Θυμάμαι έντονα την εποχή που εξέπεμψε για πρώτη φορά. Ήταν Νοέμβριος του 1989 κι εγώ βρισκόμουν στην 1η Γυμνασίου. Τα πρώτα trailers που προβλήθηκαν από το νέο κανάλι, μαζί με την χαρακτηριστική μουσική του σήματός του, για όλα εμάς τα πιτσιρίκια σήμαιναν αυτομάτως πως κάτι πολύ νέο ερχόταν στη ζωή μας. Κάτι που μας ταίριαζε. Άλλωστε πάντα το καινούριο φαντάζει τόσο ελπιδοφόρο.
Ίσως, κάπως έτσι, να ένιωσαν στην εποχή τους και αυτοί που είδαν για πρώτη φορά συσκευή ραδιοφώνου ή έγχρωμη τηλεόραση. Για εμάς που αυτά τα είχαμε ήδη στη ζωή μας ως δεδομένα, το πρώτο ιδιωτικό κανάλι με τόσες διαφορετικές επιλογές, ήταν κάτι καινοτόμο και σίγουρα ταίριαζε απόλυτα με το νεαρό της ηλικίας μας.
Και κάπως έτσι, κάπου ανάμεσα στις πολύχρωμες εικόνες, από τηλεθεάτρια, ονειρεύτηκα ν’ ασχοληθώ με την τηλεόραση…
Όπως, όλα τα παιδιά της ηλικίας μου άρχισα να καταπίνω τη μία μετά την άλλη τις σειρές της κάθε σεζόν. Οι ατάκες από τις «Τρεις Χάριτες» και τους «Απαράδεκτους» άρχισαν να αναπαράγονται στα διαλείμματα.
Και μετά έκανε την εμφάνιση της η Μιρέλλα Παπαοικονόμου φέρνοντας στη ζωή μας τον Άλκη Κούρκουλο. Και ναι, σε ηλικία 17 ετών την έστησα απ’ έξω, ως stoker, από την διπλανή πολυκατοικία, την οποία επισκεπτόταν ο ηθοποιός, με τη συμπαράσταση του παιδικού μου έρωτα, για να του μιλήσω. Και το έκανα. Κάτι που ακόμα δεν το πιστεύω. Ο οποίος, μάλιστα, λόγω της πιεστικής γλυκύτητας μου, αναγκάστηκε να μου αποκαλύψει κατά μία έννοια το τέλος της «Αναστασίας», κάτι που εγώ κράτησα επτασφράγιστο μυστικό. Άλλωστε του το είχα υποσχεθεί. (Σε επαγγελματική μας συνάντηση, πριν από δύο χρόνια, του αποκάλυψα, ότι ουδέποτε πρόδωσα την εμπιστοσύνη που έδειξε στο πρόσωπο μου. Αν και ο ίδιος, προς απογοήτευσή μου, δεν φάνηκε να θυμόταν την ύπαρξη μου).
Λίγο αργότερα μπήκε στη ζωή μας και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης και έτσι απλά, αρκετά θέματα ταμπού άρχισαν ν’ απασχολούν τα σπίτια μας με μια ανάλαφρη φυσικότητα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε μανάδες, κόρες και εραστές, οργανώνονται και τα πρώτα soiree με φίλους για πίτσα και σουβλάκια, υπό τη μουσική υπόκρουση του «Τράβα Σκανδάλη».
Και τα χρόνια περνούν και το «Μεγάλο Κανάλι» αλλάζει, μεγαλώνει, προτείνει, ισχυροποιείται, ενθουσιάζει, γοητεύει, αποδυναμώνεται, απογοητεύει και αποδομείται. Και, δυστυχώς, δαιμονοποιείται. Το περιεχόμενο, οι άνθρωποι του, τα κρυμμένα μυστικά, τα πολιτικά παιχνίδια.
Και κάποια μέρα, στις οθόνες μας εμφανίζεται ένα ερώτημα που απαιτεί να τοποθετηθούμε, το οποίο θυμίζει, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που μας θέτει καθημερινά ο Marc Zuckerberg στο Facebook.
Το δικό του, πάντα επίκαιρο, «Τι σκέφτεστε;» τις τελευταίες ημέρες έχει δώσει τη θέση του σε ένα άλλο ερώτημα: «Το MEGA δεν υπάρχει. Θέλετε να το αφαιρέσετε;» Και τελικώς συνειδητοποιείς πως μπορείς απλά να απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα, ταυτοχρόνως. «Τι σκέφτομαι; Πολύ απλά, ΟΧΙ! Δεν θέλω να το αφαιρέσω!».
Έτσι, λοιπόν, αφού απάντησα στο ερώτημα-δημοψήφισμα των ημερών, έκανα έναν υπολογισμό και συνειδητοποίησα, πως έχοντας ήδη κλείσει 23 χρόνια δουλεύοντας στην τηλεόραση σε προγράμματα όλων των μεγάλων καναλιών, έχω εργαστεί σε 22 παραγωγές του MEGA CHANNEL, ως ρεπόρτερ και αργότερα ως αρχισυντάκτρια και υπεύθυνη εκπομπών, από την ημέρα που με καλωσόρισε η Λίανα Κανέλλη και η Μένυα Παπαδοπούλου, στον 8ο όροφο της Σταδίου.
Και ενώ δεν υπήρξα υπάλληλος του καναλιού, έχω συνδεθεί μαζί του και σε προσωπικό – με τους ανθρώπους του – και επαγγελματικό επίπεδο. Και, φυσικά, έζησα μαζί του και μαζί τους πολύ καλές, μέτριες, αλλά και κακές στιγμές. Και φίλους έκανα, και φίλους έχασα και χάρηκα και γέλασα και απογοητεύτηκα και θύμωσα.
Αλλά τώρα θυμώνω περισσότερο, με την άδικη «θυσία της Ιφιγένειας». Θυμώνω με τον φαιδρό χρησμό, με αυτούς που την οδήγησαν στον βωμό, με το πλήθος που υποστήριξε την θυσία της κόρης, για να πνεύσει ο ούριος άνεμος της «κάθαρσης» από την διαπλοκή και πολύ περισσότερο, θυμώνω με τον πατέρα της τον Αγαμέμνονα, που δεν έκανε κάτι για να την σώσει και «υπέγραψε» την θυσία της.
Σκεπτόμενη, λοιπόν, τόσο πως όλα στην κοινωνία μας και στο σύμπαν είναι συγκοινωνούντα δοχεία, άμεσα ή έμμεσα σε αλληλεπίδραση, όσο και το Νόμο του Νεύτωνα, πως «σε κάθε δράση αντιστοιχεί πάντα μια αντίθετη αντίδραση», πιστεύω πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η αντίδραση ενδεχομένως να καθυστερήσει να εκφραστεί εμπράκτως, αλλά είμαι πεπεισμένη πως θα εκφραστεί.
Θυμίζει, άλλωστε, αρκετά τη θεωρία του μπούμερανγκ που πάντα επιβεβαιώνεται.
Ένα εργαλείο- όπλο, που πλέον είναι παιχνίδι, το οποίο κάποτε χρησιμοποιήθηκε για το κυνήγι, έκανε, κάνει και θα συνεχίζει να κάνει στροφή 180° και να επιστρέφει σ’ εκείνον που το ρίχνει σε οριζόντια θέση.
Και αν ο χειριστής, τελικώς, είναι αδαής για το τι κρατά στα χέρια του, σίγουρα μέσα του θα έχει αρχίσει να διακατέχεται από μία αδημονία, που προκύπτει από φόβο και άγνοια μπροστά στο άγνωστο.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον μύθο, τον ηγεμόνα των Ατρειδών, δεν τον ανέμεναν μετά την Τροία αλαλάζοντας για τη νίκη στον πόλεμο, γκρεμίζοντας για χάρη του τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών, αλλά τον περίμενε η μάνα της κόρης του, η Κλυταιμνήστρα.