Τι είναι αυτό που κάνει τις Μαμάδες να γνωρίζουν τα πάντα;

Έχοντας, ήδη, γράψει και υπογράψει αρκετές λέξεις για τον «άνδρα τον σωστό», σήμερα το πρωί, ένιωσα την επιθυμία να μοιραστώ κάποιες σκέψεις, που μου γεννήθηκαν, καθώς χάζευα στο κινητό μου, για τη δική μου Μαμά και για όλες τις μαμαδένιες Μαμάδες αυτού του κόσμου. Πιστεύω, ακράδαντα πως αυτά που νιώθουμε για τους δικούς μας ανθρώπους πρέπει να τα εκφράζουμε σε κάθε ευκαιρία. Άλλωστε είναι βέβαιο, πως αν όλοι καθίσουμε να σκεφτούμε, εις βάθος με την ειλικρίνεια που απαιτείται, την σχέση μας με την μητέρα μας, θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες κάποια στιγμή να κατακτήσουμε την εσωτερική ηρεμία, που επιθυμούμε.

Η Μαμά μας, είναι υπεύθυνη για όλα τα καλά και τα κακά που συμβαίνουν στη ζωή μας και αν το σκεφτούμε αυτό, λίγο παρά πάνω, η ευθύνη της με το που μας φέρνει στον κόσμο είναι τεράστια. Είτε εκείνη είναι, την ίδια στιγμή, εισαγγελέας, ιατρός, υπάλληλος, δασκάλα, εργάτρια, δημοσιογράφος, κομμώτρια, στέλεχος επιχείρησης, είτε δεν εργάστηκε ποτέ, η αξία της είναι το ίδιο σημαντική με τον πιλότο που πετάει ένα Boing 787, ή τον χειρουργό που μεταμοσχεύει καρδιές. Άλλωστε, η δική της προεργασία είναι αυτή που θα μας βοηθήσει να διαπρέψουμε σε οτιδήποτε κάνουμε στην κοινωνία και πολύ περισσότερο, να ευτυχίσουμε μέσα μας.

Θυμάμαι, όταν ήμουν δέκα ετών ανεβάσαμε στην Θεατρική Ομάδα, στην οποία συμμετείχα, το έργο του Βασίλη Ρώτα, το «Παραμύθι της ανέμης». Ανάμεσα σε κακούς δράκους, βασιλιάδες, ξωτικά και γελωτοποιούς, που θα έκαναν εντύπωση σε κάθε μικρό παιδί, υπήρχε μια φράση στο έργο που είχε αγγίξει την ψυχή μου. Η Βασιλοπούλα έλεγε με θλίψη στον βασιλιά πατέρα της, πως ένιωθε ορφανή, επειδή είχε χάσει την μητέρα της. Εκείνος της αντιπαρέθετε, πως είχε εκείνον που την είχε μεγαλώσει πλουσιοπάροχα, προσπαθώντας να καλύψει τον χαμό της Βασίλισσας. Η θλιμμένη Βασιλοπούλα ολοκλήρωνε τον διάλογο, ομολογώντας την σκέψη της: «Το παιδί δεν ορφανεύει από πατέρα. Από Μάνα ορφανεύει». Θυμάμαι πως σκεφτόμουν για καιρό αυτήν την φράση. Εγώ ήμουν, σίγουρα, πιο τυχερή από τη Βασιλοπούλα. Είχα δίπλα μου και τους δύο μου γονείς. Και μεγάλωσα με αυτό το γεγονός, ως δεδομένο. Ένα δεδομένο που μου παρείχε τεράστια προστασία και ασφάλεια στη ζωή.

Σκεπτόμενη εκείνα τα λόγια του Βασίλη Ρώτα, αναλογίζομαι πως είτε είμαστε Βασιλοπούλες, είτε όχι, έχουμε ανάγκη την μητέρα μας, για να βρούμε τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε στη ζωή. Όσα εκείνη θα μας δώσει, στα παιδικά μας χρόνια, μοιάζουν με μια σκυτάλη, που περνά σε εμάς και εν συνεχεία στην μετέπειτα ζωή μας.

Πριν από χρόνια, με θυμάμαι να ξυπνάω τα βράδια κλαίγοντας, όταν η μητέρα της αγαπημένης φίλης μου ήταν βαριά άρρωστη. Έκλαιγα για την Μαμά της, την Μαμά μου και όλες τις Μαμάδες, που κάποια στιγμή θα φύγουν. Αναλογιζόμουν την δυσκολία του να αποκοπείς απότομα και για πάντα από τον ομφάλιο λώρο, που σε τρέφει για μια ζωή. Σκεφτόμουν πόσο δύσκολο είναι, την επόμενη μέρα, να σηκωθείς και να συνεχίσεις.

Φυσικά, ως γνωστόν, οι μαμάδες έχουν απεριόριστη εξουσία πάνω μας. Δεν έχουν μόνο τον πρώτο λόγο, ως προς τα «μη και τα πρέπει» που μας κυνηγούν για πάντα, είναι υπεύθυνες και για άλλα δεινά που μας ταλαιπωρούν. Όπως το χαρακτηριστικό Οιδιπόδειο ζήτημα, το οποίο «χτίζουν» με τους γιους τους. Και σε αυτήν την περίπτωση, η προσωπική τους ισορροπία θα καθρεφτιστεί στους γιους τους, ενώ η δική τους ανισορροπία θα δημιουργήσει, μέσω του καθρέφτη, παραμορφωτικά κακέκτυπα.

Η Μαμά μου, όπως όλες οι Μαμάδες, κάνει για εμένα μικρές και μεγάλες θυσίες. Για χάρη μου, βρέθηκε να παρακολουθεί τον, σχεδόν, ακαταλαβίστικο Φάουστ του Μαρμαρινού, που διήρκησε τρεισήμισι ώρες. Και δεν είπε και κουβέντα. Επιπλέον, όταν έχει κέφια, μας κάνει να γελάμε. Είναι αστεία. Πάντα ήταν, αλλά τώρα νομίζω ό,τι μου φαίνεται περισσότερο. Έχει σβηστεί, άλλωστε, από πάνω της η αυστηρότητα του παρελθόντος. Έχει σταματήσει να είναι υπερβολικά απαιτητική μαζί μου. Έχει σταματήσει να με πιέζει, όπως συνήθιζε να κάνει στο παρελθόν. Ίσως και να μαλάκωσε μεγαλώνοντας, ίσως να κουράστηκε, ίσως να είναι πια ευχαριστημένη. Μάλλον έτσι συμβαίνει στους ανθρώπους, καθώς μεγαλώνουν.

Έτσι ήταν και την γιαγιά μου την οποία λάτρευα. Ενώ για μένα ήταν η χαρά της ζωής, θυμάμαι την φράση της θείας μου της Ειρήνης: «Παλιά ήταν αυστηρή. Τώρα έχει αλλάξει. Έχει μαλακώσει». Και ήταν λογικό. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν ευτυχισμένη. Έβλεπε τα παιδιά της να έχουν ορθοποδήσει και, πλέον, ήταν ήρεμη, μετά από πολέμους, εμφύλιους, πόνο, φόβο. Όλα είχαν έρθει στη ζωή, όπως εκείνη θα επιθυμούσε. Όλες οι δυσκολίες ήταν πια παρελθόν και η οικογένεια της τα είχε καταφέρει ενωμένη.

Επιπλέον, η Μαμά μου είναι αεικίνητη, μαγειρεύει και ταΐζει όλον τον κόσμο, είναι φιλόξενη, ξέρει να καθαρίζει τους αρμούς στα πλακάκια με παλιές οδοντόβουρτσες, ξέρει να ακούει, να γκρινιάζει στον Μπαμπά μου όλη την ώρα, να γελάει, να κλαίει, να νοιάζεται. Ξέρει και να ζητά συγγνώμη. Αναγνωρίζει, πλέον, τα λάθη της. Και αυτό το στοιχείο με βοηθά να προχωρήσω. Χωρίς να υπάρχουν μέσα μου μουτζούρες. Κι ενώ κάποιοι θα υποστήριζαν, πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει, εγώ θα μπορούσα να σας πω με βεβαιότητα, πως ο άνθρωπος, αν το επιθυμεί, λειαίνει της γωνίες του. Και αυτό έχει συμβεί με την δική μου Μαμά. Άφησε στην άκρη τις αιχμές της και στην μεταξύ μας σχέση, έδωσε το τιμόνι σε μένα.

Όταν ήμουν μικρή σκεφτόμουν πως θα προτιμούσα η μητέρα μου να δούλευε σαν τις χειραφετημένες Μητέρες που συναντούσα, να είχε κάνει τις σπουδές που επιθυμούσε και να μιλούσε πέντε γλώσσες. Προφανώς, τότε, σε μένα λειτουργούσε σαν μπούμερανγκ η πίεση που μου ασκούσε για να πετύχω στη ζωή μου. Μεγαλώνοντας, όμως, κατάλαβα πόσο χειραφετημένη ήταν. Λόγω του επαγγέλματος του Μπαμπά μου και της αναγκαστικής απουσίας του, χρειάστηκε να καταφέρει περισσότερα κι από ένα υψηλής βαθμίδας στέλεχος πολυεθνικής. Και τα έκανε όλα με επιτυχία, έχοντας, παράλληλα, άγχος και αγωνία για τα παιδιά της. Τα έκανε, όμως, σίγουρα με απεριόριστη, ανιδιοτελή, ακούραστη αγάπη, κάτι που θα αποδεικνύει για πάντα την συναισθηματική της καλλιέργεια.

Σήμερα η Μαμά μου τραβάει από εμένα, όσα εγώ τραβούσα από εκείνη και πολλά άλλα. Είμαι, μακράν, περισσότερο απόλυτη και απαιτητική από αυτήν. Κι όταν πριν από δύο μέρες, ούσα πιεσμένη, από τη δική μου καθημερινότητα, της έμπηξα τις φωνές και έκλεισα το τηλέφωνο, λέγοντας να μην με ενοχλεί, εκείνη μου απάντησε την επόμενη μέρα με μήνυμα στο κινητό μου:

«Τι κάνεις κοπέλα μου; Χθες με μάλωσες. Είσαι πιεσμένη; Να βοηθήσω θέλω. Θες αύριο κοτόπουλο με ρύζι να περάσεις να το πάρεις;».

Κι εκεί κάπου οι θεωρίες τελειώνουν. Αυτή είναι η Μαμά μου. Μοιάζει σίγουρα με τις δικές σας. Αλλά είναι και ταυτόχρονα μοναδική.

Απάντηση