Πώς θα χρωματίσουμε «τις 150 αποχρώσεις του γκρι» στον καμβά που υπάρχει μέσα μας

Υπάρχουν και αυτές οι μέρες…

Που ανοίγεις τα μάτια σου και δεν έχεις όρεξη να σηκωθείς, όχι γιατί θέλεις να χουζουρέψεις λιγουλάκι, αλλά γιατί νιώθεις ότι έχεις να σκαρφαλώσεις ένα βουνό, ακόμα και αν ο δρόμος μπροστά σου είναι μια απόλυτη ευθεία.

Που όταν σηκώνεσαι από το κρεβάτι, αισθάνεσαι το σώμα σου βαρύ, ακόμη και αν δεν έχεις φάει τίποτα το προηγούμενο βράδυ.

Που κοιτάζοντας τον εαυτό σου στον καθρέφτη, σε βλέπεις πιο άσχημη από την προηγούμενη ημέρα, ακόμη και αν εξακολουθείς να είσαι ίδια και απαράλλακτη.

Που η κίνηση στους δρόμους σου φαίνεται ακόμα  πιο ανυπόφορη, ακόμη κι αν έχεις οδηγήσει μόνο ένα λεπτό παραπάνω για να φτάσεις στη δουλειά σου.

Όταν, λοιπόν, συμβαίνουν αυτά και άλλα περισσότερα τραγικά, όπως εσύ τα αντιλαμβάνεσαι εκείνες τις στιγμές, είναι προφανές ότι βασανίζεις τον εαυτό σου βιώνοντας «τις 150 αποχρώσεις του γκρι» που διαφέρουν κατά πολύ από τις υπερσεξουαλικές 50 αποχρώσεις του ίδιου χρώματος.
Οι υπόλοιπες 100 αποχρώσεις, λοιπόν, που συμπληρώνουν το γκρι πακέτο εμπεριέχουν όχι μόνο τις γνωστές 10 πληγές του Φαραώ, αλλά και νεύρα, θλίψη, θυμό, απογοήτευση, ρυτίδες, θερμίδες, μειώσεις μισθών, κουτσομπολιά, παρεξηγήσεις, μικροπρέπειες, αναβολή σχεδίων, απώλειες, εκλείψεις, ανάδρομους Ερμήδες, νέες άσπρες τρίχες, δυσπεψίες, ημικρανίες, πάσης φύσεως ασθένειες, έξοδα, εφορίες, ασφαλιστικές εισφορές, βροχές, κατακλυσμούς, υγρασίες στα ταβάνια, μέχρι και κουνούπια.
Έτσι, λόγω όλων των παραπάνω, αρχίζεις εύκολα να πιστεύεις ότι όση τερακότα κι αν βάλεις στα μάγουλά σου, το χρώμα γκρι με τις 150 αποχρώσεις του, πλέον θα κατσικωθεί μόνιμα στο πρόσωπό σου.

Κι επειδή ενός γκρι κακού, μύρια έπονται, φυσικό είναι όλα να σου φταίνε, ακόμη και ο Κοέλιο, αρχίζοντας να πιστεύεις, ότι το σύμπαν, σε καμία περίπτωση, δεν συνωμοτεί για να καταφέρεις αυτό που επιθυμείς, αλλά συνωμοτεί για να σε καταστρέψει μια για πάντα.

Ακόμη, όμως και μέσα σε αυτές τις γκρι ημέρες, μπορεί τα πράγματα να είναι πιο φωτεινά απ’ όσο φαίνονται. Ίσως κάπου στο βάθος να υπάρχει μια ηλιαχτίδα, η οποία μπορεί να μη διακρίνεται εύκολα ανάμεσα στα πολλά σύννεφα, αλλά αν κοιτάξεις βαθύτερα, είναι πολύ πιθανό να μπορέσεις να την εντοπίσεις. Ίσως να κρύβεται κάτω από τον καναπέ σου, ή μέσα στη ντουλάπα σου, στο άρωμα των σεντονιών σου, ή στις φωτογραφίες από τις διακοπές σου. Μπορεί να βρίσκεται σε ένα μήνυμα στο κινητό σου, ή σε μία αγκαλιά. Μπορεί, ακόμη, να ζει στο σπίτι σου κι εσύ να μην της έχεις δώσει ποτέ τη δέουσα προσοχή.

Ίσως, λοιπόν, αν κοιτάξεις -κοιτάξω- καλύτερα, τότε οι 150 αποχρώσεις του γκρι, αρχίσουν σιγά-σιγά να δημιουργούν έναν εμπριμέ καμβά. Και τότε, μάλλον, θα συνειδητοποιήσουμε πως έχουμε πολλούς περισσότερους λόγους, απ’ όσους νομίζαμε, να χαμογελάμε.

Επειδή, επομένως, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να επιλέγουμε να ζούμε συνέχεια στο γκρι, το οποίο, αν το μουτζουρώσουμε κι άλλο, μόνο στο μαύρο μπορεί να μας οδηγήσει, προτείνω να ξεκινήσουμε, από σήμερα να φτιάχνουμε μία λίστα, με όλους αυτούς τους μικρούς και τους μεγάλους λόγους, που υπάρχουν κάπου στη ζωή μας και είναι ικανοί να σχεδιάσουν στο πρόσωπό μας ένα αληθινό χαμόγελο.

Για τον καθένα από εμάς, αυτοί οι λόγοι είναι, πιθανόν,διαφορετικοί. Ίσως όμως και να μοιάζουν. Αν ψάξει ο καθένας μέσα του και θα τους ανακαλύψει. Είναι, άλλωστε, βαθιά ριζωμένοι στην καρδιά μας, χαρακτηρίζουν την ύπαρξη μας και μας κάνουν ομορφότερους στην ψυχή.

Και κάπως έτσι όλο αυτό το γκρι αρχίζει να ξεθωριάζει και τα πάντα γύρω μας ξεκινούν να χρωματίζονται…

Όταν η οικογένεια σου στέκεται πλάι σου, ακόμα και αν κάποιες φορές θέλεις την ησυχία σου.

Όταν υπάρχει κάποιος που μπορεί να σε ακούσει, ακόμη και αν δεν συμφωνεί πάντα μαζί σου.

Όταν η κορομηλιά στο μπαλκόνι σου, μετά από δύο χρόνια καρποφορεί και τα λουλούδια που νόμιζες ότι ξεράθηκαν, ανθίζουν ξανά.

Όταν οι ιατρικές εξετάσεις των αγαπημένων σου βγαίνουν καλές και το χειρουργείο που έκανε ένας φίλος είχε επιτυχία.

Όταν ακόμα και αν έχεις δυσκολίες στη δουλειά, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε εσένα.

Όταν χαίρεσαι με την επιτυχία κάποιου άλλου, ακόμα και αν εσύ δεν είσαι μέρος της.

Όταν γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους με τους οποίους νιώθεις ότι σας συνδέουν κοινές αξίες και κοινή αισθητική.

Όταν εν μέσω καραντίνας, δεν έπαψες να χαμογελάς και βρήκες την ευκαιρία να περπατήσεις, να σιδερώσεις, να φυτέψεις, να καθαρίσεις, να μαστορέψεις.

Όταν αντιμετώπιζεις τα θέματα υγείας που σε απασχολούν με δύναμη και ψυχραιμία, ακόμη και αν φοβάσαι.

Όταν αγκαλιάζεις με τρυφερότητα τα παιδιά των αγαπημένων σου, ακόμα και αν δεν έχεις δικά σου.

Όταν αισθάνεσαι ότι οι καλοί σου φίλοι είναι παντοτινοί, είτε βρίσκονται καθημερινά στη ζωή σου, είτε όχι.

Όταν τρως το υπέροχο φαγητό της Μαμάς, βουτάς τα πόδια σου στη θάλασσα, ζητάς από τον Μπαμπά σου να σου φτιάξει ένα ράφι για τη ντουλάπα, κοιτάς τον ήλιο κατάματα, διασταυρώνεις τα πόδια σου στον καναπέ με τον άνθρωπό σου, περπατάς στο χωράφι της γιαγιά σου, ταξιδεύεις με το μυαλό και το σώμα σου, γελάς με ένα αστείο, χορεύεις σαν να μην υπάρχει αύριο, τραγουδάς παράφωνα, επισκέπτεσαι το χωριό σου, διασκεδάζεις με τον αδερφό σου που χαχανίζει με ένα χαζό ανέκδοτο, ακούς τη γάτα σου να γουργουρίζει, μαγειρεύεις τις δύο συνταγές που ξέρεις, μειδιάς με ένα γλυκό σχόλιο που διάβασες, συγκινείσαι με μία ταινία, κλείνεις εισιτήρια για το θέατρο, νιώθεις θαλπωρή κοντά στην οικογένεια του συντρόφου σου, ζεις απλές ευτυχισμένες στιγμές. Όταν σου αξίζει ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι.

 

Η «απάλευτη» τοξικότητα των άλλων.

Το τελευταίο διάστημα αρκετές σκέψεις μου, λόγω κάποιων καθημερινών βιωμάτων,  περιστρέφονται γύρω από την έννοια της τοξικότητας και πώς αυτή μας επηρεάζει στη ζωή μας, την οποία διακαώς, αλλά ίσως, μάλλον μάταια, προσπαθούμε να θωρακίσουμε.

Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από μια σχετική αρχή. Η λέξη «τοξικότητα» κυριολεκτικά ορίζεται ως η διαβάθμιση της δυνατότητας μια ουσίας να προκαλέσει βλάβη σε έναν οργανισμό. Τι γίνεται, λοιπόν, όταν αυτή η ουσία, αποκτά συγκεκριμένη ταυτότητα, χαρακτηριστικά και προσωπικότητα, καθώς  εισέρχεται σε έναν, μέχρι πρότινος, υγιή οργανισμό; Πρόκειται, αποκλειστικά, για ένα θέμα χημικών ουσιών ή αφορά σε μια γενικότερη κοινωνική κουλτούρα;

Μια πρώτη διαπίστωση που θα μπορούσε κάποιος να κάνει είναι ότι από τότε που ο άνθρωπος «κατέβηκε από τα δέντρα» και δημιούργησε κοινωνίες και δεσμούς, άρχισε από νωρίς να τραβάει διάφορα ψυχολογικά ζόρια με τους γύρω κοινωνούς του, ασυναίσθητα ή έχοντας πλήρη συνείδηση. Τα ζόρια αυτά θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι, κατά βάση, σχετίζονταν με την πάρτη του και τις δικές του ανασφάλειες. Κοιτάζοντας, λίγο ακόμα, βαθύτερα, ενδεχομένως, όλα αυτά τα ζητήματα που τον καλωσόρισαν στον κόσμο της απύθμενης ανασφάλειας και τον οδήγησαν στην τοξικότητα, σχετίζονταν, όπως σχεδόν και όλα όσα μας χαρακτηρίζουν, με το σπίτι του. Επομένως, λοιπόν, η επαφή οποιουδήποτε με τους άλλους ανθρώπους, πέρα από τα ουσιώδη οφέλη της επικοινωνίας και της συντροφιάς που προσφέρει, φαίνεται πως  μπορεί να προκαλέσει ποικίλα αρνητικά συναισθήματα. Και κάπως έτσι, ανάμεσα στους ανθρώπους των σπηλαίων, θα πρέπει να έκαναν την εμφάνιση τους και οι πρώτοι «τοξικοί άνθρωποι των σπηλαίων».

Από που «προμηθεύονται», όμως, όλο αυτό το δηλητήριο οι τοξικοί άνθρωποι που συναναστρεφόμαστε καθημερινά; Προφανώς, από κάπου, που διατηρείται ζωντανό και αυτός ο χώρος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το κουτί με τις παιδικές αναμνήσεις. Ανεκπλήρωτες ανάγκες, που αιωρούνται σαν φαντάσματα, φτάνουν να προκαλούν αρνητικά συναισθήματα ζήλιας που πηγάζουν από μια προσωπική καλά χαραγμένη επίγνωση της αδυναμίας τους. Μιας αδυναμίας που σχετίζεται με το ποια ήταν η θέση τους στην οικογένεια και τώρα πια στην κοινωνία, στους φίλους, στην εργασία.

Άλλωστε, είναι γνωστό πως η ποιότητα των παιδικών μας χρόνων επηρεάζει κατά πολύ τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε στις σχέσεις που δημιουργούμε ως ενήλικες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ν’ αναγκαζόμαστε να συναναστρεφόμαστε καθημερινά ανθρώπους που αντί να προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν τα αισθήματα ανεπάρκειας που τους ταλαιπωρούν, να αρέσκονται στο να εκσφενδονίζουν σχόλια και προσβολές εις βάρος μας.

Σε κάθε περίπτωση, όσο κι αν είμαστε αυτόνομοι, αυτάρκεις και δυνατοί, αυτές οι συμπεριφορές είναι λογικό να μας πληγώνουν. Και όσο πιο κοντινό είναι αυτό το άτομο σε εμάς, τόσο πιο πολύ επηρεαζόμαστε, μιας και δυστυχώς, δεν συναντάμε τους τοξικούς ανθρώπους, μόνο ανάμεσα σε αγνώστους, αλλά τόσο στο εργασιακό περιβάλλον, όσο δυστυχώς και ανάμεσα σε φίλους. Ακόμη χειρότερα, κάποιες φορές ακόμη και μέσα στην ίδια μας την οικογένειά. 

Μήπως, λοιπόν, παίρνοντας παράδειγμα από τον μικρόκοσμο των social media, πρέπει να αρχίσουμε τα block και τις διαγραφές σε τέτοιου είδους συμπεριφορές; Ή μήπως θα πρέπει να αγνοήσουμε την όποια τοξικότητα, συμπονώντας αυτούς των οποίων  τα σχόλια προκύπτουν από τα δικά τους αισθήματα δυσαρέσκειας για τη δική τους ζωή;

Πώς, λοιπόν θα πρέπει να χειριστούμε την τοξική ουσία που κάποιοι θέλουν να εγχύσουν στον οργανισμό μας;  Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, κάνοντας για εμάς ότι καλύτερο μπορούμε για να γίνουμε εμείς καλύτεροι, στις σχέσεις μας, στη δουλειά, στους οικείους και πάνω απ’ όλα στον εαυτό μας.

Είναι δεδομένο, πως υπάρχει τρόπος  να αποφασίσουμε να απεμπλακούμε, να αγνοήσουμε και να απομακρύνουμε αυτούς που κρίνουμε ότι είναι τοξικοί άνθρωποι για τη ζωή μας. Ας σκεφτούμε λίγο παραπάνω τι τους οδηγεί σε μια τοξική συμπεριφορά, αλλά ας μην τους αφήσουμε να ξεζουμίσουν την ενέργεια μας απορροφώντας το δράμα τους.

Υπάρχουν, άλλωστε, κάποιοι που πάντα θα είναι δυσαρεστημένοι με το ποιοι είναι, ακόμη και αν δεν το παραδέχονται και πάντα αυτή τη δυσαρέσκεια θα τη βγάζουν στους άλλους. Μην εστιάσουμε σε αυτούς, ας δώσουμε την ενέργειά μας σε ανθρώπους που πιστεύουμε και μας έχουν πείσει με τη στάση τους ότι αξίζουν.

Ας γίνουμε και πάλι για λίγο όπως τα παιδιά. Ας θυμηθούμε πως διαλέγαμε τους φίλους μας. Επιλέγαμε δίπλα μας, μέσω μιας μαγικής ανεξήγητης διαδικασίας, αυτούς που με τους οποίους μπορούσαμε να παίξουμε ατελείωτες ώρες. Να θυμώσουμε αλλά και στο τέλος να τους σφίξουμε στην αγκαλιά μας.

Έτσι, λοιπόν, απλά ας επιλέξουμε αυτούς που θέλουμε να συναναστρεφόμαστε. Και επειδή μπορεί όλοι να μην αξίζουν την αγκαλιά μας, ας κρατήσουμε μέσα της τους λίγους. Τους υπόλοιπους, ας τους πλησιάσουμε, θωρακίζοντας όμως την ψυχή και την καρδιά μας.

Ένα, πάντως, είναι σίγουρο. Δεν μπορείς να τους έχεις όλους χαρούμενους και τελικώς, δεν τρέχει και τίποτα αν δεν τους έχεις. Αποδέξου τις αδυναμίες σου, στήριξε τις επιλογές σου. Ψάξε τις σχέσεις που θα σε ανεβάσουν, ενθαρρύνουν και βοηθήσουν να γίνεις η καλύτερη έκδοση του εαυτού σου. Όλους τους άλλους απομάκρυνε τους από πάνω σου μετά την συναναστροφή, όπως πλέον απομακρύνεις όλα τα μικρόβια από τα χέρια σου με αντισηπτικό.  

Όλα αυτά τα «πρέπει» πρέπει να τα κάνω;

 

Σήμερα το πρωί δεν με ξύπνησε ο ήχος του ξυπνητηριού. Άνοιξα τα μάτια μου λίγο πριν και υπολόγισα πόσα ακόμα λεπτά και δευτερόλεπτα μπορούσα να προσποιηθώ ότι έχω ακόμη χρόνο να κάνω πως κοιμάμαι.

Μέχρι να φτιάξω το μαξιλάρι μου, με τρόπο τέτοιο που θα μου προσέφερε τη μέγιστη απόλαυση, το ξυπνητήρι χτύπησε. Εντελώς μηχανικά το έκλεισα και μουρμούρισα: «πρέπει!».

Και το μουρμουρητό συνεχίστηκε. «Πρέπει να σηκωθώ, να ετοιμαστώ και να ξεκινήσω». Κοινώς να ακολουθήσω πιστά το καθημερινό μου πρόγραμμα. Καθώς συνέχισα να μονολογώ μερικά χαμηλόφωνα «πρέπει», ρώτησα ασυναίσθητα τον εαυτό μου «όλα αυτά τα πρέπει, πρέπει να τα κάνω;». Και κάπως έτσι ξύπνησα.

Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, άρχισα να οδηγώ μηχανικά. Το μυαλό μου είχε κολλήσει. Άρχισαν να με κυριεύουν διάφορα ερωτήματα.

  1. Τι είναι τα «πρέπει» ;
  2. Ποιος καθορίζει τα «πρέπει»;
  3. Είναι τα «πρέπει» τα ίδια για όλους;
  4. Υπάρχει κάποιος μηχανισμός που ελέγχει αν τηρούμε τα «πρέπει»;
  5. Ποιος μας επιβραβεύει αν ακολουθούμε με ευλάβεια τα «πρέπει»;
  6. Γιατί μας ορίζουν τα «πρέπει»;

Την ίδια στιγμή άρχισαν να σχηματοποιούνται στο μυαλό μου διάφορα μικρά και μεγάλα «πρέπει» της ζωής μου, τα οποία προσπάθησα κατά καιρούς να υιοθετήσω.

Σκέφτηκα μετά να ψάξω την προέλευση του «πρέπει». Πρόκειται, λοιπόν, για το γ΄ ενικό του αρχαίου ρήματος «πρέπω» το οποίο σημαίνει διακρίνομαι, αλλά και ταιριάζω, ενώ εξίσου σημαντικό είναι το ότι έχει απρόσωπη χρήση. Αυτή η «απρόσωπη χρήση» άρχισε να στριφογυρίζει στη σκέψη μου. Πώς γίνεται αυτό το ρήμα με την «απρόσωπη χρήση», να έχει τόση ξεκάθαρη άποψη για΄μένα και να παίρνει θέση για καθετί που με αφορά προσωπικά;

Ακόμα, όμως και ως προς την ερμηνεία του, ένιωσα πως κουβαλάει ένα βάρος αβάσταχτο. Στο «πρέπει» υπάρχει μια ηθική υποχρέωση και είναι απαραίτητο να γίνει κάτι, ενώ απο την άλλη, στον βασικό αντίπαλό του, στο ρήμα «θέλω», εμπεριέχεται η επιθυμία. Έτσι, στο μυαλό όλων μας τα δύο αυτά ρήματα φαίνεται να βρίσκονται σε δύο παράλληλους δρόμους που δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. Τα «πρέπει» και τα «θέλω».

Ήμουν έτοιμη να αποκηρύξω τα «πρέπει» που θα συναντούσα από εδώ και στο εξής στη ζωή μου. Αναζητώντας σε κείμενα κάτι επιπλέον που θα με βοηθούσε να δαιμονοποιήσω όλα τα «πρέπει» του κόσμου, έπεσα πάνω σε κάτι μαγικό που με εξημέρωσε αυτόματα και ζωγράφισε στο πρόσωπο μου ένα χαμόγελο. Κάτι που με έκανε να σκεφτώ ότι οι δύο παράλληλοι δρόμοι μπορούν και να συναντηθούν σε μία απέραντη, γαλήνια, δροσερή, τρικυμιώδη, ολοζώντανη θάλασσα.

 

Η ζωή και τα πρέπει.

του Τσαρλς Μπουκόβσκι

Η ζωή είναι περίεργη καθώς την ζεις μονάχα μία φορά και την πληρώνεις δέκα.

Έχεις μονάχα μία ευκαιρία για να βρεις την ιδανική συνταγή, μα αν την πετύχεις μία φορά σου είναι αρκετή.

Για να μπορείς λοιπόν να πεις πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει.

Πρέπει τουλάχιστον μία φορά να καεί η γλώσσα και η καρδιά σου.

Πρέπει να γρατζουνιστούν τα γόνατα μα και τα σχέδιά σου.

Πρέπει να αποτύχεις για να επιτύχεις, γιατί όσοι δεν απέτυχαν είναι όσοι ποτέ δε ρίσκαραν.

Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι για να σε γλυκάνει μία σοκολάτα γάλακτος.

Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφιάς όταν βρεις επιτέλους τους σωστούς.

Πρέπει να χάσεις το πτυχίο γαλλικών, την θέση στη σχολή που ονειρευόσουν από παιδί ή έστω τα κλειδιά με το αγαπημένο σου μπρελόκ.

Πρέπει να πληγωθείς μα πρέπει και να πληγώσεις.

Να αποχωριστείς τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις το αέναο πάθος της ζωής σου.

Αφού το βρεις, όποιο κι αν είναι, πρέπει ολοκληρωτικά να του δοθείς.

Πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί και να αναρωτηθείς αν αντέχεις να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.

Πρέπει να διαφωνήσεις με τους γονείς σου και να επιμείνεις στην θέση σου ακόμη κι αν δεν μιλήσετε για μερικές ημέρες.

Να σου κλέψουν πρέπει το πορτοφόλι, την θέση parking ή έστω τη σειρά στο ταμείο.

Να κρυολογήσεις άσχημα επειδή δεν έβαλες ζακέτα.

Να παρακοιμηθείς επειδή ζήτησες πέντε λεπτά ακόμη από το ξυπνητήρι σου.

Πρέπει να πιεις για να ξεχαστείς και αντ’ αυτού να θυμηθείς γιατί αξίζει να ζεις.

Να έρθει πρέπει η στιγμή που δεν θα ξέρεις τη σωστή απάντηση.

Ή ακόμη και η στιγμή που δεν θα έχεις καν απάντηση.

Πρέπει να επιλέξεις το λάθος πακέτο τηλεφωνίας και την λάθος κίνηση στο σκάκι.

Πρέπει να δοκιμάσεις ένα παντελόνι που δεν σου κουμπώνει και να σου κάνουν δώρο μια μπλούζα δυο νούμερα μεγάλη.

Πρέπει να απογοητευτείς από φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα και να υπομείνεις βαρετές ταινίες μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα.

Πρέπει να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα που θα χάσεις και στην αγάπη.

Να μην έχεις ούτε πίτα, ούτε σκύλο.

Οι αντοχές σου πρέπει να σε εγκαταλείψουν πριν φτάσεις στην γραμμή του τερματισμού.

Πρέπει να δεις το τελευταίο λεωφορείο για την θάλασσα να απομακρύνεται το πιο ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού.

Πρέπει να βρεις έναν άνθρωπο για τον οποίο θα τα παρατούσες όλα και να αναγκαστείς να παρατήσεις την ιδέα του μαζί.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως η ζωή σου πήρε έναν δρόμο που δεν διάλεξες εσύ.

Να ευχηθείς να ήσουν για μια στιγμή άλλου, σε εκείνο το “εκεί” που τόσο σου έχει λείψει.

Να έρθει η μέρα που δεν θα μπορέσεις να παραδεχθείς τα συναισθήματά σου, ούτε καν στον εαυτό σου.

Να δεις τον κόσμο σου να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως κάποια όνειρά σου δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ και ακόμη πως ποτέ δε θα καταφέρεις να τα έχεις όλα.

Πρέπει να αναγνωρίσεις, λόγω εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, αφού επιθυμήσεις κάτι που δεν μπορείς να αγοράσεις.

Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.

Και πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.

………………………………………………………………………………………………………………………………

Και έτσι κάπως δειλά, αλλά και με θράσος θα συμπληρώσω με τη σειρά μου:

Πρέπει τα «πρέπει» να μην τα κάνεις όλα.

Πρέπει να κάνεις μόνο όσα πραγματικά θέλεις.

Ζήσε την κάθε μέρα σου, όχι όπως πρέπει, αλλά όπως της πρέπει.

Όταν, εν μέσω καλοκαιρινού καύσωνα, μπορείς να φωνάξεις δυνατά πως «Υπάρχει ο Άι Βασίλης»!

Με μικρή καθυστέρηση 1 έτους και 7 μηνών, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Άγιο Βασίλη που έφερε στη ζωή μου το πιο σύνθετο και απαιτητικό δώρο που ζήτησα ποτέ.

Σε γράμμα μου προς εκείνον, τον Δεκέμβριο του 2016, https://almost40something.gr/this-is-40/γράμμα-στον-άγιο-βασίλη/ελπίζοντας στην απόκτηση της συναισθηματικής ευτυχίας και πληρότητας, είχα ζητήσει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να φέρει στην ζωή μου, για πάντα, έναν άνδρα «γλυκομιλητοακομπλεξαριστοχαμογελαστοαισιοδοξοσοβαροσταθεροαγαπησιαρησυνεπηαυτονομογοητευτικοκαθαρο προστατευτικοευγενικοκαλογουστοπροσαρμοστικοκαλο ανανθρεμμενοδουλευταρασιγουροαστειοκανονικο ερωτευσιμοαθλητικοwannabeοικογενειάρχη»!

Και ναι! Αφού επέζησα από Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, την Σκύλλα και την Χάρυβδη, τελικώς, συνέβη το ευτυχές.Ίσως, βέβαια, να του πήρε κάποιο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το αναμενόμενο, ίσως, μάλιστα, και να χρειάστηκε να ψάξει στα πιο απίθανα μέρη για να ανακαλύψει μια τέτοια πολυσχιδή προσωπικότητα, ίσως και να ταλαιπωρήθηκε μιας κι εγώ δεν είμαι η πιο εύκολη περίπτωση, αλλά φαίνεται πως, στο τέλος, ο Άγιος το έκανε το θαύμα του.

Παράλληλα όμως, αποδείχθηκε περίτρανα και το «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Με απλά λόγια, αν εμείς, επιτέλους, αποφασίσουμε να ξεστραβωθούμε και να πιστέψουμε περισσότερο στον εαυτό μας, τα πάντα θα είναι δυνατά και το σύμπαν θα συνωμοτήσει υπέρ μας.

Στην περίπτωση μου, μάλιστα, το ρητό «πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να το αποκτήσεις», ήρθε και κούμπωσε. Όπως λέει και πολύ εύστοχα η Δέσποινα Βανδή «ό,τι ονειρευόμουν στη ζωή μου, τοχω βρει σε σένανε ψυχή μου».

Εν κατακλείδι, ζήτησα από τον Άγιο Βασίλη τον δικό μου άνθρωπο και μια μέρα ξύπνησα δίπλα του. Και μάλιστα, αυτός ο άνθρωπος είναι, όπως ακριβώς τον είχα ονειρευτεί. Και το βασικότερο όλων, είναι αυτός που με κάνει να χαμογελάω!

Μόνο που μου βγήκε λίγο ατσούμπαλος…

Και για του λόγου το αληθές, ακολουθεί σχετικό video:

https://www.youtube.com/watch?v=_T7EZoncgAE

 

Όταν οι άνδρες συμβουλεύουν τις γυναίκες για τα σχεσιακά…


Πάντα υποστηρίζαμε με τις φίλες μου, ότι είχαμε τις σωστές, καίριες, ψαγμένες και to the point απαντήσεις για όλα τα θέματα που αφορούν στο γνωστό δίπολο «Άνδρας- Γυναίκα».

Σπάνια εμπιστευόμουν, με κλειστά μάτια, την γνώμη φίλων ανδρών. Αν και πρέπει να παραδεχθώ, πως τα τελευταία χρόνια, είτε λόγω μεγαλύτερης ωριμότητας, είτε λόγω απελπισίας, άρχισα να ακούω κάπως περισσότερο έναν-δύο φίλους που είχαν περάσει μεγάλα ζόρια, από γυναίκες για τις οποίες είμαι σίγουρη, οι οποίες όπως κι εγώ, πίστευαν ότι είχαν κληρονομήσει το Παπικό αλάθητο.

Έχουμε, λοιπόν και λέμε. Η φίλη Καίτη, εδώ και καιρό υποστηρίζει πως για κάποιο ανεξήγητο, μυστηριώδη λόγο, σκοντάφτει πάνω σε περιπτώσεις που χρήζουν μιας μικρής παρακολούθησης.
Φυσικά και θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί της, πρώτον γιατί είναι φίλη μου και δεύτερον γιατί έχω βαρεθεί όλες τις ερμηνείες που ξεστομίζονται από εμάς, που ανακαλύψαμε την ψυχοθεραπεία και διαγωνιζόμαστε για το ποια θα πει την πιο έμπειρη, βαθιά, σπαραχτική ανάλυση, η οποία σχεδόν πάντα οδηγεί στην κοιλιά της μαμάς μας.

Βέβαια, για να λέμε και τα πράγματα με το όνομα τους, αυτός ο τοξικομαγνήτης που κάποια στιγμή κουβαλούν πολλές γυναίκες – ναι και εγώ τον είχα στην τσάντα μου για χρόνια – προφανώς και τον επέλεξαν για αξεσουάρ.

Φτάνει, λοιπόν, κάποια μέρα η στιγμή που, αν είσαι λίγο τυχερή και πιο αισιόδοξη με την πάρτη σου, αποφασίζεις, τελικώς, να βγάλεις τον μαγνήτη από την τσάντα σου και να τον βάλεις στο κουτί με τα είδη ραπτικής για να μαζεύει τις καρφίτσες. Και επιτέλους προχωράς, χωρίς πλέον να δημιουργείται αρνητικό μαγνητικό πεδίο στον περιβάλλοντα χώρο. Αν, επίσης, αποφασίσεις να ξεστραβωθείς, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα γνωρίσεις εκείνον που θα σε κάνει να χαμογελάς. Γιατί, όντως, αυτός βρίσκεται κάπου κοντά σου.

Αυτός, λοιπόν ο άντρας- ο άντρας μου δηλαδή- εκτός από την απόλυτη μη τοξικότητα που τον χαρακτηρίζει, αποδεικνύεται, λόγω φύλου και λόγω νοημοσύνης και μέγας γνώστης της ανδρικής ψυχολογίας. Ως εκ τούτου, έχει αναλάβει, ατύπως, τον ρόλο του συναισθηματικού coacher της φίλης Καίτης, η οποία αποφάσισε σε κάποια στιγμή εκνευρισμού να στείλει ένα ομαδικό μήνυμα στο group που έχουμε δημιουργήσει οι τρεις μας, στο οποίο λέμε μπούρδες και κουτσομπολεύουμε. Η κίνηση της Καίτης μου φάνηκε τρομερά έξυπνη μιας και σκέφτηκα πως με τις απαντήσεις που θα περνάμε από ένα αρσενικό που εμπιστευόμαστε, ουσιαστικά θα ήταν σαν να είχαμε έναν κατάσκοπο στο στρατόπεδο του εχθρού, που ονομάζεται «ανδρικός εγκέφαλος».

Και η στιχομυθία ξεκίνησε:
Ημέρα 1η. Η Καίτη αποφασίζει να ακολουθήσει έναν πιο ζεν δρόμο στην επικοινωνία της με ένα νέο flirt, που επιδεικνύει μια ασταθή συμπεριφορά. 
Καίτη: Απλά σας ενημερώνω, ότι με πήρε τηλέφωνο και ήταν μέσα στην γλύκα, σαν μην είχε γίνει τίποτα. Τι να κάνω;
Άνδρας μου: Δώσε λίγο χρόνο. Σταμάτα να είσαι αρνητική χωρίς λόγο. Και αν δεν κάνει τον διώχνουμε και τον βρίζουμε.

Ακολουθώντας, λοιπόν, η Καίτη τις συμβουλές του αρσενικού male coacher, προσπάθησε τις επόμενες μέρες να εκφράζει λιγότερο το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της και να δίνει απαντήσεις βουτηγμένες στην βαλεριάνα. Εγώ από την πλευρά μου αμφιταλαντευόμουν. Από τη μία έβρισκα ενδιαφέρουσα την προσέγγιση του άνδρα του group, από την άλλη ήθελα να πω μια-δυο κουβεντούλες μόρτικες, σε αυτόν τον τύπο, που μια εμφανιζόταν, μια εξαφανιζόταν σαν τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ.

Ημέρα 5η. Η Καίτη αρχίζει να εκνευρίζεται με τον πολύ διαλογισμό.
Καίτη: Του έστειλα μήνυμα για να συναντηθούμε, το διάβασε, αλλά εμφανίστηκε μετά από τρεις ώρες. Απάντησε πως αν και η ιδέα μου ήταν ωραία, θα προτιμούσε να το κάνουμε μετά από δύο ημέρες. Εννοείται πως δεν θα του απαντήσω κάτι…
Άνδρας μου: Γιατί παιδάκι μου; Δεν είπε κάτι κακό. Μπορεί να κοιμόταν. Μπορεί να περίμενε να δει το πρόγραμμά του. Απάντησε του κάτι απλό. Τύπου «τα λέμε από Τετάρτη».

Η Καίτη, όμως, δεν άντεξε. Μετά από δύο βαρετά μηνύματα, αποφάσισε να ορθώσει ανάστημα και να πει την άποψη της. Και η αλήθεια είναι πως ο ενδιαφερόμενος επέμεινε, πως αν και φάνηκε κάπως αγενής, στην πραγματικότητα έψαχνε να βρει μια λύση για να την συναντήσει. Ο male coacher ένιωσε δικαιωμένος.

Ημέρα 10η. Τα απόνερα μιας συνάντησης, μιας εξαφάνισης και μιας επανεμφάνισης. Η Καίτη και ο ενδιαφερόμενος, βάσει ενημέρωσης, υποτίθεται πως συναντήθηκαν και πέρασαν όμορφα, αν και εκείνος, πέρασε αρκετή ώρα στο κινητό του. Στη συνέχεια, όμως, αυτός εξαφανίστηκε για μερικές μέρες και τελικώς εμφανίστηκε τύπου «δεν τρέχει τίποτα».
Ενδιαφερόμενος: Τι κάνεις darling;
Καίτη: Καλά. (Η Καίτη δεν ρωτά κάτι που για όλες τις γυναίκες είναι το προφανές. Που, δηλαδή, χάθηκε όλες αυτές τις μέρες ο ενδιαφερόμενος)
Ενδιαφερόμενος: Πώς πέρασες την μέρα σου;

Και κάπου εκεί κάνω την εμφάνιση μου στο ομαδικό group, απορώντας για το ταβάνι της γυναικείας ψυχραιμίας και προτείνω στην Καίτη μία απάντηση στην ερώτηση «πώς πέρασες την μέρα σου;»
«Βγήκα με φίλους, για να τους πω για έναν ηλίθιο που γνώρισα».
Ο coacher μας, τελικώς, καταλήγει:«Κοίτα και εγώ που σου έλεγα δώσε χρόνο, τώρα σου λέω μην ασχολείσαι. Εφόσον πέρασαν τόσες μέρες και δεν βρεθήκατε».

Και για να επιδείξουμε την γυναικεία έμπνευση στον male coacher που θέλησε να μας πάρει τη δουλειά, έστειλα και μερικές απαντησούλες που ταιριάζουν γάντι στους άνδρες, οι οποίοι αρέσκονται στις εξαφανίσεις:

1. Απάντηση κατά λάθος -1: Ρε φίλε, έπαιξα διπλό τη Φενέρ
2. Απάντηση κατά λάθος -2: Μη φέρεις γαριδάκια. Μου προκαλούν τυμπανισμό.
3. Απάντηση κατά λάθος -3: Ο Πετρετζίκης δεν βάζει κουρκουμά σε αυτό. Χάλια θα βγει.
4. Απάντηση κατά λάθος -4: Ρε είδα στο internet ένα για τα χτυπήματα στο αυτοκίνητο σαν βεντούζα. Να το πάρω;
5. Απάντηση κατά λάθος -5: Η γάτα της Κατερίνας που μου έδωσε προχθές έχει μύκητες. Λες;
6. Απάντηση κατά λάθος -6: Η μυρμηγκιά βγαίνει με μηλόξιδο. Τσεκαρισμένο.
7. Απάντηση κατά λάθος -7: Οκ. Απλό σικάτο. Αλλά πολύ τσαλάκα για εκατό χιλιάρικα Givenchy.
8. Απάντηση κατά λάθος -8: Ο Μπέκαμ βρε είναι πιο ψηλός. Αλλιώς δεν θα έδειχνε το γιλέκο πάνω του.
9. Απάντηση κατά λάθος -9: Πεντικιούρ. Όχι γαλλικό. Δες και κανένα άλλο χρώμα. Είναι πασέ.
10. Απάντηση κατά λάθος -10: Ρε, μας έχει καλέσει η Ευγενία το βράδυ. Έχει γενέθλια ο Άδωνις. Ψήνεσαι;

Στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενώμενο, ο male coacher παραιτήθηκε, ενώ εμείς με την Kαίτη συνεχίσαμε να γράφουμε μηνύματα γελώντας για δύο ημέρες. Άλλωστε, ως γνωστόν, Girls Power Rocks!

Και για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όταν βρεθεί στον δρόμο μας εκείνος που πραγματικά αξίζει την προσοχή μας, δεν θα χρειαστεί κανένας χαρισματικός coach και καμία έμπειρη στρατηγική.

Όλα, εντελώς μαγικά, θα μοιάζουν σαν να ταίριαζαν από πάντα. Όπως τα μακαρόνια με τον κιμά και οι πατάτες τηγανητές με τα αβγά.

Σας μιλάω εκ πείρας!

Καμιά φορά οι σούπερ-ήρωες κουράζονται, αλλά στο τέλος πάντα νικούν. Έτσι συμβαίνει και με τις μαμάδες.

Και έρχεται η μέρα, που η μαμά σου θα πρέπει να κάνει ένα προγραμματισμένο χειρουργείο. Κι εσύ, το ίδιο διάστημα, τρέχεις. Όπως πάντα, για όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις, που έχεις εντάξει στο almost40something πρόγραμμά σου.

Ένα πρόγραμμά που τηρείς ευλαβικά από πάντα, λες και πρέπει ν’ ανακηρύσσεσαι, επ’ άπειρον, στη ζωή σου η υπάλληλος-σύντροφος-φίλη-συγγενής του μήνα, με συνεχή στόχο να δεις μια μέρα αναρτημένη τη φωτογραφία σου σε ένα ίσονος σημασίας hall of fame.

Σκέφτεσαι, λοιπόν, πως για άλλη μια φορά, μπορείς να τα καταφέρεις όλα και να τα βάλεις σε μια τάξη. Και στη ζωή σου και στη δουλειά σου. Πιέζεσαι, πνίγεσαι, αλλά αντέχεις. Ίσως με παραπάνω ζόρι ως προς τη διάθεση σου, αλλά, τελικώς, αντέχεις. Ίσως, όμως, έχουν αρχίσει οι γύρω σου να μην αντέχουν ή και πολύ χειρότερα να μη σε αντέχουν. Ελπίζεις, τότε, στην υπομονή τους, την οποία θεωρείς άκρως απαραίτητη. Κι εκείνοι τις περισσότερες φορές υπομένουν τον μαραθώνιο που αποφάσισες-αναγκάστηκες να τρέξεις, με ταχύτητα σπρίντερ.

Κι ενώ οι πολλές ταυτόχρονες δραστηριότητες τρέχουν με ταχύτητα φωτός και κι εσύ προσπαθείς να σπάσεις το φράγμα του ήχου, ένα απρόοπτο, μη αναμενόμενο γεγονός έρχεται να σε επαναφέρει στη γη.

Η μητέρα σου, που από την αρχή ήξερες, πως κάτι τέτοια θεματάκια τα έχει για breakfast, δυσκολεύεται πραγματικά. Συνειδητοποιείς πως τα πάντα μπορούν ν’ αλλάξουν σε λίγα λεπτά. Τα χαμόγελα, να τα διαδεχθεί η αγωνία. Τα γέλια, να τα διαδεχθεί η σιωπή.

Τώρα, πια, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Μόνο αυτή. Που υποφέρει και αγωνίζεται. Που κάνει υπομονή, όπως έκανε, άλλωστε, πάντα, ακόμα και τις στιγμές που ο πόνος της δεν αντέχεται. Που είναι δυνατή ακόμη κι αν, πραγματικά, είναι τόσο αδύναμη.

Τότε ξεχνάς τα πάντα. Όσα έπρεπε να απαντήσεις, να προλάβεις, να παραδώσεις. Σκέφτεσαι εκείνη. Θα τα καταφέρει. Το ξέρεις. Γιατί, απλά, δεν θα το επιτρέψεις. Και τώρα έρχεται η σειρά σου. Να γίνεις super ήρωας μέσα σου και να της δώσεις όλη τη δύναμη σου. Από ένα άγγιγμα, ένα χάδι, ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα. Να δείξεις με αυστηρό-γλυκό τρόπο πως δεν έχει άλλη επιλογή, απ’ το να γίνει καλά.

Σε μια μόνο στιγμή σου έρχεται να λυγίσεις. Όταν την βλέπεις να έχει τα μάτια της κλειστά κι εσύ της κρατάς το χέρι. Σκέφτεσαι: «Όχι, δεν θα τα αφήσω να κυλήσουν από τα μάτια μου, ακόμα και αν ξεχειλίσουν. Δεν θα την αφήσω να τα δει». Θες να της φωνάξεις να σηκωθεί από το κρεβάτι, να σε αφήσει να κλείσεις εσύ τα μάτια σου, να ξαπλώσεις και να σου κρατάει εκείνη το χέρι. Επειδή, πολύ απλά, είναι η μαμά σου κι εσύ το παιδί. Εκείνη είναι αυτή, που πρέπει να σε προσέξει, όπως έκανε πάντα. Εκείνη πρέπει να κοιτάξει αν έχεις πυρετό.

Κι όμως αυτό είναι αδύνατό. Τώρα, πρέπει να είσαι εσύ η δυνατή. Εσύ πρέπει να την βοηθήσεις να νιώσει ασφαλής. Να την κάνεις να πιστέψει, πως κανένα κακό δεν θα αφήσεις να της συμβεί. Και ναι, τα μάτια σου στεγνώνουν αυτόματα, όταν εκείνη ανοίγει τα δικά της. Χαμογελάς.

Δίπλα της είναι εκείνος συνέχεια. Εκείνος που κάποτε έπρεπε να λείπει. Και ενώ δεν φημίζεται για την γλυκύτητα του, όταν του λέμε να πάει να ξεκουραστεί, απαντά πως δεν θέλει, μιας και δεν είναι εκείνη μαζί του στο σπίτι τους. Εκεί βρίσκονται και όλοι οι αγαπημένοι της. Συνέχεια κοντά, άγγελοι που την προσέχουν. Και εκείνη το προσπαθεί και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, επιστρέφει. Και μαζί της, το χαμόγελό μας. Και μετά από αυτό, επιστρέφει και η γνωστή καθημερινότητα μας.

Κι εγώ ξαναμπαίνω σε ρυθμούς φρενήρεις. Ασχολούμαι και πάλι με deadlines και πνίγομαι στην ασυνεννοησία και την τρέλα της δουλειάς. Προσπαθώ να χωρέσω τα πάντα. Και τη ζωή που θέλω και τη ζωή που έχω. Ευελπιστώ ο άνθρωπός μου να είναι εκεί για ‘μενα, όταν εγώ δεν είμαι εκεί ως φυσική παρουσία. Κι εκείνος το παλεύει, το προσπαθεί και αναγκαστικά το καταπίνει σαν ένα πικρό σιρόπι «που είναι για καλό».

Κι εκείνη και πάλι υπέροχη, μοναδική, ψυχαναγκαστική, εκνευριστική, λίγο τσακισμένη, αλλά πάντα αξιαγάπητη και για πάντα λατρεμένη μου. Και πάνω απ’ όλα, η υπέρ-μαμά μου.

Τώρα μπορώ, πλέον, να ανεβάσω κι εγώ πυρετό, αν θέλω. Γιατί ξέρω πως θα είναι, αν χρειαστεί, η μαμά μου εκεί, για να μου βάλει το θερμόμετρο.

Ευτυχώς Μαμά, τώρα πια, υπάρχει και κάποιος άλλος, που χαίρεται να με προσέχει…

 

 

 

Όταν η Μαίρη Παναγιωταρά απαίτησε για τον εαυτό της ένα day off…

Kατά καιρούς ακούω διαφόρους να παραπονιούνται δημοσίως ή να μονολογούν απελπισμένοι, πως οι 24 ώρες της ημέρας δεν τους αρκούν για να προλάβουν την διαμορφωμένη και προδιαγεγραμμένη καθημερινότητά τους.

Προσωπικά, ανήκω στις περιπτώσεις αυτές, που με μία μαγική-υστερική- ψυχαναγκαστική μέθοδο καταφέρνω, όλα τα ενήλικα χρόνια της ζωής μου, να προλαβαίνω τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Με απόλυτη στοχοπροσήλωση, σε μία αέναη διαδικασία λεπτομερούς προγραμματισμού, οργανώνω, σημειώνω, εντάσσω, συμμετέχω και φέρνω εις πέρας, άπειρες «σχολικές και εξωσχολικές» υποχρεώσεις.

Και αν και ο χαρακτήρας της «Μαίρης Παναγιωταρά» του Λουκιανού Κηλαιδόνη, γεννήθηκε στην μακρινή εποχή των Μαμάδων μας, όταν η γυναικεία χειραφέτηση, έκανε τα πρώτα σταθερά και δυναμικά της βήματα, προσπαθώντας με αγωνία να συνδυάσει τον τριπλό ρόλο της σύντροφου, μητέρας και εργαζόμενης, τελικώς φαίνεται να «φοριέται» πολύ και στις μέρες μας, με μικρές παραλλαγές.

Τελευταία, λοιπόν, νιώθω απλά ότι τρέχω ασταμάτητα, έχοντας χάσει τόσο το τρένο, όσο και την μπάλα. Τρέχω να προλάβω, όλα όσα φαίνεται να μη προλαβαίνονται. Ατελείωτες ώρες στη δουλειά- επτά ημέρες την εβδομάδα- μετακινήσεις από το ένα μέρος στο άλλο, συντήρηση σπιτιού, τάισμα και καθάρισμα γάτας, επιπλέον αναζήτηση νέου σπιτιού, και επιτέλους, μια συντροφική ζωή της προκοπής, που απαιτεί τον χρόνο που της πρέπει.

Μέσα σε όλο αυτό το χάος, για του οποίου την δημιουργία, ευθύνομαι εγώ και όχι το σύμπαν που συνωμοτεί εναντίον μου, έχω καταφέρει να μειώσω δραματικά τις δραστηριότητες οι οποίες ανέκαθεν με γέμιζαν χαρά και ενέργεια. Έτσι, το τελευταίο διάστημα, ούτε τους φίλους μου βλέπω, ούτε τα θέατρά μου παρακολουθώ, ούτε τα μπαλέτα μου κάνω, ούτε βρίσκω χρόνο να γράψω, ούτε να διαβάσω και να ξεστραβωθώ.

Κοινώς, στην κρίσιμη ηλικία των almost40something και μέσα σε μερικούς μήνες, έχω αφήσει στην άκρη, όλα αυτά τα οποία έχω αγωνιστεί να κατακτήσω, τα οποία μάλιστα με χαρακτηρίζουν και έχουν, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώσει και την προσωπικότητα μου. Σκέφτομαι, πως αν ήμουν ζωγράφος, θα έλεγα, ότι όλες αυτές οι συνταρακτικές, για την ζωή μου, αλλαγές, θα μπορούσαν, εύκολα, να οδηγήσουν τα έργα μου, σε μια καταθλιπτική γκρι περίοδο έκφρασης.

Θυμάμαι, πως κάποτε, εννοείται, φυσικά, προ κρίσης, ένας Προϊστάμενος, μου είχε πει χαριτολογώντας, πώς όσο μεγαλώνουμε, θα πρέπει να εργαζόμαστε λιγότερο και να αμειβόμαστε περισσότερο. Αλλά φευ! Έτσι απλά και χωρίς να χρειάζονται και περαιτέρω αναλύσεις, ως γνωστόν, ήρθαν «τα πάνω-κάτω» και έτσι, όσοι από εμάς προσβλέπαμε σε μια ζωή βατή και χωρίς λακκούβες, βρεθήκαμε από τα σαλόνια του Τιτανικού, στις βάρκες σωτηρίας.

Και άντε και σωθήκαμε και μετά τι γίνεται; Το σοκ φάνηκε, από την αρχή, πως δεν θα ξεπεραστεί εύκολα. Ευτυχώς, όμως, το δικό μου αίσθημα αυτοσυντήρησης ενεργοποιήθηκε αυτομάτως και έκτοτε η απόφαση ήταν και είναι μία. Και θα επιπλεύσω και θα κολυμπήσω. Και έκτοτε, αναγκαστικά, καλούμαι να διαπρέψω σε όλα τα στιλ. Ελεύθερο, ύπτιο, πρόσθιο ακόμα και πεταλούδα.

Η φίλη μου η Ηλέκτρα, υποστήριζε από παλιά, πως όσα πράγματα έκανα εγώ σε μία ημέρα, τα πραγματοποιούσε εκείνη σε δύο εβδομάδες. Και για να είμαι ειλικρινής, ακόμη και αν το σχόλιο της, εμπεριείχε τον ήχο από ένα μικρό καμπανάκι, που με ενημέρωνε πως μια μικρούτσικη υπερβολή την έχω στην ζωή μου, εγώ χαιρόμουν και ήλπιζα μια μέρα να καταφέρω να χωρέσω ακόμα περισσότερα μέσα στην ημέρα μου.

Κι έτσι, σιγά αλλά σταθερά, όλες οι συνευρέσεις με γνωστούς και φίλους, οι νεωτερίστικες παραστάσεις, καθώς και όλων των ειδών οι παρουσιάσεις, εντάσσονταν στο μαύρο καρνέ μου, το οποίο με ιδιαίτερη ικανοποίηση άνοιγα, αρκετές φορές, αυτοθαυμάζοντας την υπερδραστηριότητά μου.

Σε μια ψυχοθεραπευτική συζήτηση πριν από μερικά χρόνια, μου τέθηκε το ερώτημα, αν θα μπορούσα να καθίσω ένα απόγευμα στο σπίτι μου, κάνοντας απολύτως τίποτα. Αμέσως αναρωτήθηκα έντρομη. Και τι θα συνέβαινε τότε; Τι θα ακολουθούσε αν βρισκόμουν, απλά, να κοιτάζω το ταβάνι; Ομολογώ, πως με έπιασε πανικός. Η σκέψη της μοναξιάς και της απόλυτης ησυχίας με τάραξε.

Κι όμως, δύο χρόνια μετά από από αυτήν συζήτηση, ένα βράδυ Σαββάτου βρέθηκα μόνη στο σπίτι. Με ανοιχτή την τηλεόραση στο mute, ξαπλωμένη στον καναπέ μέσα στο ημίφως, χάζευα τα δέντρα του δρόμου από το παράθυρο. Η στιγμή ήταν μοναδική. Ένιωσα την απόλυτη ησυχία, να με χαδεύει. Θυμάμαι, πως ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό μου. Ήμουν ευτυχισμένη και ήρεμη. Εκείνη η στιγμή έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου για πολύ καιρό. Συνειδητοποίησα οτι μπορούσα να μείνω εκεί καθισμένη για πολλή ώρα. Με χαλαρές όλες μου τις αισθήσεις. Με καμία βιασύνη. Έμοιαζε σαν το ουράνιο τόξο να είχε προβάλλει, μετά από την καταιγίδα.

Έτσι, λοιπόν, και σήμερα. Μέσα στο απόλυτο τρέξιμο και τον κατακλυσμό, αυτό επιζητώ. Αυτές τις σιωπηλές ώρες. Σε έναν καναπέ. Στο ημίφως. Με τον σύντροφό μου.

Και πράγματι, μπορεί να προσπαθώ να τα προλάβω όλα, όπως όλες οι σύγχρονές γυναίκες της ηλικίας μου, ακόμη και τα πιο σύνθετα. Αλλά, τελικώς, επιθυμώ κάτι πιο απλό. Πιο βασικό. Θέλω λίγο ουσιαστικό χρόνο για μένα, να νιώσω δυνατή, γεμάτη, ζωντανή. Θέλω αυτόν τον χρόνο περισυλλογής, που θα με βοηθήσει να γίνω καλύτερη εργαζόμενη, κόρη, αδερφή, φίλη, σύντροφος, σύζυγος, μητέρα.

Άλλωστε, όπως και πολλές άλλες almost40something δίπλα μου, «δεν είμαι τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό, είμαι αυτό που λέμε δείγμα τυπικό», αλλά ταυτοχρόνως, είμαι και αυτό που οφείλει να μάθει να φέρεται στον εαυτό του, σαν να είναι κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Όπως όλες μας.

 

 

 

Μάθε και δείξε τα όρια σου, αν επιθυμείς να αποφύγεις τις «γκρίζες ζώνες» στις σχέσεις σου.


Εδώ και αρκετές ημέρες, εντελώς συμπτωματικά, αλλά και απολύτως δικαιολογημένα, παρίσταμαι και συμμετέχω, συχνά, σε συζητήσεις που αφορούν σε ατυχείς, απογοητευτικές, ενοχλητικές, «πληγωτικές» εκνευριστικές συμπεριφορές συντρόφων, μελών οικογένειας, γνωστών, φίλων και συνεργατών, που όλες μα όλες, πρέπει, πλέον να καταλήξουμε και να παραδεχθούμε, πως σχετίζονται με τα όρια που θέτει κανείς στη ζωή του.

Τα παρεξηγημένα «όρια», λοιπόν, είναι μία θεωρία που, αν και almost40something, δυστυχώς, ανακάλυψα και εξετίμησα σχετικά πρόσφατα. Μάλιστα, παλιότερα στο άκουσμα της φράσης: «έχεις ξεπεράσει κάθε όριο», φανταζόμουν, αυτομάτως, την Μαμά μου, πριν από 25 χρόνια, να με κοιτάζει, απειλητικά και εν εξάλλω, έχοντας, μόλις, παραλάβει τον φάκελο με τον φρικιαστικό λογαριασμό του ΟΤΕ, τις εποχές που το γκρι ακουστικό του αναλογικού τηλεφώνου του σπιτιού, μου είχε γίνει σκουλαρίκι.

Μεγαλώνοντας, άρχισα να συζητώ και να περιεργάζομαι κάπως περισσότερο την θεωρία των «ορίων», καθότι αποτελεί ένα από τα top θέματα στα οποία καταδύεται κάποιος που ανακαλύπτει την ψυχοθεραπεία. Έτσι αρχικά, θέλησα να εντρυφήσω περισσότερο στις έννοιες, πριν καταλήξω σε κάποια σχετικά συμπεράσματα. Έχουμε και λέμε, λοιπόν:
Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση του από ένα ερμηνευτικό λεξικό:
Το όριο. Ουδέτερο ουσιαστικό. Σημαίνει: το σύνορο.
Κυριολεκτικά πρόκειται για το σημείο που βρίσκεται στην άκρη ή σε κάποιον ακρότατο τόπο.
Μεταφορικά είναι, ό,τι διαχωρίζει πράγματα, καταστάσεις, χρονικές περιόδους κ.λπ. ή βρίσκεται ανάμεσά τους.

Άρα, λοιπόν, έχουμε να διαχειριστούμε κυριολεκτικά και μεταφορικά κάτι που ορίζει, την ιδιοκτησία τη δική μας και του όποιου άλλου. Αγαπημένου ή μη.
Αμέσως, συνειδητοποιώ, πως η έννοια του «συνόρου» μας απασχολεί ποικιλοτρόπως στη ζωή μας.
Όπως τα σύνορα που ορίζουν τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους και απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, τόσο στη χώρα μας όσο και ολόκληρο τον κόσμο, μιας και αυτή η γραμμή στο χάρτη, ορίζει ποιος έχει το δικαίωμα και ποιος όχι να το διαβεί.
Ας κάνουμε, λοιπόν, μια αλματώδη, αυθαίρετη σκέψη και ας υποθέσουμε πως ο καθένας από εμάς είναι ένα κράτος. Κάποιος ένα μικρό, άλλος ένα μεγαλύτερο.
Σε αυτή την περίπτωση, ο καθένας έχει τα δικά του όρια, άρα και τα σύνορα του με το διπλανό κράτος.
Αυτά τα προσωπικά μας όρια- σύνορα με τον οποιοδήποτε- πλέον καταλήγω ότι είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί κάποιος να μάθει να θέτει, να διεκδικεί και να υποστηρίζει.
Είναι, άλλωστε, αυτά που καθορίζουν τον προσωπικό μας χώρο, σωματικά και συναισθηματικά, μας επιτρέπουν να διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από τους άλλους, να παίρνουμε την ευθύνη του εαυτού μας και να έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας. Και επιπλέον, μας προστατεύουν από την εκμετάλλευση και την όποια παραβίαση των άλλων.

Πρόσφατα, σκέφτηκα να τοποθετήσω μια μικρή πινακίδα στην είσοδο του γκαράζ του σπιτιού μου, μιας και παρατήρησα πως η πόρτα αυτή άνοιγε συχνά από διάφορους γείτονες που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε αυτόν τον χώρο.

Αρχικά μου πέρασε από το μυαλό πως θα έπρεπε να τοποθετηθεί μια πινακίδα που θα έγραφε το αυτονόητο:
«Ιδιωτικός χώρος- Απαγορεύεται η είσοδος».
Όμως το ρήμα «απαγορεύεται» μου φάνηκε αρκετά αγριευτικό κι έτσι το απέφυγα. Κατέληξα σε ένα, μάλλον, ασαφές «No entry» που βρήκα, αντί της σκληρής απαγόρευσης και αμέσως αισθάνθηκα καλύτερα.

Ένιωσα πως, κατά κάποιον τρόπο, είχα θέσει τα όρια μου σε αυτούς που επέλεγαν να εισέρχονται σε έναν ιδιωτικό χώρο. Τον δικό μου.

Άλλωστε, όταν εγώ δω μια πινακίδα που λέει «Απαγορεύεται το τάδε», είναι δεδομένο και λογικό να καταλαβαίνω ότι αν παραβιάσω το όριο, θα υπάρξουν νομικές συνέπειες.
Αυτό, λοιπόν, το είδος ορίου είναι εύκολο να το αποδεχθείς γιατί βλέπεις την πινακίδα και αντιστοίχως, το σύνορο που προστατεύει.

Κάπως έτσι, σκέφτηκα, πως θα έπρεπε να είναι και τα πράγματα στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, οπού ναι μεν τα σύνορα δεν είναι τόσο ορατά, πρέπει όμως να ορίζονται από όλους μας.

Αυτά είναι τα όρια που καθορίζουν που τελειώνω εγώ και που αρχίζεις εσύ και που οι άλλοι. Μοιάζουν, δηλαδή, με μια γραμμή ιδιοκτησίας, που δεν εμπεριέχει «γκρίζες ζώνες».

Στη ζωή μας, επομένως, δεν θα πρέπει να επιτρέπουμε σε κανέναν να κινείται απειλητικά και επεκτατικά και να εισέρχεται ανενόχλητος και να την κάνει «γης Mαδιάμ». Έχω καταλήξει, μετά από almost40something χρόνια, πως για εμένα η παραβίαση αυτών των ορίων είναι ένα casus belli και η αποφυγή πιθανού πολέμου μπορεί να αποφευχθεί μόνο, αν και εφόσον, είμαστε εντελώς ξεκάθαροι με το πως θέλουμε να ζήσουμε, αλλά και το πως επιθυμούμε να μας φέρονται.

Ο οποιοδήποτε αγαπημένος ή μη, εισέρχεται στο δικό μας μικρούτσικο κρατίδιο και μας συμπεριφέρεται με έλλειψη σεβασμού και τρόπο απαξιωτικό, πρέπει να επανατοποθετείται στη θέση του.
Οι φωνακλάδες, αγενείς, ερειστικοί, απαιτητικοί, ειρωνικοί τύποι να πάνε στο σπίτι τους, παρέα με το bulling που τους αρέσει συνήθως να ασκούν.

Σε κάθε περίπτωση το όφελος θα είναι διπλό. Και εμείς θα μπορέσουμε να προστατεύσουμε την ακεραιότητά μας, να ενισχύσουμε την αυτοεκτίμησή μας και να διατηρήσουμε τον αυτοσεβασμό μας, αλλά και η σχέση μας με τον εταίρο θα γίνει πιο ουσιαστική, ειλικρινής και ξεκάθαρη. Θα στηρίζεται, άλλωστε, στον αμοιβαίο σεβασμό που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τον όποιο δεσμό δημιουργείται. Συναισθηματικό, επαγγελματικό, οικογενειακό, φιλικό.

Άρα, λοιπόν, όπως δεν θα άφηνες ποτέ στο σπίτι σου ανοιχτή την πόρτα και θα έφευγες, μην αφήνεις, ποτέ, ξεκλείδωτη την ψυχή σου, ανοιχτή στην όποια κακοποίηση.
Μάθε τι θέλεις να επιτρέπεις και τι όχι στη ζωή σου.
Μάθε να το λες.
Μάθε να το διεκδικείς.
Μάθε να σέβεσαι, όμως, και αυτό που θέλει για τον εαυτό του και επιτρέπει ο απέναντί σου.
Και πάνω απ’ όλα μάθε να επιλέγεις τον απέναντί σου.

Όταν μια θυσία, θυμίζει τη δειλία γύρω μας, τότε σημαίνει πως η «Άλκηστη» συνάντησε την Κατερίνα Ευαγγελάτου.

Η Επίδαυρος, είναι ταυτισμένη στο μυαλό μου, σχεδόν, με όλα μου τα καλοκαίρια. Πιστεύω, άλλωστε, πως έχω υπάρξει από τα τυχερά παιδιά, που βρέθηκαν σε πολύ μικρή ηλικία στο Αρχαίο Θέατρο και μάλιστα, για κάποιες από τις παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει στο παρελθόν, μου αρέσει να κοκορεύομαι», μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Επιπλέον, δεν νοείται για εμένα ομαλή μετάβαση στις διακοπές, αν δεν ακολουθήσω κάθε χρόνο με θρησκευτική ευλάβεια όλο τελετουργικό. Να «ξεκοκαλίσω», δηλαδή, από νωρίς όλο το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών, να εξασφαλίσω τα εισιτήρια στην παράσταση που επιθυμώ και να οργανώσω στην εξόρμησή μου και όλα τα super παρελκόμενα- εξαιρετικό φαγητό και Disco Capaki στα καπάκια.

Φέτος, λοιπόν, για πολλούς λόγους επέλεξα να δω την «Άλκηστη» της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Ο βασικότερος από αυτούς, όμως, ήταν πως τον τελευταίο καιρό νιώθω να περνάω μια σοβαρή «Ευαγγελίτιδα».

Όπερ σημαίνει πως μετά τον Φάουστ, που πλέον συγκαταλέγεται στις αγαπημένες παραστάσεις των τελευταίων ετών, αλλά και το 1984 που μου βασάνιζε το μυαλό μου για μέρες, θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να την «συναντήσω» και στο Κοίλο της Επιδαύρου.

Πριν βρεθώ, όμως, στο θέατρο φρόντισα να μάθω περισσότερα για την υπόθεση του έργου, μιας και δεν αποτελούσε ένα από τα γνωστά blockbusters, τα οποία παίζω στα δάχτυλα του ενός χεριού, όπως οι συμφορές του γένους των Λαβδακιδών και τελικώς, εκ του αποτελέσματος αντιλήφθηκα, πως έπραξα σωστά.

Μαθαίνοντας περισσότερα για την υπόθεση ήμουν πλέον προετοιμασμένη πως δεν θα παρακολουθούσα μια κλασική τραγωδία. Θα έλεγα, μάλιστα, πως καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης ένιωθα πως παρακολουθούσα ένα διαφορετικό, περίεργο είδος.

Άλλωστε, η συνύπαρξη μερικών τραγικών και πολλών κωμικών στοιχείων, καθώς και το ασαφές φινάλε, περιέπλεξε την κατάταξη του έργου, σε ένα από τα δύο, γνωστά τοις πάσι, είδη.

Συγκεκριμένα, λοιπόν, ενώ ο  Άδμητος θρηνούσε τη γυναίκα του, ο θρήνος του έμοιαζε να πλησιάζει τα όρια του γελοίου. Ενώ η Άλκηστη είχε πάρει την απόφαση να πεθάνει αντί του συζύγου της, η θυσία της, έμοιαζε κενή και δίχως λογική. Ενώ ο Φέρης φαινόταν, δικαίως, να επιθυμεί να νουθετήσει και να επαναφέρει, με τα λόγια του, στην τάξη τον γιο του , η εικόνα του παρέπεμπε σε εγωκεντρικό, ξεμωραμένο γέρο.

Κάποια στιγμή, ενώ γελούσα, νιώθοντας ταυτοχρόνως μια έντονη πικρία, σκέφτηκα πως η «Άλκηστη» δεν είναι σε καμία περίπτωση μία τραγωδία, ούτε όμως μία κωμωδία. Αποφάσισα να ονομάσω το είδος αυτό, που για πρώτη φορά συναντούσα, εντελώς αυθαίρετα εκείνη τη στιγμή, «ειρωνεία».

Η ειρωνεία, άλλωστε, είναι ο λόγος που χαρακτηρίζεται από δηκτική διάθεση και συνήθως λέει το αντίθετο από αυτό που εννοεί. Έτσι κάτω από από το πρίσμα της «ειρωνείας» όλα άρχισαν να καταλαμβάνουν μια κάποια λογική θέση μέσα στο κεφάλι μου.

Η ζωή και ο θάνατος, το πένθος και η υποκρισία που εμπεριέχει, οι συζυγικές σχέσεις και η θέση της γυναίκας, αλλά και πολύ περισσότερο η εξουσία, μπήκαν στα ανάλογα κουτάκια του μυαλού μου.

Άλλωστε η επίδειξη δύναμης και η επιβολή της άποψης που προερχόταν από την εξουσία ήταν, για εμένα, διάχυτη σε όλο το έργο. Ξεκινούσε από από τις πολλές εικόνες στη σκηνή και κατέληγε στην ουσία. Από τη μία υπήρχαν τα ρούχα στρατηγού του Άδμητου και από την άλλη η υπέροχη στρατιωτική κίνηση του καλοκουρδισμένου χορού.

Ο χορός, μάλιστα, που θεωρώ πως ήταν ένα από τα ατού της παράστασης- μαζί με τη ζωντανή μουσική- ντυμένος με ρούχα της δεκαετίας του 70, έμοιαζε με τον απλό λαό που ζει κάτω από ένα απολυταρχικό καθεστώς το οποίο, τεχνηέντως, μειώνει την κρίση του. Ο απόλυτα ακριβής στρατιωτικός χαιρετισμός, μαζί με την, χωρίς επεξεργασία σκέψης, αποδοχή των λόγων του Βασιλιά έδειχνε το μέγεθος της χειραγώγησής τους. Όλες οι διαφορετικές αντιδράσεις τους έμοιαζαν μελετημένες από τον Μαέστρο- Άδμητο. Το πένθος ήταν βαθύ, ο θρήνος έντονος, το πέρασμα στις Ερινύες ειλικρινές και η πίστη στον Τύραννο πανίσχυρη.

Σαν μαριονέτες, μέσα από μια υπέροχη κίνηση, έμοιαζε ν’ αντιδρούν μόνο με τρόπο, που ο Άδμητος επέτρεπε και επέβαλε. Επρόκειτο, λοιπόν, για την έκφραση της κοινής γνώμης, διαμορφωμένη από τον απόλυτο αρχηγό.

Επιπλέον, σημαντικός πρωταγωνιστής της παράστασης ήταν το σκηνικό. Ένας κρατήρας συνέδεε τον πάνω με τον κάτω κόσμο. Όλοι οι πρωταγωνιστές ακροβατούσαν μπροστά στην είσοδο του Άδη, σαν να φλέρταραν με τη ζωή και το θάνατο. Και γύρω από αυτήν την είσοδο και μέσα σε αυτήν υπήρχε το χώμα. Το χώμα που θα φιλοξενούσε την νεκρή, αλλά και τους νεκρούς συνειδήσεων.

«Χους ει και εις χουν απελεύσει» Αυτό το ίδιο χώμα σκόνισε ακόμα και τους θεατές, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Άλλωστε, στην Άλκηστη ήμασταν μάρτυρες σε μία ταφή και το χώμα που αναπνεύσαμε στην ατμόσφαιρα, από θεατές μας έκανε συνένοχους στην αδικία και τον παραλογισμό.

Στον παραλογισμό της θυσίας. Μιας και η «χαζή» όπως την περιγράφει ο Ευριπίδης μέσω του Φέρη, Άλκηστη αποφασίζει να πεθάνει στη θέση του. Να χαθεί για έναν Άδμητο. Ένα αδειανό πουκάμισο. Για κάποιον που δεν θα χάλαγε τη βολή του για κανέναν στον κόσμο κι ενδεχομένως ούτε για τα παιδιά του. Η θυσία της Άλκηστης δεν μοιάζει με τη θυσία του Αβραάμ και τη δοκιμασία που αυτή περιέχει, ούτε με τη θυσία της Ιφιγένειας η οποία υποτίθεται πως έγινε για έναν «σημαντικό» σκοπό, αλλά είναι μετέωρη και άδικη.

Κι ενώ, λοιπόν, το πρώτο από τα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη προκάλεσε συζητήσεις για το είδος στο οποίο ανήκει, ταυτοχρόνως, προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου φαίνεται να έχει ψάξει βαθιά με κινήσεις χειρουργού ν΄ανακαλύψει όλα τα κρυμμένα μυστικά του. Δημιούργησε ξεχωριστούς χαρακτήρες που ο καθένας του υπηρέτησε το βαθύ ειρωνικό σχολιασμό της «Άλκηστης».

Δίπλα της έχει τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, να πλάθει με άρτιο τρόπο τον πιο ανήθικο Άδμητο, προκαλώντας μέχρι και εκνευρισμό. Την Κίττυ Παϊταζόγλου που κατάφερε να «μιλήσει» σαν νεκρή. Τον μεστό και σπουδαίο, Γιάννη Φέρτη σε ένα ρόλο συνολικής υπερβολής. Αλλά και τον Απόλλωνα, τον Θάνατο και τον Υπηρέτη που ήταν, απολύτως, διαβασμένοι, ακριβείς και ουσιαστικοί.

Και κάπου εκεί και ο Ηρακλής, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, όπως αντιλήφθηκα από την ανάγνωση της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Με παιδική υπόσταση, αλλά και με εικόνα στα όρια του γκροτέσκου. Ένας ημίθεος που μοιάζει με κλόουν, με πρόσωπό που γελά και θρηνεί την ίδια στιγμή. Ένας ήρωας που αποχωρίστηκε την λεοντή και έκρυψε το συναίσθημα κάτω από το έντονο μακιγιάζ. Κρατώντας ένα κρανίο μοιάζει να σχολιάζει τη ματαιότητα του βίου, ως ένας άλλος Άμλετ, ενώ φαίνεται ν’ ακολουθεί με έναν δικό του, αιρετικό τρόπο, τον δρόμο της Αρετής. Τον ερμήνευσε με συγκινητική ειλικρίνεια ο Δημήρης Παπανικολάου.

Κλείνοντας, πιστεύω πως η «Άλκηστη» δεν είναι ένα εύκολο έργο και σε καμία περίπτωση η ερμηνεία της δεν είναι μονοδιάστατη. Η σκηνοθέτης έχοντας μελετήσει πολύ, κατανόησε όλα της τα συστατικά και είμαι σίγουρη πως επέλεξε να τους ρίξει και περισσότερο αλάτι για να τα νοστιμίσει.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει το υπόβαθρο, την μόρφωση και την καλλιέργεια, ώστε να μπορεί να καταπιάνεται με σπουδαία και πολύ διαφορετικά έργα. Φαίνεται ν’ αναλύει μέχρι και τα σημεία στίξης των κειμένων, αλλά και όλα όσα κρύβονται κάτω από τις λέξεις. Είχε, βέβαια, και την τύχη να μεγαλώσει σ’ ένα σπουδαίο σπίτι, που της έδωσε τα εφόδια για να ανοίξει τα φτερά της. Όμως η αξία δεν κληρονομείται. Αποκτάται με σκληρή δουλειά, μυαλό, σεβασμό, σοβαρότητα και μέτρο. Κι έτσι για άλλη μία φορά με εντυπωσίασε.

Η «Ευαγγελίτιδα» μου συνεχίζεται λοιπόν!
Το επόμενο ραντεβού μας θα είναι το Σεπτέμβριο στο Ηρώδειο, στον Αμύντα.

 

Κι όμως, άνδρες υπάρχουν! Ή αλλιώς, η «κανονικότητα» και πώς να την κατακτήσετε.

Έφτασε, δυστυχώς ή ευτυχώς, η εποχή να αναιρέσω κι εγώ με την σειρά μου μια σειρά από λίβελλους που έχω «υπογράψει», καταθέτοντας, κατά καιρούς, την άποψή μου σε δημόσιους και ιδιωτικούς λόγους μου, εναντίον του ανδρικού φύλου.

Και όχι, δεν αλλαξοπίστησα, ούτε επιθυμώ να εισβάλω, με στρατηγική, στο στρατόπεδο του εχθρού. Απλώς, αποφάσισα να ανοίξω τα μάτια μου και να αντικρύσω, επιτέλους, κατάματα το φως το αληθινό, αντιμετωπίζοντας, επιτέλους, την πραγματικότητα.

Λοιπόν, αγαπητές μου almost40something, θα σας τα πω όλα «με το νι και με το σίγμα», όπως ακριβώς τα έζησα, μπας και η δική μου ιστορία μεταλαμπαδεύσει τη γνώση, οδηγώντας κι εσάς σε κάποια ασφαλή και ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με τα δικά σας βιώματα.

Έχουμε και λέμε:

Αν τα σχεσιακά μας, για να μπορέσουμε να τα προσεγγίσουμε ερμηνευτικά, τα περιγράψουμε σαν τους δρόμους που επιλέγουμε στη ζωή, θα παρατηρήσουμε πως ο γνωστός μύθος με τον κακοτράχαλο δρόμο της Αρετής και τον ευθύ δρόμο της Κακίας, έχει αντίθετη ερμηνεία, απ’ ότι στην περίπτωση του Ηρακλή.

Συγκεκριμένα, αν αντί για τις δύο γυναίκες που συνάντησε ο συμπαθής ημίθεος στον Κιθαιρώνα στο κομβικό σταυροδρόμι της ζωής του, συναντήσετε δύο άνδρες που προτείνουν διαφορετικές διαδρομές για να φτάσετε στον προορισμό της ζωής σας, έχοντας οι ίδιοι διαφορετικά μονοπάτια χαραγμένα στα GPS τους, θα πρέπει για λόγους ευκολίας και ισορροπίας να επιλέξετε την πιο σύντομη διαδρομή, ακόμη και αν περιλαμβάνει είκοσι τρεις στάσεις για διόδια.

Δηλαδή, για να γίνω σαφής και κατανοητή, μετά από έρευνες ετών, κοινωνική παρατήρηση και αναλύσεις με γυναίκες όλων των ηλικιών, τα δικά μου συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα:

Αν ένας άνδρας έχει σκοπό- εν γνώσει του ή εν αγνοία του- να σας προσφέρει μια ζωή σε κατσικόδρομο, τίγκα στην λακκούβα, στο χαλίκι και στο «στροφιλίκι», θα έπρεπε αυτομάτως να θεωρείται για εσάς persona non grata.

Επιπλέον, οι ειδικές διαδρομές είναι για την ανάβαση Ριτσώνας και αν υφίστανται σε μόνιμη βάση, προκαλούν ανακατωσούρα και τάση για εμετό. Και μεταξύ μας, ποια γυναίκα επιθυμεί μακροπρόθεσμα μία σχέση που απαιτεί μόνιμη χρήση δραμαμίνης; Άρα, για να σας γίνει ξεκάθαρο και κατανοητό, ο άνδρας αυτός, που «ξεβράστηκε» στον δρόμο σας, σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να απολαμβάνει τα κάλλη σας και την καλοσύνη σας. Τουναντίον μάλιστα. Και για να πούμε «τα σύκα-σύκα κλπ.», αγαπητές φίλες, ο άνδρας αυτός, δυστυχώς, πρόκειται να σας βάλει σε ατέρμονες περιπέτειες.

Άλλωστε, είναι βαθιά προβληματικός και ουχί προβληματισμένος με την κοινωνία, όπως θέλει να λογίζεται. Είναι ένα κακομαθημένο αγόρι που θα σας οδηγήσει σε αδιέξοδο, στο οποίο για να φτάσετε, θα σπάσετε τα όμορφα σας μούτρα αρκετές φορές.

Αντιθέτως, ο άνδρας οποίος ακολουθεί σε μια σχέση τον ευθύ δρόμο, είναι δεδομένο πως θα σας οδηγήσει σύντομα και χωρίς πολλά δράματα σε ένα όμορφο ξέφωτο. Στη διάρκεια, μάλιστα, της ευχάριστης διαδρομής, δεν θα σας έχει βγει η γλώσσα από τα παρακάλια, δεν θα έχετε γεμίσει ρυτίδες από τα νεύρα και θα έχετε κάνει και ένα γερό κομπόδεμα, καθώς δεν θα χαπακώνεστε, συνέχεια, για το στομάχι και τις ημικρανίες. Αυτός, λοιπόν, είναι ο συνοδοιπόρος, που θα σας δείξει πως η ζωή είναι ωραία και πολύ πιο απλή από αυτή που νομίζατε έως σήμερα.

Αυτός ο άνδρας, λοιπόν, που ακολουθεί τον συντομότερο δρόμο, ονομάζεται «κανονικός» άνθρωπός και δεν πρόκειται για εξωγήινο τέρας, αλλά έχει μάτια, μύτη, στόμα, χέρια, πόδια και διάθεση να ζήσει μαζί σας. «Κανονικά». Χωρίς μελό, υστερίες και ταλαιπωρίες.

Κάποιες, βέβαια, διαβάζοντας τα παραπάνω, σίγουρα, ήδη, συνοφρυώνεστε σκεπτόμενες πως ο όρος «κανονικός» ταυτίζεται με την λέξη «βαρετός». Κι όμως θα σας απαντήσω, εν πλήρει συνειδήσει, πως πλανάσθε πλάνην οικτράν!

Ποιος σας είπε, πως αν κάποιος σας υποβάλει σε όλες τις δοκιμασίες του survivor είναι ο άνδρας που σας πρέπει; Ποια Σειρήνα εμπιστευτήκατε και χάσατε τον προσανατολισμό σας, ο οποίος θα έπρεπε να έχει σαν μοναδική κατεύθυνση την ευτυχία; Και φυσικά, ποιος σας είπε πως οι άνθρωποι αλλάζουν αν και εφόσον εμείς προσπαθήσουμε να γίνουμε οι τέλειες σύντροφοι;

Όσο, λοιπόν, περνάει ο καιρός και μεγαλώνω, συνειδητοποιώ πως σχεδόν σε όλη την ενήλικη μου ζωή, όπως και πολλές πανάξιες και πανέμορφες φίλες μου, προσπαθώ να βελτιώσω, δικαιολογήσω, νταντέψω, υποστηρίξω κάποιον άνδρα. Τα αποτελέσματα αυτού του εντατικού coaching είναι, απολύτως, απογοητευτικά. Ως προπονητής αποδεικνύεται να μην έχω τον σχεδιασμό που απαιτείται και τελικώς, οδηγούμαι στην αποτυχία, ακόμη και αν κατέχω όλα τα αναγκαία για να σηκώσω την κούπα: τεχνικές δεξιότητες, διαπροσωπική επικοινωνία, οξυδέρκεια, αποφασιστικότητα και αποτελεσματική διαχείριση του χρόνου.

Μήπως δεν είναι, όμως, θέμα προπονητικής νοημοσύνης, αλλά θέμα επιλογής παίκτη ή- για να είμαστε και πιο ακριβείς- συμπαίκτη; Γιατί, ναι, η ζωή είναι παιχνίδι και γι’ αυτό θα πρέπει αν θέλεις να στεφθείς νικητής και να περάσεις καλά, πάνω απ ‘όλα, να φτιάξεις την καλύτερη ομάδα!

Ας ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στον όρο «κανονικός». Ο «κανονικός» άνδρας- ο «homo kanonikus», δηλαδή- για να τον αναγνωρίσουμε έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά.  Είναι αυτός που χαμογελά με ευκολία και γελά με την καρδιά του, χωρίς μιζέριες. Είναι αυτός που χαίρεται να βρίσκεται δίπλα σας, θέλει να μοιραστεί μαζί σας την καθημερινότητα του, τους φίλους και την οικογένειά του. Είναι αυτός που σας βοηθά σε κάτι που θα ζητήσετε, αλλά κάνει και πολλά για εσάς, με δική του πρωτοβουλία. Είναι αυτός που δεν εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά βούληση, που μιλά στους οικείους σας, που σέβεται τη ζωή σας και θαυμάζει τις επιλογές σας. Είναι αυτός που δεν φοβάται τη δέσμευση περισσότερο από εσάς, επιλέγει να είναι αισιόδοξος, φερέγγυος, δεν αναβάλει και το βασικότερο όλων, είναι αυτός που σας προκαλεί ασφάλεια και σιγουριά.

Η μακρόχρονη επιστημονική μελέτη μου, καταλήγει πως αυτός ο «κανονικός» άνδρας, που μέχρι σήμερα δεν του δίνατε καμία σημασία, καθώς αναζητούσατε και, τελικώς, επιλέγατε, κατ’ εξακολούθηση, την δύσκολη πίστα με τον τοξικό serial killer θετικής ενέργειας, είναι επιβεβαιωμένα, ο άνδρας της ζωής σας. Είναι αυτός που θα θαυμάσετε, θα ερωτευτείτε, θα αγαπήσετε. Είναι αυτός που θα σας κάνει, επιτέλους να ηρεμήσετε, να χαλαρώσετε και κατ’ επέκταση, ν’ ανθίσετε!

Και για να ολοκληρώσω το πόνημα μου, οφείλω να σας επισημάνω, πως αυτός ο άνδρας βρίσκεται κάπου δίπλα σας. Απλά δεν τον έχετε προσέξει ποτέ. Ήρθε η στιγμή, λοιπόν, να τον κοιτάξετε στα μάτια και να δώσετε τη σημασία που του πρέπει. Είναι εκεί.

Σας έχει χαμογελάσει, σας έχει ακούσει, σας έχει πει όμορφες κουβέντες, σας έχει, ίσως, συμπαρασταθεί, σας έχει κάνει να γελάσετε και έχει γελάσει και αυτός με τα δικά σας αστεία. Αυτός ο άνδρας, λοιπόν, θα ήθελε να σας κρατήσει μια μέρα το χέρι και να προχωρήσει μαζί σας «κανονικά». Χωρίς μισόλογα, παρεξηγήσεις και παρανοήσεις. Απλά και χαλαρά. Αληθινά. Αντρίκια.

Κλείνοντας, αγαπητές almost40something θα ήθελα να επισημάνω πως η κατάκτηση της ευτυχισμένης ζωής που αξίζουμε είναι δική μας ευθύνη. Άλλωστε, βάσει, για άλλη μία φορά, προσωπικής παρατήρησης, καταλήγω πως οι σχέσεις που δεν προχώρησαν, ήταν εξ’ αρχής προβληματικές. Οι άνδρες που μας απογοήτευσαν, μας έδειξαν την προδιάθεση τους από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας. Εμείς δεν θελήσαμε να το καταλάβουμε.

Επειδή, όμως, πλέον ο ουρανός έχει καθαρίσει, δεν υπάρχει δικαιολογία. Οι δυσοίωνοι τύποι να πάρουν «τα κουβαδάκια τους και να πάνε σε άλλη παραλία». Εσείς το μόνο που χρειάζεται να κάνετε, είναι ν’ απλωθείτε στην αμμουδιά και ν’ αγκαλιάστε τον «κανονικό» άνδρα που βρίσκεται δίπλα σας. Τον άνδρα της όμορφης, «κανονικής» ζωής σας!