν την πείραζε, το ό,τι με αποκαλούσε χαριτωμένα «κόρη της». Η μητέρα μου, της είχε χαμογελάσει και απαντήσει, πως χαιρόταν πολύ για την αγάπη που είχαμε η μία προς την άλλη. Και αμέσως, θυμάμαι, έλαμψαν τα μάτια της.

Και έπειτα αρρώστησε.Ταλαιπωρήθηκε. Και ήθελε να φύγει. Είχε ζήσει όλα όσα είχε ονειρευτεί και όπως τα είχε ονειρευτεί. Δεν της άρεσε καθόλου πια η καθημερινότητά της. Δεν ήθελε να αρχίσει να μοιάζει με φάντασμα του εαυτού της. Μου το έλεγε συνέχεια. Μάλλον, ήλπιζε να την καταλάβω.

Είχε ερωτευτεί, αγαπήσει, αγαπηθεί, διεκδικήσει, διεκδικηθεί, λατρέψει, ταξιδέψει, συγκινηθεί, γελάσει, εργασθεί, διοικήσει, γνωρίσει, ταξιδέψει, διαβάσει, καλλιεργηθεί, βοηθήσει, διασκεδάσει, στηρίξει, απογοητευτεί, εμπνεύσει, πονέσει, ευεργετήσει. Είχε γίνει μάνα και γιαγιά. Είχε μάθει, πάνω απ’ όλα, να ζει.

Και μια μέρα έφυγε, αθόρυβα, όταν πλέον κουράστηκε, πλήρης εμπειριών και συναισθημάτων, έχοντας δίπλα της, αυτούς που αγαπούσε.

Σε μια εποχή αμέτρητων φωτογραφιών και selfies, έχω στην κατοχή μου, μόνο μια φωτογραφία με εκείνην, όπου απεικονιζόμαστε κουρνιασμένες η μία μέσα στην αγκαλιά της άλλης. Βρίσκεται δίπλα σε αυτές της οικογένειάς μου. Άλλωστε, εκεί είναι η θέση της. Οι υπόλοιπες, άπειρες δικές μας φωτογραφίες, βρίσκονται μόνο μέσα στην καρδιά μου.

Σήμερα, όμως, στο μυαλό μου, υπάρχει κι αυτή η τρυφερή μυρωδιά, από το γκρι φόρεμα της. Εκείνο το ελάχιστο δευτερόλεπτο, όπου το ύφασμά ακούμπησε στο πρόσωπο μου, σταμάτησε ο χρόνος και εγώ γέμισα με ένα υπέροχο αίσθημα ασφάλειας, καθώς το έσφιξα στην αγκαλιά μου.

Ποιο να ήταν, άραγε, το άρωμα της; Ποτέ δεν την ρώτησα, αν και θα το αναγνώριζα οπουδήποτε. Βρίσκεται, άλλωστε, πάντα προστατευμένο κάπου στην ντουλάπα μου και βαθιά μέσα στην ψυχή μου.

Τι είναι αυτό που κάνει τις Μαμάδες να γνωρίζουν τα πάντα;

Έχοντας, ήδη, γράψει και υπογράψει αρκετές λέξεις για τον «άνδρα τον σωστό», σήμερα το πρωί, ένιωσα την επιθυμία να μοιραστώ κάποιες σκέψεις, που μου γεννήθηκαν, καθώς χάζευα στο κινητό μου, για τη δική μου Μαμά και για όλες τις μαμαδένιες Μαμάδες αυτού του κόσμου. Πιστεύω, ακράδαντα πως αυτά που νιώθουμε για τους δικούς μας ανθρώπους πρέπει να τα εκφράζουμε σε κάθε ευκαιρία. Άλλωστε είναι βέβαιο, πως αν όλοι καθίσουμε να σκεφτούμε, εις βάθος με την ειλικρίνεια που απαιτείται, την σχέση μας με την μητέρα μας, θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες κάποια στιγμή να κατακτήσουμε την εσωτερική ηρεμία, που επιθυμούμε.

Η Μαμά μας, είναι υπεύθυνη για όλα τα καλά και τα κακά που συμβαίνουν στη ζωή μας και αν το σκεφτούμε αυτό, λίγο παρά πάνω, η ευθύνη της με το που μας φέρνει στον κόσμο είναι τεράστια. Είτε εκείνη είναι, την ίδια στιγμή, εισαγγελέας, ιατρός, υπάλληλος, δασκάλα, εργάτρια, δημοσιογράφος, κομμώτρια, στέλεχος επιχείρησης, είτε δεν εργάστηκε ποτέ, η αξία της είναι το ίδιο σημαντική με τον πιλότο που πετάει ένα Boing 787, ή τον χειρουργό που μεταμοσχεύει καρδιές. Άλλωστε, η δική της προεργασία είναι αυτή που θα μας βοηθήσει να διαπρέψουμε σε οτιδήποτε κάνουμε στην κοινωνία και πολύ περισσότερο, να ευτυχίσουμε μέσα μας.

Θυμάμαι, όταν ήμουν δέκα ετών ανεβάσαμε στην Θεατρική Ομάδα, στην οποία συμμετείχα, το έργο του Βασίλη Ρώτα, το «Παραμύθι της ανέμης». Ανάμεσα σε κακούς δράκους, βασιλιάδες, ξωτικά και γελωτοποιούς, που θα έκαναν εντύπωση σε κάθε μικρό παιδί, υπήρχε μια φράση στο έργο που είχε αγγίξει την ψυχή μου. Η Βασιλοπούλα έλεγε με θλίψη στον βασιλιά πατέρα της, πως ένιωθε ορφανή, επειδή είχε χάσει την μητέρα της. Εκείνος της αντιπαρέθετε, πως είχε εκείνον που την είχε μεγαλώσει πλουσιοπάροχα, προσπαθώντας να καλύψει τον χαμό της Βασίλισσας. Η θλιμμένη Βασιλοπούλα ολοκλήρωνε τον διάλογο, ομολογώντας την σκέψη της: «Το παιδί δεν ορφανεύει από πατέρα. Από Μάνα ορφανεύει». Θυμάμαι πως σκεφτόμουν για καιρό αυτήν την φράση. Εγώ ήμουν, σίγουρα, πιο τυχερή από τη Βασιλοπούλα. Είχα δίπλα μου και τους δύο μου γονείς. Και μεγάλωσα με αυτό το γεγονός, ως δεδομένο. Ένα δεδομένο που μου παρείχε τεράστια προστασία και ασφάλεια στη ζωή.

Σκεπτόμενη εκείνα τα λόγια του Βασίλη Ρώτα, αναλογίζομαι πως είτε είμαστε Βασιλοπούλες, είτε όχι, έχουμε ανάγκη την μητέρα μας, για να βρούμε τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε στη ζωή. Όσα εκείνη θα μας δώσει, στα παιδικά μας χρόνια, μοιάζουν με μια σκυτάλη, που περνά σε εμάς και εν συνεχεία στην μετέπειτα ζωή μας.

Πριν από χρόνια, με θυμάμαι να ξυπνάω τα βράδια κλαίγοντας, όταν η μητέρα της αγαπημένης φίλης μου ήταν βαριά άρρωστη. Έκλαιγα για την Μαμά της, την Μαμά μου και όλες τις Μαμάδες, που κάποια στιγμή θα φύγουν. Αναλογιζόμουν την δυσκολία του να αποκοπείς απότομα και για πάντα από τον ομφάλιο λώρο, που σε τρέφει για μια ζωή. Σκεφτόμουν πόσο δύσκολο είναι, την επόμενη μέρα, να σηκωθείς και να συνεχίσεις.

Φυσικά, ως γνωστόν, οι μαμάδες έχουν απεριόριστη εξουσία πάνω μας. Δεν έχουν μόνο τον πρώτο λόγο, ως προς τα «μη και τα πρέπει» που μας κυνηγούν για πάντα, είναι υπεύθυνες και για άλλα δεινά που μας ταλαιπωρούν. Όπως το χαρακτηριστικό Οιδιπόδειο ζήτημα, το οποίο «χτίζουν» με τους γιους τους. Και σε αυτήν την περίπτωση, η προσωπική τους ισορροπία θα καθρεφτιστεί στους γιους τους, ενώ η δική τους ανισορροπία θα δημιουργήσει, μέσω του καθρέφτη, παραμορφωτικά κακέκτυπα.

Η Μαμά μου, όπως όλες οι Μαμάδες, κάνει για εμένα μικρές και μεγάλες θυσίες. Για χάρη μου, βρέθηκε να παρακολουθεί τον, σχεδόν, ακαταλαβίστικο Φάουστ του Μαρμαρινού, που διήρκησε τρεισήμισι ώρες. Και δεν είπε και κουβέντα. Επιπλέον, όταν έχει κέφια, μας κάνει να γελάμε. Είναι αστεία. Πάντα ήταν, αλλά τώρα νομίζω ό,τι μου φαίνεται περισσότερο. Έχει σβηστεί, άλλωστε, από πάνω της η αυστηρότητα του παρελθόντος. Έχει σταματήσει να είναι υπερβολικά απαιτητική μαζί μου. Έχει σταματήσει να με πιέζει, όπως συνήθιζε να κάνει στο παρελθόν. Ίσως και να μαλάκωσε μεγαλώνοντας, ίσως να κουράστηκε, ίσως να είναι πια ευχαριστημένη. Μάλλον έτσι συμβαίνει στους ανθρώπους, καθώς μεγαλώνουν.

Έτσι ήταν και την γιαγιά μου την οποία λάτρευα. Ενώ για μένα ήταν η χαρά της ζωής, θυμάμαι την φράση της θείας μου της Ειρήνης: «Παλιά ήταν αυστηρή. Τώρα έχει αλλάξει. Έχει μαλακώσει». Και ήταν λογικό. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν ευτυχισμένη. Έβλεπε τα παιδιά της να έχουν ορθοποδήσει και, πλέον, ήταν ήρεμη, μετά από πολέμους, εμφύλιους, πόνο, φόβο. Όλα είχαν έρθει στη ζωή, όπως εκείνη θα επιθυμούσε. Όλες οι δυσκολίες ήταν πια παρελθόν και η οικογένεια της τα είχε καταφέρει ενωμένη.

Επιπλέον, η Μαμά μου είναι αεικίνητη, μαγειρεύει και ταΐζει όλον τον κόσμο, είναι φιλόξενη, ξέρει να καθαρίζει τους αρμούς στα πλακάκια με παλιές οδοντόβουρτσες, ξέρει να ακούει, να γκρινιάζει στον Μπαμπά μου όλη την ώρα, να γελάει, να κλαίει, να νοιάζεται. Ξέρει και να ζητά συγγνώμη. Αναγνωρίζει, πλέον, τα λάθη της. Και αυτό το στοιχείο με βοηθά να προχωρήσω. Χωρίς να υπάρχουν μέσα μου μουτζούρες. Κι ενώ κάποιοι θα υποστήριζαν, πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει, εγώ θα μπορούσα να σας πω με βεβαιότητα, πως ο άνθρωπος, αν το επιθυμεί, λειαίνει της γωνίες του. Και αυτό έχει συμβεί με την δική μου Μαμά. Άφησε στην άκρη τις αιχμές της και στην μεταξύ μας σχέση, έδωσε το τιμόνι σε μένα.

Όταν ήμουν μικρή σκεφτόμουν πως θα προτιμούσα η μητέρα μου να δούλευε σαν τις χειραφετημένες Μητέρες που συναντούσα, να είχε κάνει τις σπουδές που επιθυμούσε και να μιλούσε πέντε γλώσσες. Προφανώς, τότε, σε μένα λειτουργούσε σαν μπούμερανγκ η πίεση που μου ασκούσε για να πετύχω στη ζωή μου. Μεγαλώνοντας, όμως, κατάλαβα πόσο χειραφετημένη ήταν. Λόγω του επαγγέλματος του Μπαμπά μου και της αναγκαστικής απουσίας του, χρειάστηκε να καταφέρει περισσότερα κι από ένα υψηλής βαθμίδας στέλεχος πολυεθνικής. Και τα έκανε όλα με επιτυχία, έχοντας, παράλληλα, άγχος και αγωνία για τα παιδιά της. Τα έκανε, όμως, σίγουρα με απεριόριστη, ανιδιοτελή, ακούραστη αγάπη, κάτι που θα αποδεικνύει για πάντα την συναισθηματική της καλλιέργεια.

Σήμερα η Μαμά μου τραβάει από εμένα, όσα εγώ τραβούσα από εκείνη και πολλά άλλα. Είμαι, μακράν, περισσότερο απόλυτη και απαιτητική από αυτήν. Κι όταν πριν από δύο μέρες, ούσα πιεσμένη, από τη δική μου καθημερινότητα, της έμπηξα τις φωνές και έκλεισα το τηλέφωνο, λέγοντας να μην με ενοχλεί, εκείνη μου απάντησε την επόμενη μέρα με μήνυμα στο κινητό μου:

«Τι κάνεις κοπέλα μου; Χθες με μάλωσες. Είσαι πιεσμένη; Να βοηθήσω θέλω. Θες αύριο κοτόπουλο με ρύζι να περάσεις να το πάρεις;».

Κι εκεί κάπου οι θεωρίες τελειώνουν. Αυτή είναι η Μαμά μου. Μοιάζει σίγουρα με τις δικές σας. Αλλά είναι και ταυτόχρονα μοναδική.

Η τέχνη της «οικογένειας» ή αλλιώς «φούσκωσα Μαμά, δεν θέλω άλλο κομμάτι».

Πόσες φορές δεν έχουμε αναφωνήσει με γεμάτο το στόμα «φτάνει, θα σκάσω. Δεν μπορώ να φάω άλλη σπανακόπιτα!» και πόσες φορές δεν έχουμε γκρινιάξει για τις υπέροχες, τεράστιες, κάποιες φορές κουραστικές, οικογένειες μας.

Μετά από έρευνες ετών στα θέματα περι οικογένειας, πλέον, έχω καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι οικογένειες έχουν δημιουργηθεί για πολλούς, και διαφορετικής σημασίας, λόγους:

α) για να έχουν άποψη για όλους και για όλα.

β) για να μας σπάνε τα νεύρα με την παρεμβατικότητα τους.

γ) για να έχουμε κάποιον να ξεσπάμε χωρίς να κινδυνεύουμε με ποινή απόλυσης.

δ) για να μας ταΐζουν τα πάντα και για πάντα.

ε) για να μας ενισχύουν συναισθηματικά, οικονομικα, ψυχολογικά.

στ) για να μας συμπαραστέκονται σε οτιδήποτε «κατεστραμένο» κάνουμε.

ζ) για να μας παρέχουν, για μια ζωή, τις βάσεις μας και τις σταθερές μας.

Στα μάτια τους, άλλωστε, πάντα κάτι δεν κάνουμε σωστά και ταυτοχρόνως είμαστε οι καλύτεροι. Χθες, για παράδειγμα, πανηγυρίσαμε το πρώτο μου γλυκό, που φαγώθηκε με ενθουσιασμό από την συγγενική ομήγυρη. Αν κάποιος εβλεπε την σκηνή αυτή σε κάποια ταινία, σίγουρα θα έλεγε: «Τι μπούρδες! Σιγά μη χαίρονται με το κακομούτσουνο γλυκό που έφτιαξε η χαϊδεμένη τους, ετών 40. Τόσα χρόνια πως ζει; Τι τρώει η ανεπρόκοπη;» Ε, ναι λοιπόν, οφείλω να το παραδεχθώ. Μεταξύ άλλων, τρώω και τα υπέροχα φαγητά της Μαμάς μου. Ακόμη και τώρα. Γιατί έτσι μου αρέσει.

Μπορώ, λοιπόν, βάσει του παραπάνω γεγονότος, να πω με βεβαιότητα πως είμαι τυχερή που μεγάλωσα μέσα σε μια αγαπημένη, τεραστίων διαστάσεων οικογένεια. Όπου και στις χαρές και στις λύπες μας είμαστε όλοι κοντά και ξέρουμε να συμπαρασταθούμε. Όπου διαφωνούμε, εκνευριζόμαστε, περνάμε φάσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση είμαστε εκεί.

Μεγαλώνοντας σε μία μεγάλη οικογένεια, έχεις μάθει να σου αρέσει η φασαρία, τα γέλια μέχρι δακρύων, τα δάκρυα που δεν σταματούν, η ζαλάδα και…τα άπειρα φαγητά. Για να γίνω πιο σαφής, πώς οι οδηγοί εστιατορίων σε ενημερώνουν για το που θα φάς το καλύτερο μπιφτέκι, έτσι κι εμείς γνωρίζουμε ποια θεία φτιάχτει τι και με πόση επιτυχία.

Φυσικά, όταν έχεις μεγαλώσει σε πολυπληθή οικογένεια, έχεις άπειρα ξαδέρφια, δεν είναι καθόλου έυκολο να κάνεις οικογενειακά τραπέζια, στέλνεις άπειρα μηνύματα στις γιορτές και αποτελείς απειλή για οποιοδήποτε ξένο μέλος ονειρεύεται ένα κλειστό γάμο μαζί σου. Η φράση «μεταξύ μας, οι στενοί συγγενείς θα είμαστε», είναι, τουλάχιστον, αστεία. Το τελευταίο, βέβαια, είμαι σίγουρη πως πρέπει να ισχύει, αλλά μέχρι στιγμής δεν το έχω επιβεβαιώσει γιατί καμμία σχέση μου δεν έφτασε προ των προσκλητηρίων.

Πριν από χρόνια και ούσα μεγάλη κοπέλα και τότε, θυμάμαι στον μεγάλο σεισμό της Αθήνας, βρισκόμουν μόνη μου στο σπίτι. Οι γονείς μου έλειπαν στο χωριό του Μπαμπά. Αφού, λοιπόν, ταρακουνήθηκα από τα Ρίχτερ και το φόβο, βρέθηκα σώα στον δρόμο, κοιτάζοντας αμίλητη τους αλαφιασμένους που έτρεχαν αριστερά και δεξιά. Ονειρεύτηκα, τότε, έναν ιππότη σε άσπρο άλογο, που θα κατεύθανε να με σώσει. Προφανώς, όμως, δεν βρισκόταν κάποιος εύκαιρος στην Λεωφόρο Κηφισίας εκείνη τη στιγμη και, έτσι, καθυστερούσε δραματικά η διάσωσή μου. Και ενώ καθόμουν κάτω στον δρόμο σαστισμένη, ξάφνου βλέπω να φρενάρει ένα λευκό αυτοκίνητο. Οι πόρτες ανοίγουν και αρχίζουν να βγαίνουν από μέσα… θείες. Σχεδόν όλες οι αδερφές της Μαμάς μου, που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στον Νομό-και δεν είναι και λίγες-  είχαν επιβιβαστεί σε ένα κανονικού μεγέθους αυτοκίνητο και είχαν βγει στους δρόμος να συλλέξουν ανήψια.

Σαν να είχαμε πάνω μας GPS, μας μάζευαν, μας στοίβαζαν μέσα στο αυτοκίνητο και μας οδηγούσαν κάπου με ασφάλεια. Όπως κάνουν οι γάτες με τα γατάκια τους. Μέσα στον πανικό μου, ένιωσα, αυτομάτως, ήρεμη.

Αυτές οι ίδιες θείες χειροκρότησαν χθες το banoffee μου. Στήριξαν την προσπάθεια μου. Και εγώ χάρηκα σαν παιδάκι που επιβραβεύτηκα από όλες αυτές τις, εν δυνάμει, Μαμάδες μου.

Όταν έχεις μεγάλη οικογένεια, συνήθως πρέπει να έχεις και μεγάλη καρδιά, γιατί εξ’ ανάγκης πρέπει να μάθεις να χωράς πολύ κόσμο. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν τους έτυχε -γιατί είναι όντως τύχη- να έχουν μεγαλώσει σε μια τέτοια οικογένεια…Έχω παρατηρήσει, λοιπόν, πως όσοι γνωστοί μου έχουν καταφέρει να αντικαταστήσουν την στενή έννοια της οικογένειας με τους φίλους τους, βιώνουν παρόμοια συναισθήματα με εμάς των μεγάλων οικογενειών.

Όπως είναι επόμενο και λογικό, πάντα χαίρομαι τις μεγάλες παρέες, τα ανοιχτά σπίτια, τους ανθρώπους που τρώνε όλοι μαζί με οποιαδήποτε ευκαιρία. Αν κάποιος με ρωτήσει τι θα ήθελα για τη ζωή μου, τι σημαίνει για ‘μένα ευτυχία, θα του απαντούσα αυτόμάτως «ένα σπίτι γεμάτο κόσμο και φασαρία». Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς κάποιον δίπλα μου. Χρειάζομαι τους δικούς μου ανθρώπους για να ζω και να υπάρχω.

Άλλωστε, όπως και να το κάνουμε, δεν είμαστε φτιαγμένοι για να είμαστε μόνοι μας. Και αν δεν είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε σε μια μεγάλη οικογένεια, ας προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μία. Και δεν εννοώ, απαραιτήτως, να αποκτήσουμε παιδιά, γιατί αυτή είναι μια πονεμένη ιστορία για μια almost40something που δεν έχει ακόμη δική της οικογένεια.

Ας δημιουργήσουμε, όμως, μια οικογένεια με αγαπημένους φίλους, με έναν σύντροφο που θα μας κάνει ευτυχισμένες. Άλλωστε, είναι, σίγουρα, ωραία τα ροζ ηλιοβασιλέματα, αλλά πόση αξία έχουν αν δεν μπορείς να τα μοιραστείς με κάποιον. Πόσο ξεκαρδιστικό μπορεί να είναι ένα ανέκδοτο, αν το λες εσύ στον εαυτό σου; Την ζωή πρέπει να την μοιράζεσαι. Τελεία και παύλα. Δεν είμαι αμοιβάδα και δεν πρόκειται μία μέρα να διχοτομηθώ για να έχω παρέα. Θέλω ανθρώπους δίπλα μου και είμαι τυχερή που τους έχω. Γνωρίζω, φυσικά, πως θα υπάρξουν στιγμές που θα εκνευριστώ μαζί τους κι εκείνοι μαζί μου, που θα θέλω την ησυχία μου, αλλά θα είναι απολύτως φυσιολογικό. Γνωρίζω, όμως, και πόση γαλήνη υπάρχει μέσα μου, όταν δεν χρειάζεται να εξηγήσω. Αρκεί ένα βλέμμα. Ένα άγγιγμα. Αρκεί να είναι εκεί. Η οικογένεια μου είναι η καλύτερη. Όπως, ενδεχομένως, και η δική σας.

Μπορεί, όμως, να μην έχουμε όλοι την τύχη να περιτριγυριζόμαστε από αγαπημένους, εξ’ αίματος, συγγενείς, Έχουμε, όμως, όλοι την ευκαιρία να δημιουργήσουμε διαφορετικού τύπου οικογένειες. Οι φίλοι μου, που τους επέλεξα και με επέλεξαν, ή αλλιώς η δεύτερη οικογένεια μου είναι, επίσης, οι καλύτεροι. Όπως σίγουρα και οι δικοί σας.

Μην διστάσετε να ζήσετε μαζί τους και σε αυτές τις, πιο δύσκολες, γιορτές τα γέλια και τα κλάματα σας. Θα νιώσετε τόσο γαλήνια, όταν θα μοιραστείτε μαζί τους, έστω, κι αυτό το κακομούτσουνο banoffee. Και είναι σίγουρο πως ποτέ δεν θα αναφωνήσετε: «Φτάνει, θα σκάσω. Δεν μπορώ άλλη αγάπη!». Καλές γιορτές σε όλους!