Όταν ο Άμλετ φόρεσε το παλτό του νεκρού πατέρα του.

Υπάρχουν κάποια έργα κλασικά, τα οποία βλέπω και ξαναβλέπω μέσα στα χρόνια που παρακολουθώ θέατρο, με πολύ διαφορετικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις. Όταν παρακολουθώ τέτοια έργα, το αγαπημένο μου παιχνίδι, εφόσον για μένα δεν υπάρχει το ξάφνιασμα της υπόθεσης, το οποίο προκύπτει σε ένα έργο που παρακολουθώ για πρώτη φορά, είναι να ανακαλύπτω κάθε φορά τι κρύβεται πίσω από τα κείμενα των διάσημων συγγραφέων. Και στο παιχνίδι αυτό, τους κανόνες τους ορίζει ο εκάστοτε σκηνοθέτης.

Πριν από λίγες ημέρες, μετά από επιμονή ενός αγαπημένου φίλου, βρεθήκαμε στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά, για να δούμε τον Άμλετ με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη, τον οποίο για πρώτη φορά θα έβλεπα στο θέατρο.

Είχα ακούσει πολλά κολακευτικά σχόλια για την υποκριτική του δεινότητα και όντως η ερμηνεία του, ως βασανισμένος πρίγκιπας της Δανίας, ήταν γοητευτική, χωρίς όμως να μου μεταφέρει απόλυτα την ψυχική ταραχή, που εκείνος βίωνε σε ένα κόσμο χωρίς νόημα. Είμαι σίγουρη, πάντως, πως θα ήθελα σύντομα να τον ξαναδώ σε έναν ακόμη ρόλο, σε ένα ακόμη έργο.

Η πιο έντονη και δυνατή σκηνή της παράστασης ήταν, για μένα, όταν ο Άμλετ συνάντησε το φάντασμα του νεκρού πατέρα του, όπου ο Ιερώνυμος Καλετσάνος θύμιζε πλάσμα μη ανθρώπινο, τραγικό, απόλυτα δυστυχισμένο, που δεν μπορεί να βρει γαλήνη, όντας χτυπημένο από έναν άδικο φόνο. Η στιγμή, μάλιστα, που ο Άμλετ φόρεσε το παλτό του νεκρού, ήταν ανατριχιαστική και γεμάτη συμβολισμούς.

Κατά τη διάρκεια, όμως, του υπόλοιπου έργου, σκεφτόμουν τι ήταν αυτό που με συγκινούσε, βλέποντας από το θεωρείο, του υπέροχου θεάτρου, την σκηνή, πέρα από τις καλές ερμηνευτικές στιγμες. Σκεπτόμενη, βέβαια, πως ο Άμλετ είναι ένα έργο που προσφέρεται για αρκετές ερμηνείες, μπορώ να πω πως η προσέγγιση του Γιάννη Κακλέα, ήταν «καθαρή» και αρκετά πειστική. Είχε μελετημένες στιγμές, αν και κάπως στυλιζαρισμένες.

Τι ήταν όμως, αυτό, που κέρδισε το μυαλό μου και μετέφερε την όποια ένταση στην ψυχή μου; Ήταν, λοιπόν, οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου και η απόλυτα ταιριαστή μουσική του Σταύρου Γασπαράτου.

Αυτοί οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές, σε συνδυασμό με τα σκηνικά, δημιούργησαν και ανέδειξαν με άρτιο τρόπο την κοσμική και την απόκοσμη διάσταση στο έργο του Σαίξπηρ, ταιριάζοντας μοναδικά με την μνημειώδη σαιξπηρική υπαρξιακή φράση «να ζει κανείς ή να μη ζει;».

Posted in See

Τι απέγιναν τα κρυμμένα οικογενειακά συμπλέγματα της Μπέιμπι Τζέιν που θέλησαν να ελευθερωθούν;

Η Μπέιμπι Τζέιν ζει για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή, τρομάζοντας τη θεατρική Αθήνα, με ένα κορυφαίο έργο γυναικείας εκδικητικότητας και κακίας. Κι εγώ μέσω αυτής, χθες βράδυ στο θέατρο Σφενδόνη, βίωσα την ξεχωριστή εμπειρία ενός θρίλερ που σε κρατά μονίμως σε αγωνία και ένταση. Το συναίσθημα του σφιξίματος στο στομάχι μου από φόβο μου ήταν γνώριμο παρακολουθώντας, κατά καιρούς, αντίστοιχης θεματολογίας ταινίες σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα. Το να νιώθω όμως ταραχή παρακολουθώντας μια θεατρική παράσταση μου είχε συμβεί μόνο μία φορά.

Η πρώτη φορά που είχα αισθανθεί φόβο ήταν το 1993, όταν ήμουν ακόμη μαθήτρια, με τη μυστηριώδη «Γυναίκα με τα μαύρα» του Αλέκου Αλεξανδράκη και του Δάνη Κατρανίδη. Χθες, όμως, στο θέατρο Σφενδόνη έζησα κάτι διαφορετικό. Την «συναισθηματική διάδραση», μια αυθαίρετη έννοια, που μου γεννήθηκε σαν σκέψη μετά το τέλος της παράστασης. Το κύριο χαρακτηριστικό της έννοιας αυτής είναι η αμφίδρομη σχέση επιρροής μεταξύ των ηθοποιών και των θεατών, σε αντίθεση με τη μονόδρομη σχέση που προκαλεί μια ταινία στο σινεμά.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, μου πέρασε τουλάχιστον δύο φορές από το μυαλό να σταματήσω την Μπέιμπι Τζέιν- Ρούλα Πατεράκη, να φωνάξω «βοήθεια!», να ανέβω στο υπνοδωμάτιο και να σώσω την Μπλανς Χάτσον- Ρένη Πιττακή που υπέφερε φρικτά μπροστά μου. Αισθανόμουν πως το διάστημα ανάμεσα σε μένα και τους ηθοποιούς είχε εκμηδενιστεί, καθώς τα γεγονότα διαδραματίζονταν σε απόσταση αναπνοής από τη θέση που βρισκόμουν. Η επιλογή του θεάτρου, της σκηνοθεσίας, του σκηνικού, των κοστουμιών, του μακιγιάζ, της μουσικής και φυσικά των ηθοποιών ήταν τόσο ακριβής, που ένιωθα σαν να μου είχε, μόλις, αποκαλυφθεί ένα ένοχο μυστικό, ένα φάντασμα το οποίο κρυβόταν, επιμελώς, στο διπλανό σπίτι που γειτονεύει με το δικό μου.

Την θρυλική ταινία του Ρόμπερτ Όλντριτς «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» του 1962, που ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ και σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία δεν την έχω δει. Πλέον, όμως, ξέρω πως θα την αναζητήσω τις επόμενες ημέρες, για να προσπαθήσω ν’ ανακαλύψω, πίσω από τις ατάκες, το ειλικρινές μίσος που έτρεφαν μεταξύ τους οι δύο διάσημες πρωταγωνίστριες. Η Μπέτι Ντέιβις, άλλωστε, δέχτηκε να συμπρωταγωνιστήσει με την αντίπαλο της Τζόαν Κρόφορντ στην ταινία, καταπνίγοντας τον εγωισμό της. Φυσικά οι δημιουργοί της ταινίας εκμεταλλεύτηκαν, εντέχνως, τις φήμες της εποχής γύρω από την έχθρα των δύο ηθοποιών, δίνοντας της μια ξεχωριστή διάσταση.

Ως προς την θεατρική Μπέιμπι Τζέιν, κάπου εκεί προστίθεται και η συμβολή της εταιρίας «Λυκόφως» που σε επίπεδο παραγωγής αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως ξέρει να κάνει πρωταθλητισμό, έχοντας παράξει τα τελευταία χρόνια μερικές από τις αγαπημένες μου παραστάσεις, όπως: τον «Φάουστ», την «Κατερίνα» και το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε». Μόλις φέτος τον Σεπτέμβριο, λοιπόν, απελευθερώθηκαν τα δικαιώματα της θεατρικής διασκευής του μυθιστορήματος και του σεναρίου της ταινίας, από τον συγγραφέα Χένρυ Φάρελ, κι έτσι για πρώτη φορά παρακολουθούμε ένα έργο υψηλής αισθητικής και σπουδαίας υποκριτικής μαεστρίας πριν, μάλιστα, από τις αντίστοιχες πρεμιέρες του έργου στο Λονδίνο και την Αμερική.

Στο έργο- ψυχολογικό θρίλερ,  οι δύο πρωταγωνίστριες έπειθαν απολύτως ως δύο ηλικιωμένες αδερφές, πρώην σταρ της αμερικανικής showbiz. Η αυταρχική και διαταραγμένη Τζέιν Χάντσον-Ρούλα Πατεράκη, ένα πρώην παιδί-θαύμα που χάθηκε πρόωρα και η αδελφή της, ιέρεια του Χόλυγουντ Μπλανς Χάντσον- Ρένη Πιττακή, η οποία είδε το λαμπερό της άστρο να σβήνει ύστερα από ένα μυστηριώδες τροχαίο που της προκάλεσε αναπηρία. Πρέπει να επισημάνω, πως η Ρένη Πιττακή εκπέμπει ακόμη τον ίδιο μαγνητισμό με εκείνον που ένιωσα όταν την πρωτοείδα ως Βιρτζίνια Γουλφ στο Θέατρο Τέχνης πριν περίπου είκοσι χρόνια.

Για τις δύο αδερφές η παρακμή ζει και βασιλεύει μέσα στο παρηκμασμένο σπίτι τους, καθώς η θλιβερή Τζέιν, εκτρέπεται σε ένα φρικτό σαδιστικό παιχνίδι, σε σημείο τέτοιο που με έκανε να αναρωτιέμαι για την σωματική αντοχή των δύο ηθοποιών.

Και μετά από όλο αυτόν τον αλληλοσπαραγμό έρχεται το τέλος. Η κάθαρση τους. Έτσι όπως το χιόνι έπεφτε από ψηλά στα πρόσωπα τους, ένιωσα πως οι δύο γυναίκες λυτρώθηκαν, αυτομάτως, από τα δεσμά του παρελθόντος, από τα οικογενειακά συμπλέγματα και από τους ίδιους τους τους εαυτούς που τις κρατούσαν φυλακισμένες.

Κι όταν τα φώτα έσβησαν σκέφτηκα πως αυτές οι δύο ισοπεδωμένες αδερφές, η Τζέιν και η Μπλανς, η Ρούλα και η Ρένη, είχαν σωθεί  μια για πάντα από την παραφροσύνη που έζησαν. Έμοιαζαν, καθώς υποκλίνονταν στο θερμό χειροκρότημα του κοινού, να αισθάνονται δικαιωμένες. Πρόσεξα, μάλιστα, πως η Ρούλα Πατεράκη τράβηξε με χαριτωμένη παιδικότητα το χέρι της Ρένης Πιττακή για να ξαναβγούν στη σκηνή απολαμβάνοντας τα χειροκροτήματα. Στο τέλος της έκλεισε το μάτι με μια γλυκιά αθωότητα, σαν να της έλεγε: «τα καταφέραμε!». Κι όντως τα είχαν καταφέρει. Η Τζέιν και η Μπλανς μπόρεσαν, ολοκληρώνοντας το θεοσκότεινο ταξίδι της ύπαρξης τους, να υποκλιθούν μαζί στο κοινό. Κάτι που σίγουρα θα επιθυμούσαν, ενδόμυχα, σε όλη την κατεστραμμένη ζωή τους. Οι δύο σπουδαίες Ελληνίδες ηθοποιοί κατάφεραν να φέρουν στο τέλος του έργου τις δύο πληγωμένες αδερφές κοντά. Κάτι που δεν κατάφεραν ποτέ η Μπέτι Ντέιβις και η Τζόαν Κρόφορντ…

Posted in See

Πόσο βαθιά μέσα μας βρίσκεται το κλειδί της χρυσής κλειδαρότρυπας;

Όταν ήμουν μικρή είχα την τύχη η μητέρα μου να με πηγαίνει συχνά στο θέατρο ΠΟΡΤΑ, όπου παρακολουθούσα στην αρχή με περιέργεια και αργότερα με δέος τις παραστάσεις της Ξένιας Καλογεροπούλου.

Θυμάμαι ακόμα και τώρα την παράσταση του «Οδυσσεβάχ», που μεταξύ άλλων με οδήγησε στο συμπέρασμα, πως ο Οδυσσέας είναι ο πιο σπουδαίος- γοητευτικός άνδρας όλων των εποχών.

Λίγο αργότερα έγραψα την πρώτη μου θεατρική κριτική στην εφημερίδα της Πέμπτης Δημοτικού «Ελεύθερη Σκέψη», που αφορούσε στην παράσταση «ο Μιχάλης ο Σφυρίχτρας».

Ως παιδάκι, επιπλέον, άρχισα να παίζω σε παραστάσεις από την Τρίτη Δημοτικού, αρχικά στις διακοπές μου και αμέσως μετά σε μια υπέροχη –και για πάντα ξεχωριστή στην καρδιά μου- ερασιτεχνική ομάδα, της οποίας η σκηνοθέτης Λένα Γεωργιάδου μας γνώρισε τον Μπρεχτ και τον «Κυκλο με την Κιμωλία», σε διασκευή για παιδιά, στην ηλικία των 8 ετών.

Αποτέλεσμα όλης αυτής της περιφερειακής αλλά ουσιαστικής ενασχόλησης μου με το θέατρο, ήταν να συγκαταλέγω επισήμως τον εαυτό μου στο θεατρόφιλο -φανατικό- κοινό.

Πλέον, αν και έχω μεγαλώσει, εξακολουθώ να αγαπώ πολύ το παιδικό θέατρο και όποτε μπορώ, παίρνω μαζί μου κάποιες φορές -ίσως για να έχω και ένα άλλοθι- και άλλες φορές «ψιλοσέρνω»- καθότι είναι και εννιάχρονο αγόρι- τον ανιψιό μου.

Έτσι, μέσα στις γιορτές βρεθήκαμε τα δυο μας στο θέατρο OLVIO για να παρακολουθήσουμε την παράσταση μουσικού θεάτρου «O Ζητιάνος και η Χρυσή Κλειδαρότρυπα», που βασίζεται στο ομότιτλο παραμύθι της Μαριβίτας Γραμματικάκη, το οποίο διδάσκεται, ως πρότυπο κλασικού παραμυθιού, στην Παιδαγωγική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και όντως είναι κλασικό και ταυτοχρόνως ένα σύγχρονο παραμύθι με όμορφα νοήματα γύρω από το ταξίδι αυτογνωσίας, το οποίο καταλήγει στην κάθαρση.

Πάνω στην σκηνή, τραγουδιστές, χορευτές και ηθοποιοί, υπό την ευρηματική σκηνοθετική επιμέλεια της -δικής μας- Λένας Γεωργιάδου και τέσσερις εξαιρετικοί μουσικοί με ενορχηστρωτή τον Γιώργο Περιστέρη, δίνουν ρυθμό, μελωδίες, κίνηση, χρώμα, χαρακτήρα, συναίσθημα και ζωντανεύουν τo παραμυθένιο-παραμύθι που μοιάζει με παλιά ιστορία, η οποία μας συντροφεύει από τα δικά μας παιδικά χρόνια.

Το έργο μιλά για μια παράξενη χρυσή κλειδαρότρυπα, όπου οι άνθρωποι έβλεπαν μέσα από αυτήν για λίγα μόνο λεπτά τα όνειρά τους. Σε αυτή την κλειδαρότρυπα είδε κι ένας ζητιάνος τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Έτσι αποφάσισε να βρει το κλειδί που θα την άνοιγε. Πήγε στον άρχοντα της πολιτείας και του ζήτησε το κλειδί. Ο άρχοντας, όμως, του απάντησε, πως για να πάρει το κλειδί, πρέπει πρώτα να περάσει από τρεις δύσκολες δοκιμασίες. Μετά από πολύ αγώνα ο ζητιάνος κατάφερε και τις πέρασε όλες με επιτυχία. Μέσα από την προσπάθειά του, έμαθε να βλέπει πίσω από αυτά που φαίνονται, να ακούει πίσω από αυτά που ακούγονται, μα πάνω απ’ όλα, έμαθε να αγαπάει. Το κλειδί της χρυσής κλειδαρότρυπας το είχε ήδη αποκτήσει και δε χρειάστηκε να του το δώσει κανείς…Κι εκεί κάπου έπεφτε η αυλαία.

Όμως, το παραμύθι στο θέατρο OLVIO δεν τελείωσε στην σκηνή, αλλά ταξίδεψε και στις θέσεις των μικρών θεατών. Λίγο πριν μπω στην αίθουσα παρατήρησα μια ομάδα παιδιών δίπλα μου, που αδημονούσαν να παρακολουθήσουν το έργο. Συνοδεύονταν από κάποιες νέες γυναίκες που μιλούσαν Αγγλικά.Τα παιδάκια αυτά υπέθεσα πως μιλούσαν μεταξύ τους Αραβικά. Αναρωτήθηκα πως θα καταλάβαιναν το παραμύθι…

Κι όμως το κατάλαβαν και χειροκρότησαν στο τέλος της παράστασης με ενθουσιασμό. Βγαίνοντας έξω ρώτησα και έμαθα πως τα παιδιά αυτά ήταν προσφυγόπουλα που ζουν στον Ελαιώνα και έρχονται -φιλοξενούμενα από το θέατρο- με τις συνοδούς τους, για να παρακολουθήσουν την παιδική μουσική παράσταση.

Δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε αυτήν την όμορφη ιδέα, αλλά είμαι σίγουρη πως αν εκείνα τα παιδιά κοιτάξουν μέσα στην χρυσή κλειδαρότρυπα, θα δούν σίγουρα ανάμεσα στα όνειρα τους, τους συντελεστές αυτής της παράστασης που τους θύμησαν με τον πιο γλυκό τρόπο, πως το χρυσό κλειδί της ευτυχίας το έχει ο καθένας μέσα του και μπορεί να το αποκτήσει, ακόμα κι αν το ταξίδι του περνάει μέσα από τον Ελαιώνα.

Posted in See

Η «Κατερίνα» ζωντανεύει για τρίτη χρονιά στη σκηνή και ξυπνά τις «Κατερίνες» μέσα μας.

Η «Κατερίνα» του Πέτρου, του Τάσου, της Λένας, του Λόλεκ, του Γιώργου, της διπλανής πόρτας, του ίδιου δωματίου με σένα. Η «Κατερίνα» υπάρχει παντού. Υπάρχει γύρω μας, μέσα μας και πρέπει να το αποδεχθούμε. Να αποδεχθούμε τον «αχινό, που συνεχώς ζητάει φαγητό», όπως τραγουδάει επί σκηνής ο Λόλεκ, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.

Αν και πέρασαν ήδη τρία χρόνια θεατρικής ζωής της, η «Κατερίνα» δεν έχει μεγαλώσει καθόλου. Μοιάζει με ένα σκανταλιάρικο παιδί. Ακόμη και τώρα φοράει το ίδιο λουλουδάτο φόρεμα, που επισημαίνει την αέναη παιδικότητα της. Ακόμη και τώρα χαίρεται με τα ίδια απλά πράγματα. Ακόμη και τώρα σκοτεινιάζει, όταν η νύχτα πέφτει στην ψυχή της.

Την παράσταση «Κατερίνα» του Γιώργου Νανούρη την είδα πριν από λίγες μέρες για τρίτη φορά. Τώρα πλέον σε ένα μεγαλύτερο θέατρο. Στο θέατρο Βασιλάκου. Λίγο πριν την παρακολουθήσω, σκεφτόμουν αν η απόσταση από τη σκηνή θα με απομάκρυνε από το συναίσθημα. Κι όμως, βίωσα μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Αυτή που γεννήθηκε από τις μεγαλειώδεις σκιές. Τις σκιές που υπήρχαν και παλιότερα, αλλά τώρα μεγάλωσαν, απέκτησαν όγκο και έπνιγαν κι άλλο την Κατερίνα. Και έφταναν μέχρι και τους τελευταίους θεατές.

Και ο Γιώργος Νανούρης απέναντί της, δίπλα της, έκανε σχήματα με τον φακό του τις σκιές στον τσιμεντένιο τοίχο και η σκηνή γέμιζε φανταστικούς πρωταγωνιστές, όπως ακριβώς ζούσαν αυτοί μέσα στην ψυχή και το μυαλό της διπολικής Κατερίνας.

Κοιτούσα αναστατωμένη τις σκιές και σκεφτόμουν τις όποιες δικές μου σκιές. Σκεφτόμουν τις σκιές των διπλανών μου. Σκεφτόμουν αν μπορούμε να μιλήσουμε γι’αυτές. Να τις κοιτάξουμε κατάματα. Να τις αντιμετωπίσουμε.

Αν και στην πραγματικότητα η Κατερίνα έδωσε τέλος στη ζωή της, στο τέλος της παράστασης ένιωθα πως έχει λυτρωθεί. Αποδέχθηκε τις σκιές της. Δεν την νίκησαν. Κατάφερε να αγαπήσει και αγαπήθηκε. Από τους δικούς της ανθρώπους, από τους αναγνώστες του Αύγουστου Κορτώ, από τους θεατές της παράστασης, από τον αισθαντικό Λόλεκ, από τη καθηλωτική Λένα Παπαληγούρα και από τον ευαίσθητο τελειομανή Γιώργο Νανούρη που της έδωσε ξανά ζωή και την έκανε μία από εμάς.

Και έτσι, έστω για 80 λεπτά, η «Κατερίνα» μας τράβηξε από το χέρι και μας βοήθησε να νιώσουμε σαν όλες αυτές τις πληγωμένες υπάρξεις με τα λουλουδάτα φορέματα που βρίσκονται γύρω μας. Να τις κατανοήσουμε και να τις σεβαστούμε.

Η «Κατερίνα» τα κατάφερε. Βγήκε από το σπίτι της, μπήκε στις σελίδες ενός βιβλίου και ανέβηκε στη σκηνή. Μοιάζει σαν να ξαναγεννήθηκε και να είναι ευτυχισμένη. Είμαι σίγουρη πως απολαμβάνει κι αυτή το χειροκρότημα μαζί με όλες τις «Κατερίνες» που ζουν κοντά μας.

Posted in See