Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να φτιάχνω ιστορίες για μεγάλους. Τώρα πια που μεγάλωσα και έγινα μια almost40something, με ταξιδεύει το να γράφω παραμύθια. Δεν είμαι, βέβαια, απολύτως σίγουρη ότι απευθύνονται μόνο σε μικρά παιδιά. Ίσως να τα γράφω γιατί απευθύνονται και σε μεγάλα παιδιά. Ίσως, τελικώς, μέσα από αυτά να μιλάω για όλα αυτά που σκέφτομαι, που θα ήθελα να πω αλλά δεν μπόρεσα, που θα ήθελα να ζήσω. Και, επομένως, όλο αυτό να συμβαίνει, γιατί πολύ απλά έχουμε συνηθίσει από τα παλιά τα χρόνια, όλες οι ιστορίες που μας αφηγούνταν να έχουν happy end. Έτσι και οι δικές μου. Κλείνουν πάντα με ένα χαμόγελο. Γιατί, παρά τις όποιες δυσκολίες, έτσι επιθυμώ τη ζωή μου.
Καλή σας ανάγνωση…
«ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΖΑΛΑΔΑΣ»
Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα στον παγκόσμιο χάρτη, υπήρχε μια μακρινή, αλλά μικρούτσικη χώρα στη μέση του πουθενά.
Μια χώρα που έμοιαζε με πολλές άλλες μεγαλύτερες, αλλά ταυτόχρονα δεν θύμιζε και καμία άλλη.
Οι κάτοικοι της, όπως όλοι οι άνθρωποι του κόσμου γεννιούνταν και μεγάλωναν, παντρεύονταν και έκαναν με τη σειρά τους κι εκείνοι παιδιά.Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά…
Είχε σπίτια, δάση, ποτάμια, δρόμους. Σχεδόν τίποτα δεν ήταν παράξενο.Εκτός από κάτι.
Εκεί στο λόφο, το μνημείο της χώρας δεν ήταν ούτε ο θαυμαστός Παρθενώνας, ούτε ο πανύψηλος πύργος του Άιφελ, ούτε το επιβλητικό άγαλμα της Ελευθερίας, ούτε καν το μεγαλειώδες Κολοσσαίο.
Δεν ήταν το άγαλμα κάποιου σπουδαίου ατρόμητου στρατηγού, όπου κατέθεταν στεφάνια στις εθνικές επετείους, σε ένδειξη σεβασμού.
Ήταν απλά ένα τεράστιο, κάποτε πολύχρωμο, σιωπηλό Καρουσέλ. Ένα Καρουσέλ, που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο της πόλης και στεκόταν μόνο του σαν να ήταν στοιχειωμένο.
Μπροστά σε αυτόν τον ακίνητο, σκουριασμένο γίγαντα βρισκόταν καρφωμένη στο χώμα, μόνο μια μικρή ξύλινη, φθαρμένη από το χρόνο, πινακίδα που έγραφε:
«Κάποτε υπήρξαν τολμηροί. Μπορείς να ψάξεις και να τους βρεις». Κανείς, όμως, και ποτέ δεν έψαξε… Απλά κοιτούσε με δέος το παράξενο αυτό μνημείο.
Κάθε Χριστούγεννα τα παιδιά της χώρας στόλιζαν το Καρουσέλ με λουλούδια και αυτή ήταν και η μοναδική στιγμή του χρόνου που τα χρωματιστά αλογάκια του δεν ήταν μόνα του πάνω στο λόφο.
Τις επόμενες μέρες του χρόνου κανένας κάτοικος της «χώρας της ζαλάδας» δεν το πλησίαζε. Από φόβο, από αγωνία ή απλά, επειδή έτσι έπρεπε. Έτσι είχαν μάθει.
Το Καρουσέλ, άλλωστε, δεν συμβόλιζε την ανεμελιά και το παιχνίδι για εκείνους, αλλά τη συνεχιζόμενη ζαλάδα που ένιωθαν καθημερινά σε κάθε τους βήμα.
Θύμιζε την «κατάρα» που είχε πέσει πάνω στην πόλη, η οποία πλήγωνε τις ζωές όλων. Φυσικά, δεν ήξεραν γιατί συνέβαινε αυτό, αλλά πίστευαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το αλλάξουν. Άλλωστε, ένας φρικτός μύθος έλεγε, πως η «χώρα της ζαλάδας» ήταν στοιχειωμένη.
Και η ζωή τους στη χώρα αυτή, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν ότι πιο εύκολο μπορούσε να φανταστεί κάποιος, μιας και τα πάντα στριφογύριζαν σε χαμηλή ταχύτητα σαν να βρίσκονταν όλοι συνεχώς πάνω σε ένα καράβι.
Όταν όμως βρίσκονταν σε συναισθηματική ένταση, τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο και όλα γύρω έμοιαζαν με θαλασσοταραχή, που όμοιά της δεν είχε βιώσει ούτε ο ίδιος ο Οδυσσέας, στα είκοσι χρόνια που περιπλανήθηκε στις θάλασσες.
Οι κάτοικοι της «χώρας της ζαλάδας» μόλις ξεκινούσε η «τρικυμία», κατάπιναν αμέσως μία μικρή θεραπευτική καραμέλα, ανακάλυψη ενός σπουδαίου επιστήμονα, που τους είχε κάποτε επισκεφτεί. Έτσι, τα πάντα ηρεμούσαν προσωρινά.
Είναι λογικό πως οι ιστορίες και οι θρύλοι δεν σταματούσαν ποτέ.Κάποιοι, πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία, είχαν ακούσει από τους γονείς τους, όταν τους κοίμιζαν, να λένε ένα παραμύθι για δύο νέα παιδιά που είχαν ερωτευτεί πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν ένας κακός μάγος ζήλεψε την ευτυχία τους και καταράστηκε με τα πιο δυνατά, απαίσια ξόρκια, τη χώρα για πάντα.
Για πάντα, μέχρι τα φετινά Χριστούγεννα. Αυτά τα Χριστούγεννα, μετά την καθιερωμένη γιορτή στο Καρουσέλ, δύο παιδιά του σχολείου, ο Έκτορας και η Έρη, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, αποφάσισαν να μη γυρίσουν στα σπίτια τους αμέσως και να «ψάξουν τους τολμηρούς», όπως έγραφε η πινακίδα στο Καρουσέλ.
Το σκέφτονταν από καιρό. Κάτι όμως τους σταματούσε. Είχαν, άλλωστε, ακούσει το τρομακτικό παραμύθι και εκείνοι. Επίσης, είχε χρειαστεί να καταπιούν στη ζωή τους πολλές φορές θεραπευτικές καραμέλες για τη ζαλάδα, καθώς πλησίαζαν το Καρουσέλ, για να το θαυμάσουν από κοντά, στα κρυφά. Αυτό ήταν, άλλωστε, ότι πιο τολμηρό είχαν κάνει μέχρι τότε. Μέχρι εκείνη τη μέρα…
Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε το ταξίδι του Έκτορα και της Έρης προς το δάσος.Ένα μεγάλο ταξίδι, σε μια μικρή χώρα. Τα δύο παιδιά περπάτησαν πολύ. Κουράστηκαν ακόμη περισσότερο. Και τότε άρχισαν να φοβούνται.
Το φως άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει και εκείνα πλέον βρίσκονταν βαθιά μέσα στην πυκνή βλάστηση. Δεν ήξεραν, φυσικά, τι ακριβώς έψαχναν και πως ακριβώς θα ήταν αυτοί οι περιβόητοι «τολμηροί».
Κοντοστάθηκαν. Σκέφτηκαν για λίγο να γυρίσουν πίσω. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει.Ο Έκτορας αγκάλιασε την Έρη και της χάιδεψε το κεφάλι. «Μη κλαις, θα είμαι δίπλα σου. Μαζί θα βρούμε τους τολμηρούς και θα διώξουμε τα μάγια», της είπε και κατάπιε μία ακόμη καραμέλα για τη ζαλάδα, που είχε ήδη ξεκινήσει.
Οι ήχοι της νύχτας άρχισαν να δυναμώνουν. Το θρόισμα των φύλλων, τα βήματα των ζώων, οι φωνές των πουλιών έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Το ίδιο αισθητή έκανε και την παρουσία της και η ανθρώπινη απουσία.
Τα δύο παιδιά πιάστηκαν από το χέρι και περπάτησαν για λίγο ακόμη μέσα στο σκοτάδι. Ευτυχώς το φεγγάρι τους χάριζε ένα μικρούτσικο φως. Ένα φως που μπορεί και να τους καθησύχαζε κάπως. Έστω και λίγο. Σύντομα, βρήκαν μπροστά τους ένα βράχο που έμοιαζε έτοιμος να τους προσφέρει προστασία και να τους φιλοξενήσει μέχρι το πρωί.
Το κορίτσι είπε πως φοβάται πολύ. Το αγόρι της αποκρίθηκε πως θα την προσέχει, χωρίς να κλείσει τα μάτια του όλη την νύχτα, αν χρειαζόταν. Κι έτσι πέρασε το σκοτάδι, στην αρχή δύσκολα, με αγωνία και τέλος σιωπηλά.Μόνο οι ήχοι της νύχτας ακούγονταν που και αυτοί έμοιαζε σαν να αποκοιμήθηκαν.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν τις φυλλωσιές των δέντρων. Το κορίτσι ξύπνησε. Τεντώθηκε και κοίταξε ψηλά. Κατάλαβε πως κάπου εκεί το δάσος έπρεπε να τελείωνε.
Χαμογέλασε στον Έκτορα που κοιμόταν ακόμη και του ψιθύρισε στο αυτί: «Ξύπνα, δεν έχουμε φτάσει εκεί που θέλουμε. Δεν έχουμε βρει τους τολμηρούς». Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε. «Σε είδα στον ύπνο μου», είπε.
Σηκώθηκαν και οι δύο, τίναξαν τα ρούχα τους και άρχισαν να περπατούν προς το φως. Πίσω από τα δέντρα κάτι άρχιζε να λαμπυρίζει. Το βήμα τους έγινε πιο γοργό. Ξάφνου φάνηκε μπροστά τους μια τεράστια, υπέροχη, ήρεμη θάλασσα. Πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν κάτι τόσο γαλήνιο.
«Νομίζω πως θ’ αρχίσω πάλι να ζαλίζομαι και δεν έχω μαζί μου άλλες καραμέλες», είπε η Έρη. «Δεν θα ζαλιστείς άλλο, θα σε κρατήσω εγώ», είπε ο Έκτορας. Και τότε την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο. Για πρώτη φορά. Κι εκείνη άρχισε να νιώθει ζαλισμένες πεταλουδίτσες να πετούν στο στομάχι της.
Αλλά και εκείνος ένιωσε τις ίδιες πεταλουδίτσες να χορεύουν ζαλισμένα, αλλά δεν το παραδέχτηκε ούτε στον εαυτό του.Εκείνη χαμογέλασε. Δεν ζαλιζόταν, όμως, όπως παλιά. Ζαλιζόταν μόνο από χαρά. Το ίδιο και το αγόρι. Κοίταξαν γύρω τους. Τίποτα δεν κουνιόταν πια. Όλα στη φύση είχαν σταματήσει και τους παρακολουθούσαν. «Δεν ζαλίζομαι πια!», είπε το κορίτσι. «Επιτέλους τα μάγια λύθηκαν!»
Κι έτσι, δύο παιδιά, ένα ταξίδι στο άγνωστο και ένα φιλί, έλυσαν για πάντα τα μάγια τόσων ετών. Ο Έκτορας και η Έρη έψαξαν για τους τολμηρούς και τελικώς τους βρήκαν μέσα τους. Κι έτσι, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…