Ένα μικρό παραμύθι γι’ αυτούς που ονειρεύονται και πραγματοποιούν.

«ΝΙΚΗ, Η ΟΝΕΙΡΕΝΙΑ»

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα όνειρο.

Τι όνειρο δηλαδή… μία μικρή, μικρούτσικη Ονειρένια ήταν, που την έλεγαν Νίκη.

Ήταν ντυμένη με ένα όμορφο φόρεμα σαν σύννεφο και είχε μακριά μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες…

Κάθε πρωί, λοιπόν, η Νίκη ξυπνούσε με δυσκολία, όπως όλοι οι φίλοι της, έτρωγε με λαιμαργία το πρωινό της και πήγαινε με βαριά καρδιά στο σχολείο.

Εκεί, η δασκάλα της η κυρία Νύστα μάζευε όλα τα Ονειράκια και τους δίδασκε τα πιο σημαντικά μαθήματα.

Τα μαθήματα της ημέρας στο Ονειροσχολείο ήταν τα παρακάτω:

«Ύπνος- ανάσκελα και μπρούμυτα», «Ύπνος με ή χωρίς μαξιλάρι», «Χασμουρητό», «Αναπνοή χωρίς ροχαλητό», ακόμη και «Φιλοσοφία και ερμηνεία των ονείρων», ένα μάθημα που μόνο οι πολύ διαβασμένοι μπορούσαν να καταλάβουν .

Άλλωστε, ένας πολύ σπουδαίος κύριος, που ήταν σοφός και αναλυτής της ψυχής, ο Φρόυντ, είχε πει πως «τα όνειρα, είναι οι απωθημένες επιθυμίες» μας.

Και όπως έλεγε και η δασκάλα, η κυρία Νύστα, αυτή ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φιλοσοφική σκέψη. Η Νίκη, η Ονειρένια, δυσκολευόταν να καταλάβει αυτή την φράση.

Ήθελε να ρωτήσει την κυρία Νύστα, τι είναι οι «απωθημένες επιθυμίες» αλλά πολύ ντρεπόταν να το κάνει.

Μια φορά όμως, κοίταξε στα κρυφά τις σημειώσεις του διπλανού της του Χρίστου, του Ονειροφευγάτου και έμαθε πως «απωθημένες» είναι οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες.

Όπως είναι, δηλαδή, να ονειρεύεσαι ότι τρως ένα τεράστιο παγωτό, που τελικά δεν το έφαγες ποτέ. Κάπως έτσι τα εννοούσε αυτός ο Φρόυντ.

Οι μέρες στην Ονειρούπολη περνούσαν ήσυχα. Οι εποχές άλλαζαν, η μέρα γινόταν νύχτα και ο χειμώνας, καλοκαίρι.

Σήμερα όμως φαινόταν από την αρχή πως θα ήταν μια διαφορετική μέρα.

Ένας νέος μαθητής είχε έρθει στην τάξη και από τις πρώτες του κουβέντες είχαν φανεί οι διαθέσεις του.

Τον έλεγαν Βασιλάκη Ξύπνιο και μάλλον ήθελε, λόγω, ονόματος να το παίξει πολύ ξύπνιος.

Η Νίκη, η Ονειρένια, δεν πτοήθηκε. Σχεδόν δεν έδωσε σημασία στον καινούριο μαθητή.

Σκέφτηκε, άλλωστε, πως αυτός ο σοφός Φρόυντ είχε γράψει ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτήν και τα όνειρα, ενώ για τον Ξύπνιο υπήρχε μόνο μια παροιμία που είχε ακούσει από τη γιαγιά της , για ένα «έξυπνο πουλί που από τη μύτη πιάνεται».

Κάτι που της φαινόταν, πως δεν ήταν και πολύ καλό. Αν, λοιπόν, τα έβαζες αυτά τα δύο σε μια ζυγαριά, σίγουρα εκείνη νικούσε τον Βασιλάκη, τον Ξύπνιο.

Κι έτσι ξημέρωσε η Δευτέρα. Η κυρία Νύστα ξεκίνησε το μάθημα. «Ποιος θα μας πει, τι είδε χθες στο όνειρο του;» ρώτησε. Οι συμμαθητές άρχισαν να κουνούν τα χέρια τους επίμονα.

Ακόμα και ο Βασιλάκης ο Ξύπνιος φώναζε δυνατά, πως δεν είχε κοιμηθεί γιατί δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Όλοι φαινόταν ξεκάθαρα πως είχαν κάτι να πουν.

Όλοι έκτος από τη Νίκη, την Ονειρένια, που απλά δεν θυμόταν καθόλου τι είχε δει.

Έσφιξε τα μάτια της και σκέφτηκε… σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε, αλλά τίποτα. Η κυρία Νύστα, της κοίταξε για λίγο ερευνητικά και μετά είπε: «Νίκη, εσύ τι είδες χθες το βράδυ;»

«Δεν θυμάμαι να είδα κάτι, κυρία» απάντησε με ειλικρίνεια η Ονειρένια.Και τότε η τάξη ξέσπασε σε γέλια.

Η Νίκη, η Ονειρένια , ένοιωσε να ζαλίζεται. Αισθάνθηκε τη γη να φεύγει κάτω από τα ποδιά της…Ήθελε εκείνη τη στιγμή να εξαφανιστεί.Ίσως και να επιζητούσε τη μαμά της.

Τι ακριβώς, όμως, της συνέβαινε; Ήταν ένα Όνειρο που, όμως, δεν θυμόταν τι ακριβώς περιείχε.

Τι μεγάλη ντροπή ήταν αυτή. Πως γινόταν αυτό;Είχε δει ή δεν είχε δει κάτι στον ύπνο της;Είχε δει κάτι τρομακτικό ή κάτι που της προκάλεσε χαρά;

Κι όμως κάτι πρέπει να είχε δει, αλλά, όσο κι αν προσπαθούσε , δεν θυμόταν τίποτα. Κατέληξε εκείνη τη στιγμή, πως αυτή ήταν σίγουρα η χειρότερη μέρα της ζωής της.

Οι υπόλοιποι μαθητές στην τάξη είχαν δει βουνά, λαγκάδια, ταξίδια, μονόκερους, έρωτες, βασιλοπούλες, μακαρόνια με κιμά, δράκους, ξωτικά, θαλάσσια τέρατα, ενώ εκείνη… ζούσε στο απόλυτο κενό.

Πόσο ζήλευε τη μνήμη των άλλων, πόσο ζήλευε την αγωνία τους να εξιστορήσουν στην τάξη τις χαρές, τις λύπες και τους φόβους τους.

Ήταν, λοιπόν, η Νίκη, μία Ονειρένια, χωρίς όνειρο…Κι ενώ ήταν αφηρημένη , χαμένη στις σκέψεις της, ο Βασιλάκης, ο Ξύπνιος ξαφνικά την σκούντηξε και της έκλεισε το μάτι.

«Έχω να σου πω κάτι στο διάλειμμα Νίκη» της είπε, «κάτι σημαντικό».

Η Νίκη, η Ονειρένια, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, ότι μόνο αυτός ο Ξύπνιος της έλειπε. Θα προτιμούσε να βρει ένα τρόπο να τον αποφύγει. Η ώρα, δυστυχώς, πέρασε γρήγορα. Το κουδούνι χτύπησε και η Ονειρένια δεν σηκώθηκε από τη θέση της .

Ήταν σίγουρη, πλέον, πως το μόνο που ήθελε ήταν κάποιον, να την ξυπνήσει από τον εφιάλτη που ζούσε.

Τότε, ο Ξύπνιος την πλησίασε. «Μη στενοχωριέσαι Νίκη» της είπε…Η Ονειρένια είχε, πλέον, σκύψει το κεφάλι. «Κι εγώ το έχω ζήσει αυτό που ζεις», χαμογέλασε ο Ξύπνιος.

«Τώρα πια ξέρω…. Δεν θυμάσαι τα όνειρα σου, γιατί απλά δεν χρειάζεται.

«Η ζωή σου, στην κάθε της μέρα, είναι πολύ πιο σημαντική από τα όνειρα που βλέπουμε όλοι το βράδυ.

Εσύ δεν ζεις όταν κλείνεις τα μάτια σου, αλλά όταν τα ανοίγεις και απολαμβάνεις την κάθε στιγμή. Άλλωστε, αυτά τα όνειρα έχουν πιο μεγάλη σημασία. Αυτά, δηλαδή, που ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά!»

«Για να ξέρεις κι εγώ ήμουν κάποτε ένα μικρό Ονειράκι. Μάλιστα το όνομά μου ήταν «Βασιλάκης, ο Νυσταγμένος». Τώρα πια, όμως, μεγάλωσα. Και έμαθα πως μόνο εμείς μπορούμε να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας.

Εσύ και εγώ είμαστε ένα. Είμαστε ακριβώς το ίδιο. Μπορείς κι εσύ να ζήσεις όλα τα όνειρά σου. Και πρέπει να γνωρίζεις ότι είσαι πολύ τυχερή γι’ αυτό».

Η Νίκη, η Ονειρένια, ένιωθε ζαλισμένη. Δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό και κατάλαβε.

Ότι ήθελε, ότι αγαπούσε ήταν κάπου εκεί, έτοιμο να το κατακτήσει. Απλά, πλέον, θα ονειρευόταν με ανοιχτά μάτια. Και θα ζούσε, όλα όσα είχε ονειρευτεί.

Φαίνεται ότι μπορούσε, τελικά, να πραγματοποιήσει όλα όσα επιθυμούσε, αρκεί να τα ονειρευόταν, να προσπαθούσε γι’ αυτά και σίγουρα θα τα κατάφερνε.

Ονειρεύτηκε, τότε, τον εαυτό της βραβευμένη πιανίστα, χορεύτρια, ζωγράφο, γιατρό, δασκάλα, δημοσιογράφο, αθλήτρια, εξερευνήτρια, αρχαιολόγο, διάσημη επιστήμονα. Κάτι από όλα αυτά θα το πραγματοποιούσε σίγουρα.

Αμέσως μετά ονειρεύτηκε ένα τεράστιο παγωτό! Ο Βασιλάκης, ο Ξύπνιος, παραδέχτηκε ότι και αυτός το ίδιο ονειρευόταν.

Οι δύο φίλοι έτρεξαν αμέσως στο ψυγείο και έκαναν το όνειρο τους πραγματικότητα! Δύο τεράστια απολαυστικά παγωτά έλιωναν σε λίγο στα χέρια τους, κάτω από το ζεστό ήλιο…

Τα χρόνια πέρασαν και η Νίκη, η Ονειρένια έγινε μια σπουδαία ζωγράφος. Πίνακες της υπήρχαν στα σημαντικότερα μουσεία της γης.

Η ιστορία της έγινε γνώστη σε ολόκληρο τον κόσμο και όλοι οι γονείς λίγο πριν κοιμίσουν τα παιδιά τους το βράδυ, τους έλεγαν αυτό το μικρό παραμύθι: «αρκεί να προσπαθήσεις σαν την Νίκη την Ονειρένια και όλα τα όνειρα σου θα βγουν αληθινά».

Κι έτσι η Νίκη η Ονειρένια, έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.

Απάντηση