Όταν έρχονται τα πάνω- κάτω, αλλά εσύ εξακολουθείς να βρίσκεις λόγους να χαμογελάς.

Κι εκεί που λες ότι όλα αρχίζουν να παίρνουν μία σειρά, η κατάσταση, ξαφνικά, βγαίνει εκτός ελέγχου κι εσύ αναρωτιέσαι τι είδους τσουνάμι είναι αυτό που σε χτύπησε. Με λίγα λόγια… «Ενός κακού μύρια έπονται», όπως πολύ εύστοχα είχε σχολιάσει και ο Σοφοκλής στο μακρινότατο παρελθόν.

Με αυτά και μ’ εκείνα σκέφτεσαι, λοιπόν, τι μπορεί να φταίει. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτήν την αλυσιδωτή κακοτυχία. Αρχίζεις, έτσι, εξετάζοντας όλες τις θεωρίες.

Σε πρώτη φάση, ξεκινάς τις αναλύσεις κρατώντας χαμηλούς τόνους, βασιζόμενη σε ψύχραιμες ορθολογιστικές βάσεις. «Πάει πέρασε. Απλή ατυχία!». Και εκεί που προσπαθείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, το ένα χτύπημα διαδέχεται το άλλο και το «ήταν μια άτυχη στιγμή» μετουσιώνεται στον εγκέφαλό σου ως «Ή ταν ή επί τας».

Κοινώς, βάζεις κάτω μέχρι και την θεωρία των παιγνίων, που εξετάζει την συμπεριφορά των «παικτών» που ακολουθούν μια στρατηγική αλληλεπίδρασης και τελικώς, καταλήγεις πως τα μαθηματικά δεν βγαίνουν και επιπλέον, είναι πολλές οι συμπτώσεις που λογικό είναι να σε έχουν οδηγήσει στα κάγκελα.

Με λίγα λόγια, πρέπει ν’ αποδεχθείς και το να σπάσεις το πόδι σου στο ίσιωμα και το να χαλάσει ο ηλιακός θερμοσίφωνας και το να «μείνεις» με το αυτοκίνητο, στο μέσο του πουθενά, από δίσκο-πλατό; Για να τα λέμε, δηλαδή, τα πράγματα με το όνομά τους, δεν προκύπτει υπό κανονικές συνθήκες, όλο το τέλος του κόσμου να σε βρίσκει στα καλά καθούμενα.

Στη συνέχεια, λοιπόν, αφήνεις στην άκρη τις επιστήμες και αποφασίζεις να προσεγγίσεις την κατάσταση που βιώνεις μέσω της προσέγγισης της μοίρας, η οποία βρίσκεται, άλλωστε, στο ελληνικό DNA και συγκεκριμένα στο προσκήνιο της ελληνικής μυθολογίας, της φιλοσοφίας και του αρχαίου δράματος.

Φτάνεις, λοιπόν, να αναρωτηθείς πόση δύναμη μπορεί να έχει το πεπρωμένο, το γραφτό, η τύχη, η μοίρα, το μερτικό, το κισμέτ, ή όπως αλλιώς θέλεις να το ονομάσεις. Αυτό, δηλαδή, που είναι καθορισμένο από τη ζωή, το σύμπαν, να γίνει, την κατάλληλη ώρα και στιγμή.

«Το Πεπρωμένο φυγείν αδύνατο», κατά τον Πλάτωνα ή όπως το περιέγραψε και ο Γιώργος Νταλάρας «όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει». Οπότε τι να συζητάμε; Αυτά είναι λυμένα θέματα από χρόνια και επίσης, χιλιοτραγουδισμένα.

Οπότε, που καταλήγουμε με τα όλα τα γεγονότα που ήταν προδιαγεγραμμένα μας συμβούν; Ότι, δηλαδή, κάθετι ήταν σχεδιασμένο, σε κάθε λεπτομέρεια, από μία ανώτερη δύναμη; Το να ταλαιπωρηθείς μέχρι να βρεις καινούριο σπίτι, να το φτιάξεις, να μετακομίσεις και μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, να σου το ανοίξουν κάποια «καλόπαιδα» μέρα-μεσημέρι και να σου το κάνουν φύλλο και φτερό. Λογικό δεν ακούγεται, πάντως, όλο αυτό και επιπλέον, δεν κατανοώ τον λόγο που πρέπει να υποστώ αυτό το μαρτύριο.

Και κάπου εκεί, μαζί με τις πολλές συζητήσεις, θα εμφανιστεί στη ζωή σου «το κακό το μάτι». Και από ορθολογίστρια που έχει τις αμφιβολίες της για το θέμα αυτό, καταλήγεις να αναζητάς μανάβικο για να κρεμάσεις πάνω σου σκόρδα. Τι να κάνεις άλλωστε; Και αν και η ορθόδοξη πίστη το αποδέχεται, καθώς πληροφορήθηκες κι ενώ εσύ στο παρελθόν, καθόλου, τώρα πλέον κυκλοφορείς ζωσμένη με χάντρες και λες τρεις φορές, συχνά- πυκνά, το «Πάτερ ημών», έτσι για να είσαι καλυμμένη.

Ως εκ τούτου και εντελώς, απρόσμενα, ανάμεσα στα καταχωρημένα τηλέφωνα στην ατζέντα σου, με τα πιο ζουμερά σουβλάκια της γειτονιάς, τον υδραυλικό και τον ηλεκτρολόγο, τοποθετείς τον πιο έμπειρο γνωστό σου στο ξεμάτιασμα. Φυσικά έχεις και μερικούς εφεδρικούς. Αν δεν πιάσει η διαδικασία από τον πρώτο «ξεματιαστή», προσεγγίζεις τον δεύτερο κτλ.

Όμως, από όλο αυτό φαίνεται να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Επιπλέον, αν για οποιοδήποτε κακό σου συμβαίνει, φταίει το φθονερό μάτι κάποιου, για ποιο λόγο τότε, αντιστοίχως, για οποιοδήποτε καλό σου προκύπτει, δεν ευθύνονται και πάλι οι υπόλοιποι που, ενδεχομένως, χαίρονται για εσένα;

Εκτός, βέβαια, αν πιστεύουμε πως για όλα τα δεινά που μας έρχονται, ευθύνονται άλλοι, ενώ για τα όμορφα βιώματα μας, μόνο εμείς. Αυτό μου θυμίζει αρκετά μια παιδιάστικη στάση που όλοι έχουμε υιοθετήσει κάποια στιγμή στη ζωή μας: «Δεν φταίω εγώ, ο άλλος το έκανε».

Αν αποδεχθώ, όμως, πως ο απέναντι μου έχει όλες αυτές τις υπερδυνάμεις να διαμορφώνει τη δική μου ζωή, εγώ ποιόν ακριβώς ρόλο έχω αποφασίσει να παίξω; Αυτόν του κομπάρσου; Εκείνου που παρακολουθεί το ντόμινο των εξελίξεων;

Μήπως, τελικώς, ήρθε η ώρα να σταματήσουμε τα σενάρια συνομωσίας για ότι μας συμβαίνει και να τροποποιήσουμε το σενάριο της ζωής μας, κάνοντας την να μοιάζει λιγότερο με Αρχαία Τραγωδία. Άσε που θα γλυτώσουμε από την ψυχολογική φθορά που προκύπτει, καθώς αναζητούμε τον ένοχο που «γκαντέμιασε» την καμινάδα που καπνίζει  στο σαλόνι μας και έχει μετατρέψει το σπίτι σε τεκέ.

Ας αντιμετωπίσουμε τη ζωή μας, λοιπόν, κάπως πιο χαλαρά. Δεν γνωρίζω αν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έρχεται άσκοπα στη γη, ή αντίθετα, έρχεται για να εκπληρώσει ένα σκοπό, μια αποστολή. Σε κάθε περίπτωση, εγώ έχω σκοπό να χαρώ την ζωή που μου έτυχε, με αυτόν και αυτούς που με κάνουν να χαμογελούν. Μπορεί να μου «’φαγαν όλα τα δαχτυλίδια», αλλά στα σανίδια δεν θα κοιμάμαι. Θα έχω για μαξιλάρι το δικό του χέρι.

Κι επειδή πολύς λόγος έγινε για την «μοίρα», η λέξη, λοιπόν, προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «μείρομαι» που σημαίνει μοιράζω. Επομένως, αυτό είναι το «μερίδιο» μας, το κομμάτι που παίρνει ο καθένας μας από τη μοιρασιά του συνόλου της ανθρωπότητας. Σκέφτομαι, πως μαζί με το κομμάτι από το σύνολο της ανθρωπότητας, δεν θα πω όχι φυσικά και σε ένα αφράτο κομμάτι από το σύνολο του επόμενου ΤΖΟΚΕΡ. Και φυσικά, ότι και να γίνει, είτε υπάρχει προκαθορισμένο μέλλον, είτε όχι, θα συνεχίζω να φοράω και ένα «ματάκι». Έτσι, για καλό και για κακό…

 

 

Απάντηση