Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε κάπου στα πέρατα της γης, που κανείς ποτέ δεν γνώρισε που ακριβώς βρίσκονται, ένα μικρό αγόρι ο Βαγγέλης.
Ο μικρός Βαγγέλης, είχε μία μόνο επιθυμία. Όταν μεγαλώσει να κατακτήσει όλες τις θάλασσες της γης. Ονειρευόταν να γίνει σαν τους ατρόμητους πειρατές, που κάθε βράδυ διάβαζε και ζούσε τις περιπέτειές τους πριν κοιμηθεί.
Η τύχη του όμως, ήταν διαφορετική. Αντί για θαλασσοπόρος, γεννήθηκε βοσκός πάνω στα βουνά. Έτσι, λοιπόν, συνόδευε κάθε πρωί τα αρνάκια και τα μοσχαράκια που είχε στο στάβλο του και τα οδηγούσε στις πιο ψηλές κορυφές. Εκεί καθόταν με τις ώρες και ευχόταν μια μέρα να αξιωθεί να δει τη θάλασσα.
Μόνη του παρέα εκεί ψηλά ήταν η Ηχώ. Ήταν η φίλη, που πάντα έβρισκε στα βουνά.Την Ηχώ, βέβαια, την είχε πολλές φορές ακούσει, αλλά δεν είχε μπορέσει, ακόμη, να την δει.
Εκείνος, την χαιρετούσε κάθε μέρα και αυτή του απαντούσε πάντα με τον ίδιο χαιρετισμό. «Γεια σου! Τι κάνεις;», έλεγε ο Βαγγέλης; «Γεια σουυυυ! Τι κάνειςςςς;», απαντούσε η Ηχώ.
Φυσικά, τη ρωτούσε πάντα για τη θάλασσα. Ήλπιζε πως εκείνη, που ήξερε τόσα πολλά για τα ψηλά βουνά να γνώριζε κάτι παραπάνω. Η Ηχώ, όμως, ίσως και από ζήλεια, δεν του απαντούσε ποτέ στην ερώτηση «που είναι η θάλασσα;».Μόνο επαναλάμβανε ρυθμικά την ερώτηση του Βαγγέλη. Ήταν, άλλωστε και αυτή ένα κορίτσι, όπως όλα τα άλλα και ήθελε να δίνουν σημασία μόνο σε εκείνη, σκέφτηκε ο μικρός βοσκός.
Ο Βαγγέλης, βέβαια, δεν είχε καταλάβει πως η φίλη του, κάποιες στιγμές θα προτιμούσε να μην του απαντήσει τίποτα και ότι θα ήθελε τόσο πολύ να του ζητήσει να μην ξαναμιλήσει για τη θάλασσα, την οποία είχε αρχίσει, πλέον, να ζηλεύει.
Εκείνο το πρωινό της είπε πως θα φύγει για να βρει την θάλασσα. Εκείνη, γύρισε το βλέμμα της και σκούπισε τα βουρκωμένα της μάτια. Του είπε πως μπήκε στο μάτι της ένα συννεφάκι και σφίγγοντας το χαμόγελο της, σιώπησε. Ο πόνος ήταν βαθύς. Ήταν σαν να είχε μπει στο μάτι της ταυτόχρονα πιπέρι και λεμόνι.
Δεν του είπε τίποτα άλλο. Δεν της είπε τίποτα άλλο. Και το ταξίδι ξεκίνησε. Ο Βαγγέλης περπάτησε κοντά σε λίμνες, δίπλα σε χωράφια με στάχια, μέσα σε κάμπους με σιτάρι και λευκό βαμβάκι και ποτάμια ορμητικά.
Ήταν μόνος και κουρασμένος. Και τότε τρόμαξε. Τι θα έκανε; Κοίταξε πίσω. Κανείς. Ήθελε ν ’ακούσει και πάλι την φίλη του την Ηχώ. Να νιώσει τη συντροφιά της. Όμως εκείνη είχε μείνει στα βουνά.
Έβαλε το κεφάλι κάτω και άρχισε να τρέχει. Τα δάκρυα του, τον πλήγωναν στο πρόσωπο. Όμως δεν θα σταματούσε. Θα έβλεπε τη θάλασσα και μια μέρα θα το έλεγε στην Ηχώ. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν εκείνη, στο μεταξύ, είχε βρει έναν άλλο φίλο;
Ξάφνου άκουσε κάποια κουδουνάκια. Η Μάνια, ένα αρνάκι και ο Σόλων, ένα μοσχαράκι από το κοπάδι του, τον είχαν ακολουθήσει.Η χαρά του δεν μπορούσε να περιγράφει. Μαζί θα έβρισκαν τη θάλασσα που τόσο ήθελε να γνωρίσει.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, μετά το ξέφωτο, οι μυρωδιές αλλάξαν. Είχαν μια γεύση από αλάτι, αλλά και ένα αεράκι δροσερό του χάιδεψε το μέτωπο.Και ναι, μπροστά του ήταν αυτή. Μεγαλοπρεπής και απέραντη. Η θάλασσα του χαμογέλασε.
Έτρεξε κοντά της, της μίλησε, της είπε πως την αναζητούσε.Την επιθυμούσε από πάντα και για πάντα, σαν τους πειρατές. Ο Βαγγέλης ήταν πλέον αυτό που πάντα ονειρευόταν.
Ένας θαλασσοπόρος που θα ταξίδευε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Θα γνώριζε νέες χώρες. Νέους πολιτισμούς. Θα αντιμετώπιζε όλα τα τέρατα της θάλασσας και θα ανακάλυπτε όλους τους κρυμμένους θησαυρούς.
Σε κάποιον, όμως, έπρεπε να πει πως τα είχε καταφέρει. Και ήταν και πάλι μόνος. Το μοσχαράκι, ο Σόλων και το αρνάκι, η Μάνια, είχαν ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής προς το στάβλο.
Σκέφτηκε πως αν δεν μπορείς να μοιραστείς τη χαρά σου με κάποιον που αγαπάς, είναι σαν να μην την έχεις ζήσει. Περπάτησε αρκετά μήπως και βρει κάποιον να μιλήσει.
Άρχισε να περπατά, ώσπου ανέβηκε στο κοντινότερο βουνό. Δεν υπήρχε κανείς. Φώναξε απογοητευμένος: «Είμαι θαλασσοπόρος” και τότε… ακούστηκε εκείνη: «Είμαι θαλασσοπόροςςςςς”.
Ο Βαγγέλης δεν πίστευε στα αυτιά του.Η φίλη του ήταν και πάλι μαζί του.Τον είχε ακολουθήσει. Δεν θέλησε να τον αφήσει ποτέ μόνο.
«Μου έλειψες», της φώναξε. «Μου έλειψεςςς» του απάντησε.
Θέλησε να της φωνάξει πως την αγαπά, αλλά κοκκίνησε και μόνο με την ιδέα πως θα της αποκάλυπτε ένα τέτοιο μυστικό.
Τώρα πλέον, όλα ήταν διαφορετικά για τον Βαγγέλη τον θαλασσοπόρο. Η Ηχώ ήταν εκεί κοντά του και αυτός έλαμπε από ευτυχία, που μπορούσε να μοιραστεί μαζί της το υπέροχο ταξίδι του.
Και έτσι, ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.