
Η Μπέιμπι Τζέιν ζει για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή, τρομάζοντας τη θεατρική Αθήνα, με ένα κορυφαίο έργο γυναικείας εκδικητικότητας και κακίας. Κι εγώ μέσω αυτής, χθες βράδυ στο θέατρο Σφενδόνη, βίωσα την ξεχωριστή εμπειρία ενός θρίλερ που σε κρατά μονίμως σε αγωνία και ένταση. Το συναίσθημα του σφιξίματος στο στομάχι μου από φόβο μου ήταν γνώριμο παρακολουθώντας, κατά καιρούς, αντίστοιχης θεματολογίας ταινίες σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα. Το να νιώθω όμως ταραχή παρακολουθώντας μια θεατρική παράσταση μου είχε συμβεί μόνο μία φορά.
Η πρώτη φορά που είχα αισθανθεί φόβο ήταν το 1993, όταν ήμουν ακόμη μαθήτρια, με τη μυστηριώδη «Γυναίκα με τα μαύρα» του Αλέκου Αλεξανδράκη και του Δάνη Κατρανίδη. Χθες, όμως, στο θέατρο Σφενδόνη έζησα κάτι διαφορετικό. Την «συναισθηματική διάδραση», μια αυθαίρετη έννοια, που μου γεννήθηκε σαν σκέψη μετά το τέλος της παράστασης. Το κύριο χαρακτηριστικό της έννοιας αυτής είναι η αμφίδρομη σχέση επιρροής μεταξύ των ηθοποιών και των θεατών, σε αντίθεση με τη μονόδρομη σχέση που προκαλεί μια ταινία στο σινεμά.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, μου πέρασε τουλάχιστον δύο φορές από το μυαλό να σταματήσω την Μπέιμπι Τζέιν- Ρούλα Πατεράκη, να φωνάξω «βοήθεια!», να ανέβω στο υπνοδωμάτιο και να σώσω την Μπλανς Χάτσον- Ρένη Πιττακή που υπέφερε φρικτά μπροστά μου. Αισθανόμουν πως το διάστημα ανάμεσα σε μένα και τους ηθοποιούς είχε εκμηδενιστεί, καθώς τα γεγονότα διαδραματίζονταν σε απόσταση αναπνοής από τη θέση που βρισκόμουν. Η επιλογή του θεάτρου, της σκηνοθεσίας, του σκηνικού, των κοστουμιών, του μακιγιάζ, της μουσικής και φυσικά των ηθοποιών ήταν τόσο ακριβής, που ένιωθα σαν να μου είχε, μόλις, αποκαλυφθεί ένα ένοχο μυστικό, ένα φάντασμα το οποίο κρυβόταν, επιμελώς, στο διπλανό σπίτι που γειτονεύει με το δικό μου.
Την θρυλική ταινία του Ρόμπερτ Όλντριτς «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» του 1962, που ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ και σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία δεν την έχω δει. Πλέον, όμως, ξέρω πως θα την αναζητήσω τις επόμενες ημέρες, για να προσπαθήσω ν’ ανακαλύψω, πίσω από τις ατάκες, το ειλικρινές μίσος που έτρεφαν μεταξύ τους οι δύο διάσημες πρωταγωνίστριες. Η Μπέτι Ντέιβις, άλλωστε, δέχτηκε να συμπρωταγωνιστήσει με την αντίπαλο της Τζόαν Κρόφορντ στην ταινία, καταπνίγοντας τον εγωισμό της. Φυσικά οι δημιουργοί της ταινίας εκμεταλλεύτηκαν, εντέχνως, τις φήμες της εποχής γύρω από την έχθρα των δύο ηθοποιών, δίνοντας της μια ξεχωριστή διάσταση.
Ως προς την θεατρική Μπέιμπι Τζέιν, κάπου εκεί προστίθεται και η συμβολή της εταιρίας «Λυκόφως» που σε επίπεδο παραγωγής αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως ξέρει να κάνει πρωταθλητισμό, έχοντας παράξει τα τελευταία χρόνια μερικές από τις αγαπημένες μου παραστάσεις, όπως: τον «Φάουστ», την «Κατερίνα» και το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε». Μόλις φέτος τον Σεπτέμβριο, λοιπόν, απελευθερώθηκαν τα δικαιώματα της θεατρικής διασκευής του μυθιστορήματος και του σεναρίου της ταινίας, από τον συγγραφέα Χένρυ Φάρελ, κι έτσι για πρώτη φορά παρακολουθούμε ένα έργο υψηλής αισθητικής και σπουδαίας υποκριτικής μαεστρίας πριν, μάλιστα, από τις αντίστοιχες πρεμιέρες του έργου στο Λονδίνο και την Αμερική.
Στο έργο- ψυχολογικό θρίλερ, οι δύο πρωταγωνίστριες έπειθαν απολύτως ως δύο ηλικιωμένες αδερφές, πρώην σταρ της αμερικανικής showbiz. Η αυταρχική και διαταραγμένη Τζέιν Χάντσον-Ρούλα Πατεράκη, ένα πρώην παιδί-θαύμα που χάθηκε πρόωρα και η αδελφή της, ιέρεια του Χόλυγουντ Μπλανς Χάντσον- Ρένη Πιττακή, η οποία είδε το λαμπερό της άστρο να σβήνει ύστερα από ένα μυστηριώδες τροχαίο που της προκάλεσε αναπηρία. Πρέπει να επισημάνω, πως η Ρένη Πιττακή εκπέμπει ακόμη τον ίδιο μαγνητισμό με εκείνον που ένιωσα όταν την πρωτοείδα ως Βιρτζίνια Γουλφ στο Θέατρο Τέχνης πριν περίπου είκοσι χρόνια.
Για τις δύο αδερφές η παρακμή ζει και βασιλεύει μέσα στο παρηκμασμένο σπίτι τους, καθώς η θλιβερή Τζέιν, εκτρέπεται σε ένα φρικτό σαδιστικό παιχνίδι, σε σημείο τέτοιο που με έκανε να αναρωτιέμαι για την σωματική αντοχή των δύο ηθοποιών.
Και μετά από όλο αυτόν τον αλληλοσπαραγμό έρχεται το τέλος. Η κάθαρση τους. Έτσι όπως το χιόνι έπεφτε από ψηλά στα πρόσωπα τους, ένιωσα πως οι δύο γυναίκες λυτρώθηκαν, αυτομάτως, από τα δεσμά του παρελθόντος, από τα οικογενειακά συμπλέγματα και από τους ίδιους τους τους εαυτούς που τις κρατούσαν φυλακισμένες.
Κι όταν τα φώτα έσβησαν σκέφτηκα πως αυτές οι δύο ισοπεδωμένες αδερφές, η Τζέιν και η Μπλανς, η Ρούλα και η Ρένη, είχαν σωθεί μια για πάντα από την παραφροσύνη που έζησαν. Έμοιαζαν, καθώς υποκλίνονταν στο θερμό χειροκρότημα του κοινού, να αισθάνονται δικαιωμένες. Πρόσεξα, μάλιστα, πως η Ρούλα Πατεράκη τράβηξε με χαριτωμένη παιδικότητα το χέρι της Ρένης Πιττακή για να ξαναβγούν στη σκηνή απολαμβάνοντας τα χειροκροτήματα. Στο τέλος της έκλεισε το μάτι με μια γλυκιά αθωότητα, σαν να της έλεγε: «τα καταφέραμε!». Κι όντως τα είχαν καταφέρει. Η Τζέιν και η Μπλανς μπόρεσαν, ολοκληρώνοντας το θεοσκότεινο ταξίδι της ύπαρξης τους, να υποκλιθούν μαζί στο κοινό. Κάτι που σίγουρα θα επιθυμούσαν, ενδόμυχα, σε όλη την κατεστραμμένη ζωή τους. Οι δύο σπουδαίες Ελληνίδες ηθοποιοί κατάφεραν να φέρουν στο τέλος του έργου τις δύο πληγωμένες αδερφές κοντά. Κάτι που δεν κατάφεραν ποτέ η Μπέτι Ντέιβις και η Τζόαν Κρόφορντ…