Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που γεννήθηκε πάνω στην σκηνή…

Την συνάντησα μετά από καιρό, βλέποντας την να αλωνίζει την σκηνή στο θέατρο ΗΒΗ, στο έργο του Laurent Baffie, σε σκηνοθεσία Κώστα Σπυρόπουλου, TOC-TOC, ως Μαρία Κλεοπάτρα Μπιμπίκα, που προσπαθεί να μάθει να συμβιώνει με άπειρους «χαριτωμένους» ψυχαναγκασμούς. Καθώς την έβλεπα, στο φινάλε του έργου, να χαμογελά με το χειροκρότημα του κοινού, σκεφτόμουν, πόσες φορές έχει υποκλιθεί στον κόσμο κατά τη διάρκεια της ζωής της, δείχνοντας πάντα τόσο σεβασμό.

Η Σόφη Ζαννίνου είναι ένα ξεχωριστό, μεγάλο, κορίτσι. Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια θεατρική οικογένεια και να ζήσει από κοντά, όλα όσα ακούγονται παραμυθένια, λόγω των ηθοποιών γονιών της, της Τζένης Παπαδοπούλου και του θρυλικού Ζαννίνο, του κατά κόσμον Γιάννη Παπαδόπουλου.

Για εκείνη το θέατρο ήταν ουσιαστικά μονόδρομος. Εκεί έτρεξε, έπαιξε, μεγάλωσε. Ίσως, μάλιστα, εκεί και να έκλαψε, μιας και για πρώτη φορά, βρέθηκε πάνω στη σκηνή όταν ήταν εννέα ημερών, καθώς η μητέρα της επέστρεψε, σχεδόν αμέσως μετά τη γέννηση της, στο θεατρικό σανίδι. Κι έτσι η μικρή Σόφη έκανε το ντεμπούτο της, καθώς οι συντελεστές χρειάστηκαν ένα μωρό για τις ανάγκες της παράστασης, κατά τη διάρκεια της θεατρικής τουρνέ των γονιών της στη Θεσσαλονίκη.

Η οικογένεια της ήταν μαθημένη στις μετακινήσεις. Ο πατέρας της, κατά τα χρόνια του ξεριζωμού ήρθε με τους γονείς του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Δραπετσώνα. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο μικρός αλλά εύσωμος Γιάννης προσπάθησε να βρει δουλειά και να φροντίσει τη μητέρα του. Εκείνη την περίοδο, προσλήφθηκε ως χορευτής στα μπαλέτα Ραμαζώφ, που έδιναν παραστάσεις σε διάφορα κέντρα της εποχής. Σε μία από εκείνες τις παραστάσεις στη Μάντρα του Αττίκ, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, ο ίδιος ο Αττίκ, τον βάφτισε με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ζαννίνο, το οποίο δεν θα μπορούσε να μην είναι το όνομα που θα ακολουθούσε για πάντα και την κόρη του.

Τη Σόφη Ζαννίνου, λοιπόν, την έχω συναντήσει –κάποιες φορές τυχαία και κάποιες όχι- σε διάφορες φάσεις της ζωής μου. Την πρωτοάκουσα να τραγουδά, όταν πήγαινα ακόμη σχολείο. Θυμάμαι να ερμηνεύει συγκινητικά την «Σκλάβα» του Γιώργου Μουζάκη, δίπλα στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη. Την πέτυχα αργότερα, πριν πολλά χρόνια, να περιποιείται τους τεράστιους σκύλους Αγίου Βερνάρδου, που είχαν στο σπίτι τους και τέλος την έζησα ως δασκάλα υποκριτικής των διαγωνιζομένων, στο τηλεοπτικό show Your Face Sounds Familiar.

Η αλήθεια είναι, πως τότε κατάλαβα τι είδους άνθρωπος είναι η Σόφη. Είναι, λοιπόν και μαμά και φίλη και επαγγελματίας. Είναι τελειομανής, συνεπής, δοτική και πάνω απ’ όλα σεμνή. Χαρακτηρίζεται, επίσης, από όλα τα στοιχεία που οφείλει να έχει ένας δάσκαλος, που αγαπά το αντικείμενο του και επιθυμεί να μεταδώσει τις γνώσεις του. Το ουσιαστικότερο, όμως, χαρακτηριστικό της είναι πως στέκεται δίπλα στους μαθητές της, τόσο στις καλές, όσο και στις κακές στιγμές τους.

Επιπλέον, η Σόφη έχει και πολλή τρέλα μέσα της. Και πολλή αγάπη. Μπορεί, ταυτοχρόνως, να σου λέει ιστορίες από το παρελθόν της, να ψάχνει να σου βρει σπίτι- διαβάζοντας όλες τις αγγελίες- να κοιτάζει τον ζωδιακό σου χάρτη, να πλένει το αυτοκίνητο της για να σε γυρίσει σπίτι σου, να επιμένει να σε βοηθήσει ν’ ανεβείς τις σκάλες- όταν έχεις σπασμένο πόδι και να χαίρεται με τις χαρές σου- προσωπικές και επαγγελματικές, σαν να γνωριζόσασταν από πάντα.

Σκέφτομαι, πως αν η Σόφη Ζαννίνου είχε γεννηθεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θα είχε κάνει σίγουρα μια διαφορετική καριέρα, ως ένα από τα λαμπρά αστέρια της μουσικής επιθεώρησης. Πιστεύω πως το Broadway, όπου έζησαν τεράστιες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, όπως η Λάιζα Μινέλι, κόρη της μοναδικής Τζούντι Γκάρλαντ, θα ήταν το σπίτι της, όπως και της κόρης της Φιόνας, που διαθέτει μια υπέροχη φωνή με απεριόριστες δυνατότητες.

Η Σόφη Ζαννίνου, όπως ο Ζαννίνο που διακρίθηκε μέσα από δεύτερους ρόλους, δεν έγινε ποτέ η super star πρωταγωνίστρια. Συνεργάστηκε όμως με σπουδαίους καλλιτέχνες τόσο του θεάτρου και του κινηματογράφου, όσο και του τραγουδιού. Έχει ζήσει και συνεχίζει να ζει άπειρους ρόλους, πολλές χαρές, αλλά και στιγμές μοναξιάς. Η ίδια λέει, πως γεννήθηκε στον δρόμο, από θεατρίνους γονείς, εν καιρώ περιοδείας και ότι έχει μάθει να μη φοβάται την πείνα, αλλά να χορταίνει πρώτα απ’ όλα την ψυχή της.

Νομίζω πως μοιάζει αρκετά με τον πατέρα της που σ’ ένα σημείωμα του είχε γράψει: «Ξιφούλκησα τους ανεμόμυλους, πάλεψα με το ιερό τέρας που λέγεται θέατρο, λύγισα, αλλά δεν έπεσα. Τώρα πόσο πέτυχα, πόσο απέτυχα, αυτό ας το κρίνουν οι άλλοι. Γεγονός είναι ότι δεν κατέθεσα τα όπλα, παρ’ όλες τις Συμπληγάδες, που πέρασα».

Η σκέψη μου επιστρέφει στη σκηνή του θεάτρου ΗΒΗ, καθώς η Σόφη Ζαννίνου υποκλίνεται πριν κλείσει η αυλαία. Το παιχνιδιάρικο βλέμμα της, μου δίνει την εντύπωση πως ετοιμάζει μια παιδική αταξία. «Αποκλείεται», σκέφτομαι. «Θα μπορούσε να είναι Μαμά μου!».

Κι όμως το ζωντανό, χαρούμενο, νεανικό, αστείο βλέμμα της, είναι αυτό που την συνδέει με τις ρίζες της. Είναι αυτό που την ταξιδεύει στο παρελθόν της. Τότε που εκείνη, μόλις πέντε ετών, υποκλίθηκε για πρώτη φορά, ως επαγγελματίας ηθοποιός πάνω στην σκηνή. Από τότε, αυτό το βλέμμα, την ακολουθεί για πάντα και της θυμίζει ποια είναι.

Posted in See

Όταν μια θυσία, θυμίζει τη δειλία γύρω μας, τότε σημαίνει πως η «Άλκηστη» συνάντησε την Κατερίνα Ευαγγελάτου.

Η Επίδαυρος, είναι ταυτισμένη στο μυαλό μου, σχεδόν, με όλα μου τα καλοκαίρια. Πιστεύω, άλλωστε, πως έχω υπάρξει από τα τυχερά παιδιά, που βρέθηκαν σε πολύ μικρή ηλικία στο Αρχαίο Θέατρο και μάλιστα, για κάποιες από τις παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει στο παρελθόν, μου αρέσει να κοκορεύομαι», μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Επιπλέον, δεν νοείται για εμένα ομαλή μετάβαση στις διακοπές, αν δεν ακολουθήσω κάθε χρόνο με θρησκευτική ευλάβεια όλο τελετουργικό. Να «ξεκοκαλίσω», δηλαδή, από νωρίς όλο το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών, να εξασφαλίσω τα εισιτήρια στην παράσταση που επιθυμώ και να οργανώσω στην εξόρμησή μου και όλα τα super παρελκόμενα- εξαιρετικό φαγητό και Disco Capaki στα καπάκια.

Φέτος, λοιπόν, για πολλούς λόγους επέλεξα να δω την «Άλκηστη» της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Ο βασικότερος από αυτούς, όμως, ήταν πως τον τελευταίο καιρό νιώθω να περνάω μια σοβαρή «Ευαγγελίτιδα».

Όπερ σημαίνει πως μετά τον Φάουστ, που πλέον συγκαταλέγεται στις αγαπημένες παραστάσεις των τελευταίων ετών, αλλά και το 1984 που μου βασάνιζε το μυαλό μου για μέρες, θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να την «συναντήσω» και στο Κοίλο της Επιδαύρου.

Πριν βρεθώ, όμως, στο θέατρο φρόντισα να μάθω περισσότερα για την υπόθεση του έργου, μιας και δεν αποτελούσε ένα από τα γνωστά blockbusters, τα οποία παίζω στα δάχτυλα του ενός χεριού, όπως οι συμφορές του γένους των Λαβδακιδών και τελικώς, εκ του αποτελέσματος αντιλήφθηκα, πως έπραξα σωστά.

Μαθαίνοντας περισσότερα για την υπόθεση ήμουν πλέον προετοιμασμένη πως δεν θα παρακολουθούσα μια κλασική τραγωδία. Θα έλεγα, μάλιστα, πως καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης ένιωθα πως παρακολουθούσα ένα διαφορετικό, περίεργο είδος.

Άλλωστε, η συνύπαρξη μερικών τραγικών και πολλών κωμικών στοιχείων, καθώς και το ασαφές φινάλε, περιέπλεξε την κατάταξη του έργου, σε ένα από τα δύο, γνωστά τοις πάσι, είδη.

Συγκεκριμένα, λοιπόν, ενώ ο  Άδμητος θρηνούσε τη γυναίκα του, ο θρήνος του έμοιαζε να πλησιάζει τα όρια του γελοίου. Ενώ η Άλκηστη είχε πάρει την απόφαση να πεθάνει αντί του συζύγου της, η θυσία της, έμοιαζε κενή και δίχως λογική. Ενώ ο Φέρης φαινόταν, δικαίως, να επιθυμεί να νουθετήσει και να επαναφέρει, με τα λόγια του, στην τάξη τον γιο του , η εικόνα του παρέπεμπε σε εγωκεντρικό, ξεμωραμένο γέρο.

Κάποια στιγμή, ενώ γελούσα, νιώθοντας ταυτοχρόνως μια έντονη πικρία, σκέφτηκα πως η «Άλκηστη» δεν είναι σε καμία περίπτωση μία τραγωδία, ούτε όμως μία κωμωδία. Αποφάσισα να ονομάσω το είδος αυτό, που για πρώτη φορά συναντούσα, εντελώς αυθαίρετα εκείνη τη στιγμή, «ειρωνεία».

Η ειρωνεία, άλλωστε, είναι ο λόγος που χαρακτηρίζεται από δηκτική διάθεση και συνήθως λέει το αντίθετο από αυτό που εννοεί. Έτσι κάτω από από το πρίσμα της «ειρωνείας» όλα άρχισαν να καταλαμβάνουν μια κάποια λογική θέση μέσα στο κεφάλι μου.

Η ζωή και ο θάνατος, το πένθος και η υποκρισία που εμπεριέχει, οι συζυγικές σχέσεις και η θέση της γυναίκας, αλλά και πολύ περισσότερο η εξουσία, μπήκαν στα ανάλογα κουτάκια του μυαλού μου.

Άλλωστε η επίδειξη δύναμης και η επιβολή της άποψης που προερχόταν από την εξουσία ήταν, για εμένα, διάχυτη σε όλο το έργο. Ξεκινούσε από από τις πολλές εικόνες στη σκηνή και κατέληγε στην ουσία. Από τη μία υπήρχαν τα ρούχα στρατηγού του Άδμητου και από την άλλη η υπέροχη στρατιωτική κίνηση του καλοκουρδισμένου χορού.

Ο χορός, μάλιστα, που θεωρώ πως ήταν ένα από τα ατού της παράστασης- μαζί με τη ζωντανή μουσική- ντυμένος με ρούχα της δεκαετίας του 70, έμοιαζε με τον απλό λαό που ζει κάτω από ένα απολυταρχικό καθεστώς το οποίο, τεχνηέντως, μειώνει την κρίση του. Ο απόλυτα ακριβής στρατιωτικός χαιρετισμός, μαζί με την, χωρίς επεξεργασία σκέψης, αποδοχή των λόγων του Βασιλιά έδειχνε το μέγεθος της χειραγώγησής τους. Όλες οι διαφορετικές αντιδράσεις τους έμοιαζαν μελετημένες από τον Μαέστρο- Άδμητο. Το πένθος ήταν βαθύ, ο θρήνος έντονος, το πέρασμα στις Ερινύες ειλικρινές και η πίστη στον Τύραννο πανίσχυρη.

Σαν μαριονέτες, μέσα από μια υπέροχη κίνηση, έμοιαζε ν’ αντιδρούν μόνο με τρόπο, που ο Άδμητος επέτρεπε και επέβαλε. Επρόκειτο, λοιπόν, για την έκφραση της κοινής γνώμης, διαμορφωμένη από τον απόλυτο αρχηγό.

Επιπλέον, σημαντικός πρωταγωνιστής της παράστασης ήταν το σκηνικό. Ένας κρατήρας συνέδεε τον πάνω με τον κάτω κόσμο. Όλοι οι πρωταγωνιστές ακροβατούσαν μπροστά στην είσοδο του Άδη, σαν να φλέρταραν με τη ζωή και το θάνατο. Και γύρω από αυτήν την είσοδο και μέσα σε αυτήν υπήρχε το χώμα. Το χώμα που θα φιλοξενούσε την νεκρή, αλλά και τους νεκρούς συνειδήσεων.

«Χους ει και εις χουν απελεύσει» Αυτό το ίδιο χώμα σκόνισε ακόμα και τους θεατές, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Άλλωστε, στην Άλκηστη ήμασταν μάρτυρες σε μία ταφή και το χώμα που αναπνεύσαμε στην ατμόσφαιρα, από θεατές μας έκανε συνένοχους στην αδικία και τον παραλογισμό.

Στον παραλογισμό της θυσίας. Μιας και η «χαζή» όπως την περιγράφει ο Ευριπίδης μέσω του Φέρη, Άλκηστη αποφασίζει να πεθάνει στη θέση του. Να χαθεί για έναν Άδμητο. Ένα αδειανό πουκάμισο. Για κάποιον που δεν θα χάλαγε τη βολή του για κανέναν στον κόσμο κι ενδεχομένως ούτε για τα παιδιά του. Η θυσία της Άλκηστης δεν μοιάζει με τη θυσία του Αβραάμ και τη δοκιμασία που αυτή περιέχει, ούτε με τη θυσία της Ιφιγένειας η οποία υποτίθεται πως έγινε για έναν «σημαντικό» σκοπό, αλλά είναι μετέωρη και άδικη.

Κι ενώ, λοιπόν, το πρώτο από τα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη προκάλεσε συζητήσεις για το είδος στο οποίο ανήκει, ταυτοχρόνως, προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου φαίνεται να έχει ψάξει βαθιά με κινήσεις χειρουργού ν΄ανακαλύψει όλα τα κρυμμένα μυστικά του. Δημιούργησε ξεχωριστούς χαρακτήρες που ο καθένας του υπηρέτησε το βαθύ ειρωνικό σχολιασμό της «Άλκηστης».

Δίπλα της έχει τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, να πλάθει με άρτιο τρόπο τον πιο ανήθικο Άδμητο, προκαλώντας μέχρι και εκνευρισμό. Την Κίττυ Παϊταζόγλου που κατάφερε να «μιλήσει» σαν νεκρή. Τον μεστό και σπουδαίο, Γιάννη Φέρτη σε ένα ρόλο συνολικής υπερβολής. Αλλά και τον Απόλλωνα, τον Θάνατο και τον Υπηρέτη που ήταν, απολύτως, διαβασμένοι, ακριβείς και ουσιαστικοί.

Και κάπου εκεί και ο Ηρακλής, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, όπως αντιλήφθηκα από την ανάγνωση της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Με παιδική υπόσταση, αλλά και με εικόνα στα όρια του γκροτέσκου. Ένας ημίθεος που μοιάζει με κλόουν, με πρόσωπό που γελά και θρηνεί την ίδια στιγμή. Ένας ήρωας που αποχωρίστηκε την λεοντή και έκρυψε το συναίσθημα κάτω από το έντονο μακιγιάζ. Κρατώντας ένα κρανίο μοιάζει να σχολιάζει τη ματαιότητα του βίου, ως ένας άλλος Άμλετ, ενώ φαίνεται ν’ ακολουθεί με έναν δικό του, αιρετικό τρόπο, τον δρόμο της Αρετής. Τον ερμήνευσε με συγκινητική ειλικρίνεια ο Δημήρης Παπανικολάου.

Κλείνοντας, πιστεύω πως η «Άλκηστη» δεν είναι ένα εύκολο έργο και σε καμία περίπτωση η ερμηνεία της δεν είναι μονοδιάστατη. Η σκηνοθέτης έχοντας μελετήσει πολύ, κατανόησε όλα της τα συστατικά και είμαι σίγουρη πως επέλεξε να τους ρίξει και περισσότερο αλάτι για να τα νοστιμίσει.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει το υπόβαθρο, την μόρφωση και την καλλιέργεια, ώστε να μπορεί να καταπιάνεται με σπουδαία και πολύ διαφορετικά έργα. Φαίνεται ν’ αναλύει μέχρι και τα σημεία στίξης των κειμένων, αλλά και όλα όσα κρύβονται κάτω από τις λέξεις. Είχε, βέβαια, και την τύχη να μεγαλώσει σ’ ένα σπουδαίο σπίτι, που της έδωσε τα εφόδια για να ανοίξει τα φτερά της. Όμως η αξία δεν κληρονομείται. Αποκτάται με σκληρή δουλειά, μυαλό, σεβασμό, σοβαρότητα και μέτρο. Κι έτσι για άλλη μία φορά με εντυπωσίασε.

Η «Ευαγγελίτιδα» μου συνεχίζεται λοιπόν!
Το επόμενο ραντεβού μας θα είναι το Σεπτέμβριο στο Ηρώδειο, στον Αμύντα.

 

Όταν κάνεις θέατρο για την ψυχή σου… “Love YOU brothers”!

Τριάντα ένα χρόνια είναι πολλά. Τα λες και μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή, λοιπόν, γνωρίζω τη Τζένη, την Ντόρα, την Ηρώ, την Νεκταρία, την Ελευθερία, την Άννα. Και κάποια λίγα λιγότερα, την Μαριαλένα, τον Πέτρο, την Λένια, τον Βασίλη, την Λέτα, το Μαράκι μας… Και ακολουθούν και ακόμη περισσότεροι συνοδοιπόροι, που απόψε το βράδυ βρέθηκαν στο θέατρο «Επί Κολωνώ», για να παρακολουθήσουν το πρώτο θεατρικό έργο, που υπέγραψε ως συγγραφέας, ο Πέτρος Μαρμάρινος.

Ο -δικός μας- Πέτρος, λοιπόν, κατέληξα, για άλλη μια φορά, πως είναι τελειομανής. Όταν ανεβαίνει στη σκηνή, «παίζει» με φυσικότητα. Όταν σκηνοθετεί, το κάνει με απόλυτη ακρίβεια, σεβόμενος έως τα κόμματα και τις τελείες του κειμένου και πλέον όταν γράφει έργα- γιατί είμαι σίγουρη πως θα γράψει πολλά- τα προικίζει με αρτιότητα, όπως το «Love me bro» που ακροβατούσε αριστοτεχνικά ανάμεσα στο χιούμορ και την τραγικότητα, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπερβολή.

Ο συγγραφέας Πέτρος Μαρμαρινός ανέκαθεν αγαπούσε το θέατρο. Διάβαζε πολλά θεατρικά κείμενα και παρακολουθούσε παραστάσεις από μικρός. Άλλωστε, όπως εμείς οι φίλοι του υποστηρίζαμε, μπορούσε πάντα να βρίσκει καλές θέσεις, λόγω της συνωνυμίας του με τον υπέρ-σπουδαίο Μιχαήλ Μαρμαρινό.

Και κάπως έτσι, πριν από λίγα χρόνια, αποφάσισε ως εραστής της τέχνης του θεάτρου, να δοκιμαστεί πιο ουσιαστικά, μπαίνοντας στα βαθιά.

Τα πρώτα του ημι-επαγγελματικά σκηνοθετικά βήματα έγιναν το 2014, μέσα από το μονόπρακτο του Πίντερ «Ένα ακόμη και φύγαμε», το οποίο, μάλιστα, φέτος ανέβηκε και στο θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου, με τον Δημήτρη Καταλειφό.

Σ’ εκείνη την παράσταση, λοιπόν, οι δικοί του φίλοι, μολονότι γνωρίζαμε την εσωτερική του δύναμη, ομολογώ πως εντυπωσιαστήκαμε. Στη σκηνή του θεάτρου ανέβασε τρεις ερασιτέχνες ηθοποιοί -τους φίλους μας- και τους μεταμόρφωσε σε έμπειρους ερμηνευτές.

Πέρασαν τρία χρόνια από τότε και φέτος στο φεστιβάλ OFF OFF ATHENS, έφτασε η στιγμή και για το πρώτο του συγγραφικό έργο.

Κάπου εκεί ξεκίνησε και η συγκίνηση που με ακολούθησε μέχρι την επιστροφή μου στο σπίτι. Συγκίνηση για το προσεγμένο στη λεπτομέρεια κείμενο, που σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει έργο πρωτοεμφανιζόμενου. Υπήρξαν, μάλιστα, στιγμές που ένιωθα σαν να είχε γραφτεί από έναν πολύπειρο συγγραφέα για κάποια δυσλειτουργική οικογένεια μιας επαρχιακής αμερικανικής πόλης.

Και η συναισθηματική φόρτιση όλο και μεγάλωνε γι’ αυτό το έργο. Για τη δεμένη σκηνοθεσία και τις μουσικές, για την Ντόρα, τη Νεκταρία που βρισκόταν στο πλάι του, για την πανταχού παρούσα Μαριαλένα, που χθες το βράδυ έκανε baby sitting, για να βρίσκεται ο σκηνοθέτης στα παρασκήνια, για τη Λένια και τα σκηνικά της, τον Λεύτερη στον ήχο, για την Τζένη στην πρώτη σειρά, που γελούσε δυνατά σε κάθε ατάκα, για την δακρυσμένη Έφη, που καθόταν δεξιά μου, την Άντα και την Αντιγόνη, που χειροκροτούσαν δυνατά, τη Τζωρτζίνα και το Γιάννη, που γνωρίστηκαν πριν από δεκαετίες στην θεατρική ομάδα, τη Λένα Γεωργιάδου που μας «γέννησε».

Και, φυσικά, πάνω απ’ όλα, για όλους εκείνους επί σκηνής. Για τον πιστό, δυνατό, μόνιμο πρωταγωνιστή του Πέτρου, Δημήτρη Δαμιανό, την σπαραχτικά «σκληρή» Λέτα Παπανικολάου, τη «δηλητηριασμένα» χαριτωμένη, Ηρώ Λαζή και τον σκληρά ευαίσθητο, τιμωρημένο από τις Ερινύες, απόλυτα ακριβή Βασίλη Πουλάκο- τον μοναδικό επαγγελματία της ομάδας μας, που συνδράμει πάντα με την εμπειρία του, όταν χρειαστεί- ο όποιος, μάλιστα, μας φύλαγε για το τέλος, αυτό που όλοι σκεφτόμασταν μέσα μας.

Ευχαρίστησε με ένα βλέμμα ψηλά εκείνον, που δεν μπόρεσε να είναι χθες το βράδυ επάνω στη σκηνή. Κι όμως… ήμουν σίγουρη, πως βρισκόταν παντού. Φαινόταν στα μάτια όλων, που καθρέφτιζαν τα κρυμμένα μέσα μας.

Κλείνοντας θα ήθελα να δηλώσω, πως με τιμά αφάνταστα το ότι είμαι μέλος της ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας «Έξω Φρενών» που κουβαλά αυτό το παρελθόν, αλλά πολύ περισσότερο είμαι υπερήφανη για τον Πέτρο Μαρμαρινο και το σπουδαίο μέλλον που ανοίγεται μπροστά του.

Εάν η παράσταση «Love me bro» ανέβει ξανά, μην τη χάσετε. Θα παρακολουθήσετε μια σπουδαία επαγγελματική προσπάθεια ερασιτεχνών, που έμαθαν από τα μικρά τους χρόνια ν’ αγαπούν «να κάνουν θέατρο για την ψυχή τους».

ΥΓ. Σκεφτόμουν τι να γράψω στο τέλος, για τα συναισθήματα αυτής της βραδιάς και τα λόγια, μου φαίνονταν μικρά. Ευτυχώς ο φίλος και πρωταγωνιστής Βασίλης Πουλάκος με πρόλαβε με τον καλύτερο τρόπο, παραφράζοντας τον Σεφέρη και γράφοντας στη σελίδα του:

«Για ένα πουκάμισο ΓΕΜΑΤΟ. Για έναν Ανδρέα».

Posted in See

Ψάξε τη δική σου φωνή, μέσα από τις «φωνές» που φτάνουν στ’ αυτιά σου.

Το τελευταίο διάστημα σκέφτομαι ξανά και ξανά τις φωνές που κρύβουμε μέσα μας. Από τις μικρούτσικες, έως τις πολύ δυνατές. Αυτές που σιωπούν και εκείνες που ουρλιάζουν. Προσπαθώ να αντιληφθώ το σώμα μου σαν ένα δοχείο, που συγκεντρώνει διάφορους ήχους. Χαρούμενους και λυπημένους.

Νιώθω πως στη συνέχεια, όλα μας τα εκφραστικά μέσα, ακούν αυτούς τους προσωπικούς ήχους και τους αναπαράγουν. Γελώντας, κλαίγοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, πηδώντας, τρέχοντας, φωνάζοντας, μιλώντας.

Οι ήχοι αυτοί μέσα μας, είναι οι φωνές μας. Αυτές που μας χαρακτηρίζουν. Αυτές που μας προσδιορίζουν. Αυτές που μας εξελίσσουν. Αυτές που, κάποιες φορές, μας κρατούν μαρμαρωμένους. Οι φωνές αυτές είναι «τα θέλω» και πολύ περισσότερο «τα πρέπει» μας. Έρχονται από το παρελθόν και ίσως, συναντήθηκαν με εμάς, από την πρώτη στιγμή, καθώς μεγαλώναμε στην κοιλιά της μάνας μας.

Ενδεχομένως, τότε να έκανε και την εμφάνισή της, στο δικό μας σώμα, η πρώτη ασθενής δική μας φωνούλα. Τότε που εμείς ήμασταν ακόμη μέρος των ήχων εκείνης, όταν μας κυοφορούσε στο σώμα της.

Όλα, λοιπόν, στη ζωή μας, πιστεύω πως σχετίζονται με τις φωνές που κατοικούν μέσα στο σώμα μας. Με όσα δηλαδή, διδαχθήκαμε. Με όσα αποτέλεσαν την τροφή μας.

Άλλωστε, η αγωνία, ο φόβος, η ανασφάλεια, η δυσκολία, η δύναμη, η πληρότητα, η έλλειψη, η επιτυχία, η αγάπη, η σιγουριά, η ασφάλεια, η ευτυχία, αποτελούν βαριές κληρονομιές των προηγούμενων, που μας έχουν κληροδοτηθεί, χωρίς εμείς να μπορούμε να τις αποποιηθούμε.

Αναλογίζομαι, πολλές φορές, τις πράξεις μου, τις σκέψεις μου σε συνδυασμό με των γύρω μου. Κοντινών και μακρινών. Ακούω προσεκτικά τις φωνές μου σήμερα και θυμάμαι και των προηγούμενων χρόνων.

Πόσο έχουν αλλάξει και αν έχουν αλλάξει, γιατί συνέβη αυτό;

Τι, άραγε, λένε οι εσωτερικές φωνές στους άλλους ανθρώπους;

Πώς θα καταφέρουμε, επιτέλους ν’ ακουστεί η μικρή φωνή που είναι καταδική μας και δεν γίνεται αντιληπτή μέσα στο πλήθος, λόγων των υπόλοιπων φωνών που μας έχουν επιβληθεί;

Και κάπου ανάμεσα σε αυτές τις σκέψεις, έτσι συμπτωματικά, βρέθηκα να παρακολουθώ στο Νέο Θέατρο «Κατερίνα Βασιλάκου», πριν από μερικά βράδια, την παράσταση «Φωνές», που αποτελείται από τέσσερα μονόπρακτα του Χάρολντ Πίντερ.

Εκεί, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, βλέποντας τους ήρωες επί σκηνής, φαντάστηκα τις δικές τους φωνές, που έρχονταν από μακριά και τους κρατούσαν εγκλωβισμένους. Εγκλωβισμένους να ζήσουν ένα παρόν και ένα μέλλον, κολλημένο στο παρελθόν, που είχε στιγματίσει αυτούς και τους γονείς τους.

Βλέποντας την σπουδαία Όλια Λαζαρίδου, να υποδύεται, με συγκινητικά χαριτωμένο τρόπο, μια ασθενή που ξυπνά από λήθαργο, σκέφτηκα τον βουβό πόνο, που βιώνει μέσα του κάθε άνθρωπος, μεγαλώνοντας. Θυμήθηκα όλους αυτούς που γερνούν στο σώμα, αλλά επιμένουν σε μια ψυχή παιδική, που κουβαλά, ακόμη, τα ίδια παιδικά βιώματα και τραύματα.

Μου ήρθε στο μυαλό μια συζήτηση που είχα, κάποτε, με τη θεία Ειρήνη, όταν εκείνη μου εξιστόρησε μία σκηνή από την παιδική ζωή της, που την είχε συγκλονίσει. Ο τρόπος και η ένταση, που την περιέγραφε, σχεδόν σε ενεστωτικό χρόνο, με οδήγησε στη σκέψη πως αυτές οι φωνές μέσα μας, δεν σιωπούν και δεν κοιμούνται ποτέ.

Ούτε οι φωνές του ζευγαριού από το δεύτερο μονόπρακτο του Πίντερ μοιάζουν να σιωπούν. Ούτε οι φωνές του γιου και του νεκρού πατέρα- του σπαραχτικού Δημήτρη Καταλειφου- στο τρίτο.

Και κάπου εκεί, ξεκίνησε το τέταρτο μονόπρακτο. Σαν αποχαιρετισμός. «Ένα για το δρόμο». Η φωνή της εξουσίας πλημμύρησε με σκληρά συναισθήματα τη σκηνή.  Η καρδιά μου σφίχτηκε. Μέσα μου, αυτομάτως γεννήθηκαν οι δικές μου φωνές.

Το ίδιο έργο. Τρία χρόνια πριν. Άλλοι πρωταγωνιστές, άλλος σκηνοθέτης. Άλλες μνήμες. Οι δικοί μας φίλοι. Μια ομάδα ερασιτεχνών, με εσωτερικές φωνές, που έφταναν ως τον ουρανό και συντονίζονταν με τις δικές μας. Ο Πέτρος Μαρμαρινός, ο Δημήτρης Δαμιανός, ο Ανδρέας Μαυριάς και η Ηρώ Λαζή.

Μια ομάδα ανθρώπων, που πάντα θα επιστρέφει στη σκηνή. Και αν, μερικές φορές, τα πρόσωπα αλλάζουν και ταξιδεύουν, η εσωτερική φωνή που τα ενώνει θα είναι πάντα η ίδια. Το ίδιο δυνατή, καθαρή και αειθαλής.

Υ.Γ.Ραντεβού με αυτές τις φωνές, στο OFF-OFF ATHENS του «Επί Κολωνώ» με το «Love me Bro».

Posted in See

Όταν μόνο ο “Αύγουστος” δεν αρκεί, για να ζεστάνει τους ανθρώπους.

Για όλους εμάς, Αύγουστος σημαίνει διακοπές. Σημαίνει θάλασσα, νησιά, καταστρώματα, καλαμαράκια, άμμος που κολλάει στο δέρμα, καρπούζι, διάβασμα στην παραλία, μεσημεριανή σιέστα, θερινό σινεμά, ανεβασμένη διάθεση και έρωτες.

Τον Αύγουστο όλα είναι φωτεινά, σαν τον καυτό ήλιο, αλμυρά σαν τη θαλασσινό νερό και δροσερά σαν τα παγάκια στους φρέσκους χυμούς. Στο μυαλό μας, αυτός ο μήνας υπόσχεται ξεκούραση, ανανέωση, επανεκκίνηση. Και, επιπλέον, τον Αύγουστο η ψυχή μας δεν χειμωνιάζει.

Όλα τα παραπάνω, αν είμαστε τυχεροί, συμβαίνουν στις δικές μας ζωές. Στην Οκλαχόμα, όμως, στον «Αύγουστο» του Tracy Letts, όπου οι τρεις κόρες της οικογένειας Γουέστον συγκεντρώνονται στο σπίτι των γονιών τους, αναζητώντας μαζί με τους κοντινούς συγγενείς τον πατέρα τους, ο οποίος έχει να δώσει σημάδια ζωής για μέρες, οι υψηλές θερμοκρασίες της εποχής ξυπνούν μια τεράστια κακοκαιρία στις ψυχές της οικογένειας.

Έτσι, πριν από λίγες ημέρες, οι ίδιες εναλλαγές διάθεσης μεταφέρθηκαν και στην δική μου ψυχή, παρακολουθώντας στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», τον «Αύγουστο» που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Ένα έργο που σε προκαλεί να χαμογελάσεις, να γελάσεις, να σιωπήσεις, να σκεφτείς και να δακρύζεις. Ότι δηλαδή σε καλεί να κάνεις και η ίδια η ζωή.

Σκεφτόμουν, το πώς θα μπορούσα να περιγράψω αυτά που συνέβαιναν στο θεάτρο Χορν και τότε «προσγειώθηκε» στο μυαλό μου η γαλλική φράση: Crème de la crème. Ή αλλιώς, παραφράζοντας λίγο την φράση του Κουν, μια κορυφαία, θεατρικής ποιότητας, αφρόκρεμα «κάνει θέατρο για τις ψυχές μας».

Σπουδαίοι ηθοποιοί σε άψογα μελετημένες ερμηνείες και κορυφαίες στιγμές. Ένα υπέροχο cast, το οποίο περιλαμβάνει και μια συγκλονιστική Μαρία Πρωτόπαππα, που δεν μοιάζει να υποκρίνεται κανένα ρόλο, αλλά τον ζει αληθινά, σε σημείο που με έκανε να νιώσω, πως γνωρίζω προσωπικά την Μπάρμπαρα, μιας και θα μπορούσε να είναι φίλη, ξαδέρφη, αδερφή μου.

Κι εγώ, για άλλη μία φορά, επέλεξα να δω- έχοντας εξ’ αρχής θετική προδιάθεση για το αποτέλεσμα, όπως όταν επιλέγεις βιβλία ενός αγαπημένου σου συγγραφέα – μια παράσταση που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και όντως, η εξέλιξη επί σκηνής δικαίωσε την διαίσθηση μου.

Πρέπει, άλλωστε, να παραδεχθώ, πως τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ γοητευμένη τις παραστάσεις που αποφασίζει, εκείνος, να ανεβάσει, αναγνωρίζοντας, πως αφιερώνει σε αυτές πολύ χρόνο και σκέψη για την κάθε λεπτομέρεια, όπως τα σκηνικά, η μουσική, οι φωτισμοί, τα κοστούμια.

Επιπλέον παρατηρώ, πως ο Μαρκουλάκης αγαπά πολύ τα έργα που μιλούν για τις σχέσεις, που διαμορφώνονται μέσα στις οικογένειες, κάποιες από τις οποίες είναι φαινομενικά φυσιολογικές -«Θεός της Σφαγής», «Για όνομα»- άλλες νοσούν δραματικά -«Πουπουλένιος» κι άλλες παρουσιάζουν έντονα στοιχεία δυσλειτουργικότητας- «Αύγουστος».

Και το κοινό, όμως, δείχνει ν’ αγαπά αυτά τα έργα. Άλλωστε, όλα όσα γράφτηκαν, κατά καιρούς, για τις σχέσεις που διαμορφώνονται μέσα στις οικογένειες, άγγιζαν ανέκαθεν τους θεατές, μιας και τους έφερναν στο μυαλό «οικεία κακά». Από τον «Θηβαϊκο Κύκλο» και «τον Οίκο των Ατρειδών», όλες οι μεγάλες τραγωδίες ξεκινούν μέσα σε μια οικογένεια. Αυτήν την μικρή, κλειστή κοινωνία, που τελικώς, διαμορφώνει και τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε.

Το έργο του Letts- μια δραματική κωμωδία- είναι η τοιχογραφία μίας αμερικανικής οικογένειας, που θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράφει μια ελληνική οικογένεια, σαν αυτές στις οποίες όλοι έχουμε μεγαλώσει. Αγάπη, νοιάξιμο, καταπίεση, ανασφάλειες, μυστικά, αγωνίες, προβλήματα, παρεμβατικότητα, τραύματα, θυμός, ένταση και πάλι αγάπη, καταπίεση και «φτου από την αρχή».

Κάπως έτσι, καθώς ετοιμάζεται το τραπέζι κι ενώ η οικογένεια συγκεντρώνεται, ο σπαραγμός ξεκινά. Τα κρυμμένα μυστικά, που άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αποκαλύπτονται μου θύμισαν, προς στιγμήν, την «Οικογενειακή Γιορτή», όπου τότε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ως πρωταγωνιστής αποκάλυπτε ένα φρικτό οικογενειακό μυστικό, σε μια οικογένεια, όπου η αποστασιοποίηση και η κοινωνική υποκρισία, κυριαρχούσε έναντι της «προβληματικής» αγάπης της οικογένειας Γουέστον.

Ο Μαρκουλάκης ως σκηνοθέτης, με απόλυτη ακρίβεια -όπως πάντα άλλωστε- αναδεικνύει τόσο την τραγική, όσο και την κωμική διάσταση των ηρώων. Ο ίδιος, έχει αποβάλει τον ναρκισσισμό του ηθοποιού, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του «πατέρα» που καθοδηγεί και στηρίζει, χωρίς να καταπίνει τους άξιους συντελεστές. Χρησιμοποιώντας τα καλύτερα «υλικά», ετοίμασε μία «gourmet» παράσταση, όχι μόνο για εκπαιδευμένους ουρανίσκους. Κι αυτό έχει τεράστια σημασία. Το γεγονός, δηλαδή, ό,τι απευθύνεται και δημιουργεί υψηλή τέχνη για τους πολλούς.

Κι εκεί στο τέλος της παράστασης, σκεπτόμενη τι μπορεί να επιφυλάσσει η ζωή στον καθένα από εμάς, μου ήρθε στο μυαλό ο μελαγχολικός στίχος από τον «Αυγουστο του Νίκου Παπάζογλου «φυλάξου για το τέλος θα μου πεις»…

Ή όπως γράφει και ο Tracey Letts: «Θεέ μου, δόξα τω Θεώ που δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον. Δεν θα σηκωνόμασταν από το κρεβάτι».

 

 

 

 

 

 

Posted in See

Κι όμως ένας χιονιάς εκεί έξω, μπορεί να φέρει την Άνοιξη στην ψυχή.

Μοιάζει με ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο, που περιγράφεται σ’ ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων, αυτό που συμβαίνει πλέον τις Δευτέρες και τις Τρίτες στον Κεραμεικό. Ο βαρύς πολικός χειμώνας από τις Ρωσικές Στέπες, έχει μεταφερθεί στη σκηνή του θεάτρου «Κατερίνα Βασιλάκου» και υπεύθυνος γι’ αυτήν τη μετεωρολογική βόμβα είναι ο Γιώργος Νανούρης.

Ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης, ο οποίος μπήκε, αρχικά, στη ζωή μας ως ηθοποιός, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να «ταράξει» εμάς τους θεατρόφιλους, ως σκηνοθέτης.

Στη φαρέτρα του φαίνεται πως κρύβει πολλά βέλη. Στην αρχή ήταν η «Κατερίνα» του Κορτώ και της Λένας Παπαληγούρα, των 40.000 και πλέον θεατών, αργότερα ο Ξαρχάκος με τη Μαρινέλλα στη «Σονάτα του σεληνόφωτος», ακολούθησε η Χάρις Αλεξίου σε ένα μοναδικά συγκινητικό και αληθινό δραματοποιημένο αυτοβιογραφικό κείμενο. Τώρα ήρθε η στιγμή να συναντήσει τον Τολστόι.

Ο Γιώργος Νανούρης με κάνει να πιστεύω, πως πρέπει ν’ αγαπά πολύ τον γραπτό λόγο. Ως απόφοιτος, άλλωστε, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, πρέπει να συνάντησε στο δρόμο του σπουδαία κείμενα. Μοιάζει σαν να διάβαζε και να διαβάζει πολύ.

Υποθέτω πως λατρεύει να δημιουργεί συνέχεια εικόνες στο μυαλό του. Μοιάζει σαν να πρόκειται για ένα δικό του παιχνίδι ή κάποιο στοίχημα, κατά το οποίο προσπαθεί να μεταφέρει τα ποιήματα, τις νουβέλες και τα διηγήματα, στη θεατρική σκηνή, δημιουργώντας ζωντανούς ζωγραφικούς πίνακες. Ίσως να θέλει να μοιραστεί με όλους μας, τα δικά του όνειρα κι γι ‘αυτό μεταφέρει έναν φαντασιακό κόσμο πάνω στο σανίδι.

Δεν αναζητά έργα γραμμένα σε θεατρική δομή, τα οποία, μερικές φορές, περιλαμβάνουν ακόμα και τις σκηνοθετικές οδηγίες του συγγραφέα. Αναζητά κείμενα που νιώθει πως κρύβουν μυστικά, τα οποία προσπαθεί να τα αποκαλύψει εκείνος με τη σκηνοθετική ματιά του, αναδεικνύοντας τα και βγάζοντας τα στην επιφάνεια.

Μέσα σε μόλις 70 λεπτά η νουβέλα του Τολστόι «Αφέντης και Δούλος» την οποία έγραψε ο συγγραφέας από το 1894-1895, κατάφερε να ζωντανέψει σε ένα λιτό, ψυχρό σκηνικό, καθώς το πυκνό χιόνι έπεφτε σχεδόν στα κεφάλια μας και ο αγέρας σφύριζε στ’ αυτιά μας.

Σύντομα, μάλιστα, άρχισα να νιώθω παγιδευμένη στη χιονοθύελλα του ρωσικού χειμώνα, ζώντας την αληθοφανή φρίκη που βίωναν οι ήρωες, η οποία ενισχυόταν από τις δυνατές ερμηνείες, τη μουσική του Λόλεκ, τους ήχους, τα σκηνικά και τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα.

Σκέφτηκα πως έχοντας δει και άλλες δουλείες του, είμαι βέβαιη πως ο Γιώργος Νανούρης, μπορεί, με ελάχιστα αντικείμενα, να σε μεταφέρει σε οποιοδήποτε περιβάλλον, δημιουργώντας εξαίσιες παραστάσεις. Επιπλέον, λατρεύει τις σκιές. Αυτές που υπάρχουν γύρω μας, αλλά και μέσα μας. Μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, μοιάζει με εικαστικό καλλιτέχνη, που αναζητά το ιδανικό φως για την τέλεια αποτύπωση σε έναν καμβά ή μια φωτογραφία.

Δίπλα του, στη Ρωσία 1870, έχει για αφέντη τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος γίνεται ο τέλειος συνοδοιπόρος του πάνω στην σκηνή. Μαζί, άψογα χορογραφημένοι ως προς την κίνηση και τον λόγο, ακολουθούν την δύσκολη πορεία του αφέντη και του δούλου μέσα στην παγωμένη νύχτα. Όμως χωρίς, τελικώς, να το γνωρίζουν, ακολουθούν μια διαφορετική πορεία. Αυτήν προς το νόημα της ζωής.

Οι δύο άντρες εξ’ αιτίας της χιονοθύελλας βρίσκονται μόνοι και ανυπεράσπιστοι μπροστά στους κινδύνους της μανιασμένης φύσης. Κι ενώ αρχικά ο αφέντης προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του, αφήνοντας τον δούλο αβοήθητο, εκεί μέσα στο σκοτάδι και το κρύο του Χειμώνα, ξάφνου η Άνοιξη ακουμπά απρόσμενα την ψυχή του αφέντη και τον αναγεννά.

Ο σκληρός, αδίστακτος, με μοναδικό κίνητρο το κέρδος, προνομιούχος, θυσιάζεται κατά τη διάρκεια της φριχτής νύχτας, για τον πάντα πρόθυμο δούλο του, αλλάζοντας την κοσμοθεωρία της ύπαρξης του και ανταλλάσσοντας τον νέο του εαυτό, με την ίδια του τη ζωή.

Εκεί στο δραματικό φινάλε, σαν μια κατακλείδα, ο Γιώργος Νανούρης χρησιμοποιεί εύστοχα τους στίχους του Ελληνοκύπριου ποιητή Κώστας Μόντη, για να μας θυμίσει κάτι που μπορεί να μην ταίριαζε για τα υλικά αγαθά που διεκδικούσε ο αφέντης μια ζωή, σίγουρα όμως χαρακτήριζε τα αισθήματα που επέδειξε στο τέλος, αποδεικνύοντας τον ουσιαστικό πλούτο του:

«Περίεργο πράγμα η καρδιά.

Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις».

Και κάπου εκεί τα βέλη που κρύβει στη φαρέτρα του ο Γιώργος Νανούρης, βρήκαν και πάλι τον στόχο τους, που δεν είναι άλλος από την καρδιά μας.

Posted in See

Κι όμως, φυσάει άνεμος από το Μπρόντγουεϊ στην οδό Ιπποκράτους.

Τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα φαίνεται να φυσά ένας διαφορετικός θεατρικός άνεμος, ο οποίος, μάλλον, έρχεται από το West End του Λονδίνου και το Broadway της Νέας Υόρκης.

Όλο και περισσότερες θεατρικές σκηνές επενδύουν χρήματα, αποφασίζοντας ν’ ασχοληθούν με το απαιτητικό είδος του musical. Κλασικά ξένα έργα, ελληνικές παραγωγές υπερθεάματα, αλλά και παιδικά έργα, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους υψηλούς προϋπολογισμούς των ξένων παραγωγών, προσφέρουν στο κοινό ένα θέαμα λαϊκό, αλλά, ιδιαιτέρως, προσεγμένο. Έτσι, μετά από πολλά χρόνια, το ελληνικό musical δείχνει να περνά μια δεύτερη άνοιξη, μετά τη χρυσή δεκαετία 1975-1985.

Το musical, που έγινε το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος στην Ελλάδα του ’60, με τραγούδια τα οποία γίνονταν αμέσως επιτυχίες, επιδρούσε στη γενικότερη λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα υπέροχα χρώματα, τις μελωδίες, τον χορό, το συναίσθημα, τη φινέτσα και την τρέλα, εκφραζόταν μια αισιοδοξία για το μέλλον.

Όταν τα musicals άνθιζαν στο θέατρο, στα μέσα του ’70, οι εγχώριες ντίβες, ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ρένα Βλαχοπούλου η Σμαρούλα Γιούλη, η Νόνικα Γαληνέα και αργότερα η Μιμή Ντενίση. Κάθε παραγωγή τους ήταν εντυπωσιακότατη, όσο και δαπανηρή: μεγαλειώδη σκηνικά, πολυπληθείς θίασοι, δημοφιλείς πρωταγωνιστές, μεγάλα χορευτικά σύνολα, περούκες, υπέροχα κοστούμια.

Άλλωστε, τα musicals χαρακτηρίζονταν και χαρακτηρίζονται ακόμη, ως επί το πλείστον, από την πολλή χρυσόσκονη, συνδυάζοντας, με μοναδικό τρόπο, την πρόζα με το τραγούδι, τη ζωντανή ορχήστρα με το χορό, αλλά και την απόλυτη λάμψη.

Τα τελευταία χρόνια μια σταθερή αξία του είδους, αποδεικνύεται η έμπειρη σκηνοθέτης Θέμις Μαρσέλλου. Η ίδια φαίνεται να γνωρίζει, πλέον καλά την τέχνη της αφήγησης μιας μουσικής ιστορίας. Οι παραστάσεις της αναδεικνύουν με τον πιο πετυχημένο τρόπο, το χιούμορ, το πάθος, τον έρωτα και την συναισθηματική ένταση, μέσω τόσο του κείμενου, όσο και της μουσικής, της κίνησης και των ερμηνειών, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα ενιαίο σύνολο, από το οποίο καμία από τις τέχνες που περιλαμβάνει ένα musical, να μην ξεχωρίζει από την άλλη.

Έτσι, για φέτος, επέλεξε το «Mamma Mia»- που με έκανε να αισθανθώ πως πρέπει να το αγαπά πολύ- ένα από τα πιο επιτυχημένα και δημοφιλή musicals όλων των εποχών, που ανεβαίνει για πρώτη φορά από ελληνικό θίασο και μάλιστα τραγουδά στα ελληνικά τα διάσημα τραγούδια των ABBA, μην αφήνοντας, σε καμία στιγμή, το χαμόγελο να σβήσει από τα χείλη σου.

Το θεατρικό «Mamma Mia», που έχει κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο- στην χώρα μας είχε έρθει παλιότερα στο πλαίσιο παγκόσμιας περιοδείας στο θέατρο Badminton- και ανεβαίνει εδώ και δύο μήνες στο Θέατρο ΑΚΡΟΠΟΛ, απλά «τα σπάει».

Αρχικά «σπάει ταμεία» από πλευράς απήχησης, έπειτα από πλευράς πλούτου παραγωγής, σκηνοθεσίας, χορευτών, φωνών, σκηνικών του Μανόλη Παντελιδάκη, μουσικής και εξαιρετικών ερμηνειών. Όλοι οι συντελεστές θυμίζουν τα γρανάζια ενός καλοκαρδισμένου ρολογιού, που το ένα συνδέει το άλλο, όπως, αντίστοιχα, το ένα, έχει ανάγκη το άλλο για να λειτουργήσει. Επιπλέον, τους άξιους πρωταγωνιστές και τον θίασο, πλαισιώνει ζωντανή ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Ηλία Καλούδη.

Κατ’ εμέ, όμως, τα δύο σημαντικότερα ατού της παράστασης είναι η απόδοση κειμένου και στίχων της Θέμιδας Μαρσέλλου και η πρωταγωνίστρια Donna Sheridan, κατά κόσμον Δέσποινα Βανδή.

Ξεκινώντας από τους στίχους πιστεύω, πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη προσαρμογή για τα διαχρονικά τραγούδια των ABBA, τα οποία δεν έχασαν ούτε σε μία λέξη την δυναμική τους, την ελαφράδα τους και το κέφι τους. Η Θέμις Μαρσέλου, μοιάζει να εξελίσσεται συνεχώς στον τομέα του musical. Η μια της δουλειά είναι καλύτερη από την άλλη. Έχει ρυθμό, αίσθηση της ενέργειας, ενώ οι στίχοι της κρατούν το νόημα, δημιουργώντας μια γλυκιά ομοιοκαταληξία.

Και κάπου εκεί εμφανίζεται στην θεατρική σκηνή η Δέσποινα Βανδή, όπου, για μένα εδώ αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο της, μπαίνοντας, για πρώτη φορά, στον απαιτητικό χώρο του musical. Άλλωστε, η Δέσποινα Βανδή δεν είναι μόνο μια ωραία γυναίκα, μια τραγουδίστρια, μια τηλεοπτική «περσόνα», ένας άνθρωπος με άποψη και σωστά ελληνικά- έχω κι εγώ τα κολλήματά μου- αλλά είναι πολλά παραπάνω, τα οποία ξεκινούν από το πόσο «στρατιώτης» πρέπει να είναι στη ζωή της.

Για να υποδυθεί την Donna Sheridan έχει μελετήσει αρκετά και κοπιάσει πολύ. Φαίνεται πως σαν καλή μαθήτρια ακολούθησε τις συμβουλές της σκηνοθέτιδας-δασκάλας της και γυρνώντας στο σπίτι συνέχισε να διαβάζει τα μαθήματά της, για να τα καταφέρει. Μοιάζει με έναν άνθρωπο που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Είναι ένα πολυεργαλείο που τραγουδά-αναμενόμενο- χορεύει- αναμενόμενο- και υποδύεται τον ρόλο της, με εξαιρετική επιτυχία- καθόλου αναμενόμενο.

Δεν είναι διεκπεραιωτική, είναι αστεία, συγκινητική, δυναμική και αληθινή. Κατά τη γνώμη μου, η θεατρική σκηνή της ταιριάζει απόλυτα. Αν και βρίσκεται μέσα στη χρυσόσκονη του musical, εκείνη μοιάζει απαλλαγμένη από οτιδήποτε περιττό. Είναι γνήσια στο παίξιμό της και φαίνεται κατασταλαγμένη. Και γι’ αυτούς τους λόγους θα ήθελα να την ξαναδώ στο θέατρο, πιστεύοντας πως έχει μέλλον στην υποκριτική.

Δεν ξέρω, βέβαια, τι θα επιλέξει εκείνη για το καλλιτεχνικό μέλλον της, πάντως μπορώ να πω, πως είμαι πεπεισμένη, ό,τι αν είχε γεννηθεί στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, μια εποχή που δεν ζήσαμε, αλλά αγαπήσαμε, θα ερμήνευε, οπωσδήποτε, Μίμη Πλέσσα, ούσα, βασική και αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Γιάννη Δαλιανίδη.

Posted in See

Τα κορίτσια στη χώρα του «La La Land».

 

Εδώ και πάνω από ένα μήνα, ακούω γνώμες από διαφορετικούς ανθρώπους, για το υπερ-πολύχρωμο «La La Land», που άλλοι το χειροκροτούν εκστασιασμένοι και άλλοι το κατακεραυνώνουν.

Η φίλη μου, μάλιστα, Ανδρομάχη, επεσήμανε με έμφαση, πως από την αηδία, που της προκλήθηκε κατάπιε δύο malox σε μισή ώρα. Κάτι βέβαια που δεν με έριξε από τα σύννεφα του έναστρου, σινεμασκόπ ουρανού της ταινίας, μιας και γνωρίζω ότι ο ρομαντισμός δεν είναι το φόρτε της.

Στη δουλειά, πάλι, υπήρξε ενθουσιώδης αλαλαγμός, αν και δεν αποφύγαμε τα debate για την λογική ερμηνεία του finale- ποιος άφησε ποιον, ποιος έχει την ευθύνη, πως πράττουν οι άνδρες, πως οι γυναίκες…

Τέλος, έμαθα πως ο αγαπημένος φίλος Γιώργος, αποκάλεσε τον κουμπάρο του, ο οποίος βρήκε την ταινία βαρετή, «άνθρωπο του Νεάντερταλ».

Είναι λογικό, λοιπόν, βάσει των παραπάνω, καθώς και λόγω βραβείων, Χρυσών Σφαιρών και σίγουρης οσκαρικής επιτυχίας, να θελήσω να ζήσω κι εγώ, για λίγο, στη χώρα του «La La Land».

Έτσι, πήρα κι εγώ τη φίλη μου, τη Τζένη, και αφού προμηθευτήκαμε -σε σακούλες- όλα τα απαραίτητα φαγώσιμα, βολευτήκαμε στις θέσεις μας.

Και με το που ξεκίνησαν τα πρώτα καρέ της ταινίας, ο έρωτας υπήρξε κεραυνοβόλος. Η πρώτη σεκάνς ήταν ονειρική και μας καλωσόρισε, αμέσως, σε μια απίστευτη χώρα των θαυμάτων, όπου ένα κλασικό πρωινό μποτιλιάρισμα πάνω σε μία γέφυρα, μετατράπηκε σε μουσικοχορευτικό νούμερο, με την κάμερα να κινείται μέσα κι έξω από αυτοκίνητα κι ανάμεσα στους οδηγούς, σε ένα απίστευτο, καλοκουρδισμένο μονοπλάνο.

Σε αυτή τη μαγική, νοσταλγική χώρα, όλα τα κλισέ ήταν ζωντανά, οι εικόνες πολύχρωμες παστέλ, τα κορίτσια φορούσαν υπέροχα φορέματα και φανταστικά παπούτσια, το ζευγάρι τραγουδούσε και χόρευε μέσα στο συναίσθημα, τα vintage αυτοκίνητα άστραφταν, η jazz μουσική σε ταξίδευε, τα όνειρα ήταν γεμάτα αστερόσκονη και οι χτύποι από τις καρδιές των πρωταγωνιστών που ερωτεύονταν, έφταναν στ’ αυτιά μας.

Με το Tζενάκι, για 128 λεπτά, ζούσαμε την απόλυτη κινηματογραφική εμπειρία που έμοιαζε να είναι βουτηγμένη σε ζαχαρόπαστα. Βρισκόμασταν σε παροξυσμό ενθουσιασμού, παραληρώντας, καθώς τα μέλια από την ταινία μπερδεύονταν με τις πατάτες, τα κέτσαπ και τις μαγιονέζες που είχαμε στα χέρια μας.

Μέσα στο απόλυτο σκηνικό, οι δυο πρωταγωνιστές, που θύμιζαν ρετρό ζευγάρι, συναντήθηκαν στους λόφους του Hollywood και χόρεψαν με τις κλακέτες τους cheek-to-cheek, σαν τα παλιά ζευγάρια που βλέπαμε σ’ ένα σινεμά που έχει χρόνια σιωπήσει.

Εκείνος, ένας παλιομοδίτης άνδρας, με αλαζονική αυτοπεποίθηση, εκείνη, ένα γοητευτικό κορίτσι με τα πιο εκφραστικά, υγρά, ελαφίσια, τεράστια μάτια- που έμοιαζαν σαν να είναι ειδικά ζωγραφισμένα για κάποιο κοριτσίστικο καρτούν- μετατρέπονται στους τέλειους πρωταγωνιστές ενός στερεοτυπικού μιούζικαλ, που υμνεί τον έρωτα.

Και μαζί μ’ εκείνους γεννήθηκαν και σε εμάς όλα τα ασυμβίβαστα όνειρα που ξυπνούν, όταν παρακολουθείς μια ρομαντική ταινία. Σκέφτεσαι, τότε, πως όλα είναι εφικτά, ακόμα και το να γίνεις η ντάμα ενός ακαταμάχητου άνδρα, σ’ ένα αέναο χορευτικό.

Βλέποντας, μάλιστα, την σκηνή μέσα στο σινεμά, όπου ο Σεμπάστιαν ακουμπά αγχωμένα το χέρι της πρωταγωνίστριας για πρώτη φορά, μ’ έκανε να γυρίσω στη Τζένη και να της πω, γελώντας:

«Το Βασίλειο μου για…… ένα τέτοιο άγγιγμα, για ένα τέτοιο βλέμμα». Μια τόσο απλοϊκή, ροζ, κοριτσίστικη, αλλά και ταυτόχρονα, κανονική σκέψη.

Αν, λοιπόν, και στην περίπτωσή σου, το σενάριο του δικού σου έρωτα, φαίνεται να σου επιφυλάσσει ένα πικρό finale, εσύ μπορείς και οφείλεις να γράψεις ένα άλλο «Τhe End», όπως το επιθυμείς. Ακόμη και αν «φας τα μούτρα σου», ή ακόμη κι αν- όπως έλεγε το τραγούδι της Έμα Στόουν- «το νερό που έπεσες ήταν παγωμένο και φταρνίζεσαι μετά για έναν μήνα», αυτό που έχει σημασία είναι «να πεις πως όλο αυτό θα το έκανες ξανά», όσο τρελή και αν έμοιαζε η πράξη σου.

Οπότε, με κίνδυνο να γίνει έξαλλη η φίλη Ανδρομάχη και να την πιάσει ναυτία, θα πω πως ήταν μοιραίο. Μου συνέβη κυριολεκτικά με την πρώτη ματιά, σαν ένα «coup de foudre». Απλά Ξε- Τρε- Λα- Λά- θηκα!!!!

«The water was freezing,

she spent a month sneezing,

but said she would do it, again».

Posted in See

Περιμένοντας κάποιον να μας πει τη συνέχεια της ζωής μας.

Ποιος ορίζει τη ζωή μας; Υπάρχει ανθρώπινο πεπρωμένο; Τι μερίδιο προσωπικής ευθύνης έχουμε εμείς; Αυτές οι ατάκτως ειρημένες σκέψεις, μου γεννήθηκαν, πριν από λίγα βράδια, βγαίνοντας από το θέατρο Αλκμήνη ,όπου παρακολούθησα την παράσταση: «Ο Συγγραφέας σου Πέθανε».

Τελικά, λοιπόν, ποιος είναι αυτός που συγγράφει τη ζωή σου, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφυσικά; Ποιος είναι ο δημιουργός της; Είναι κάποιος άλλος, που «τα παν θωρά» ή μήπως είσαι εσύ ο σεναριογράφος;

Άλλωστε, ανέκαθεν υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν σίγουροι για τη ζωή τους γιατί μπορούν να τη «σχεδιάζουν» και άλλοι, πάλι, αποδέχονται τη μοίρα τους, όποια κι αν ήταν αυτή, σαν να πρόκειται για κάτι προσχεδιασμένο, που δεν αλλάζει και, τελικώς, κατευθύνει τον ανθρώπινο βίο.

Και κάπου εκεί εισβάλει το πρωτότυπο, εξαιρετικά δυνατό έργο, της Άσπας Καλλιάνη, «Ο Συγγραφέας σου Πέθανε», το οποίο ανάμεσα στις πολλές σκέψεις που μου γέννησε, κατάφερε, για μένα, να ταράξει τα νερά και ν’ αμφισβητήσει το αναπόφευκτο, το γραφτό των σπουδαίων ηρώων της παγκόσμιας δραματουργίας.

Συναντάμε, λοιπόν, δύο ήρωες που οι συγγραφείς τους, τους εγκατέλειψαν. Κι εκείνοι, μέσα στην απομόνωση τους, περιμένουν κλεισμένοι στο καβούκι τους, για μια διόρθωση από τους δημιουργούς, που θα τους τοποθετήσει ξανά στην εξέλιξη του έργου. Μένουν για πάντα πιστοί στον ρόλο τους, σε αυτά τα μόνα που γνωρίζουν, προβάρουν κάθε μέρα τα ίδια λόγια, τις ίδιες κινήσεις. Είναι φυλακισμένοι στο δικό τους σκηνικό, αλλά νιώθουν, φυσικά, ασφαλείς σε έναν μικρόκοσμο που γνωρίζουν καλά και έμαθαν να υπηρετούν. Ζουν, όπως κάποια μικρά πουλιά στα κλουβιά, που ακόμα και αν το πορτάκι μείνει ανοιχτό, δεν πετούν, από φόβο, μακριά στο άγνωστο. Δύο ήρωες ιδρυματοποιημένοι, περιμένουν καρτερικά την δικαίωση τους από τον συγγραφέα, ελπίζοντας σε μια συνέχεια.

Από τη μία, είναι η γοητευτική, εύθραυστη και διαταραγμένη Μπλανς Ντιμπουά- Ζέτα Δούκα, μία ξεπεσμένη αριστοκράτισσα του Νότου, αποζητά την μαγεία, που βρίσκεται διαρκώς σε αντίθεση με τον σκληρό ρεαλισμό της πραγματικότητας. Μοιάζει σαν ένα μικρό κορίτσι που αρνείται να μεγαλώσει και να αφήσει τις κούκλες του μέσα στο παλιό μπαούλο της σοφίτας.

Από την άλλη, ο συγκινητικός, φοβικός, πιστός υπηρέτης Φιρς- Σταύρος Ζαλμάς, από τον «Βυσσινόκηπο», του οποίου οι ιδιοκτήτες, παγιδευμένοι στη σύγχυση μιας μεταβατικής εποχής, αρνούνται να αποχαιρετίσουν οριστικά την ευμάρεια και την ανεμελιά και να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα, υποδεικνύοντας την αδυναμία των ανθρώπων, να κατανοήσουν τις όποιες αλλαγές συντελούνται.

Και κάπου εκεί, εμφανίζεται ο Γιάννης Βούρος ως Γκοντό, για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή, χτίζοντας άξια μια διεστραμμένη προσωπικότητα. Ο άγνωστος, φανταστικός ήρωας του Μπέκετ, που πάντα αναφέρεται, ως η υπερβατική φιγούρα η οποία θα σώσει τους ανθρώπους, αλλά, τελικώς, ποτέ δεν παρουσιάζεται, βρίσκεται πλέον ανάμεσα στους δύο ήρωες και επιθυμεί να κλέψει το ρόλο του δημιουργού.

Ίσως του τιμωρητικού Θεού (God), του διαβόλου, ή ακόμα και του συγγραφέα που κρατά στα χέρια, με την πένα του, τις τύχες των ηρώων. Φαίνεται να μην μπορεί ν’ αποδεχθεί την μη φυσική ύπαρξη του ως πρόσωπο και, πλέον, να μην αρκείται στην μεταφυσική διάστασή του. Αποφασίζει, λοιπόν, να παίξει με τις ζωές των ηρώων, να διαταράξει τα δεδομένα τους και να αποκτήσει ο ίδιος υπόσταση.

Σαν διοικητής του τόπου, θα φέρει τους δύο διαφορετικούς ήρωες, που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ μεταξύ τους, αντιμέτωπους με την αλήθεια της εγκατάλειψης από τους συγγραφείς τους. Μια εγκατάλειψη ικανή να οδηγήσει στην απόλυτη παραίτηση. Τον θάνατο.

Και όμως οι τρεις τους μοιάζει σαν να συναντούν το πεπρωμένο τους. Όπως κάποτε, ο Αισχύλος ήταν απόλυτα κατηγορηματικός για τον Αγαμέμνονα πως: «Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από ό,τι σου γράφει η μοίρα σου», έτσι και αυτοί, ακόμη και αν οι συγγραφείς τους έχουν πεθάνει, ακόμη και αν και ο διοικητής Γκοντό, αποφασίζει να δώσει εκείνος κίνηση στις μαριονέτες, μοιάζει ν’ ακολουθούν χωρίς να είναι σε θέση να αντιδράσουν, ό,τι τους ήταν γραμμένο εξ’ αρχής. Το ριζικό τους.

Ο Τσέχωφ, ο Ουίλιαμς και ο Μπεκετ, αν και νεκροί μπορεί ν’ αποφασίζουν αυτοί για το φινάλε. Κάπως σαν την Κλωθώ, που έκλωθε το νήμα της ζωής του ανθρώπου και καθόριζε τη χρονική διάρκεια του, τη Λάχεση, που διένειμε τα καλά και τα κακά και τη γερασμένη, κακόσχημη, θεότητα, την Άτροπο, που έκοβε με τα μυτερά της δόντια, αναπάντεχα, το νήμα της ζωής.

Ο Φιρς του Τσέχωφ στον «Βυσσινόκηπο», εγκαταλείπεται από όλους στο παλιό αρχοντικό και πεθαίνει μόνος, μέσα σε βαθιά ανέχεια, ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται και να σωριάζονται στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του. Και τώρα, όμως, στο νέο έργο, χωρίς κείμενο πια, δίπλα στην Μπλάνς, δεν ξεφεύγει από τη μοίρα του και πέφτει νεκρός.

Αλλά και η ταλαιπωρημένη ψυχοσύνθεση της Μπλανς, του Τ. Ουίλιαμς, στο «Λεωφορείο ο Πόθος», ακροβατεί ανάμεσα στην λογική και την παράνοια, η οποία έπειτα από μια άγρια νύχτα ζωώδους συνουσίας με τον Στάνλεϊ, την οδηγεί στο ψυχιατρείο. Έτσι και η χωρίς κείμενο Μπλάνς, καταρρέει συναισθηματικά και ψυχικά στο τέλος, προκαλώντας τη συμπόνια, όπως και η αυθεντική ηρωίδα.

Και τέλος ο Γκοντό, της Άσπας Καλλιάνη, χάνεται τελικά, χωρίς να καταφέρει να αλλάξει το τέλος και να ξαναγράψει την ιστορία. Αποδεικνύεται αδύναμος να σώσει τον ίδιο του τον εαυτό και την άσκοπη ζωή του. Καταστρέφεται και ο ίδιος στην προσπάθειά του να καταστρέψει τους δύο ήρωες. Μοιάζει να τιμωρείται για την ύβρη που διέπραξε απέναντι στους δημιουργούς.

Δεν ξέρω, βέβαια, αν «από τη μοίρα του κανένας δεν ξεφεύγει», όπως υποστήριζε ο Δημοσθένης. Η Μπλανς και ο Φιρς, σίγουρα, δεν ξέφυγαν. Έπαιξαν τους αυθεντικούς ρόλους τους μέχρι τέλους, χωρίς, μάλιστα, να έχουν στα χέρια τους τα κείμενα των έργων. Ήταν συνεπείς και αληθινοί. Φαντάστηκαν τις σελίδες που έλειπαν και τις απέδωσαν με πίστη στους ήρωες, τιμώντας τους συγγραφείς τους. Είχαν το δικαίωμα της επιλογής και όμως επέλεξαν να ακολουθήσουν τον μονόδρομο, που θα οδηγούσε στο φινάλε, το οποίο χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν, ήταν προδιαγεγραμμένο να ερμηνεύσουν.

 

 

 

 

 

 

Posted in See

Οι Λατίνοι, υποστήριζαν με πάθος πως «Οι ερωτευμένοι είναι άφρονες». Σήμερα, αυτή η διαχρονική, μανιασμένη τρέλα του έρωτα, ζει στην Οδό Κυκλάδων.

Αρκούν σαράντα λεπτά για να περιγράψουν τον έρωτα, να τον εξυμνήσουν, να τον αναδείξουν και να τον μεταδώσουν στο κοινό, που αφουγκράζεται με κομμένη την ανάσα την κάθε λέξη, την κάθε κίνηση;

Κι όμως αρκούν, αν αυτοί που βρίσκονται επί σκηνής και ακροβατούν πάνω στην τετράγωνη κατασκευή, που αποτελεί τον μικρόκοσμό τους, είναι η Στεφανία Γουλιώτη και ο Αργύρης Πανταζάρας, οι οποίοι προσπαθούν να δώσουν ζωή στην πιο περίπλοκη περιοχή της ανθρώπινης φύσης, τον έρωτα.

Πέντε αποσπάσματα από σονέτα του Shakespeare με τον τίτλο «AmorS» ζωντανεύουν από τους δύο πρωταγωνιστές, που μοιάζουν να βιώνουν την απόλυτη σαρκική και συναισθηματική ένωση, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων

Χωρίς καμία υπερβολή, χωρίς κοστούμια και σκηνογραφία, αλλά με τα ίδια τους τα κορμιά και τον υπέροχο λυρικό λόγο, δημιουργούν ένα αριστουργηματικό «Όλον». Το απόλυτο σύνολο.

Η Στεφανία Γουλιώτη, απλά σπαραχτική. Με ένα ηχόχρωμα φωνής, ένα μέτρο, με υποκριτική αλλά και ανθρώπινη ωριμότητα, μία εσωτερική ένταση και μια κίνηση αιλουροειδούς, αγγίζει τα κείμενα με σεβασμό και μετατρέπεται σε όχημα μεταφοράς συναισθηματικών δονήσεων.

Ο Αργύρης Πανταζάρας, πιο συναισθηματικός απ’ ό,τι τον έχουμε συνηθίσει, ρυθμίζει τους παλμούς του και βιώνει τον έρωτα με ευαισθησία και συστολή, σαν άνδρας που ακολουθεί μαγεμένος τον έρωτα μιας λύκαινας.

Αυτά τα λεπτά, που υπερτονίζουν πόσο κοντά είναι ο έρωτας με τον πόλεμο, έχουν πλαισιωθεί μοναδικά από την χορογραφημένη κίνηση των Rootless Root και της Λίντας Καπετανέα, φέρνοντας τους δύο ηθοποιούς συνέχεια σε επαφή.

Τα σώματα των δύο, έμοιαζαν να πάλλονται σε μια ερωτική πράξη, σε έναν πολεμικό χορό, σε μια μάχη επικράτησης του ισχυρού. Οι κινήσεις τους είχαν μια πλαστικότητα, που μου θύμισε τις κινήσεις ενός καλλιτέχνη, όταν δημιουργεί με πηλό και πλάθει από το χώμα σχήματα και μορφές, οι οποίες μεταλάσσονται, καθώς τα χέρια του αγγίζουν την πρώτη ύλη.

Κι εκει κοντά στον αγγειοπλάστη, τον δημιουργό της ζωής, κοντά στους στίχους του Shakespeare, θυμήθηκα την Μάρω Βαμβουνάκη. «Ο έρωτας χτίζεται απ’ το άκτιστο, πως πραγματώνεται από το εξωπραγματικό, ισορροπεί πάνω απ’ το χάος, σε κινούμενη άμμο περπατά, καθρεφτίζει πρόσωπο στο κάτοπτρο της έλλειψης του». Έτσι κάπως ένιωσα σαράντα λεπτά, παρακολουθώντας μαγνητισμένη.

Posted in See