Κι έρχεται η στιγμή που βγάζεις από την ντουλάπα ένα φόρεμα και αποφασίζεις, πως ήρθε η μέρα να το φορέσεις. Βρισκόταν εκεί, τρία χρόνια τώρα, τακτοποιημένο και κρεμασμένο, αλλά ποτέ μα ποτέ, δεν έτυχε να το φορέσω. Την στιγμή που ακούμπησα το απαλό του ύφασμα, σήμερα, με τα χέρια μου, ένιωσα κάτι να με χαλαρώνει. Μόλις όμως το φόρεσα, περνώντας το από το κεφάλι μου, η ψυχή μου άρχισε να ταξιδεύει.
Το άρωμα που αναδύθηκε από το απλό, καθημερινό φόρεμα, ήταν βαθιά συγκινητικό. Είναι ένα άρωμα που είχα τόσο καιρό να μυρίσω, αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω. Είναι το άρωμα εκείνης. Της αγαπημένης μου φίλης, που έφυγε πριν από τρία χρόνια. Κι όμως το άρωμα της είναι ακόμα δυνατό, ολοζώντανο. Όπως και η θύμηση της, που δεν έσβησε ποτέ.
Την ανακαλώ, άλλωστε, συχνά στη μνήμη μου, είτε χαμογελώντας, είτε δακρύζοντας. Την έχω, μάλιστα, ονειρευτεί κάποιες φορές. Φυλάω, ως κόρην οφθαλμού, τα δώρα της, τα σημειώματά της, τα πράγματα της, που έφτασαν στα χέρια μου από την οικογένεια της. Αναρωτιέμαι συχνά τι θα έλεγε σήμερα, για όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας και τον κόσμο μου.
Κι έτσι απλά, πριν από χρόνια, έγινε, χωρίς πολλά λόγια, ένας δικός μου άνθρωπος. Μια ακόμη Μαμά, μία θεία, η αγαπημένη μου φίλη. Ένα ανήσυχο, πνευματώδες, μικρό κορίτσι, που με περνούσε 40 χρόνια.
Την γνώρισα στην δουλειά, όπου ήταν η απόλυτα καταξιωμένη, την αγάπησα στην πραγματική ζωή. «Ερωτευτήκαμε» αμέσως. Συζητούσαμε τα πάντα και για ατελείωτες ώρες. Για τις τόσο διαφορετικές ζωές μας, για τις οικογένειές μας, τις σκέψεις μας, τους φόβους μας.
Γελούσαμε, σχεδιάζοντας να κάνουμε μαζί μια εκπομπή μαγειρικής, μιας και οι δύο μας- σε συνεργασία- μπορούσαμε να φτιάξουμε, μόνο, μισή συνταγή. Κάναμε βόλτες και πειράζαμε η μία την άλλη. Ένιωθα, κάποιες φορές, σαν εγώ να ήμουν η μεγάλη και εκείνη η μικρή. Κι άλλες πάλι φορές, με μάλωνε ξανά και ξανά. Της γκρίνιαζα και μου γκρίνιαζε και πάλι στο τέλος αγκαλιαζόμασταν σφιχτά-σφιχτά.
Την θαύμαζα απεριόριστα. Άκουγα τις αμέτρητες ιστορίες της και ταξίδευα στον χρόνο, σε μια μαγική ζωή. Άκουγε τις δικές μου. Άλλες φορές χαιρόταν και άλλες, γινόταν αυστηρή. Ήθελε ν’ αγαπηθώ και ν’ αγαπήσω. Ήθελε να προσέχω τον εαυτό μου.
Όπως ήθελε, άλλωστε και όλοι οι δικοί της άνθρωποι να είναι καλά. Μιλούσε για την οικογένειά της και δεν έκρυβε την συγκίνηση της.Ήξερε, ν’ αγαπά και να δίνεται. Μία φορά, μάλιστα, είχε ρωτήσει την Μαμά μου, αν την πείραζε, το ό,τι με αποκαλούσε χαριτωμένα «κόρη της». Η μητέρα μου, της είχε χαμογελάσει και απαντήσει, πως χαιρόταν πολύ για την αγάπη που είχαμε η μία προς την άλλη. Και αμέσως, θυμάμαι, έλαμψαν τα μάτια της.
Και έπειτα αρρώστησε.Ταλαιπωρήθηκε. Και ήθελε να φύγει. Είχε ζήσει όλα όσα είχε ονειρευτεί και όπως τα είχε ονειρευτεί. Δεν της άρεσε καθόλου πια η καθημερινότητά της. Δεν ήθελε να αρχίσει να μοιάζει με φάντασμα του εαυτού της. Μου το έλεγε συνέχεια. Μάλλον, ήλπιζε να την καταλάβω.
Είχε ερωτευτεί, αγαπήσει, αγαπηθεί, διεκδικήσει, διεκδικηθεί, λατρέψει, ταξιδέψει, συγκινηθεί, γελάσει, εργασθεί, διοικήσει, γνωρίσει, ταξιδέψει, διαβάσει, καλλιεργηθεί, βοηθήσει, διασκεδάσει, στηρίξει, απογοητευτεί, εμπνεύσει, πονέσει, ευεργετήσει. Είχε γίνει μάνα και γιαγιά. Είχε μάθει, πάνω απ’ όλα, να ζει.
Και μια μέρα έφυγε, αθόρυβα, όταν πλέον κουράστηκε, πλήρης εμπειριών και συναισθημάτων, έχοντας δίπλα της, αυτούς που αγαπούσε.
Σε μια εποχή αμέτρητων φωτογραφιών και selfies, έχω στην κατοχή μου, μόνο μια φωτογραφία με εκείνην, όπου απεικονιζόμαστε κουρνιασμένες η μία μέσα στην αγκαλιά της άλλης. Βρίσκεται δίπλα σε αυτές της οικογένειάς μου. Άλλωστε, εκεί είναι η θέση της. Οι υπόλοιπες, άπειρες δικές μας φωτογραφίες, βρίσκονται μόνο μέσα στην καρδιά μου.
Σήμερα, όμως, στο μυαλό μου, υπάρχει κι αυτή η τρυφερή μυρωδιά, από το γκρι φόρεμα της. Εκείνο το ελάχιστο δευτερόλεπτο, όπου το ύφασμά ακούμπησε στο πρόσωπο μου, σταμάτησε ο χρόνος και εγώ γέμισα με ένα υπέροχο αίσθημα ασφάλειας, καθώς το έσφιξα στην αγκαλιά μου.
Ποιο να ήταν, άραγε, το άρωμα της; Ποτέ δεν την ρώτησα, αν και θα το αναγνώριζα οπουδήποτε. Βρίσκεται, άλλωστε, πάντα προστατευμένο κάπου στην ντουλάπα μου και βαθιά μέσα στην ψυχή μου.