My heart belongs to Daddy ή αλλιώς, το (μεγάλο πια) κοριτσάκι του Μπαμπά.

Πριν από μερικές ημέρες, μια από τις αγαπημένες μου ξαδέρφες, μου έδωσε μια φωτογραφία από το μακρινό παρελθόν μου, η οποία με απεικονίζει σε ηλικία περίπου τεσσάρων ετών, να φορώ πεδιλάκια και μια υπέροχη ολόσωμη καλοκαιρινή φόρμα με τιραντάκια. Το αγαπούσα αυτό το ρούχο. Ήταν από τα «καλά» μου. Και, ταυτοχρόνως, ήταν και είναι μέρος της ιστορίας μου. Της δικής μου ζωής.

Θυμάμαι να μου το φορά η μαμά μου και να φτιάχνει, επιμελώς, τα μαλλιά μου με δύο κοκαλάκια. Αμέσως μετά, να μπαίνουμε οι τρεις μας, με τον αδερφό μου, στο αυτοκίνητο και να ξεκινάμε για το ταξίδι προς το Ελληνικό. Φτάνοντας εκεί, κι ενώ τα αεροπλάνα απογειώνονταν και προσγειώνονταν πάνω από το κεφάλι μας, παίρναμε τις θέσεις μας έξω από την αίθουσα αφίξεων, κρατώντας και οι τρεις μας, τρεις ανθοδέσμες από λουλούδια στα χέρια, οι οποίες προορίζονταν για τον ταξιδιώτη που σε λίγο θα κατέφθανε. Και εκεί φορώντας τα «καλά» μου, με περιέργεια και αμηχανία, συνέπασχα με την προσμονή του μεγαλύτερου αδερφού Σπύρου και της Μαμάς μας.

Και τότε άνοιγε η μεγάλη αυτόματη πόρτα και φαινόταν εκείνος. Ήταν ένας μεγάλος άντρας, βιαστικός και χαμογελαστός. Έπεφτε πάνω μας με ορμή και άρχιζε τις αγκαλιές. Η Μαμά έκλαιγε γελώντας. Ο Σπύρος πανηγύριζε κι εγώ στεκόμουν ακίνητη, παρακολουθώντας σαν θεατής. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, θυμάμαι καθαρά πως σκεφτόμουν, βλέποντας τον αδερφό μου να τον αγκαλιάζει, πόσο τυχερός ήταν που είχε Μπαμπά.

Σε λίγες ώρες, όμως, είχα κι εγώ. Οι βαλίτσες άνοιγαν και από μέσα τους έβγαιναν οι πιο όμορφες κούκλες του κόσμου, οι οποίες ήταν δικές μου και της είχε φέρει για εμένα ο δικός μου Μπαμπάς. Αυτός που είχε και ο Σπύρος.

Κι έτσι περνούσαν τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων. Με παγωτά, μπάνια, διακοπές και Μπαμπά. Όταν, όμως, ερχόταν το Φθινόπωρο, μαζί με τις διακοπές, μας τελείωναν τα χατίρια, αλλά και ο Μπαμπάς. Και πάλι από την αρχή, το επόμενο καλοκαίρι, έφτανε η στιγμή που θα βάζαμε και πάλι τα «καλά» μας και οι τρεις μας.

Πάντα το Φθινόπωρο μαζί με τα Πρωτοβρόχια, έφερνε και πολλά δάκρυα στα μάτια της Μαμάς. Φεύγοντας πάντα από την αίθουσα αναχωρήσεων, την θυμάμαι να κλαίει μέσα στο αυτοκίνητο. Κι αμέσως μετά, οι τρεις μας, επιστρέφαμε στη ρουτίνα μας. Στη ζωή που είχαμε συνηθίσει. Εκείνος θα εμφανιζόταν μόνο σε τηλεφωνήματα, γράμματα και τηλεγραφήματα στις γιορτές, έως ότου έρχόταν ξανά το καλοκαίρι. Έμοιαζε, κάπως, σαν αποδημητικό πουλί. Έφευγε, αλλά πάντα επέστρεφε στο σπίτι του.

Η αλήθεια είναι, πως εμείς οι τρεις συνηθίσαμε στην παρούσα- απουσία του. Μάθαμε να ζούμε με αρχηγό εκείνη, που πολλές φορές κάλυπτε και τους δύο ρόλους αναγκαστικά.

Συχνά θυμώναμε μαζί της και αναρωτιόμασταν, σίγουρα και οι δύο, πώς θα ήταν η ζωή μας τους χειμώνες αν ήταν και ο Μπαμπάς μαζί μας. Όμως η ζωή συνεχιζόταν και η συνήθεια απέκτησε φυσιολογικότητα. Μάθαμε να είμαστε πάντα τριάδα, όπως η Μαμά έμαθε να μην συνοδεύεται από εκείνον, σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής.

Θυμάμαι, μάλιστα, πως ελλείψει ανδρικού προτύπου, είχα μεγάλη αδυναμία στον θείο μου Μιχάλη, ο οποίος στα μάτια μου φάνταζε τεράστιος, δυνατός και έτοιμος να με προστατέψει. Μετά από τόσα χρόνια, έχω την αίσθηση πως ο Μπαμπάς μου ζήλευε λίγο αυτήν την «πατρική» σχέση. Ή καλύτερα, θα επιθυμούσε να την είχε βιώσει εκείνος μαζί μου. Κάθε φορά που ο θείος μου, έλεγε χαριτολογώντας, πως είχα μάθει πολλά πράγματα από αυτόν, είμαι σίγουρος πως ο Μπαμπάς μου μελαγχολούσε, σκεπτόμενος την απόσταση που τον κρατούσε μακριά από την οικογένειά του.

Κι, όμως, το παράξενο ήταν πως αν και ο Μπαμπάς μου, μας είχε ζήσει λίγο, στην πολύ μικρή μας ηλικία, ήξερε να λέει τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου, σαν να το έκανε αυτό από πάντα. Είμαι σίγουρη πως ανακάλυπτε τις ιστορίες εκείνη την στιγμή. Ξαπλωμένοι και οι δύο πολλά μεσημέρια στο διπλό κρεβάτι των γονιών, ευχόμουν η ιστορία να μην τελειώσει ποτέ. Άλλωστε, κάποια από αυτά εξακολουθώ να τα θυμάμαι, όπως και την μόνιμη αγωνία μου για το τι θα συμβεί μετά στην πριγκίπισσα, στα βασιλόπουλα και στην πηγή με το αθάνατο νερό.

Και τα χρόνια πέρασαν και εκείνος επέστρεψε κάποια στιγμή στο σπίτι του. Νιώθοντας σαν επισκέπτης σίγουρα τον πρώτο καιρό. Οι σχέσεις έπρεπε να χτιστούν, άλλωστε, από το μηδέν. Έπρεπε ν’ αποδεχθεί τις αλλαγές που είχε επιφέρει ο χρόνος σε όλους μας. Έπρεπε κι εμείς να αποδεχθούμε την παρουσία του. Έπρεπε από άνθρωπος κλειστός να μεταμορφωθεί σε ένα κοινωνικό άνδρα, δεκτικό και χαλαρό. Έχοντας ζήσει όλη τη ζωή του, μόνος.

Αργότερα συνειδητοποίησα την μεγάλη προσπάθεια που έκανε, να ενταχθεί σε ένα club μιας κλειστής ομάδας. Της οικογένειάς του. Κι έτσι όλα ξεκίνησαν από την αρχή. Απέκτησε φίλους καρδιακούς, σαν να ήταν μικρό παιδί, αγαπημένες συνήθειες καθημερινές, σαν να τις είχε από πάντα, αθλητικά ενδιαφέροντα, σαν αιώνιος φίλαθλος, διάθεση «ν’ ανοίγει» κι εκείνος το σπίτι σε πολλούς φίλους και μια νέα ζωή.

Αν έπρεπε να περιγράψω σήμερα τον Μπαμπά μου, θα μπορούσα να πω, πως μοιάζει με ένα μικρό αγόρι. Είναι γκρινιάρης, παρεξηγησιάρης, ακέραιος, χωρίς δεύτερες σκέψεις, αλλά κατά βάθος συναισθηματικός. Η αγαπημένη του φράση είναι: «αν ξαναμιλήσω εγώ..», η οποία πάντα μένει μετέωρη γιατί πάντα μας μιλάει τελικώς, αν και έχει νεύρα με μένα και τη Μαμά μου και, φυσικά, συνηθίζει, κλασικά, να λέει για διάφορα θέματα «όχι εγώ, η Μάνα σου».

Αν και δεν θα τον χαρακτήριζα, λοιπόν, ως τον πιο γλυκό άνδρα του κόσμου- μιας και κατά καιρούς με κάνει έξαλλη με τις χοντράδες του- μπορεί, από την άλλη, να μου κάνει μασάζ για ώρες στις πατούσες μέχρι να μουδιάσουν τα πόδια μου, να κάτσει στην ουρά σε όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες για χάρη μου, να μου φτιάξει οτιδήποτε χαλάει στο σπίτι μου –ολίγον τσαπατσούλικα- και το βασικότερο, μπορεί να με κάνει να νιώσω ασφαλής. Γνωρίζω πως για οτιδήποτε χρειαστώ, πλέον, θα είναι δίπλα μου. Δεν χρειάζεται πια, να φορέσω «τα καλά» μου και να τον ζήσω μόνο το καλοκαίρι.

Επιπλέον, ζώντας μακριά και κοντά από τον Μπαμπά μου, ως γεγονός, έχει επηρεάσει τον τρόπο που αντιμετωπίζω τις σχέσεις μου με το ανδρικό φύλο. Για να το υπεραπλουστεύσω, αρκεί να αναφέρω ένα αστείο παράδειγμα. Ο Μπαμπάς μου χόρευε, από πάντα, με έναν ιδιαίτερα κωμικό τρόπο, που παλιότερα με ενοχλούσε και θα μπορούσε να με οδηγήσει σε μετανάστευση. Τώρα πια, μετά από χρόνια, τον χορευτικό οίστρο του, τον βρίσκω απίστευτα διασκεδαστικό. Αυτή, όμως η παιδική εμμονή μου, με οδήγησε στο να ταράζομαι με την ιδέα της συναισθηματικής συναναστροφής με άνδρες, που χορεύουν ωσάν κατσίκια.

Αλλά για να το σοβαρέψουμε λίγο το θεματάκι μου, αξίζει ν’ αναφέρω, πως λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του Μπαμπά μου, έχω μάθει από μικρή πως οι άνδρες ενδέχεται να φεύγουν, αλλά και να επιστρέφουν. Να είναι παρόντες και την ίδια στιγμή απόντες. Και, φυσικά, δεν είμαι η μόνη γυναίκα, που λειτουργεί με βάση αυτό που έχει βιώσει και καταγράψει στον «σκληρό δίσκο» της. Όμως, είναι σίγουρο πως έχει έρθει, πλέον η στιγμή να κάνω ένα γερό update, το οποίο θα αντικαταστήσει την παλαιότερη έκδοση λογισμικού μου, με μια νεότερη έκδοση, πιο προηγμένη, που θα εξαφανίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Ο Μπαμπάς μου, αν και δεν ήταν, δυστυχώς, κοντά μας καθώς μεγαλώναμε και, ενδεχομένως, να τον είχαμε ανάγκη, παρατηρώ, όμως, με ευτυχία το πόσο κοντά είναι, ως ένας εξαιρετικά γλυκός πάππους, στον εγγόνο του. Είναι μοναδικό συναίσθημα αυτό που νιώθω, όταν τον βλέπω να μιλά για εκείνον, καθώς τα μάτια του πλημμυρίζουν δάκρυα συγκίνησης. Και έτσι απλά… τον αγαπώ. Αυτός είναι ο Μπαμπάς μου!

2 thoughts on “My heart belongs to Daddy ή αλλιώς, το (μεγάλο πια) κοριτσάκι του Μπαμπά.

Απάντηση