Όχι πια δάκρυα. Mόνο γέλια! Επιτρέπονται τα δάκρυα χαράς και τα γέλια μέχρι δακρύων.

Η ζωή μας, όπως και να το πάρουμε, έχει πλάκα. Τελεία και παύλα. Είτε μας συμβαίνουν τα χειρότερα, είτε τα καλύτερα, μοιάζει σαν κάποιος από κάπου ψηλά, κάπου μακριά, με τρόπο μεταφυσικό, ξοδεύει για «πάρτη μας» μεγάλες ποσότητες χιούμορ. Αυτό το αυθεντικό, το ωραίο, αλλά ακόμη και το άλλο. Το μαύρο και άραχνο.

Άλλωστε, ανέκαθεν οι σκέψεις, πως κάποιος γελά επειδή διασκεδάζει μ’ εμάς, γελά λόγω ημών, ή εις βάρος μας, θεωρούνται απολύτως φυσιολογικές, όπως και οι φράσεις: «Πολύ πλάκα!», «Μου κάνεις πλάκα;», οι οποίες αποκτούν θετική ή αρνητική διάσταση, καθώς χρησιμοποιούνται, αναλόγως με το χρωματισμό που τους δίνουμε.

Πέρα όμως από την πλάκα, σε κάθε περίπτωση, το γέλιο είναι απαραίτητο στη ζωή μας. Άλλωστε σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες, μας ομορφαίνει και μας δίνει ζωή. Μας ανεβάζει με φυσικό τρόπο τη διάθεση, προλαμβάνει τις ασθένειες, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα, καίει θερμίδες, γυμνάζει και αυξάνει τη μακροζωία. Ακόμη, δηλαδή και αν καταβρόχθιζα ολόκληρη, την πιο ακριβή ενυδατική-αντιρυτιδική-συσφικτική κρέμα προσώπου, που έχω αποκτήσει, τέτοιου είδους οφέλη δεν θα είχα.

Επιπλέον, σύμφωνα με τους ειδικούς, ενώ χρησιμοποιούμε μόνο δεκαεπτά μυς του προσώπου μας για να γελάσουμε, από την άλλη, χρησιμοποιούμε σαράντα επτά για να κατσουφιάσουμε. Το οποίο με απλά λόγια σημαίνει, πως είναι προτιμότερο να γελάς, παρά να στραβώνεις τα μούτρα σου, αν θέλεις να αποφύγεις, προς το παρόν, τις επισκέψεις στους πλαστικούς χειρουργούς, εφόσον, μάλιστα, για να κάνεις μία ρυτίδα από το γέλιο, πρέπει να χαμογελάσεις περίπου 250.000 φορές.

Αναλογιζόμενη κάπως τη ζωή μου, συνειδητοποιώ πως τόσο οι φίλοι μου, όσο και η οικογένεια μου, ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που σε κάνουν να γελάς. Έχουμε, άλλωστε, περάσει άπειρο χρόνο χαχανίζοντας, έχουμε βρεθεί στα πατώματα, έχουμε χαζογελάσει, έχουμε κλάψει από τα γέλια κι έχουμε τρέξει ξεκαρδισμένοι στην τουαλέτα για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Μικροί και μεγάλοι.

Ακόμη θυμάμαι τη γιαγιά μου να γελάει ασταμάτητα με τα αστεία της Μαμάς μου και τη φίλη μου την Άλκηστη να ξελιγώνεται στο σινεμά με το που ξεκίνησε η προβολή της ταινίας «Τίγρης και Δράκος». Και στις δύο περιπτώσεις, πίστευα ό,τι θα «πέθαινα από τα γέλια», όπως ο φιλόσοφος Χρύσιππος, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση, πέθανε γελώντας για ένα αστείο, που ο ίδιος είπε, κάπου εκεί στα προ Χριστού.

Ας εξετάσουμε όμως και τι συμβαίνει και με το γέλιο στα συναισθηματικά μας. Ως προς τον σύντροφο που επιλέγεις, σίγουρα μπορείς να ερωτευτείς κάποιον για πολλούς λόγους. Αρχικά γιατί σε ελκύει η εμφάνιση σου, το μυαλό του, η σιγουριά του, οι κοινοί σας στόχοι.
Μπορεί, ακόμη, να ερωτευτείς την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη που σου εμπνέει ή την δύναμη του.

Όλα τα παραπάνω, σαφώς, είναι σημαντικά, όμως, τελευταία, σκέφτομαι πως ίσως ο πιο ουσιώδης λόγος για να ερωτευτείς κάποιον, είναι γιατί έχει την ικανότητα να σε κάνει να γελάς.
Κι επειδή, η ζωή είναι αρκετές στιγμές δύσκολη, με καθημερινά άγχη, απώλειες και αρκετές απογοητεύσεις, πλέον πιστεύω πώς δίπλα μας χρειαζόμαστε ανθρώπους που μας κάνουν να γελάμε.

Φέρνοντας στο μυαλό μου σχέσεις του παρελθόντος, με θυμάμαι αρκετές φορές να συννεφιάζω, άλλες να κλαίω και να σιωπώ, ζώντας δίπλα σε ανθρώπους, που με χαρακτηριστική ευκολία μπορούσαν να μου ρουφήξουν όλη την θετική ενέργεια, τροφοδοτώντας την ακόρεστη πείνα τους για απαισιοδοξία και αρνητισμό.

Αυτά, λοιπόν, τα «ψυχολογικά βαμπίρ» που εγώ επέλεγα να συναναστραφώ- όπως κάνουν και πολλές φίλες μου- ζουν και αναπνέουν ανάμεσα μας, γιατί εμείς τους επιτρέπουμε να υπάρχουν και να μας εξαντλούν συναισθηματικά.

Και όπως, με το γέλιο ο εγκέφαλος απελευθερώνει τις βήτα-ενδορφίνες, τις φυσικές οπιούχες ουσίες με αναλγητική δράση, έτσι και ένας χαρούμενος σύντροφος που σε κάνει να γελάς, σε βοηθά να βλέπεις με άλλο μάτι τη ζωή, ακόμα και όταν τα πράγματα δεν πάνε τέλεια.

Αν, λοιπόν, γνωρίσατε έναν άνδρα που σας κάνει να γελάτε με τη ψυχή σας, κρατήστε τον στη ζωή σας! Είναι αυτός, άλλωστε, που μπορεί να σας προσφέρει τη ζωή που αξίζει να ζήσετε. Είναι ο άνθρωπος που θα σας φτιάχνει τη διάθεση, ακόμη και εν μέσω κρίσης.

La vita è bella, λοιπόν, όταν έχεις δίπλα σου αυτόν που σε κάνει να χαμογελάς. Εκείνον με τον οποίο μπορείς να κάνεις πλάκα, με την ίδια ευκολία που μπορείς να μιλήσεις για τα πιο σοβαρά θέματα. Τον άνδρα που μπορεί να μετατρέψει το άγχος σου σε εμπιστοσύνη, επιθυμώντας να είσαι χαρούμενη. Αυτός είναι ο άνδρας που θα σε κάνει να ανθίσεις, όπως κι εσύ οφείλεις να κάνεις το ίδιο γι’ αυτόν.

Και κάπως έτσι, καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε η Τζέσικα Ράμπιτ στην ταινία «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ;» όταν στην ερώτηση «μα τι βρίσκεις σε αυτόν τον λαγό;», εκείνη απάντησε αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη: «γιατί με κάνει να γελάω!»

Ψάξτε, επομένως, για τον δικό σας Ρότζερ! Είναι κάπου εκεί έξω. Σας μιλάω εκ πείρας.

Ανοίξ-αμε και σας περιμένουμε!

Κι εκεί που ταλαιπωρούμαστε από χίλιες πλευρές: Χειμώνας, κρύο, ΕΦΚΑ, μειώσεις στους μισθούς, ερωτικές απογοητεύσεις, αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, επιπλέον κιλά που εγκαταστάθηκαν από την εποχή των κουραμπιέδων, έρχεται εκείνη. Η Άνοιξη. Ο μόνος λόγος που, επί της ουσίας, καταφέρνουμε και αντέχουμε τις προηγούμενες δύο εποχές.

Η Άνοιξη είναι γένους θηλυκού. Είναι ό,τι πιο κοντινό σε μια almost40something γυναίκα, που ξέρει τι επιθυμεί, προσέχει τον εαυτό της και αγαπά να δημιουργεί. Η Άνοιξη έχει τα πάντα, όπως αυτή η γυναίκα. Έχει καλοκαιρία και κακοκαιρία. Έχει χαρές και νεύρα την ίδια στιγμή. Έχει όρεξη για οτιδήποτε νέο, αλλά και διάθεση να τα γκρεμίσει όλα.

Αυτή, λοιπόν, είναι η εποχή που τα πάντα αλλάζουν γύρω μας. Η ψυχολογία μας ανεβαίνει στο ζενίθ, μαζί με τους βαθμούς Κελσίου. Τα μάλλινα αλλάζουν θέση και τακτοποιούνται δίπλα σε λεβάντες. Τα χελιδόνια επιστρέφουν και χτίζουν φωλιές. Η φύση ανθίζει. Και, φυσικά, ύστερα έρχονται οι μέλισσες, μαζί με τους νέους έρωτες.

Οι έρωτες της Άνοιξης είναι εντελώς διαφορετικοί από τους έρωτες του καλοκαιριού, οι οποίοι ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν ως εφήμεροι, όσο, δηλαδή, επιβιώνει το αλάτι πάνω στο δέρμα μας, πριν τελικώς ξεπλυθεί. Οι έρωτες της άνοιξης είναι αναζωογονητικοί. Θυμίσουν τη φύση που ξυπνά από τον βαθύ της ύπνο. Μοιάζουν με την πρώτη στιγμή που θα βρεθούμε κάτω από τον ήλιο σε μια παραλία. Τότε που με δυσκολία ανοίγουμε τα μάτια μας στο φως, αλλά ταυτοχρόνως επιθυμούμε διακαώς το άγγιγμά του.

Την Άνοιξη η ζωή είναι πιο ωραία. Οι ζακέτες ξεχνιούνται στα πιο απίστευτα μέρη, τα χαμόγελα εμφανίζονται συχνότερα, τα παγάκια επιστρέφουν στα ποτήρια και η οικονομική κρίση, μοιάζει, κάποιες φορές, αδύναμη να επηρεάσει την ψυχολογία μας.

Και κάπου εκεί, σκέφτεσαι την σοφία που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία του κόσμου. Άλλωστε, πάντα μετά τη νύχτα ακολουθεί η μέρα, μετά τη βροχή έρχεται το ουράνιο τόξο, μετά τα δάκρυα προκύπτουν τα γέλια και μετά το Χειμώνα ξυπνά η Άνοιξη.

Τώρα είναι, που δοκιμάζουμε τη θερμοκρασία στη θάλασσα, βρέχοντας για λίγο τα πόδια μας. Τώρα είναι, που ονειρευόμαστε τις καλοκαιρινές διακοπές μας. Τώρα είναι, που πρέπει ν’ αποφασίσουμε, επιτέλους, τι μας κάνει ευτυχισμένους. Δεν υπάρχει λόγος και χρόνος για άλλες καθυστερήσεις. Το αποτέλεσμα του αγώνα έχει κριθεί από καιρό.

Ο Χειμώνας τελείωσε. Και στη φύση, αλλά και μέσα μας. Ας υποδεχθούμε, επομένως, την εποχή «φορώντας» το καλό μας πρόσωπο. Βελτιώνοντας τη ζωή μας. Προσέχοντας τον εαυτό μας. Ανθίζοντας. Ας μας κάνουμε, επιτέλους, το δώρο που επιθυμούμε. Μια ζωή που να μας αξίζει. Μοιρασμένη με φίλους, οικογένεια κι έναν σύντροφο. Με εκείνους, δηλαδή, που αποτελούν μέρος της ευτυχίας μας.

Άλλωστε, η ευτυχία, σχετίζεται με τις επιλογές μας. Και αυτήν την Άνοιξη, ξυπνώντας, κατά μία έννοια, από τη χειμερία νάρκη, που είτε έχουμε επιβάλει στον εαυτό μας, είτε μας έχει επιβληθεί από «άλλους», ας αποφασίσουμε να επιλέξουμε σωστά.

Όπως η φύση αναγεννιέται, ας αναγεννηθούμε κι εμείς. Απομακρύνοντας από τη σκέψη μας την τοξικότητα του χειμώνα, των διαφόρων «άλλων» που μας περιτριγυρίζουν και των συντρόφων που απογοήτευσαν τις προσδοκίες μας.

Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, με ό,τι μας κάνει να βελτιωνόμαστε, να εξελισσόμαστε και να νιώθουμε πως μέσα μας «θα ‘ναι σαν να μπαίνει η Άνοιξη».

Υ.Γ. Οι άνδρες που έρχονται με την Άνοιξη φορούν κολόνια και μυρίζουν όμορφα σαν ανθισμένος κήπος, ενώ το άρωμα τους που σε συνοδεύει συνέχεια, σε κάνει να νιώθεις πώς όλα θα πάνε καλά από εδώ και πέρα.

Ποιος τολμά να «εξημερώσει την Στρίγγλα»;

Σύμφωνα με τα ερμηνευτικά λεξικά, μια γυναίκα με πολύ άσχημο χαρακτήρα, η οποία είναι ταυτοχρόνως κακιά και δύστροπη, χαρακτηρίζεται ως στρίγγλα. Σύμφωνα, όμως, με τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, η ίδια αυτή στρίγγλα θα μπορούσε άνετα να μεταμορφωθεί σε αρνάκι, αν βρισκόταν δίπλα της ο κατάλληλος άνδρας.

Αυτά υποστήριζε ο σπουδαίος συγγραφέας, κάπου στις αρχές του 1590, γράφοντας την ιστορία ενός νέου από την Βερόνα, του Πετρούκιου, οποίος παντρεύεται την μεγαλύτερη στρίγγλα της Πάντοβα, την Κατερίνα, ούτως ώστε να πάρει την προίκα της, αλλά στο τέλος φτάνει να την ερωτευτεί, αλλά και να την «εξημερώσει».

Μεταφέροντας την ιστορία του Σαίξπηρ στο 2017, παρατηρούμε πως όλο και περισσότερες στρίγγλες ζουν ανάμεσα μας, μάλλον, ελλείψει ανδρών, που θα μπορούσαν να μεριμνήσουν για την «εξημέρωση» τους.

Έστω, λοιπόν, ότι αποδέχομαι πως είμαι και εγώ μια από αυτές. Τις δύστροπες, δύσκολες και λίγο ανάποδες γυναίκες. Μία στρίγγλα, δηλαδή, με περικεφαλαία.

Και έστω, ότι η προίκα μου – πνευματική και συναισθηματική – είναι σημαντικότερης αξίας από αυτήν της Κατερίνας – την υλική- αλλά, παρ’ όλα αυτά, λόγω του ότι είμαι αφάνταστα εκνευριστική, κανείς δεν θέλει να σχετιστεί μαζί μου και, ίσως, να με παντρευτεί, σαν την Κατερίνα από την Πάντοβα.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως τρέφομαι με τις φωνές, τους καβγάδες και τα νευρά. Κάτι, όμως, που φυσικά δεν ισχύει, καθότι δεν θα με χαρακτήριζα – ακόμη και στα χειρότερα μου- τόσο διαταραγμένη. Στην πραγματικότητα, αγαπώ την αυτονομία μου, έχω εμπεριστατωμένη άποψη και ενδεχομένως να είμαι και ολίγον απόλυτη.

Πού είναι, όμως, ο Πετρούκιος- που μου αντιστοιχεί – ο οποίος τυράννησε την Κατερίνα, μέχρι να του είναι πια πλήρως υποταγμένη, μη δίνοντας σημασία στον δύσκολο χαρακτήρα της -αν αποδεχθούμε, βέβαια, πως κι εγώ έχω ένα αντίστοιχο προφίλ με την ηρωίδα του Σαίξπηρ;

Μήπως, πλέον, στην σύγχρονη εποχή οι άνδρες τυραννούν τις Κατερίνες, χωρίς να έχουν κάποιον ιδιαίτερο στόχο ως προς εκείνες και μήπως, τελικώς, όλες εμείς οι Κατερίνες, αναζητούμε άνδρες που δεν μπορούν κατά βάθος να μας «εξημερώσουν»;

Μήπως θα έπρεπε να επιτρέψουμε στους δυναμικούς χαρακτήρες μας να ξαποστάσουν και να αποδεχθούμε μια κατάπαυση πυρών;

Και, φυσικά, δεν μιλώ για μια πλήρη υποταγή. Δεν εννοώ, φυσικά, τον εξαναγκασμό, ούτε την επιβολή. Αναφέρομαι στη δημιουργία μιας αμφίδρομης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα, αλλά και στη διαμόρφωση μίας υπεύθυνης στάσης εκείνου που μας επιθυμεί να μας «εξημερώσει».

Κάπως σαν αυτό που περιέγραφε η αλεπού στον Μικρό Πρίγκιπα, του Σαιντ- Εξυπερύ:

«-Ποια είσαι συ; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη…

-Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.

-Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας.

-Είμαι τόσο λυπημένος …

-Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού, δεν είμαι εξημερωμένη.

-Α! συγνώμη, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Μα, αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε:

-Τι πάει να πει «εξημερωμένη»;

(….)

-Είναι κάτι ξεχασμένο για τα καλά, τώρα πια, είπε η αλεπού. Αυτό σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς».

-Δημιουργώ δεσμούς;

-Ναι, βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα εσύ δεν είσαι ακόμη παρά ένα αγοράκι όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα μικρά αγόρια. Και δεν έχω την ανάγκη σου. Κι εσύ το ίδιο δεν έχεις την ανάγκη μου. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Μα, αν εσύ με εξημερώσεις, θα ‘χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα ‘σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα ‘μαι για σένα μοναδική στον κόσμο».

Υπό αυτή την έννοια, αποδέχομαι πλήρως την ανάγκη, η οποία πηγάζει από μέσα μου και αναζητά εκείνον που θα με «μεταμορφώσει» σε αρνάκι, παρ’ όλο που με μια πρώτη ανάγνωση, δεν είναι και τόσο σαφές, για να το αντιληφθεί κάποιος. Αναζητώ όμως, όπως πολλές άλλες γυναίκες, τον άνδρα που μπορεί να δημιουργήσει ουσιαστικούς δεσμούς και να είναι πιστός σε αυτούς. Επιθυμώ εκείνον που θα με πείσει, πως δεν χρειάζεται να υποδύομαι, ανεάως, την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.

Οι ειδικοί, άλλωστε, υποστηρίζουν, ότι εισπράττουμε από τους άλλους την συμπεριφορά που ανεχόμαστε. Άρα αν θέσουμε από την αρχή τα όρια μας, ως προς την συμπεριφορές που μπορούμε να δεχθούμε, στο μέλλον οι άνδρες που μας περιτριγυρίζουν θα κατανοήσουν σιγά-σιγά πώς επιθυμούμε να μας αντιμετωπίζουν.

Θα πρέπει, όμως, να εξηγήσουμε το σκεπτικό μας πρώτα στον ίδιο μας τον εαυτό, μακριά από ψυχολογικές και συναισθηματικές φορτίσεις. Τι ακριβώς επιθυμούμε;

Αν αυτό που επιθυμούμε είναι να συναντήσουμε έναν Πετρούκιο, ο οποίος θα μας απαλλάξει από τα πολεμοχαρή χαρακτηριστικά μας, γιατί συναναστρεφόμαστε άνδρες φοβικούς με τους μπαμπούλες, που κρύβουν μέσα τους, όντες αδύναμοι να «εξημερώσουν» την ίδια τους τη ζωή;

Κι από την άλλη, ποιος είπε πώς μόνο ένας θηριοδαμαστής θα μπορούσε να επιβιώσει δίπλα μας;

Στην πραγματικότητα το μόνο που ονειρευόμαστε είναι, να αφήσουμε τις όποιες ύαινες να κοιμούνται μέσα μας και εμείς να γουργουρίσουμε σαν χνουδωτές γάτες, απολαμβάνοντας τ’ αμέτρητα χάδια, έχοντας κρυμμένα τα νύχια μας, έως ότου προκύψει ουσιαστική ανάγκη.

Ποια θεά της Μυθολογίας θα ήθελες να είσαι και ποιον θεό επιθυμείς για ταίρι σου;

Έχοντας βιώσει το απόλυτο διήμερο ξενύχτι, το οποίο ξεκίνησε διασκεδάζοντας και κατέληξε δουλεύοντας, βρέθηκα χθες το βράδυ αποκαμωμένη στο κρεβάτι μου, να πραγματεύομαι διάφορα ζητήματα.

Γιατί δεν μπορώ να συνέλθω; Πότε θα κοιμηθώ, μέχρι να μην αντέχω παραπάνω ύπνο; Είναι τα ψηλά παπούτσια ένα φρικτό βασανιστήριο, που επιλέγουμε αυτοβούλως; Πότε εμφανίστηκε αυτή ρυτίδα στο μέτωπό μου; Πόση κρέμα νυκτός να βάλω, για να την «κοιμίσω»; Πώς κατάφερα στην πενθήμερη εκδρομή στην Ρόδο, να μείνω ξύπνια για πέντε ημέρες; Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε;

Και αφού στριφογύριζα κάτω από το πάπλωμα και ονειρευόμουν ένα μασάζ στις πατούσες, μου πέρασε από το μυαλό μια φευγαλέα σκέψη, που για άλλη μια φορά σχετιζόταν με τις ανθρώπινες σχέσεις.

Όπως έχουμε προαναφέρει, από την εποχή των σπηλαίων, άνδρες και γυναίκες είχαν διαχωρίσει τους ρόλους τους, εκείνος όντας ο κυνηγός και εκείνη, ούσα η συλλέκτρια. Κάτι, άλλωστε, που φαίνεται απολύτως λογικό, βάσει συνθηκών, και κοινωνιολογικών ερμηνειών.

Στις μέρες μας, βέβαια, οι ρόλοι έχουν, σχεδόν, αντιστραφεί. Η γυναίκα είναι ο κυνηγός και ο άνδρας είναι ο συλλέκτης. Αυτή, δηλαδή, αναζητά το θήραμα της –σύντροφος- και το στοχεύει ενώ αυτός, ως τουρίστας, απλά συλλέγει εμπειρίες από τη ζωή. Κι εκεί που ήμουν έτοιμη να παραδοθώ στην αγκαλιά του Μορφέα, μια επιπόλαιη επιφοίτηση, μου χτύπησε την πόρτα.Η σκέψη μου άρχισε να εξελίσσεται γραμμικά, καθώς χασμουριόμουν.

Ως προς την εποχή των σπηλαίων, οι ερευνητές έχουν καταλήξει. Ως προς το σήμερα, τόσο εμείς, όσο και οι ψυχολόγοι, ψυχίατροι και κοινωνιολόγοι έχουμε κάποιες βάσιμες υποψίες. Μοιάζει να έχει συμβεί η απόλυτη «τούμπα» ανάμεσα στα δύο φύλα. Σαν, δηλαδή, την βιομηχανική επανάσταση, να ακολούθησε, κατά κάποιον τρόπο η σεξουαλική επανάσταση, η οποία ίσως να μας οδήγησε και σε επανάσταση ταυτότητας.

Αναλογίστηκα τι άραγε συνέβη πολύ μετά τα σπήλαια, την εποχή που στην χώρα μας είχαν απαντηθεί σχεδόν τα πάντα. Την εποχή που όλοι εμείς μνημονεύουμε, μην έχοντας τίποτα άλλο τόσο μεγάλο να επιδείξουμε, τα τελευταία 2.500 χιλιάδες χρόνια.

Άλλωστε, οι Αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι τοποθέτησαν τον θεμέλιο λίθο του νεότερου δυτικού πολιτισμού στην γλώσσα, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες, ενδεχομένως, να είχαν στοχαστεί και πάνω στα σύγχρονα γυναικεία θέματα.

Ανάμεσα σε όλες τις αυθαίρετες σκέψεις, που είχαν κατακλύσει τον εγκέφαλό μου, άρχισα να σκέφτομαι αν υπάρχει θεία δύναμη να μου βρει μια λύση στα σχεσο-υπαρξιακά μου. Κάπου ανάμεσα σε υπερφυσικό- φυσικό, υπερβατικό- ενδοσκοπικό, πνευματικό-υλικό χώρεσα στο μυαλό μου και τους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου.

Ας δούμε, λοιπόν, τους ξεκάθαρους ρόλους που είχαν προσδώσει στις θεότητες τους, οι Έλληνες εκείνης της εποχής, μήπως και καταλήξουμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Και ας ξεκινήσουμε με τον Δία, τον πατέρα των Θεών και των καιρικών φαινομένων, προστάτη των ξένων και της γονιμότητας. Ο ίδιος είχε αποδειχθεί εξαιρετικά καρπερός και έσπερνε εξώγαμα για χόμπι. Γενικώς όμως, ήταν το μεγάλο αφεντικό και υπόλοιποι έντεκα σε εκείνον πήγαιναν αναγκαστικά «πάσο», μιας και είχε στα χέρια του και έναν κεραυνό. Άνδρας μάγκας, λοιπόν, λόγω εξουσίας και άπιστος.

Ακολουθεί η Θεά Ήρα, η αδερφή και σύζυγος του Θεού Δία. Ήταν προστάτιδα του γάμου και της συζυγικής πίστης. Με λίγα λόγια ήταν η Βασίλισσα θεών και ανθρώπων. Ζήλευε -με το δίκιο της- τον ατακτούλη Δία, ο οποίος την απατούσε για πλάκα και γι’ αυτό καταδίωκε τις αντίζηλές της και τα παιδιά τους, στέλνοντας φίδια και ότι άλλο εύκαιρο της βρισκόταν. Κανείς Θεός δεν τολμούσε να της φέρει αντίρρηση ή να της αντιμιλήσει, τέτοια μεγάλη φίρμα που ήταν.

Στη συνέχεια ο Θεός Ποσειδώνας, αφεντικό της θάλασσας και των ποταμών. Όπως και ο αδερφός του ο Δίας, είχε πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις και επομένως πολλά παιδιά, άλλα αναγνωρισμένα κι άλλα όχι. Επηρμένος τύπος, που το έπαιζε σκληρός με την τρίαινα που κρατούσε.

Αμέσως μετά η Δήμητρα. Θεά της γης, της γεωργίας και της γονιμότητας. Μαζί με τον Δία γέννησε την Περσεφόνη. Ήταν εξαιρετικά προστατευτική μαζί της και όταν ο Πλούτωνας, την απήγαγε, από την στεναχώρια της, έριξε σε όλη τη γη βαρύ χειμώνα, με αποτέλεσμα τα φυτά και τα ζώα να πεθαίνουν. Η Δήμητρα, εν εξάλλω, απευθύνθηκε στον Δία, ο οποίος αποφάσισε η Περσεφόνη έξι μήνες να ζει κοντά της και έξι μήνες κοντά στον άντρα της, στον Κάτω Κόσμο.

Έπειτα η Θεά Εστία, η προστάτιδα της οικογενειακής ευτυχίας, είχε ως ιερό της το κέντρο του σπιτιού. Η ίδια ήταν ορκισμένη παρθένα. Όλοι οι θεοί την σέβονταν και λέγεται ότι αυτή ήταν ο συνδετικός κρίκος, που ένωνε όλους τους θεούς. Κοινώς μια Θεά ήσυχη που δεν δημιουργούσε εντάσεις.

Ακολουθούσε η Θεά Αφροδίτη της ομορφιάς, του έρωτα και της συνουσίας. Ήταν η ομορφότερη γυναίκα θεών και ανθρώπων. Παρ’ όλο που θα περίμενε κανείς να είχε για άντρα έναν όμορφο θεό, η θεά Αφροδίτη παντρεύτηκε τον Θεό Ήφαιστο, που ήταν ο πιο άσχημος από τους θεούς.
Όμως και η Θεά Αφροδίτη δεν ήταν και η πιο πιστή σύζυγος. Απατούσε τον άντρα της συχνά και η πιο διάσημη σχέση της ήταν αυτή με τον θεό Άρη.

Ο Θεός Απόλλων, ο θεός της μαντικής τέχνης, της μουσικής και του χορού, της ηθικής τάξης και της λογικής. Ήταν, επίσης, ο ομορφότερος θεός. Με ψηλή κορμοστασιά, ξανθές  μπούκλες, γαλάζια μάτια και άτριχο και καλογυμνασμένο σώμα. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως ο ίδιος αντιπροσώπευε τη θηλυκή πλευρά ενός άνδρα.

Ο Θεός Άρης, ο αρχηγός της μάχης και του πολέμου. Είχε παράνομες σχέσεις με την θεά Αφροδίτη. Δεν ήταν καθόλου αγαπητός στους υπόλοιπους θεούς. Ένας άνδρας πολεμιστής, χωρίς καμία ευαισθησία.

Μετά η Άρτεμις. Η θεά της άγριας φύσης, του κυνηγιού, των ζώων και της γονιμότητας. Ήταν ακατάδεκτη προς τους άντρες, ως παρθένα και απομακρυσμένη από τους υπόλοιπους Θεούς, αφού πάντα τριγυρνούσε στα βουνά και τα δάση, ούσα αυτόνομη.

Η Αθηνά, η θεά της σοφίας, των τεχνών και του σώφρονος πολέμου. Ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία, της έκανε όλα τα χατίρια και ποτέ δεν την τιμώρησε για κάτι. Ήταν και αυτή ορκισμένη παρθένα, γι’αυτό το λόγο ποτέ δεν είχε εραστή αν και αρκετοί την ήθελαν για γυναίκα τους. Αυτή, όμως, δεν υπέκυψε ποτέ.

Ο Ήφαιστος, ο θεός της φωτιάς, των ηφαιστείων και της μεταλλουργίας. Σε σύγκριση με τους υπόλοιπους θεούς που είχαν θειϊκή ομορφιά, αυτός ήταν ο πιο άσχημος. Όταν η Ήρα τον πρωτοαντίκρισε γεμάτη θυμό τον πέταξε από τον Όλυμπο. Έτσι ο Ήφαιστος έμεινε κουτσός για την υπόλοιπη ζωή του.

Τέλος ο Θεός Ερμής, ο αγγελιαφόρος των θεών, ψυχοπομπός, προστάτης του εμπορίου, των ταξιδιωτών αλλά και των ληστών. Κάτι, δηλαδή, σαν γενική μεταφορική.

Ολοκληρώνοντας και με τους δώδεκα βασικούς και κάνοντας έναν γρήγορο υπολογισμό, έχουμε έξι θεούς και έξι θεές. Κοινώς η απόλυτη αριθμητική ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα. Μέχρι εδώ είμαστε καλά. Αμέσως μετά ξεκινούν τα στερεότυπα, που τα περισσότερα κρατούν μέχρι τις μέρες μας.

Ένας άπιστος αρχηγός (Δίας). Ένας άπιστος υπαρχηγός (Ποσειδώνας). Μία παντρεμένη και ολίγον κακιά (Ήρα). Μία όμορφη, παντρεμένη, άπιστη (Αφροδίτη). Τρεις παρθένες (Εστία- Αθηνά-Άρτεμις). Ένας άσχημος, κουτσός, με ωραία γυναίκα (Ήφαιστος). Μια μάνα, τροφός (Δήμητρα). Μια σοφή ακριβοθώρητη (Αθηνά). Ένας, ολίγον, κουτσομπόλης αγγελιοφόρος (Ερμής). Ένας καλλονός καλλιτέχνης (Απόλλων) και ένας αιμοσταγής δολοφόνος (Άρης).

Και κάπου έτσι τα κλασικά στερεότυπα ολοκληρώνονται ή μήπως, τελικώς, συνεχίζονται αενάως; Άλλωστε, μας έχει περισσέψει μία θεά. Η Άρτεμις. Η κυνηγός. Μία γυναίκα, περήφανη, απαιτητική και απομακρυσμένη. Ίσως και αυτή, σαν όλες εμάς τις almost40something, ν’ αναρωτήθηκε κάποτε, που να βρίσκονται οι δυναμικοί άνδρες της προκοπής. Στον Όλυμπο δεν τους βρήκε κι έτσι άρχισε το κυνηγητό στα υπόλοιπα βουνά και δάση, ως γνήσια γυναίκα- θηρευτής. Η Άρτεμις, φαίνεται να εκπροσωπεί τη γυναίκα που δεν χρειάζεται ένα «αρσενικό» για να ολοκληρωθεί, αλλά είναι απόλυτα ανεξάρτητη.

Ίσως, λοιπόν, οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι να είχαν δώσει κάποιες απαντήσεις, επιπλέον, και σε μερικά σύγχρονα ερωτήματα, ακόμα και με έναν πιο έμμεσο τρόπο. Σκεπτόμενη λίγο πιο απλοϊκά, νομίζω, όμως, πως το κυνηγητό από τα κορίτσια είχε πλάκα μόνο στο Δημοτικό, όταν συνέβαινε στα διαλείμματα, όπου το να πιάσει ένα κορίτσι ένα αγόρι, ήταν μέγιστη κατάκτηση. Στη ζωή, όμως, ίσως θα ήταν καλύτερο να αδειάσουμε, για λίγο, το γεμιστήρα του όπλου μας και ν΄απολαύσουμε κι εμείς το κυνηγητό των άλλων.

Πότε θα γίνω σύζυγος, μάνα και λοιπά ερωτήματα, που απασχολούν τους γύρω μας.

 

Περνώντας τα χρόνια σε απασχολούν διαφορετικά θέματα, απ’ ότι παλιότερα. Το ότι μεγαλώνουμε, χωρίς φρένο, φαίνεται, επιπλέον, από ένα βασικό παράδειγμα. Όταν ήμασταν μικροί δεν επιτρεπόταν ν’ αργούμε τα βράδια και έπρεπε, επίσης, να πηγαίνουμε νωρίς για ύπνο ενώ δεν το θέλαμε. Τώρα πια μπορούμε ν’ αργούμε όσο επιθυμούμε τα βράδια και ταυτοχρόνως, θα θέλαμε να κοιμόμαστε περισσότερο απ’ όσο, τελικώς, μπορούμε, λόγω των καθημερινών υποχρεώσεων.

Επίσης τα ερωτήματα που ετίθεντο, όταν ήμασταν παιδιά, ήταν σαφώς πιο προβλέψιμης απάντησης, ακόμα και αν αποφεύγαμε για λόγους στρατηγικής να μην τα απαντήσουμε με ειλικρίνεια. «Πότε θα μαζέψεις το δωμάτιο σου;». Κι ενώ η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ήταν δεδομένη, κοινώς «ποτέ», επειδή δεν μας έπαιρνε να απαντήσουμε έτσι ωμα, αποδεχόμασταν την επόμενη «πίστα του παιχνιδιού», που λογικά θα ήταν: «Μάζεψε τώρα το δωμάτιο σου!», κάτι που, αναγκαστικά, στο τέλος θα συνέβαινε.

Όπως, συνέβαινε και με το ερώτημα, «γιατί η ξαδέρφη σου πήρε καλύτερους βαθμούς από σένα;». Στην πραγματικότητα, η απορία θα έπρεπε να απαντηθεί με ένα «ούτε που ξέρω, ούτε που με νοιάζει», αντ’ αυτής, η συνέχεια της κουβέντας οδηγούσε συνήθως στην προστακτική φράση «Πρόσεξε την πορεία σου στο μέλλον!».

Και ο καιρός πέρασε και τα άσκοπα ερωτήματα διαφοροποιήθηκαν. Όταν είσαι μια almost40something οι ερωτήσεις οι οποίες είναι της μόδας, είναι συγκεκριμένες.

«Πότε θα παντρευτείς;» ή σε άλλη version διατύπωσης, «γιατί δεν έχει παντρευτεί;».Φυσικά όμως, δεν επιτρέπεται από την κοινωνία ν’ απαντήσεις «και σένα τι σε νοιάζει; Μάλλον δεν θα παντρευτώ και δεν έχω παντρευτεί γιατί έτσι μου αρέσει», αλλά, δυστυχώς, μπαίνεις στη διαδικασία να δικαιολογηθείς πως «δεν προέκυψε, ή δεν βρέθηκε ο κατάλληλος».

Έτσι, λίγο αργότερα οι ερωτήσεις αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. «Πότε θα κάνεις ένα παιδί; Δεν θα προλάβεις, το γνωρίζεις;» ή ακόμα καλύτερα «μα δεν θέλεις να κάνεις ένα παιδί;». Κι εκεί που θέλεις ν’ απαντήσεις «Μας δουλεύεις; Είναι ερώτηση αυτή; Δεν συνέβη, δεν ήρθε ποτέ, μεγάλωσα, δεν θέλω, έχω θέματα ιατρικά-ψυχολογικά-οικονομικά κλπ.», φτάνεις, τελικώς, να απολογείσαι με φράσεις, όπως «δεν έτυχε μωρέ..» και για άλλη μια φορά, κρύβεις την θλίψη σου κάτω από το χαλάκι, ούσα δακτυλοδεικτούμενη για αρκετούς.

Ακόμα, όμως, κι αν σου έχουν συμβεί, όλα όσα επιβάλει η κοινωνία, δηλαδή, έχεις παντρευτεί με Παπά και με κουμπάρο, έχεις και παιδάκια και τότε προκύψει το απρόσμενο και χωρίσεις, τα ερωτήματα -απελπισμένου ενδιαφέροντος- είναι ακόμη πιο συγκινητικά.

«Πώς θα ζήσεις μόνη σου; Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι; Δεν θα είναι εύκολη η ζωή σου από εδώ και πέρα». Τότε εσύ κοιτάς απελπισμένη, δείχνοντας συγκατάβαση, καθώς ελπίζεις σε κάποιον που θα σε βγάλει από τη δύσκολη θέση, αφήνοντάς σε στην ταλαίπωρη ησυχία σου. Στην πραγματικότητα αυτό που θέλεις να φωνάξεις είναι, «και τι σε νοιάζει εσένα; Ξέρεις πως ήταν η ζωή μου πριν, με αυτόν τον σύντροφό; Ξέρεις πως ζούσαν τα παιδιά μου με δυστυχισμένους γονείς;» και πάλι, αντί αυτών, το μόνο που ξεστομίζεις είναι «το ξέρω πως είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να πάνε όλα καλά».

Βάσει λοιπόν όλων των παραπάνω, παρατηρούμε πως όλα τα άκομψα ερωτήματα, που μας τίθενται καθημερινά και που συνήθως είναι και πολύ σοβαρά, μπορούν να μας οδηγήσουν σε άπειρες στιγμές κατάθλιψης. Συνήθως, ξεστομίζονται χωρίς ιδιαίτερη σκέψη από τους γύρω μας. Εμάς, όμως, αν και είναι προϊόντα ελάχιστης σκέψης, μας πολιορκούν και μας οδηγούν σε άκυρες ενδοσκοπήσεις για το τι κάνουμε λάθος. Το ερώτημα «πάλι χώρισες;» είναι ικανό να μας ρίξει στα πατώματα, ενώ όταν μας τεθεί, εμείς θα προσπαθήσουμε να εμφανίσουμε στο πρόσωπό μας ένα μικρό χαριτωμένο μειδίαμα, γιατί πάνω απ’ όλα θα πρέπει να αποδείξουμε στους άλλους, πως είμαστε συγκροτημένες και δυνατές.

Άραγε έχουμε πει ποτέ σε κάποιον, που μας ρωτά, αυτά τα άκομψα και αδιάκριτα, «δική μου είναι η ζωή και θα την ζήσω όπως επιθυμώ! Ασχολήσου, λοιπόν, κι εσύ με τη δική σου! Ήδη πονάω με αυτά, που μου συμβαίνουν. Γιατί πρέπει να υφίσταμαι και την δική σου πίεση;»

Για ποιο λόγο, όμως, μας απασχολεί τόσο πολύ, το τι θα πουν οι άλλοι; Για ποιο λόγο χάνουμε τον ύπνο μας για να είναι αρεστές όλες μας οι πράξεις; Κάποτε σε μια διαφωνία που είχα με την μητέρα μου, την ρώτησα αν της δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα το να μην είμαι, τελικώς, η «Miss Τέλεια», ένα γεγονός που θα ικανοποιούσε τους πάντες. Εκείνη, αν και με κοίταξε κάπως προβληματισμένη, μου φάνηκε πως, επιτέλους, κατάλαβε. Ίσως ν’ αντιλήφθηκε πως τις δικές της ανάγκες στη ζωή, τις προέβαλε πάνω μου, χωρίς να μπορεί να καταλάβει την πίεση που μου ασκούσε.

Πριν από δύο μήνες κατηφορίζοντας έναν δρόμο στο Κέντρο της Αθήνας, είδα από μακριά μια κοπέλα, η οποία εργαζόταν, στο παρελθόν, στο σπίτι μίας φίλης μου. Με αναγνώρισε και την αναγνώρισα. Κοντοστάθηκα για να την χαιρετήσω, ενώ, ταυτόχρονα, μιλούσα στο τηλέφωνο. «Δεν παντρεύτηκες ε;», μου είπε κι εγώ έμεινα «κάγκελο». Άρχισα να γελάω, για να ξορκίσω την αμηχανία μου και της απάντησα, τύπου άνετη, πως εγώ δεν βρίσκω άντρα. Έπειτα χωριστήκαμε. Δεν το πίστευα αυτό που είχε συμβεί. Ένας άσχετος άνθρωπος, θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις να μου έχει χαλάσει τη διάθεση, έτσι απλά ξεστομίζοντας, ότι του είχε κατεβεί στο κεφάλι. Και το χειρότερο είναι πως εγώ, θα του το είχα επιτρέψει.

Οπότε, ίσως θα πρέπει να το φιλοσοφήσουμε λίγο περισσότερο, ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, που θέλουμε να θεωρούμαστε. Τέρμα, λοιπόν, η πίεση από τους άλλους. Αρκετή κουβαλάμε από μόνες μας. Ας σταματήσουμε επιτέλους τις απαντήσεις στα ερωτήματα, που μπορεί κάποιες φορές να περιέχουν «νοιάξιμο», αρκετές, πάλι, είναι απλώς βιτριολικά σχόλια.

Ας θέσουμε τα ερωτήματα στον εαυτό μας και ας προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με ειλικρίνεια. Τι μας δυσκολεύει; Τι θα θέλαμε ν’ αλλάξουμε; Τι φοβόμαστε; Τι κρύβεται πίσω από τις επιλογές και τις πράξεις μας; Τι τελικώς μας κάνει ευτυχισμένες;

Συζητώντας με την φίλη μου την Καίτη, πριν από λίγο καιρό, αναλύσαμε διεξοδικά τη δύσκολή θέση που βρέθηκε, όταν θέλησε να αποκρύψει το τέλος μιας σχέσης της, για ν’ αποφύγει τα ερωτήματα που προκαλούν πόνο. Αν κάποιος το καλοσκεφτεί, όλο αυτό, είναι εντελώς γελοίο, ειδικά, μάλιστα, όταν η ίδια έπρεπε να βρει τρόπο να διαχειριστεί τον χωρισμό της και να σταθεί στα πόδια της. Τελικώς, την απασχολούσε εξίσου, το τι θα της έλεγαν οι άλλοι για τον χωρισμό της. Κοινώς ταλαιπωρία επί δύο.

Σκέφτομαι, λοιπόν, πως όλοι μας και περισσότερο εγώ, πρέπει να πάψουμε ν’ ακούμε. Ας κλείσουμε, επιτέλους, τα αυτιά μας στις Σειρήνες, όπως ο Οδυσσέας και ας ακούσουμε τη φωνούλα που κρύβεται μέσα μας. Κάτι θέλει να μας πει εδώ και καιρό αλλά δεν την αφήνουμε, γιατί, μάλλον, προτιμούμε τα exit polls που γίνονται για εμάς. «Γιατί πιστεύετε πως η συγκεκριμένη almost40something δεν κατάφερε να παραμείνει στη σχέση;».Εν αντιθέσει με τις κανονικές δημοσκοπήσεις, η μόνη απάντηση που θα έπρεπε να μας ικανοποιεί είναι το «δεν ξέρω-δεν απαντώ».

Και από την πλευρά μας, όμως, θα πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο, πως δεν μας ενδιαφέρει, αν ο άλλος έχει άποψη, γιατί χωρίσαμε, το πότε θα κάνουμε παιδιά, ή γιατί επιλέξαμε να είμαστε μόνες μας. Ας προσπεράσουμε τις περίεργες κοπέλες που, ενδεχομένως, θα συναντήσουμε στον δρόμο και ας προχωρήσουμε στην κανονική ζωή, απαντώντας μόνο στα δικά μας ερωτήματα.

Το φαινόμενο της ωραίας πεταλούδας.

Το φαινόμενο της πεταλούδας, αν και πρόκειται μια ποιητική μεταφορά, που αφορά στη θεωρία του χάους και πραγματεύεται την ευαίσθητη εξάρτηση ενός συστήματος από τις αρχικές συνθήκες, μοιάζει, τελικώς, να είναι και μια κυριολεκτική κατάσταση στην καθημερινότητα της σύγχρονης almost40something.

Η θεωρία αυτή υποστηρίζει πως «αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα». Σύμφωνα με την παραπάνω σκέψη, μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των γεγονότων μπορεί να οδηγήσει, μετά από την πάροδο αρκετού χρόνου, σε μια εξέλιξη της ιστορίας του συστήματος, διαφορετική από εκείνη που θα λάμβανε χώρα, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή.

Ερμηνεύοντας απλοϊκά το διάσημο butterfly effect, ας δούμε, λοιπόν, πως αυτός ο όρος παίρνει σάρκα και οστά στη ζωή, καθώς εφαρμόζεται χωρίς την δική μας βούληση.

Ας χρησιμοποιήσουμε, όμως, κάποια αληθινά γεγονότα για να καταλήξουμε σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Έστω, λοιπόν, πως μια almost40something έχει αποκτήσει- μετά από την πίεση του χρόνου που περνά- έναν personal trainer που την βοηθά να παραμένει fit, σε πείσμα των καιρών. Είναι πιθανό, με αυτόν τον μεγαλόσωμο άνδρα, με καρδιά μικρού παιδιού, σύντομα να διαμορφώσει μια φιλική σχέση, στην οποία ο γίγαντας, θα συζητά μαζί της σοβαρά θέματα, αλλά και θα προσφέρεται συχνά, χωρίς δεύτερη κουβέντα, να την εξυπηρετήσει κουβαλώντας δωδεκάδες νερών, άμμο για τη γάτα και λοιπά βαριά προϊόντα από το κοντινό super market.

Και, έτσι, η -μονίμως- αυτόνομη ζωή της προσαρμόζεται σε αυτό το δεδομένο. Ο τεράστιος Γιαννάκης δείχνει με προθυμία, ό,τι θέλει να βοηθήσει στις δύσκολες στιγμές της, αποδεικνύοντας, πως η ανδρική τεστοστερόνη του δεν πάει χαμένη, όπως σε πολλούς άλλους αρσενικούς της εποχής μας.

Μια ωραία μέρα, όμως, η almost40something γνωρίζει κάποιον άνδρα, με τον οποίο, μετά από καιρό, αρχίζει να συνδέεται συναισθηματικά. Και τότε στα δικά του μάτια και μπράτσα αρχίζει να βλέπει- τυφλωμένη προφανώς- τον ίδιο τον Άτλαντα, που σήκωνε, για πλάκα, ολόκληρη τη Γη.

Και πολύ σύντομα αρχίζει να ελπίζει, πως όλα τα γυναικεία βαρέων-βαρών θέματα της θα λυθούν δια μαγείας, γιατί τώρα υπάρχει εκείνος. Επειδή, όμως, βρίσκονται στα μέλια και επιθυμεί διακαώς να κάνει καλή εντύπωση, ούσα, ταυτοχρόνως, ένθερμη υποστηρικτής της γυναικείας χειραφέτησης, αποφασίζει να μη διεκδικήσει κάτι, πιστεύοντας, πως θα της προσφέρει εκείνος μια χείρα βοηθείας από μόνος του, όπως συμβαίνει βάσει λογικής.

Σε εκείνον, πάλι, ούτε που του περνάει από το μυαλό να χρησιμοποιήσει τους μύες του για καλό σκοπό. Αλλά ευτυχώς υπάρχει ακόμη στη ζωή της ο καλόκαρδος γίγαντας Γιαννάκης, που είναι διατεθειμένος να την εξυπηρετήσει, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Και επειδή το χάος εμφανίζεται συχνά-πυκνά στο κεφάλι της, μαζί με τον έρωτα, αποφασίζει μια μέρα να σταματήσει το personal training, και ν’ ασχοληθεί, ούσα γυναίκα, με το μπαλέτο που το είχε εγκαταλείψει, λόγω «αταλαντοσύνης», στην έκτη Δημοτικού. Πλέον όμως, στοχεύει στην θηλυκή πλευρά της, την οποία σκοπεύει να εξελίξει, σε πρώτη φάση, για χάρη του «καλού» της.

Ονειρεύεται, στην ηλικία της, μια μέρα να εντυπωσιάσει τόσο το κοινό, όσο και εκείνον με την χάρη της και επιτέλους αν και μεγάλη κοπέλα, να πάψει να καμπουριάζει.

Έτσι, φτάνει να ενημερώσει τον καλόκαρδο γίγαντα για την απόφασή της και, φυσικά, του υπενθυμίζει πως θα τον έχει μέσα στην καρδιά της για πάντα. Μέσα σε αυτές κοσμογονικές αλλαγές που της συμβαίνουν, σκέφτεται πως ο «καλός» της, θα μπορεί, κάλλιστα, να την βοηθήσει σε όλες τις «συντροφικές» εργασίες. Αλλά και πάλι δεν έχει σκοπό να του κάνει κουβέντα. Αφήνει τον χρόνο να περάσει και απλά ελπίζει. Ελπίζει πως μια μέρα θα την ρωτήσει «θέλεις κάτι από εμένα;», κάτι που τελικά δεν γίνεται.

Εκείνη πάλι αγωνιά για το αν εκείνος έχει γάλα και δημητριακά για το πρωινό του ή έστω μία μπανάνα. Και συνεχίζει να κουβαλά, όπως είχε μάθει από πάντα, γιατί, πλέον, ο Γιαννάκης δεν είναι εκεί να την βοηθήσει. Επιπλέον, ντρέπεται να ζητήσει βοήθεια από τον νεοαφιχθέντα δάσκαλο του μπαλέτου, ο οποίος έχει υποδυθεί όλους τους πρίγκιπες του παγκόσμιου ρεπερτορίου επί σκηνής, και ναι μεν δεν έχει την σωματοδομή του personal trainer- Γιαννάκη, αλλά τη Χιονάτη την έχει σηκώσει στα χέρια του, πατώντας στις μύτες των ποδιών του.

Και έπειτα, μετά από πέντε μήνες, επέρχεται το μοιραίο. Η σχέση γκρεμοτσακίζεται, λόγω αγεφύρωτης ασυμφωνίας χαρακτήρων και μαζί με αυτήν, τα πολλά όνειρα της almost40something, μεταξύ των οποίων μια ζωή με λιγότερες πλαστικές σακούλες στα χέρια.

Συνεπώς, ένα ασήμαντο γεγονός- η απομάκρυνση του personal trainer- μπορεί, όντως, να αλλάξει άρδην την πορεία της ιστορίας. Δυστυχώς, όμως, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη- φινάλε δεσμού- και άρα, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε τις ενέργειές μας, ώστε να πετύχουμε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου.

Πάντως, με τον πιο απλό τρόπο, η θεωρία του φαινομένου δείχνει ξεκάθαρα, πως δεν πρόκειται για μια αυθαίρετη υπόθεση, που υφίσταται μόνο στη σφαίρα της φαντασίας.

Το πιθανότερο, βέβαια, είναι, πως η πεταλούδα- Γιαννάκης- δεν θα μπορούσε να προκαλέσει από μόνη της τον τυφώνα- κουβάλημα δίχως τέλος για εμένα- αν δεν οδηγούσαν εκεί οι συνθήκες -πολλά υποσχόμενος σύντροφος που δεν επιτέλεσε το έργο του- που διαμορφώθηκαν. Κοινώς «μια ωραία πεταλούδα μες τον κάμπο τριγυρνά» ή αλλιώς Γιαννάκη «γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα!»

Αρσενικά παλαιάς κοπής, φτιαγμένα για ταινίες, που σε κάνουν να δακρύζεις.

Θα έχω στο μυαλό μου, για πάντα, αυτήν τη σκηνή της ταινίας. Άλλωστε, ακόμη και τώρα κλαίω, σαν να βρίσκομαι στην εφηβεία, όταν την πετύχω τυχαία στην τηλεόραση. Ο ταπεινής καταγωγής, που πλέον τα κατάφερε επαγγελματικά, Ίθαν Χοκ, έξω από το σπίτι της πλούσιας και αιώνια αγαπημένης του Γκουίνεθ Πάλτροου, που έχει επιλέξει έναν άλλο σύντροφο και μια άλλη ζωή, ουρλιάζει κάτω από το παράθυρο του σπιτιού της: «Μα δεν καταλαβαίνεις πως ό,τι κάνω, το κάνω για σένα; Καταλαβαίνεις, πώς αν έχω κάτι που αξίζει μέσα μου, αυτό είσαι εσύ».

Ήταν το 1998. Με θυμάμαι στο σινεμά δίπλα στον -τότε- σύντροφό μου, ο οποίος μάλιστα ήταν η μεγαλύτερη σχέση της ζωής μου, που ξεφυσούσε βαριεστημένος με το μελό της ταινίας. Κι εγώ κάπου ανάμεσα σε έκσταση και συναισθηματική ισοπέδωση να τον κοιτώ μέσα στο σκοτάδι και να αναρωτιέμαι το «γιατί και το πώς;».

Γιατί και πώς ήταν δυνατόν ο Ίθαν- Φιν να προσπαθούσε σε μια ολόκληρη ταινία να κερδίσει την καρδιά της ξιπασμένης αγαπημένης του και ο δικός μου σύντροφος, να ονειρευόταν μόνο το «βρόμικο» της Μαβίλη και να πονούσε μόνο για το δράμα του Παναθηναϊκού, που θα ολοκλήρωνε και πάλι τη χρονιά πίσω από τον πρωτοπόρο Ολυμπιακό.

Σε όλη την αίθουσα άκουγες λυγμούς και αναστεναγμούς. Τα χαρτομάντιλα πήγαιναν και έρχονταν ανάμεσα στα κοριτσάκια, μέχρι τη μαγική στιγμή, όπου ο «καλός» μου, μου ζήτησε και εκείνος ένα. Πάγωσα, προς στιγμή, από ευτυχία. «Χάλια έχω γίνει με το τυρί των νάτσος», μου είπε κι εγώ γύρισα το κεφάλι μου με αποστροφή, ζητώντας σιωπηλά συγγνώμη και από τον Κάρολο Ντίκενς, που τις «Μεγάλες Προσδοκίες» του καθόλου δεν είχε εκτιμήσει ο αγαπημένος μου. Κοινώς «Χαμένες Ψευδαισθήσεις», που θα έλεγε και ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Δέκα χρόνια αργότερα, το 2008 και πάλι στο σινεμά, βρίσκομαι αγκαζέ με ένα επόμενο έρωτα και για πολλά χρόνια αγιάτρευτο, να παρακολουθήσουμε μια ταινία κινουμένων σχεδίων. Κι εκεί που η «παιδική» ταινία ξεκινά, γίναμε μάρτυρες του υπέροχου φλερτ του ρομπότ Wall-E με την εξελιγμένη «ρομποτίνα» Εύα, που στην πορεία εξελίσσεται σε ένα υπέροχο ειδύλλιο, όπου δύο «άψυχα» αντικείμενα που δεν μιλούν, εκδηλώνουν μοναδικά συναισθήματα και ρομαντισμό, βάζοντας τα γυαλιά σε όλους εμάς τους δήθεν προηγμένους ανθρώπους. Και σε αυτήν την ταινία και βλέποντας τον γλυκούλη Wall-E να ταλαιπωρείται για να κατακτήσει την ξινούλα Εύα και να επιμένει, έκλαιγα σαν να μην υπήρχε αύριο.

Καταλάβαινα την ανάγκη της συντροφικότητας, που ένιωθε μέσα του, στα 700 χρόνια μοναξιάς, όταν η μόνη του παρηγοριά ήταν μια κασέτα με μια βιντεοσκοπημένη ρομαντική σκηνή ενός ζευγαριού ανθρώπων που πιάνονται από το χέρι. Αυτή η σκηνή είχε συγκλονίσει το Wall-E, που ευχόταν αναστενάζοντας να ζήσει κάτι αντίστοιχο. Και το θαύμα έγινε, γνωρίζοντας την δύσκολη Εύα.

Τότε πια, η ζωή του απέκτησε νόημα. Κι εκείνη, μετά από πολλά γυμνάσια, του χάρισε στο τέλος την καρδιά της. Μέσα στην σκοτεινή αίθουσα του σινεμά κοιτούσα τον δυναμικό και συνάμα αδιάφορο με την ταινία σύντροφό μου και αναρωτιόμουν, αν εκείνος θα μου κρατούσε μια μέρα την ομπρέλα για να μη βρέχομαι, όπως ο Wall-E στην «χαλασμένη και αποφορτισμένη» Εύα ή δεν θα πρόσεχε καν ό,τι έχω γίνει μούσκεμα, γιατί την ίδια στιγμή θα κοίταζε την αντανάκλαση του, στις λιμνούλες που είχαν δημιουργηθεί. Και, φυσικά, το δάκρυ έτρεχε κορόμηλο. Είχα πέσει σε τοίχο!

Καθώς τα χρόνια περνούν, και οι δεκαετίες προστίθενται χωρίς ενοχή, σκέφτομαι πού ακριβώς ζουν αυτοί οι δύο. Ο Φιν και ο Wall-E. Δεν μπορεί να είναι, μόνο, κάποιοι χαρακτήρες μυθοπλασίας. Άλλωστε, όπως όλοι λένε, αυτά είναι «σενάρια βγαλμένα από τη ζωή». Και αν, όντως, υπάρχουν, εμείς για ποιο λόγο δεν τους αναζητούμε.

Σκεπτόμενη όλα τα χρόνια της ενήλικης ζωής μου, θυμάμαι τουλάχιστον τρεις άνδρες που έχω συνδεθεί, για κάποιο διάστημα, μαζί τους συναισθηματικά, που με έκαναν να νιώθω ασφαλής και μάλιστα, για πολλά χρόνια και μετά τις σχέσεις μας. Με έκαναν να πιστεύω, πως αν κάτι μου συμβεί θα τρέξουν να μου κρατήσουν αυτή την ομπρέλα για να μη βραχώ, εν αντιθέσει με σχέσεις που με έχουν κεράσει άπειρη ανασφάλεια, χωρίς λόγο και αιτία.

Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι και μετά το άδοξο φινάλε μας, έχουν τρέξει με προθυμία για να μου αλλάξουν λάστιχο, με έχουν βοηθήσει στο σπίτι, που κατέρρεε από διάφορες ζημιές, μου έχουν κουβαλήσει τα ψώνια, μου έχουν κάνει παρέα, όταν ήμουν μόνη, με έχουν αφήσει να κλάψω στον ώμο τους για χαμένους έρωτες, με έχουν συμβουλεύσει, με έχουν ανεβάσει ψυχολογικά, με έχουν συνοδεύσει σε υποχρεώσεις, με έχουν ακούσει, όταν το είχα ανάγκη, μου έχουν πει γλυκές κουβέντες και είμαι σίγουρη πως αν κάτι χρειαστώ είναι πρόθυμοι να έρθουν «να καθαρίσουν».

Αυτοί οι άνδρες, που το πιθανότερο είναι να τους έχω ταλαιπωρήσει πολύ στο παρελθόν με τις παραξενιές μου, μου έχουν εκμυστηρευτεί, ότι με αγαπούν και ότι θέλουν να είμαι ευτυχισμένη. Και είμαι σίγουρη, πως όταν αυτό συμβεί, εκείνοι θα χαρούν αληθινά. Όπως κι εγώ χαίρομαι με τις ζωές τους, που έχουν προχωρήσει.

Αυτοί οι άνδρες είναι, ότι πιο κοντινό σε Wall-E υπάρχει σε άνθρωπο και μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις, πως ακόμα κι αν φτάσουν να καταστραφούν σαν το μικρό ρομπότ, δεν θα ξεχάσουν την επιθυμία να αγγίξουν τρυφερά το χέρι της δικής τους Εύας. Όσο, λοιπόν, υπάρχουν Wall-E στη ζωή, υπάρχει ακόμη αισιοδοξία.

Όσο υπάρχει ο Δημήτρης, ο Ευριπίδης και ο Ερμής, η γη θα συνεχίσει να γυρίζει. Όσο υπάρχει ο Δημήτρης, κάποιος θα με ακούσει να κλαίω για τη γιαγιά μου, όσο υπάρχει ο Ευριπίδης, κάποιος θα μου φτιάξει το ντουλάπι της κουζίνας κι όσο υπάρχει ο Ερμής, κάποιος θα μου καθαρίσει την μηχανή στο αυτοκίνητο. Όσο υπάρχουν αυτοί, θα υπάρχουν άνδρες.

Κι εφόσον υπάρχουν άνδρες, κάπου εκεί είναι κι αυτός που «μας πρέπει». Αρκεί να έχουμε τα μάτια ανοιχτά, για να τον αναγνωρίσουμε. Και δεν θα με πειράξει, καθόλου, αν δεν θα κάνει τα πάντα στη ζωή του για μένα, όπως η Ίθαν Χοκ για την Γκουίνεθ Πάλτροου, το μοναδικό που επιθυμώ είναι να μπορεί να μου κρατήσει εκείνη την ομπρέλα όταν χρειαστεί.

 

Υ.Γ. Ευχαριστώ Ερμή για το σημερινό.

Από ποιον τρέχουμε να ξεφύγουμε καθημερινά στη ζωή μας;

Πριν από χρόνια η φίλη μου η Ναυσικά, με πείραζε επιμένοντας πως όλα όσα κάνω εγώ μέσα σε μία ημέρα εκείνη τα ολοκληρώνει σε μία εβδομάδα, ενώ οι εβδομαδιαίες ασχολίες μου, για εκείνη κάλυπταν έναν ολόκληρο χρόνο. Η σκέψη της αυτή, η αλήθεια είναι πως μου προκαλούσε μέγιστη ικανοποίηση, καθότι ένιωθα εξαιρετικά δημιουργική και ζωντανή.

Πάντα, άλλωστε, αναρωτιόμουν για τους ανθρώπους που έκαναν καθημερινά τα απολύτως απαραίτητα, ξεκινώντας από τη δουλειά τους και τελειώνοντας την ζωή τους με αυτήν, πώς ήταν δυνατόν να πνίγονται σε μια κουταλιά νερό, όταν μέσα σε μία μέρα να χωρούσαν μόνο δύο- τρεις διαφορετικές δραστηριότητες και δεν προνοούσαν να γεμίσουν τις ώρες της ημέρας, που περίσσευαν με άλλες, επιπλέον, δραστηριότητες.

Αγαπώντας, ιδιαιτέρως, τους προγραμματισμούς, ένιωθα απόλυτη χαρά, όταν ανοίγοντας το σημειωματάριό μου, παρατηρούσα πως καμία μέρα του χρόνου δεν ήταν εντελώς κενή. Όλο αυτό με έκανε να νιώθω δραστήρια, γεμάτη και αναγκαστικά, ολίγον «στην τσίτα».

Κατά καιρούς κάποιοι φίλοι και γνωστοί σχολίαζαν χαριτολογώντας την υπερδραστηριότητα μου, ως mini νεύρωση, άλλοι εντυπωσιάζονταν με τις αντοχές μου και άλλοι λίγοι άφηναν να εννοηθεί ότι κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από όλη αυτή την υπέρ-κινητικότητα.

Κι όμως για εμένα «πέρα έβρεχε». Βίωνα την υπερβολική μου δραστηριότητα, σαν μια φυσιολογική κατάσταση που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, όλους τους κανονικούς ανθρώπους. Προβληματιζόμουν, μάλιστα, γι ‘αυτούς, που αρκούνταν στις βασικές δραστηριότητες, κρίνοντας τους, με σχετική υπεροψία, ως μονοδιάστατους και προβλέψιμους.

Καθ’ όλη αυτήν την χρονική περίοδο του κυκλοφοριακού μποτιλιαρίσματος, που βίωνα στην καθημερινότητά μου, γινόμουν κάποιες φορές αποδέκτης ομολογημένων σκέψεων κοντινών μου ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούσαν να μου απομυθοποιήσουν την βαρύτητα που εγώ φόρτωνα τις στιγμές απραξίας, υποστηρίζοντας πως είναι εξαιρετικά ανακουφιστική και ενδιαφέρουσα, η συνειδητή επιλογή του να μένεις, κάποιες στιγμές, σιωπηλός και μόνος.

Αυτή η σκέψη, για πολλά χρόνια, με βασάνιζε. Αναρωτιόμουν αν η όποια «αγρανάπαυση» θα μπορούσε να χαρακτηρίζει, αυτομάτως, τη ζωή κάποιου, ως αποτυχημένη.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις, αλλά και την κούραση που κάποιες φορές μου προέκυπτε από το συνεχές τρέξιμο, άρχισαν να ξυπνούν μέσα μου κάποια δικά μου «φαντάσματα» που βρίσκονταν σε υποχρεωτικό λήθαργο και δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι ανάμεσα σε δουλειά, «εξωσχολικές δραστηριότητες», συναντήσεις με φίλους, οικογενειακές υποχρεώσεις και λοιπές ενασχολήσεις.

Και ένα βράδυ Σαββάτου, έτσι απλά, αποφάσισα να μην κάνω τίποτα. Να καθίσω στον καναπέ μου, έχοντας χαμηλώσει τα φώτα και ν’ απολαύσω την υπέροχη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Μια ζωή την έχουμε».

Μόνη μου και απολύτως ήρεμη. Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα πως δεν είχα κανένα άγχος, πως από κάπου θα εμφανίζονταν οι «μπαμπούλες» του μυαλού μου. Ένιωσα γαλήνη. Μαζί με το κορμί μου, αισθάνθηκα πως ξεκούραζα και το μυαλό μου.

Δεν επρόκειτο για καμία απελπισμένη απραξία, αλλά για μια συνειδητή επιλογή, που με οδηγούσε στην σκέψη, πως αυτή η κατ’ επιλογή «μοναξιά» ήταν η απόλυτη φόρτιση μπαταριών, που είχε ανάγκη η ψυχή μου.

Ένιωσα ασφαλής και κυρίαρχος των σκέψεων μου. Δεν τρόμαξα με την ησυχία γύρω μου. Σκέφτηκα να την «εκμεταλλευτώ» και να της επιδείξω το μέγιστο σεβασμό. Αναρωτήθηκα, τότε, αν οι ανασφάλειές μου, με έκαναν, τελικώς, να βρίσκομαι συνέχεια σε κατάσταση αναγκαστικής εγρήγορσης.

Ίσως τα «θέματά» μου να είχαν μια αφετηρία, που δεν είχα σκεφτεί ή δεν ήθελα να ομολογήσω. Ενδεχομένως, μια πεσιμιστική πεποίθηση ότι ο αγαπημένος μας, οι φίλοι, οι συνεργάτες μπορεί και να μας απορρίψουν κάποια στιγμή, δημιουργούσε μια σκιά στη ζωή μου και έναν φόβο που χαρακτήριζε, κάπου, στο βάθος τις πράξεις μου.

Έμοιαζε σαν να μεγεθύνεται μια συναισθηματική ανασφάλεια, η οποία μας κάνει να νιώθουμε πως βρισκόμαστε κάτω από το μικροσκόπιο, μέσα από το οποίο μας κριτικάρουν, κρίνουν και κατακρίνουν.

Το μόνιμο αποτέλεσμα ήταν να «τρέχω και να μη φτάνω», με την έννοια ότι διαρκώς προσπαθούσα και προσπαθώ να τα κάνω όλα με τον καλύτερο τρόπο προκειμένου να εισπράξω, πρωτίστως, θετική κριτική από τους γύρω μου και, δευτερευόντως, από τον εαυτό μου. Και το βασικότερο, στόχος μου είναι και ήταν πάντα να μην επιτρέψω μέσα μου να ξυπνήσει ο φόβος της μοναξιάς

Σε μία σύντομη συζήτηση που είχα χθες, με τον συνεργάτη και φίλο Ηλία, άκουσα από το στόμα του μια υπέροχη ποιητική φράση: «Η απόλαυση της μοναξιάς είναι μια επιστήμη που πρέπει να σπουδάσουμε όλοι». Τον κοίταξα έκπληκτη, καθώς η φράση του επανερχόταν στο μυαλό μου. Η μοναξιά που τόσο μας τρομάζει, θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι απολαυστική, δημιουργική και τελικώς, να μας κάνει σοφότερους.

Αν είμαστε, άλλωστε, τυχεροί στη ζωή μας και ζούμε με ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν, η κατ’ επιλογή μοναξιά, που μπορούμε να βιώσουμε κάποιες στιγμές, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά θεραπευτική, χωρίς να είναι δυσάρεστη και να μας πανικοβάλει.

Από την άλλη, είναι σίγουρο πως οι συντροφικές ή κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες υπάρχουν, απλά και μόνο, για να μην μένουμε μόνοι, μας φθείρουν πολύ περισσότερο. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε πει πολύ εύστοχα, ότι: «Εάν όταν είσαι μόνος νιώθεις μοναξιά, μάλλον δεν έχεις καλή παρέα». Είναι, λοιπόν, απολύτως απαραίτητο να αποδεχθούμε τον εαυτό μας και να συμφιλιωθούμε μαζί του.

Ο τρόπος, επιπλέον, που ο καθένας μας καλύπτει τον φόβο του για τις σκέψεις που μπορούν να γεννηθούν, διαφοροποιείται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Εγώ έμαθα να γεμίζω το καθημερινό πρόγραμμα μου. Τελευταία, όμως, συναντώ και άλλους σαν και μένα, που κρύβουν τις ανασφάλειες τους κάτω από το χαλάκι της υπερδραστηριότητας και της συνεχούς κίνησης.

Μοιάζουμε, όλοι, σαν να θέλουμε, ουσιαστικά, να τρέξουμε μακριά από τις σκέψεις μας. Να τις αποφύγουμε, μαζί με τον εαυτό μας. Μοιάζει σαν να μην μας επιτρέπουμε να ξαποστάσουμε.

Κι όμως, αρκεί να γίνεις φίλος σου. Να αποδεχθείς τα, όποια, αδύναμά σου στοιχεία και να τα αγαπήσεις. Το βέβαιο είναι, πως το να αγαπήσεις τα δυνατά σου χαρακτηριστικά είναι το μόνο εύκολο. Το να αγαπήσεις τις μικρές και μεγάλες αδυναμίες σου, είναι αυτό που απαιτεί τεράστια εσωτερική δύναμη.

Ο Γιώργος Σεφέρης στα ερωτικά γράμματα του, προς στην αγαπημένη του Μαρώ, έγραφε: «Θα ήθελα τρεις μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…».

Κάνοντας μια αρκετά αυθαίρετη αναγωγή, θα παρομοιάσω την επιθυμία του ποιητή να βρεθεί με την αγαπημένη του, βιώνοντας την απόλυτη ερωτική ένωση, με μια δική μου εσωτερική ανάγκη να βιώσω, έστω και για λίγο, την σιωπή μέσα μου, που ευελπιστώ να με οδηγήσει στην αγάπη του «απογυμνωμένου» από δραστηριότητες εαυτού μου.

Μια πράξη που θα με οδηγήσει να αποδεχθώ τις σκέψεις μου, τους φόβους μου, τις αγωνίες μου. Που θα με βοηθήσει να σταματήσω να τρέχω, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να κρυφτώ από τους δαίμονές μου.

Είναι βέβαιο, πως αν καταφέρω να αντιμετωπίσω αυτή τη σιωπή και την όποια μοναξιά του εαυτού μου, θα φτάσω στον πολυπόθητο τερματισμό που τόσο επιθυμώ και εκεί, σίγουρα, δεν θα έχω επιλέξει να είμαι μόνη μου.

Θα έχω, πλέον, καταφέρει τη μεγαλύτερη προσωπική μου νίκη. Και αυτήν την νίκη, επιθυμώ να τη μοιραστώ στο βάθρο. Άλλωστε, όπως πιστεύω και θα πιστεύω με πάθος: «ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή χαμένη».

Πώς ακριβώς θέλεις να μνημονεύεσαι; Ως «o ένας» ή ως o «κανένας»;

Για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε κάποιες ανδρικές συμπεριφορές, ενδεχομένως, θα είχε ενδιαφέρον να ταξιδέψουμε πολύ πίσω στον χρόνο και να αναζητήσουμε συσχετισμούς σε αρχαίους μύθους, τους οποίους διδαχθήκαμε από τα μικρά μας χρόνια.

Ένα τρανό παράδειγμα, είναι ο πιο γοητευτικός ήρωας όλων των εποχών- κατά την ταπεινή μου άποψη- ο Οδυσσέας. Αφού, λοιπόν, απέδειξε την ανδρεία του, αλλά και το πολυμήχανο του χαρακτήρα του, περιπλανήθηκε στις θάλασσες για δέκα χρόνια, άλλαξε μερικές συντρόφους και επέστρεψε στο «λιμάνι» του, για να διεκδικήσει και πάλι την καρδιά της αιώνια αγαπημένης του, από ένα τσούρμο μνηστήρες.

Και ενώ ο Όμηρος έχει υπάρξει αναλυτικότατος σε περιγραφές τόσο πνιγμών, όσο και καταποντισμών, κατά τη διάρκεια της Ραψωδίας Ψ, όπου συντελείται η ανατριχιαστική συνάντηση Οδυσσέα και Πηνελόπης, «ξεπετάει» τα «συναισθηματικά μπερδεματάκια» του βασιλιά της Ιθάκης μέσα σε 5 στίχους (370-375):

«πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς, που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της, σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα, όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν’ αλλάξει, της ψυχής το φρόνημα».

Κοινώς, όλα πήγαν κατ’ ευχήν και καμία ευθύνη δεν φέρει ο πολύτροπος, πολύμαθος, πολυβασανισμένος, πορθητής της Τροίας.

Ούτε μία συγγνώμη για τα μάτια του κόσμου, που λέει ο λόγος… Από τέτοια αδιαμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία, ανακαλύπτουμε μια γενικότερη ανοχή προς τον άνδρα, που αναδεικνύεται ήρωας στα μάτια μας. Ακόμα μάλιστα, κι αν αυτός, ως προσωπικότητα, εμπεριέχει συμπεριφορές που δεν τιμούν την super hero φύση του.

Και επειδή ξεκινήσαμε με τον Οδυσσέα, ας συνεχίζουμε μαζί του κάνοντας και κάποιες, ολίγον, αυθαίρετες γυναικείες αναλύσεις.

Μαθαίνοντας για τις περιπέτειες του πολύπαθου βασιλιά, οδηγούμαστε στον νησί του Κύκλωπα Πολύφημου. Για άλλη μια φορά η περιέργεια του Οδυσσέα τον σπρώχνει συνεχώς όλο και πιο πέρα, κάτι που θα γίνει αιτία να πεθάνουν πολλοί σύντροφοί του. Classic. Όταν ο Οδυσσέας προσπαθεί να καλοπιάσει τον γίγαντα τού δηλώνει ότι ονομάζεται Κανένας. Έτσι αργότερα, όταν ο Κύκλωπας αναλογίζεται το κακό που του έκανε ο Οδυσσέας, τυφλώνοντας τον, αναφωνεί: «Κοίτα το χάλι μου, πώς με κατάντησε ο Κανένας, το φριχτό αυτό τέρας, θα μου το πληρώσει». Κι επειδή, όλοι οι άντρες κρύβουν μια, υποχρεωτική, μαγκιά μέσα τους, ο Οδυσσέας παραδίδεται στην απόλαυση της καυχησιάς και της ματαιοδοξίας και στο τέλος φωνάζει: «Κύκλωπα, όταν σε ρωτούν ποιος σου στέρησε το φως σου, να λες ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη, ο Οδυσσέας από την Ιθάκη, ο καστροπολεμίτης, ο νικητής της Τροίας, ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος». Φυσικά, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις.

Αυτή την τζάμπα μαγκιά, στη συνέχεια, ο Οδυσσέας θα την πληρώσει, ως γνωστόν. Τι όμως θα μπορούσε να συμβολίζει αυτός ο «κανένας», ως ανδρικό χαρακτηριστικό; Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, κάπως, την έννοια του. Ο Οδυσσέας, λοιπόν, για να κρυφτεί από τον Κύκλωπα, αποφάσισε να είναι «ούτε καν ένας».

Πριν πολλά χρόνια θυμάμαι, πως ένας συνάδελφος είχε αναφέρει πως οι σχεσιακές επιλογές των γυναικών χαρακτηρίζονται από «τίποτες». Υποστήριζε με πάθος, πως οι επιλογές μας, ως επί το πλείστον, στηρίζουν τους ανυπόστατους και ανύπαρκτους άνδρες. Τους άνδρες που δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για τις πράξεις τους, βολεύονται στο ντάντεμα και ζουν ως μεταμοντέρνοι Νάρκισσοι.

Αυτοί οι άνδρες βιώνουν ένα ατελείωτο καλοκαίρι, ως λιαζόμενοι τζίτζικες και δεν νιώθουν καμία ανάγκη να διαφοροποιήσουν τη στάση τους. Επειδή, βέβαια, βαριούνται εύκολα και δεν επιθυμούν να καίγονται κάτω από τον ήλιο μόνοι τους, αναζητούν συντρόφους.

Συνήθως, όμως, αυτές οι σύντροφοι είναι μυρμηγκίνες, όπως άλλωστε και τα περισσότερα θηλυκά. Ενδιαφέρονται για το πρόγραμμα, την οργάνωση και την συνέχεια. Και έτσι ο τζίτζικας τα βρίσκει σκούρα. Τι κάνει τότε;

Κερδίζει χρόνο. Είναι, άλλωστε, η σίγουρη τακτική άμυνας. Δεν παίρνει καμία εσπευσμένη απόφαση, αφήνει τον χρόνο να περάσει, κάνει ντρίπλες με μερικά γλυκόλογα και εύχεται να την βγάλει καθαρή. Η μυρμηγκίνα περιμένει στωικά, έως ότου η αναμονή την φέρει εκτός εαυτού και τελικώς ξυπνήσει ο σατανάς μέσα της και τότε «ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε;».

Βέβαια, ο τζίτζικας, τελικώς, δεν θα ξεβολευτεί από το βόλεμα του, γιατί μια χαρά την έχει βγάλει καθαρή τόσα χρόνια. Κι αν το καλοκαίρι κάποια στιγμή τελειώνει στην Ελλάδα, θα βρει κάπου αλλού καυτές αμμουδιές να απλώσει το κορμάκι του. Ποιος ο λόγος για εντάσεις, εκρήξεις παράφορου θυμού, έντονης οργής και μανίας;

Και η ζωή συνεχίζεται για τον κύριο «Τίποτα», που έλεγε και ο αγαπημένος μου Κώστας. Με κανένα, απολύτως, κόστος. Σιγά μη του ζητήσει η κοινωνία και τα ρέστα, επειδή δεν πιστεύει στους μελλοντικούς προγραμματισμούς, εκτός, φυσικά, και αν αφορούν σοβαρότατα θέματα όπως τα εισιτήρια διαρκείας του Γαύρου.

Πάντως για να μη φανώ άδικη, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ενδεχομένως θετικό στοιχείο, που χαρακτηρίζει αυτά τα γοητευτικά τζιτζίκια. Μέσα σε όλα αυτό το χάος που επικρατεί στον εγκέφαλό τους, φαίνεται πως με κάποιο τρόπο τους γίνεται ξεκάθαρο, πως όντως ως γυναίκα μπορεί να είσαι για εκείνους ξεχωριστή. Εκεί, λοιπόν θα έχεις την «ατυχή» τύχη ν’ ακούσεις τη φράση: «Είμαι σίγουρος πως είσαι η γυναικά της ζωής μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Δεν μπορώ ν’ αλλάξω. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ το μέλλον μου».

Και κάπως έτσι καίγονται και οι υπόλοιποι εγκεφαλικοί νευρώνες σου, οι οποίοι είναι και απολύτως απαραίτητοι και το μυαλό σου γίνεται ωραιότατος κιμάς για κεμπάπ. Και αφού, προηγουμένως, τα έχεις ζήσει όλα: κλάματα και οδυρμούς από τον καλό σου, τηλεφωνήματα μέσα στην νύχτα, φράσεις του τύπου «είσαι γυναίκα που δεν ξεπερνιέται», δυστυχισμένα μηνύματα πριν την αυτοκτονία, τρομακτικές εμφανίσεις σε άσχετα μέρη, συνειδητοποιείς, πως όλο αυτό το δράμα είναι για το τίποτα, καθώς τέτοιου είδους διεργασίες στα σχεσιακά των ανθρώπων είναι μάλλον ατέρμονες.

Το γεγονός, όμως, αυτό, σαν εξεταζόμενη κατάσταση, έχει και την αισιόδοξη πλευρά του . Για να εξακολουθούν να υπάρχουν αυτές οι συζητήσεις, σημαίνει πως υπάρχουν σχέσεις και θα υπάρχουν σχέσεις ως τον αιώνα τον άπαντα.

Και για να ολοκληρώσω την σκέψη μου, θα ήθελα να αναφερθώ σε με μία σπουδαία φράση, που είχα την τύχη ν’ ακούσω από τα χείλη ενός άνδρα το περασμένο καλοκαίρι. Συζητώντας μαζί του, για την φίλη μου την Καίτη και την ταλαιπωρία που βίωνε από το σύντροφό της, ο οποίος την «υποχρέωνε» καθημερινά σε Σκωτσέζικο ντους, αρνούμενος να αντιληφθεί την ηλικία του και τις συνέπειες των πράξεων του, ο συνομιλητής μου, μου απάντησε με στόμφο: «Εσείς φταίτε, γιατί εσείς τους δημιουργείτε αυτούς τους άνδρες!».

Υποκλίθηκα τότε στη σοφία του και ταυτοχρόνως ένιωσα πολύ τυχερή. Επιτέλους κάποιος που καταλάβαινε. Χωρίς πολλές εξηγήσεις και παρεξηγήσεις. Μετά από μήνες, ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος, μου επιβεβαίωσε με την στάση του, πως όντως, εμείς τους δημιουργούμε αυτούς τους άνδρες. Υπάρχουν στη ζωή μας επειδή, πολύ απλά, εμείς τους το επιτρέπουμε. Και σε ποιον άλλωστε να μοιράσεις ευθύνες εκτός από τον εαυτό σου; Όχι πάντως στον «Κανένα». Αυτό δεν είναι εφικτό.

Έ, όχι και Δον Ζουάν ο Χαράλαμπος…

Συζητώντας απόψε με τα κορίτσια στο γραφείο για το ανδρικό φύλο, μπροστά μάλιστα σε έναν συνάδελφό που ξεφυσούσε, ακούστηκαν διάφορες κλασικές φράσεις που αναπαράγονται στις γυναικείες παρέες των almost40something, είτε αυτές οι κυρίες είναι δεσμευμένες,είτε αδέσμευτες, παντρεμένες, χωρισμένες ή λογοδοσμένες.

Η Χρύσα- status: αδέσμευτή σε αυτήν την φάση, απ’ όσο νομίζω- αναφέρθηκε πως πάντα «μπλέκει με τους λάθος άνδρες», εγώ – status: it is complicated- άρχισα τα ψυχαναλυτικά και τους λόγους που επιλέγουμε τους «προβληματικούς» άνδρες και η Μαίρη – status: παντρεμένη και ευτυχισμένη- επέμεινε πως «έχει το ενδιαφέρον της η ανάλυση εις βάθος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, βασικότερο ρόλο παίζει η προσωπικότητα του ίδιου του ατόμου.

Αναλογιζόμενη την κουβέντα μας, που προέκυψε για να χαλαρώσουμε και να καταλήξουμε στο πόσο ανώτερα όντα είναι οι γυναίκες, συνειδητοποίησα πως σε όποια φάση κι αν βρίσκεται κάποια στη ζωή της, την απασχολούν τα ίδια ακριβώς θέματα.

Εν αντιθέσει με τον «άμοιρο» συνάδελφο – status: παντρεμένος- που συνέχιζε να ξεφυσά σκεπτόμενος το λόγο που συνεργάζεται με τόσες γυναίκες, αν κατά τη γνώμη μου δεν θα μπορούσε να είχε επιλέξει πιο υγιές εργασιακό περιβάλλον.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Πριν από λίγο καιρό η φίλη Άννα, μου έστειλε ένα μήνυμα, λέγοντας, λίγο ως πολύ, πως αυτά που υποστηρίζω ως almost40something, που δεν έχει ακόμη ντυθεί νυφούλα, είναι ακριβώς τα ίδια με κάποια γυναίκα η οποία έχει άνδρα και παιδιά. Τότε αναρωτήθηκα αν οι άνδρες είναι ίδιοι σε όλες τις φάσεις τις ζωής τους, σαν να βγαίνουν από φωτοτυπικό μηχάνημα. Μπορεί, λοιπόν, κάτι τέτοιο να ισχύει.

Από εκεί και πέρα, όμως, κάποια ανώτερη δύναμη: οικογένεια, βιολογία, συνθήκες ζωής, εγκέφαλος, έχει πάρει την φωτοτυπία και έχει συμπληρώσει επιπλέον στοιχεία που κάνουν τους άνδρες, τελικώς, να διαφέρουν στις λεπτομέρειες. Αυτές οι λεπτομέρειες τους μεταλλάσσουν από τον Homo Neanderthal, τον άγριο άνθρωπο που κυνηγάει θηρία, στον Homo Sapiens, έναν πιο σκεπτόμενο άνθρωπο, που κατάφερε και οργανώθηκε σε ομάδες.

Κι εκεί κάπου ανοίγει και η συζήτηση για τον σύγχρονο άνδρα- «Homo Syndromus». Το αρσενικό, δηλαδή, που είναι τίγκα στα σύνδρομα και τα συμπλέγματα. Ποιος, όμως, είναι αυτός ο τύπος άνδρα και πότε εμφανίστηκε στην αλυσίδα της ανθρώπινης εξέλιξης; Προφανώς πολύ αργότερα και αφού το ανθρώπινο είδος δημιούργησε κοινωνίες, ο «Σοφός Άνθρωπος» θα άρχισε σιγά-σιγά, λογικά, να αποκτά «θεματάκια» που σχετίζονταν με συναισθηματικά του, λόγω της ανάγκης του να συνυπάρξει με άλλους.

Βέβαια, η ερμηνεία μου αυτή, είναι εντελώς αυθαίρετη και δεν τεκμηριώνεται, βάσει επιστημονικών συμπερασμάτων, αλλά βασίζεται μόνο σε παρατήρηση του ανθρωπίνου είδους, είτε πρόκειται για πρόσωπα υπαρκτά, είτε πρόσωπα φανταστικά, τα οποία ζωντανεύουν μέσα στις σελίδες των παραμυθιών.

Σε σχέση, πάντως, με τα παραμύθια και την αληθινή ζωή, είναι δεδομένο πως καθημερινά συναναστρεφόμαστε ανθρώπους, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι σπουδαίοι ήρωες διαφόρων μύθων. Κι επειδή η ζωή τα ‘φερε έτσι και δεν έγιναν ήρωες, αρκούνται στο να ταυτιστούν με αυτούς, αποκτώντας το σχετικό μικρό σύνδρομο που τους συνοδεύει.

Και εκεί κάπου αρχίζει το party μεταμφιέσεων. Και μια μέρα συναντάς τον απόγονο του Δον Ζουάν. Έναν άντρα που επιθυμεί να κατακτήσει πολλές γυναίκες, γνωρίζοντας από την αρχή πως θα τις εγκαταλείψει. Υπόσχεται τα πάντα και για πάντα, δηλώνει ερωτευμένος, κάνοντας απελπισμένες κινήσεις για να κερδίσει την στοργή και τον έρωτα.

Οι ειδικοί, βέβαια, υποστηρίζουν πως η κατάκτηση πολλών γυναικών από έναν άντρα, δηλώνει εκδικητικότητα προς την μητέρα του, με την οποία δεν έχει λύσει ακόμα τα ζητήματά του. Κοινώς, το παιχνίδι είναι πουλημένο και από πριν συμφωνημένο. Αν εσύ, λοιπόν, δεν το πάρεις είδηση νωρίς, θα βρεθείς να προσπαθείς να λύσεις τα θέματα του Χαράλαμπου με το γυναικείο φύλο, τα οποία ξεκινούν από τη μήτρα της Μαμάς του. Εν κατακλείδι, κάνε μας τη χάρη, Χάρη μου και άσε μας στην ησυχία μας!

Κι εκεί που λέμε πως γλυτώσαμε τα χειρότερα, να σου και το Σύνδρομο του Πήτερ Παν, που αφορά σε όλους τους άνδρες που δεν θέλουν να μεγαλώσουν, φοβούνται ν’ αλλάξουν, αν και ζουν στο σώμα ενός ενήλικα.

Αυτή η ενδιαφέρουσα κατάσταση συναντάται τελευταία στην σύγχρονη Ελλάδα, όλο και περισσότερο, όπου έχει μεγάλη πέραση το πρότυπο της ανώριμης συμπεριφοράς. Και εκεί, λοιπόν εμφανίζεται και πάλι σαν ουσιαστική έννοια το «σπίτι» μας, καθώς οι υπερπροστατευτικοί γονείς μπορεί να είναι βασική αιτία, που ένα άτομο εκδηλώνει το συγκεκριμένο ζητηματάκι.

Άλλωστε, όλου του κόσμου οι Πήτερ Παν βιώνουν την εφηβεία σαν μια κατάσταση, που μπορεί να διαρκέσει για πάντα, και εμφανίζουν αδυναμία στη λήψη αποφάσεων, ως προς τη δέσμευση και την τήρηση υποσχέσεων. Κι εκεί, λοιπόν καταλήγεις σαν την Γουέντι και φέρεσαι σαν Μαμά, λύνοντας όλα τα προβλήματα που εκείνος δεν μπορεί. Κι έτσι ο Πέτρος βρίσκει πρόσφορο έδαφος και το παίζει Πίτερ Παν κι εσύ αντί να κάνεις την χαριτωμένη Τίνγκερπελ, καταλήγεις, για να αγαπηθείς, να πρέπει να είσαι καλή και δοτική προς τον Πέτρο-Πίτερ Πάν και ουχί προς τον εαυτό σου. Αίσχος, λοιπόν, και καλή επιστροφή στη Χώρα του Ποτέ απ’ όπου ήρθες!

Αλλά και τα υπόλοιπα πρότυπα των παραμυθιών, που έχουμε από μικροί σε λάθος συμπεράσματα μας οδηγούν, ως προς τις σχέσεις. Η «Σταχτοπούτα» είναι μια ευνουχισμένη γυναίκα και ο πρίγκιπας, λειτουργεί ως σκαλοπάτι για να νιώσει η ίδια ολοκληρωμένη. Δηλαδή μπούρδες! Ευτυχώς για μένα, δεν ανήκω στις γυναίκες που προτιμούν να ζήσουν μία προβληματική σχέση εξάρτησης, ελπίζοντας σε ένα happy end.

Αυτό βέβαια δεν αναιρεί πως κι εγώ, όπως η συνάδελφος Χρύσα και πολλές άλλες almost40something, μπαίνουμε σε έναν κλασικό φαύλο κύκλο δημιουργίας σχέσεων, επιλέγοντας το ίδιο έργο με άλλους πρωταγωνιστές.

Τι γίνεται όμως στα άλλα έργα; Τελικώς και για τις υπόλοιπες ηρωίδες δεν είναι εύκολη η ζωή. Τόσο η Χιονάτη, όσο η Πεντάμορφη και η Ωραία Κοιμωμένη είναι μέσα στις νευρώσεις, που πολλές από αυτές, δυστυχώς, τις «κληρονομήσαμε» κι εμείς. Το μόνο καλό που έχουν όλες αυτές οι κυρίες, εκτός από το ό,τι είναι πανέμορφες, είναι πως στο τέλος τα όνειρά τους γίνονται πραγματικότητα και λατρεύονται παράφορα από υπέροχους άνδρες.

Και αν κι εκείνες, οι οποίες διακατέχονται από τα δικά τους σύνδρομα, στο τέλος κατάφεραν και έζησαν καλά, τότε και εμείς θα ζήσουμε καλύτερα!