Ένα μικρό παραμύθι γι’ αυτούς που ονειρεύονται και πραγματοποιούν.

«ΝΙΚΗ, Η ΟΝΕΙΡΕΝΙΑ»

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα όνειρο.

Τι όνειρο δηλαδή… μία μικρή, μικρούτσικη Ονειρένια ήταν, που την έλεγαν Νίκη.

Ήταν ντυμένη με ένα όμορφο φόρεμα σαν σύννεφο και είχε μακριά μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες…

Κάθε πρωί, λοιπόν, η Νίκη ξυπνούσε με δυσκολία, όπως όλοι οι φίλοι της, έτρωγε με λαιμαργία το πρωινό της και πήγαινε με βαριά καρδιά στο σχολείο.

Εκεί, η δασκάλα της η κυρία Νύστα μάζευε όλα τα Ονειράκια και τους δίδασκε τα πιο σημαντικά μαθήματα.

Τα μαθήματα της ημέρας στο Ονειροσχολείο ήταν τα παρακάτω:

«Ύπνος- ανάσκελα και μπρούμυτα», «Ύπνος με ή χωρίς μαξιλάρι», «Χασμουρητό», «Αναπνοή χωρίς ροχαλητό», ακόμη και «Φιλοσοφία και ερμηνεία των ονείρων», ένα μάθημα που μόνο οι πολύ διαβασμένοι μπορούσαν να καταλάβουν .

Άλλωστε, ένας πολύ σπουδαίος κύριος, που ήταν σοφός και αναλυτής της ψυχής, ο Φρόυντ, είχε πει πως «τα όνειρα, είναι οι απωθημένες επιθυμίες» μας.

Και όπως έλεγε και η δασκάλα, η κυρία Νύστα, αυτή ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα φιλοσοφική σκέψη. Η Νίκη, η Ονειρένια, δυσκολευόταν να καταλάβει αυτή την φράση.

Ήθελε να ρωτήσει την κυρία Νύστα, τι είναι οι «απωθημένες επιθυμίες» αλλά πολύ ντρεπόταν να το κάνει.

Μια φορά όμως, κοίταξε στα κρυφά τις σημειώσεις του διπλανού της του Χρίστου, του Ονειροφευγάτου και έμαθε πως «απωθημένες» είναι οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες.

Όπως είναι, δηλαδή, να ονειρεύεσαι ότι τρως ένα τεράστιο παγωτό, που τελικά δεν το έφαγες ποτέ. Κάπως έτσι τα εννοούσε αυτός ο Φρόυντ.

Οι μέρες στην Ονειρούπολη περνούσαν ήσυχα. Οι εποχές άλλαζαν, η μέρα γινόταν νύχτα και ο χειμώνας, καλοκαίρι.

Σήμερα όμως φαινόταν από την αρχή πως θα ήταν μια διαφορετική μέρα.

Ένας νέος μαθητής είχε έρθει στην τάξη και από τις πρώτες του κουβέντες είχαν φανεί οι διαθέσεις του.

Τον έλεγαν Βασιλάκη Ξύπνιο και μάλλον ήθελε, λόγω, ονόματος να το παίξει πολύ ξύπνιος.

Η Νίκη, η Ονειρένια, δεν πτοήθηκε. Σχεδόν δεν έδωσε σημασία στον καινούριο μαθητή.

Σκέφτηκε, άλλωστε, πως αυτός ο σοφός Φρόυντ είχε γράψει ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτήν και τα όνειρα, ενώ για τον Ξύπνιο υπήρχε μόνο μια παροιμία που είχε ακούσει από τη γιαγιά της , για ένα «έξυπνο πουλί που από τη μύτη πιάνεται».

Κάτι που της φαινόταν, πως δεν ήταν και πολύ καλό. Αν, λοιπόν, τα έβαζες αυτά τα δύο σε μια ζυγαριά, σίγουρα εκείνη νικούσε τον Βασιλάκη, τον Ξύπνιο.

Κι έτσι ξημέρωσε η Δευτέρα. Η κυρία Νύστα ξεκίνησε το μάθημα. «Ποιος θα μας πει, τι είδε χθες στο όνειρο του;» ρώτησε. Οι συμμαθητές άρχισαν να κουνούν τα χέρια τους επίμονα.

Ακόμα και ο Βασιλάκης ο Ξύπνιος φώναζε δυνατά, πως δεν είχε κοιμηθεί γιατί δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Όλοι φαινόταν ξεκάθαρα πως είχαν κάτι να πουν.

Όλοι έκτος από τη Νίκη, την Ονειρένια, που απλά δεν θυμόταν καθόλου τι είχε δει.

Έσφιξε τα μάτια της και σκέφτηκε… σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε, αλλά τίποτα. Η κυρία Νύστα, της κοίταξε για λίγο ερευνητικά και μετά είπε: «Νίκη, εσύ τι είδες χθες το βράδυ;»

«Δεν θυμάμαι να είδα κάτι, κυρία» απάντησε με ειλικρίνεια η Ονειρένια.Και τότε η τάξη ξέσπασε σε γέλια.

Η Νίκη, η Ονειρένια , ένοιωσε να ζαλίζεται. Αισθάνθηκε τη γη να φεύγει κάτω από τα ποδιά της…Ήθελε εκείνη τη στιγμή να εξαφανιστεί.Ίσως και να επιζητούσε τη μαμά της.

Τι ακριβώς, όμως, της συνέβαινε; Ήταν ένα Όνειρο που, όμως, δεν θυμόταν τι ακριβώς περιείχε.

Τι μεγάλη ντροπή ήταν αυτή. Πως γινόταν αυτό;Είχε δει ή δεν είχε δει κάτι στον ύπνο της;Είχε δει κάτι τρομακτικό ή κάτι που της προκάλεσε χαρά;

Κι όμως κάτι πρέπει να είχε δει, αλλά, όσο κι αν προσπαθούσε , δεν θυμόταν τίποτα. Κατέληξε εκείνη τη στιγμή, πως αυτή ήταν σίγουρα η χειρότερη μέρα της ζωής της.

Οι υπόλοιποι μαθητές στην τάξη είχαν δει βουνά, λαγκάδια, ταξίδια, μονόκερους, έρωτες, βασιλοπούλες, μακαρόνια με κιμά, δράκους, ξωτικά, θαλάσσια τέρατα, ενώ εκείνη… ζούσε στο απόλυτο κενό.

Πόσο ζήλευε τη μνήμη των άλλων, πόσο ζήλευε την αγωνία τους να εξιστορήσουν στην τάξη τις χαρές, τις λύπες και τους φόβους τους.

Ήταν, λοιπόν, η Νίκη, μία Ονειρένια, χωρίς όνειρο…Κι ενώ ήταν αφηρημένη , χαμένη στις σκέψεις της, ο Βασιλάκης, ο Ξύπνιος ξαφνικά την σκούντηξε και της έκλεισε το μάτι.

«Έχω να σου πω κάτι στο διάλειμμα Νίκη» της είπε, «κάτι σημαντικό».

Η Νίκη, η Ονειρένια, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, ότι μόνο αυτός ο Ξύπνιος της έλειπε. Θα προτιμούσε να βρει ένα τρόπο να τον αποφύγει. Η ώρα, δυστυχώς, πέρασε γρήγορα. Το κουδούνι χτύπησε και η Ονειρένια δεν σηκώθηκε από τη θέση της .

Ήταν σίγουρη, πλέον, πως το μόνο που ήθελε ήταν κάποιον, να την ξυπνήσει από τον εφιάλτη που ζούσε.

Τότε, ο Ξύπνιος την πλησίασε. «Μη στενοχωριέσαι Νίκη» της είπε…Η Ονειρένια είχε, πλέον, σκύψει το κεφάλι. «Κι εγώ το έχω ζήσει αυτό που ζεις», χαμογέλασε ο Ξύπνιος.

«Τώρα πια ξέρω…. Δεν θυμάσαι τα όνειρα σου, γιατί απλά δεν χρειάζεται.

«Η ζωή σου, στην κάθε της μέρα, είναι πολύ πιο σημαντική από τα όνειρα που βλέπουμε όλοι το βράδυ.

Εσύ δεν ζεις όταν κλείνεις τα μάτια σου, αλλά όταν τα ανοίγεις και απολαμβάνεις την κάθε στιγμή. Άλλωστε, αυτά τα όνειρα έχουν πιο μεγάλη σημασία. Αυτά, δηλαδή, που ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά!»

«Για να ξέρεις κι εγώ ήμουν κάποτε ένα μικρό Ονειράκι. Μάλιστα το όνομά μου ήταν «Βασιλάκης, ο Νυσταγμένος». Τώρα πια, όμως, μεγάλωσα. Και έμαθα πως μόνο εμείς μπορούμε να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας.

Εσύ και εγώ είμαστε ένα. Είμαστε ακριβώς το ίδιο. Μπορείς κι εσύ να ζήσεις όλα τα όνειρά σου. Και πρέπει να γνωρίζεις ότι είσαι πολύ τυχερή γι’ αυτό».

Η Νίκη, η Ονειρένια, ένιωθε ζαλισμένη. Δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό και κατάλαβε.

Ότι ήθελε, ότι αγαπούσε ήταν κάπου εκεί, έτοιμο να το κατακτήσει. Απλά, πλέον, θα ονειρευόταν με ανοιχτά μάτια. Και θα ζούσε, όλα όσα είχε ονειρευτεί.

Φαίνεται ότι μπορούσε, τελικά, να πραγματοποιήσει όλα όσα επιθυμούσε, αρκεί να τα ονειρευόταν, να προσπαθούσε γι’ αυτά και σίγουρα θα τα κατάφερνε.

Ονειρεύτηκε, τότε, τον εαυτό της βραβευμένη πιανίστα, χορεύτρια, ζωγράφο, γιατρό, δασκάλα, δημοσιογράφο, αθλήτρια, εξερευνήτρια, αρχαιολόγο, διάσημη επιστήμονα. Κάτι από όλα αυτά θα το πραγματοποιούσε σίγουρα.

Αμέσως μετά ονειρεύτηκε ένα τεράστιο παγωτό! Ο Βασιλάκης, ο Ξύπνιος, παραδέχτηκε ότι και αυτός το ίδιο ονειρευόταν.

Οι δύο φίλοι έτρεξαν αμέσως στο ψυγείο και έκαναν το όνειρο τους πραγματικότητα! Δύο τεράστια απολαυστικά παγωτά έλιωναν σε λίγο στα χέρια τους, κάτω από το ζεστό ήλιο…

Τα χρόνια πέρασαν και η Νίκη, η Ονειρένια έγινε μια σπουδαία ζωγράφος. Πίνακες της υπήρχαν στα σημαντικότερα μουσεία της γης.

Η ιστορία της έγινε γνώστη σε ολόκληρο τον κόσμο και όλοι οι γονείς λίγο πριν κοιμίσουν τα παιδιά τους το βράδυ, τους έλεγαν αυτό το μικρό παραμύθι: «αρκεί να προσπαθήσεις σαν την Νίκη την Ονειρένια και όλα τα όνειρα σου θα βγουν αληθινά».

Κι έτσι η Νίκη η Ονειρένια, έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.

Ένα μικρό παραμύθι γι’ αυτούς που τολμούν.

Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να φτιάχνω ιστορίες για μεγάλους. Τώρα πια που μεγάλωσα και έγινα μια almost40something, με ταξιδεύει το να γράφω παραμύθια. Δεν είμαι, βέβαια, απολύτως σίγουρη ότι απευθύνονται μόνο σε μικρά παιδιά. Ίσως να τα γράφω γιατί απευθύνονται και σε μεγάλα παιδιά. Ίσως, τελικώς, μέσα από αυτά να μιλάω για όλα αυτά που σκέφτομαι, που θα ήθελα να πω αλλά δεν μπόρεσα, που θα ήθελα να ζήσω. Και, επομένως, όλο αυτό να συμβαίνει, γιατί πολύ απλά έχουμε συνηθίσει από τα παλιά τα χρόνια, όλες οι ιστορίες που μας αφηγούνταν να έχουν happy end. Έτσι και οι δικές μου. Κλείνουν πάντα με ένα χαμόγελο. Γιατί, παρά τις όποιες δυσκολίες, έτσι επιθυμώ τη ζωή μου.

Καλή σας ανάγνωση…

«ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΖΑΛΑΔΑΣ»

Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα στον παγκόσμιο χάρτη, υπήρχε μια μακρινή, αλλά μικρούτσικη χώρα στη μέση του πουθενά.


Μια χώρα που έμοιαζε με πολλές άλλες μεγαλύτερες, αλλά ταυτόχρονα δεν θύμιζε και καμία άλλη.


Οι κάτοικοι της, όπως όλοι οι άνθρωποι του κόσμου γεννιούνταν και μεγάλωναν, παντρεύονταν και έκαναν με τη σειρά τους κι εκείνοι παιδιά.Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά…

Είχε σπίτια, δάση, ποτάμια, δρόμους.
Σχεδόν τίποτα δεν ήταν παράξενο.Εκτός από κάτι.

Εκεί στο λόφο, το μνημείο της χώρας δεν ήταν ούτε ο θαυμαστός Παρθενώνας, ούτε ο πανύψηλος πύργος του Άιφελ, ούτε το επιβλητικό άγαλμα της Ελευθερίας, ούτε καν το μεγαλειώδες Κολοσσαίο.

Δεν ήταν το άγαλμα κάποιου σπουδαίου ατρόμητου στρατηγού, όπου κατέθεταν στεφάνια στις εθνικές επετείους, σε ένδειξη σεβασμού.

Ήταν απλά ένα τεράστιο, κάποτε πολύχρωμο, σιωπηλό Καρουσέλ. Ένα Καρουσέλ, που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο της πόλης και στεκόταν μόνο του σαν να ήταν στοιχειωμένο.

Μπροστά σε αυτόν τον ακίνητο, σκουριασμένο γίγαντα βρισκόταν καρφωμένη στο χώμα, μόνο μια μικρή ξύλινη, φθαρμένη από το χρόνο, πινακίδα που έγραφε:

«Κάποτε υπήρξαν τολμηροί. Μπορείς να ψάξεις και να τους βρεις». Κανείς, όμως, και ποτέ δεν έψαξε… Απλά κοιτούσε με δέος το παράξενο αυτό μνημείο.

Κάθε Χριστούγεννα τα παιδιά της χώρας στόλιζαν το Καρουσέλ με λουλούδια και αυτή ήταν και η μοναδική στιγμή του χρόνου που τα χρωματιστά αλογάκια του δεν ήταν μόνα του πάνω στο λόφο.

Τις επόμενες μέρες του χρόνου κανένας κάτοικος της «χώρας της ζαλάδας» δεν το πλησίαζε. Από φόβο, από αγωνία ή απλά, επειδή έτσι έπρεπε. Έτσι είχαν μάθει.

Το Καρουσέλ, άλλωστε, δεν συμβόλιζε την ανεμελιά και το παιχνίδι για εκείνους, αλλά τη συνεχιζόμενη ζαλάδα που ένιωθαν καθημερινά σε κάθε τους βήμα.

Θύμιζε την «κατάρα» που είχε πέσει πάνω στην πόλη, η οποία πλήγωνε τις ζωές όλων. Φυσικά, δεν ήξεραν γιατί συνέβαινε αυτό, αλλά πίστευαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το αλλάξουν.
 Άλλωστε, ένας φρικτός μύθος έλεγε, πως η «χώρα της ζαλάδας» ήταν στοιχειωμένη.


Και η ζωή τους στη χώρα αυτή, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν ότι πιο εύκολο μπορούσε να φανταστεί κάποιος, μιας και τα πάντα στριφογύριζαν σε χαμηλή ταχύτητα σαν να βρίσκονταν όλοι συνεχώς πάνω σε ένα καράβι.

Όταν όμως βρίσκονταν σε συναισθηματική ένταση, τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο και όλα γύρω έμοιαζαν με θαλασσοταραχή, που όμοιά της δεν είχε βιώσει ούτε ο ίδιος ο Οδυσσέας, στα είκοσι χρόνια που περιπλανήθηκε στις θάλασσες.

Οι κάτοικοι της «χώρας της ζαλάδας» μόλις ξεκινούσε η «τρικυμία», κατάπιναν αμέσως μία μικρή θεραπευτική καραμέλα, ανακάλυψη ενός σπουδαίου επιστήμονα, που τους είχε κάποτε επισκεφτεί. Έτσι, τα πάντα ηρεμούσαν προσωρινά.

Είναι λογικό πως οι ιστορίες και οι θρύλοι δεν σταματούσαν ποτέ.Κάποιοι, πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία, είχαν ακούσει από τους γονείς τους, όταν τους κοίμιζαν, να λένε ένα παραμύθι για δύο νέα παιδιά που είχαν ερωτευτεί πριν πολλά-πολλά χρόνια, όταν ένας κακός μάγος ζήλεψε την ευτυχία τους και καταράστηκε με τα πιο δυνατά, απαίσια ξόρκια, τη χώρα για πάντα.

Για πάντα, μέχρι τα φετινά Χριστούγεννα. Αυτά τα Χριστούγεννα, μετά την καθιερωμένη γιορτή στο Καρουσέλ, δύο παιδιά του σχολείου, ο Έκτορας και η Έρη, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, αποφάσισαν να μη γυρίσουν στα σπίτια τους αμέσως και να «ψάξουν τους τολμηρούς», όπως έγραφε η πινακίδα στο Καρουσέλ.

Το σκέφτονταν από καιρό. Κάτι όμως τους σταματούσε. Είχαν, άλλωστε, ακούσει το τρομακτικό παραμύθι και εκείνοι. Επίσης, είχε χρειαστεί να καταπιούν στη ζωή τους πολλές φορές θεραπευτικές καραμέλες για τη ζαλάδα, καθώς πλησίαζαν το Καρουσέλ, για να το θαυμάσουν από κοντά, στα κρυφά. Αυτό ήταν, άλλωστε, ότι πιο τολμηρό είχαν κάνει μέχρι τότε. Μέχρι εκείνη τη μέρα…

Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε το ταξίδι του Έκτορα και της Έρης προς το δάσος.Ένα μεγάλο ταξίδι, σε μια μικρή χώρα. Τα δύο παιδιά περπάτησαν πολύ. Κουράστηκαν ακόμη περισσότερο. Και τότε άρχισαν να φοβούνται.

Το φως άρχισε σιγά-σιγά να πέφτει και εκείνα πλέον βρίσκονταν βαθιά μέσα στην πυκνή βλάστηση. Δεν ήξεραν, φυσικά, τι ακριβώς έψαχναν και πως ακριβώς θα ήταν αυτοί οι περιβόητοι «τολμηροί».

Κοντοστάθηκαν. Σκέφτηκαν για λίγο να γυρίσουν πίσω. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει.Ο Έκτορας αγκάλιασε την Έρη και της χάιδεψε το κεφάλι. «Μη κλαις, θα είμαι δίπλα σου. Μαζί θα βρούμε τους τολμηρούς και θα διώξουμε τα μάγια», της είπε και κατάπιε μία ακόμη καραμέλα για τη ζαλάδα, που είχε ήδη ξεκινήσει.

Οι ήχοι της νύχτας άρχισαν να δυναμώνουν. Το θρόισμα των φύλλων, τα βήματα των ζώων, οι φωνές των πουλιών έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Το ίδιο αισθητή έκανε και την παρουσία της και η ανθρώπινη απουσία.

Τα δύο παιδιά πιάστηκαν από το χέρι και περπάτησαν για λίγο ακόμη μέσα στο σκοτάδι. Ευτυχώς το φεγγάρι τους χάριζε ένα μικρούτσικο φως. Ένα φως που μπορεί και να τους καθησύχαζε κάπως. Έστω και λίγο. Σύντομα, βρήκαν μπροστά τους ένα βράχο που έμοιαζε έτοιμος να τους προσφέρει προστασία και να τους φιλοξενήσει μέχρι το πρωί.

Το κορίτσι είπε πως φοβάται πολύ. Το αγόρι της αποκρίθηκε πως θα την προσέχει, χωρίς να κλείσει τα μάτια του όλη την νύχτα, αν χρειαζόταν. Κι έτσι πέρασε το σκοτάδι, στην αρχή δύσκολα, με αγωνία και τέλος σιωπηλά.Μόνο οι ήχοι της νύχτας ακούγονταν που και αυτοί έμοιαζε σαν να αποκοιμήθηκαν.

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν τις φυλλωσιές των δέντρων. Το κορίτσι ξύπνησε. Τεντώθηκε και κοίταξε ψηλά. Κατάλαβε πως κάπου εκεί το δάσος έπρεπε να τελείωνε.

Χαμογέλασε στον Έκτορα που κοιμόταν ακόμη και του ψιθύρισε στο αυτί: «Ξύπνα, δεν έχουμε φτάσει εκεί που θέλουμε. Δεν έχουμε βρει τους τολμηρούς». Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε. «Σε είδα στον ύπνο μου», είπε.

Σηκώθηκαν και οι δύο, τίναξαν τα ρούχα τους και άρχισαν να περπατούν προς το φως. Πίσω από τα δέντρα κάτι άρχιζε να λαμπυρίζει. Το βήμα τους έγινε πιο γοργό.
Ξάφνου φάνηκε μπροστά τους μια τεράστια, υπέροχη, ήρεμη θάλασσα.
Πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν κάτι τόσο γαλήνιο.

«Νομίζω πως θ’ αρχίσω πάλι να ζαλίζομαι και δεν έχω μαζί μου άλλες καραμέλες», είπε η Έρη. «Δεν θα ζαλιστείς άλλο, θα σε κρατήσω εγώ», είπε ο Έκτορας.
Και τότε την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο. Για πρώτη φορά.
Κι εκείνη άρχισε να νιώθει ζαλισμένες πεταλουδίτσες να πετούν στο στομάχι της.

Αλλά και εκείνος ένιωσε τις ίδιες πεταλουδίτσες να χορεύουν ζαλισμένα, αλλά δεν το παραδέχτηκε ούτε στον εαυτό του.Εκείνη χαμογέλασε. Δεν ζαλιζόταν, όμως, όπως παλιά. Ζαλιζόταν μόνο από χαρά. Το ίδιο και το αγόρι. Κοίταξαν γύρω τους. Τίποτα δεν κουνιόταν πια. Όλα στη φύση είχαν σταματήσει και τους παρακολουθούσαν. «Δεν ζαλίζομαι πια!», είπε το κορίτσι. «Επιτέλους τα μάγια λύθηκαν!»

Κι έτσι, δύο παιδιά, ένα ταξίδι στο άγνωστο και ένα φιλί, έλυσαν για πάντα τα μάγια τόσων ετών. Ο Έκτορας και η Έρη έψαξαν για τους τολμηρούς και τελικώς τους βρήκαν μέσα τους. Κι έτσι, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…

Όταν έρχονται τα πάνω- κάτω, αλλά εσύ εξακολουθείς να βρίσκεις λόγους να χαμογελάς.

Κι εκεί που λες ότι όλα αρχίζουν να παίρνουν μία σειρά, η κατάσταση, ξαφνικά, βγαίνει εκτός ελέγχου κι εσύ αναρωτιέσαι τι είδους τσουνάμι είναι αυτό που σε χτύπησε. Με λίγα λόγια… «Ενός κακού μύρια έπονται», όπως πολύ εύστοχα είχε σχολιάσει και ο Σοφοκλής στο μακρινότατο παρελθόν.

Με αυτά και μ’ εκείνα σκέφτεσαι, λοιπόν, τι μπορεί να φταίει. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτήν την αλυσιδωτή κακοτυχία. Αρχίζεις, έτσι, εξετάζοντας όλες τις θεωρίες.

Σε πρώτη φάση, ξεκινάς τις αναλύσεις κρατώντας χαμηλούς τόνους, βασιζόμενη σε ψύχραιμες ορθολογιστικές βάσεις. «Πάει πέρασε. Απλή ατυχία!». Και εκεί που προσπαθείς να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, το ένα χτύπημα διαδέχεται το άλλο και το «ήταν μια άτυχη στιγμή» μετουσιώνεται στον εγκέφαλό σου ως «Ή ταν ή επί τας».

Κοινώς, βάζεις κάτω μέχρι και την θεωρία των παιγνίων, που εξετάζει την συμπεριφορά των «παικτών» που ακολουθούν μια στρατηγική αλληλεπίδρασης και τελικώς, καταλήγεις πως τα μαθηματικά δεν βγαίνουν και επιπλέον, είναι πολλές οι συμπτώσεις που λογικό είναι να σε έχουν οδηγήσει στα κάγκελα.

Με λίγα λόγια, πρέπει ν’ αποδεχθείς και το να σπάσεις το πόδι σου στο ίσιωμα και το να χαλάσει ο ηλιακός θερμοσίφωνας και το να «μείνεις» με το αυτοκίνητο, στο μέσο του πουθενά, από δίσκο-πλατό; Για να τα λέμε, δηλαδή, τα πράγματα με το όνομά τους, δεν προκύπτει υπό κανονικές συνθήκες, όλο το τέλος του κόσμου να σε βρίσκει στα καλά καθούμενα.

Στη συνέχεια, λοιπόν, αφήνεις στην άκρη τις επιστήμες και αποφασίζεις να προσεγγίσεις την κατάσταση που βιώνεις μέσω της προσέγγισης της μοίρας, η οποία βρίσκεται, άλλωστε, στο ελληνικό DNA και συγκεκριμένα στο προσκήνιο της ελληνικής μυθολογίας, της φιλοσοφίας και του αρχαίου δράματος.

Φτάνεις, λοιπόν, να αναρωτηθείς πόση δύναμη μπορεί να έχει το πεπρωμένο, το γραφτό, η τύχη, η μοίρα, το μερτικό, το κισμέτ, ή όπως αλλιώς θέλεις να το ονομάσεις. Αυτό, δηλαδή, που είναι καθορισμένο από τη ζωή, το σύμπαν, να γίνει, την κατάλληλη ώρα και στιγμή.

«Το Πεπρωμένο φυγείν αδύνατο», κατά τον Πλάτωνα ή όπως το περιέγραψε και ο Γιώργος Νταλάρας «όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει». Οπότε τι να συζητάμε; Αυτά είναι λυμένα θέματα από χρόνια και επίσης, χιλιοτραγουδισμένα.

Οπότε, που καταλήγουμε με τα όλα τα γεγονότα που ήταν προδιαγεγραμμένα μας συμβούν; Ότι, δηλαδή, κάθετι ήταν σχεδιασμένο, σε κάθε λεπτομέρεια, από μία ανώτερη δύναμη; Το να ταλαιπωρηθείς μέχρι να βρεις καινούριο σπίτι, να το φτιάξεις, να μετακομίσεις και μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, να σου το ανοίξουν κάποια «καλόπαιδα» μέρα-μεσημέρι και να σου το κάνουν φύλλο και φτερό. Λογικό δεν ακούγεται, πάντως, όλο αυτό και επιπλέον, δεν κατανοώ τον λόγο που πρέπει να υποστώ αυτό το μαρτύριο.

Και κάπου εκεί, μαζί με τις πολλές συζητήσεις, θα εμφανιστεί στη ζωή σου «το κακό το μάτι». Και από ορθολογίστρια που έχει τις αμφιβολίες της για το θέμα αυτό, καταλήγεις να αναζητάς μανάβικο για να κρεμάσεις πάνω σου σκόρδα. Τι να κάνεις άλλωστε; Και αν και η ορθόδοξη πίστη το αποδέχεται, καθώς πληροφορήθηκες κι ενώ εσύ στο παρελθόν, καθόλου, τώρα πλέον κυκλοφορείς ζωσμένη με χάντρες και λες τρεις φορές, συχνά- πυκνά, το «Πάτερ ημών», έτσι για να είσαι καλυμμένη.

Ως εκ τούτου και εντελώς, απρόσμενα, ανάμεσα στα καταχωρημένα τηλέφωνα στην ατζέντα σου, με τα πιο ζουμερά σουβλάκια της γειτονιάς, τον υδραυλικό και τον ηλεκτρολόγο, τοποθετείς τον πιο έμπειρο γνωστό σου στο ξεμάτιασμα. Φυσικά έχεις και μερικούς εφεδρικούς. Αν δεν πιάσει η διαδικασία από τον πρώτο «ξεματιαστή», προσεγγίζεις τον δεύτερο κτλ.

Όμως, από όλο αυτό φαίνεται να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Επιπλέον, αν για οποιοδήποτε κακό σου συμβαίνει, φταίει το φθονερό μάτι κάποιου, για ποιο λόγο τότε, αντιστοίχως, για οποιοδήποτε καλό σου προκύπτει, δεν ευθύνονται και πάλι οι υπόλοιποι που, ενδεχομένως, χαίρονται για εσένα;

Εκτός, βέβαια, αν πιστεύουμε πως για όλα τα δεινά που μας έρχονται, ευθύνονται άλλοι, ενώ για τα όμορφα βιώματα μας, μόνο εμείς. Αυτό μου θυμίζει αρκετά μια παιδιάστικη στάση που όλοι έχουμε υιοθετήσει κάποια στιγμή στη ζωή μας: «Δεν φταίω εγώ, ο άλλος το έκανε».

Αν αποδεχθώ, όμως, πως ο απέναντι μου έχει όλες αυτές τις υπερδυνάμεις να διαμορφώνει τη δική μου ζωή, εγώ ποιόν ακριβώς ρόλο έχω αποφασίσει να παίξω; Αυτόν του κομπάρσου; Εκείνου που παρακολουθεί το ντόμινο των εξελίξεων;

Μήπως, τελικώς, ήρθε η ώρα να σταματήσουμε τα σενάρια συνομωσίας για ότι μας συμβαίνει και να τροποποιήσουμε το σενάριο της ζωής μας, κάνοντας την να μοιάζει λιγότερο με Αρχαία Τραγωδία. Άσε που θα γλυτώσουμε από την ψυχολογική φθορά που προκύπτει, καθώς αναζητούμε τον ένοχο που «γκαντέμιασε» την καμινάδα που καπνίζει  στο σαλόνι μας και έχει μετατρέψει το σπίτι σε τεκέ.

Ας αντιμετωπίσουμε τη ζωή μας, λοιπόν, κάπως πιο χαλαρά. Δεν γνωρίζω αν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έρχεται άσκοπα στη γη, ή αντίθετα, έρχεται για να εκπληρώσει ένα σκοπό, μια αποστολή. Σε κάθε περίπτωση, εγώ έχω σκοπό να χαρώ την ζωή που μου έτυχε, με αυτόν και αυτούς που με κάνουν να χαμογελούν. Μπορεί να μου «’φαγαν όλα τα δαχτυλίδια», αλλά στα σανίδια δεν θα κοιμάμαι. Θα έχω για μαξιλάρι το δικό του χέρι.

Κι επειδή πολύς λόγος έγινε για την «μοίρα», η λέξη, λοιπόν, προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «μείρομαι» που σημαίνει μοιράζω. Επομένως, αυτό είναι το «μερίδιο» μας, το κομμάτι που παίρνει ο καθένας μας από τη μοιρασιά του συνόλου της ανθρωπότητας. Σκέφτομαι, πως μαζί με το κομμάτι από το σύνολο της ανθρωπότητας, δεν θα πω όχι φυσικά και σε ένα αφράτο κομμάτι από το σύνολο του επόμενου ΤΖΟΚΕΡ. Και φυσικά, ότι και να γίνει, είτε υπάρχει προκαθορισμένο μέλλον, είτε όχι, θα συνεχίζω να φοράω και ένα «ματάκι». Έτσι, για καλό και για κακό…

 

 

Όταν η Μαίρη Παναγιωταρά απαίτησε για τον εαυτό της ένα day off…

Kατά καιρούς ακούω διαφόρους να παραπονιούνται δημοσίως ή να μονολογούν απελπισμένοι, πως οι 24 ώρες της ημέρας δεν τους αρκούν για να προλάβουν την διαμορφωμένη και προδιαγεγραμμένη καθημερινότητά τους.

Προσωπικά, ανήκω στις περιπτώσεις αυτές, που με μία μαγική-υστερική- ψυχαναγκαστική μέθοδο καταφέρνω, όλα τα ενήλικα χρόνια της ζωής μου, να προλαβαίνω τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Με απόλυτη στοχοπροσήλωση, σε μία αέναη διαδικασία λεπτομερούς προγραμματισμού, οργανώνω, σημειώνω, εντάσσω, συμμετέχω και φέρνω εις πέρας, άπειρες «σχολικές και εξωσχολικές» υποχρεώσεις.

Και αν και ο χαρακτήρας της «Μαίρης Παναγιωταρά» του Λουκιανού Κηλαιδόνη, γεννήθηκε στην μακρινή εποχή των Μαμάδων μας, όταν η γυναικεία χειραφέτηση, έκανε τα πρώτα σταθερά και δυναμικά της βήματα, προσπαθώντας με αγωνία να συνδυάσει τον τριπλό ρόλο της σύντροφου, μητέρας και εργαζόμενης, τελικώς φαίνεται να «φοριέται» πολύ και στις μέρες μας, με μικρές παραλλαγές.

Τελευταία, λοιπόν, νιώθω απλά ότι τρέχω ασταμάτητα, έχοντας χάσει τόσο το τρένο, όσο και την μπάλα. Τρέχω να προλάβω, όλα όσα φαίνεται να μη προλαβαίνονται. Ατελείωτες ώρες στη δουλειά- επτά ημέρες την εβδομάδα- μετακινήσεις από το ένα μέρος στο άλλο, συντήρηση σπιτιού, τάισμα και καθάρισμα γάτας, επιπλέον αναζήτηση νέου σπιτιού, και επιτέλους, μια συντροφική ζωή της προκοπής, που απαιτεί τον χρόνο που της πρέπει.

Μέσα σε όλο αυτό το χάος, για του οποίου την δημιουργία, ευθύνομαι εγώ και όχι το σύμπαν που συνωμοτεί εναντίον μου, έχω καταφέρει να μειώσω δραματικά τις δραστηριότητες οι οποίες ανέκαθεν με γέμιζαν χαρά και ενέργεια. Έτσι, το τελευταίο διάστημα, ούτε τους φίλους μου βλέπω, ούτε τα θέατρά μου παρακολουθώ, ούτε τα μπαλέτα μου κάνω, ούτε βρίσκω χρόνο να γράψω, ούτε να διαβάσω και να ξεστραβωθώ.

Κοινώς, στην κρίσιμη ηλικία των almost40something και μέσα σε μερικούς μήνες, έχω αφήσει στην άκρη, όλα αυτά τα οποία έχω αγωνιστεί να κατακτήσω, τα οποία μάλιστα με χαρακτηρίζουν και έχουν, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώσει και την προσωπικότητα μου. Σκέφτομαι, πως αν ήμουν ζωγράφος, θα έλεγα, ότι όλες αυτές οι συνταρακτικές, για την ζωή μου, αλλαγές, θα μπορούσαν, εύκολα, να οδηγήσουν τα έργα μου, σε μια καταθλιπτική γκρι περίοδο έκφρασης.

Θυμάμαι, πως κάποτε, εννοείται, φυσικά, προ κρίσης, ένας Προϊστάμενος, μου είχε πει χαριτολογώντας, πώς όσο μεγαλώνουμε, θα πρέπει να εργαζόμαστε λιγότερο και να αμειβόμαστε περισσότερο. Αλλά φευ! Έτσι απλά και χωρίς να χρειάζονται και περαιτέρω αναλύσεις, ως γνωστόν, ήρθαν «τα πάνω-κάτω» και έτσι, όσοι από εμάς προσβλέπαμε σε μια ζωή βατή και χωρίς λακκούβες, βρεθήκαμε από τα σαλόνια του Τιτανικού, στις βάρκες σωτηρίας.

Και άντε και σωθήκαμε και μετά τι γίνεται; Το σοκ φάνηκε, από την αρχή, πως δεν θα ξεπεραστεί εύκολα. Ευτυχώς, όμως, το δικό μου αίσθημα αυτοσυντήρησης ενεργοποιήθηκε αυτομάτως και έκτοτε η απόφαση ήταν και είναι μία. Και θα επιπλεύσω και θα κολυμπήσω. Και έκτοτε, αναγκαστικά, καλούμαι να διαπρέψω σε όλα τα στιλ. Ελεύθερο, ύπτιο, πρόσθιο ακόμα και πεταλούδα.

Η φίλη μου η Ηλέκτρα, υποστήριζε από παλιά, πως όσα πράγματα έκανα εγώ σε μία ημέρα, τα πραγματοποιούσε εκείνη σε δύο εβδομάδες. Και για να είμαι ειλικρινής, ακόμη και αν το σχόλιο της, εμπεριείχε τον ήχο από ένα μικρό καμπανάκι, που με ενημέρωνε πως μια μικρούτσικη υπερβολή την έχω στην ζωή μου, εγώ χαιρόμουν και ήλπιζα μια μέρα να καταφέρω να χωρέσω ακόμα περισσότερα μέσα στην ημέρα μου.

Κι έτσι, σιγά αλλά σταθερά, όλες οι συνευρέσεις με γνωστούς και φίλους, οι νεωτερίστικες παραστάσεις, καθώς και όλων των ειδών οι παρουσιάσεις, εντάσσονταν στο μαύρο καρνέ μου, το οποίο με ιδιαίτερη ικανοποίηση άνοιγα, αρκετές φορές, αυτοθαυμάζοντας την υπερδραστηριότητά μου.

Σε μια ψυχοθεραπευτική συζήτηση πριν από μερικά χρόνια, μου τέθηκε το ερώτημα, αν θα μπορούσα να καθίσω ένα απόγευμα στο σπίτι μου, κάνοντας απολύτως τίποτα. Αμέσως αναρωτήθηκα έντρομη. Και τι θα συνέβαινε τότε; Τι θα ακολουθούσε αν βρισκόμουν, απλά, να κοιτάζω το ταβάνι; Ομολογώ, πως με έπιασε πανικός. Η σκέψη της μοναξιάς και της απόλυτης ησυχίας με τάραξε.

Κι όμως, δύο χρόνια μετά από από αυτήν συζήτηση, ένα βράδυ Σαββάτου βρέθηκα μόνη στο σπίτι. Με ανοιχτή την τηλεόραση στο mute, ξαπλωμένη στον καναπέ μέσα στο ημίφως, χάζευα τα δέντρα του δρόμου από το παράθυρο. Η στιγμή ήταν μοναδική. Ένιωσα την απόλυτη ησυχία, να με χαδεύει. Θυμάμαι, πως ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό μου. Ήμουν ευτυχισμένη και ήρεμη. Εκείνη η στιγμή έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου για πολύ καιρό. Συνειδητοποίησα οτι μπορούσα να μείνω εκεί καθισμένη για πολλή ώρα. Με χαλαρές όλες μου τις αισθήσεις. Με καμία βιασύνη. Έμοιαζε σαν το ουράνιο τόξο να είχε προβάλλει, μετά από την καταιγίδα.

Έτσι, λοιπόν, και σήμερα. Μέσα στο απόλυτο τρέξιμο και τον κατακλυσμό, αυτό επιζητώ. Αυτές τις σιωπηλές ώρες. Σε έναν καναπέ. Στο ημίφως. Με τον σύντροφό μου.

Και πράγματι, μπορεί να προσπαθώ να τα προλάβω όλα, όπως όλες οι σύγχρονές γυναίκες της ηλικίας μου, ακόμη και τα πιο σύνθετα. Αλλά, τελικώς, επιθυμώ κάτι πιο απλό. Πιο βασικό. Θέλω λίγο ουσιαστικό χρόνο για μένα, να νιώσω δυνατή, γεμάτη, ζωντανή. Θέλω αυτόν τον χρόνο περισυλλογής, που θα με βοηθήσει να γίνω καλύτερη εργαζόμενη, κόρη, αδερφή, φίλη, σύντροφος, σύζυγος, μητέρα.

Άλλωστε, όπως και πολλές άλλες almost40something δίπλα μου, «δεν είμαι τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό, είμαι αυτό που λέμε δείγμα τυπικό», αλλά ταυτοχρόνως, είμαι και αυτό που οφείλει να μάθει να φέρεται στον εαυτό του, σαν να είναι κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Όπως όλες μας.

 

 

 

Μάθε και δείξε τα όρια σου, αν επιθυμείς να αποφύγεις τις «γκρίζες ζώνες» στις σχέσεις σου.


Εδώ και αρκετές ημέρες, εντελώς συμπτωματικά, αλλά και απολύτως δικαιολογημένα, παρίσταμαι και συμμετέχω, συχνά, σε συζητήσεις που αφορούν σε ατυχείς, απογοητευτικές, ενοχλητικές, «πληγωτικές» εκνευριστικές συμπεριφορές συντρόφων, μελών οικογένειας, γνωστών, φίλων και συνεργατών, που όλες μα όλες, πρέπει, πλέον να καταλήξουμε και να παραδεχθούμε, πως σχετίζονται με τα όρια που θέτει κανείς στη ζωή του.

Τα παρεξηγημένα «όρια», λοιπόν, είναι μία θεωρία που, αν και almost40something, δυστυχώς, ανακάλυψα και εξετίμησα σχετικά πρόσφατα. Μάλιστα, παλιότερα στο άκουσμα της φράσης: «έχεις ξεπεράσει κάθε όριο», φανταζόμουν, αυτομάτως, την Μαμά μου, πριν από 25 χρόνια, να με κοιτάζει, απειλητικά και εν εξάλλω, έχοντας, μόλις, παραλάβει τον φάκελο με τον φρικιαστικό λογαριασμό του ΟΤΕ, τις εποχές που το γκρι ακουστικό του αναλογικού τηλεφώνου του σπιτιού, μου είχε γίνει σκουλαρίκι.

Μεγαλώνοντας, άρχισα να συζητώ και να περιεργάζομαι κάπως περισσότερο την θεωρία των «ορίων», καθότι αποτελεί ένα από τα top θέματα στα οποία καταδύεται κάποιος που ανακαλύπτει την ψυχοθεραπεία. Έτσι αρχικά, θέλησα να εντρυφήσω περισσότερο στις έννοιες, πριν καταλήξω σε κάποια σχετικά συμπεράσματα. Έχουμε και λέμε, λοιπόν:
Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση του από ένα ερμηνευτικό λεξικό:
Το όριο. Ουδέτερο ουσιαστικό. Σημαίνει: το σύνορο.
Κυριολεκτικά πρόκειται για το σημείο που βρίσκεται στην άκρη ή σε κάποιον ακρότατο τόπο.
Μεταφορικά είναι, ό,τι διαχωρίζει πράγματα, καταστάσεις, χρονικές περιόδους κ.λπ. ή βρίσκεται ανάμεσά τους.

Άρα, λοιπόν, έχουμε να διαχειριστούμε κυριολεκτικά και μεταφορικά κάτι που ορίζει, την ιδιοκτησία τη δική μας και του όποιου άλλου. Αγαπημένου ή μη.
Αμέσως, συνειδητοποιώ, πως η έννοια του «συνόρου» μας απασχολεί ποικιλοτρόπως στη ζωή μας.
Όπως τα σύνορα που ορίζουν τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους και απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, τόσο στη χώρα μας όσο και ολόκληρο τον κόσμο, μιας και αυτή η γραμμή στο χάρτη, ορίζει ποιος έχει το δικαίωμα και ποιος όχι να το διαβεί.
Ας κάνουμε, λοιπόν, μια αλματώδη, αυθαίρετη σκέψη και ας υποθέσουμε πως ο καθένας από εμάς είναι ένα κράτος. Κάποιος ένα μικρό, άλλος ένα μεγαλύτερο.
Σε αυτή την περίπτωση, ο καθένας έχει τα δικά του όρια, άρα και τα σύνορα του με το διπλανό κράτος.
Αυτά τα προσωπικά μας όρια- σύνορα με τον οποιοδήποτε- πλέον καταλήγω ότι είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί κάποιος να μάθει να θέτει, να διεκδικεί και να υποστηρίζει.
Είναι, άλλωστε, αυτά που καθορίζουν τον προσωπικό μας χώρο, σωματικά και συναισθηματικά, μας επιτρέπουν να διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από τους άλλους, να παίρνουμε την ευθύνη του εαυτού μας και να έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας. Και επιπλέον, μας προστατεύουν από την εκμετάλλευση και την όποια παραβίαση των άλλων.

Πρόσφατα, σκέφτηκα να τοποθετήσω μια μικρή πινακίδα στην είσοδο του γκαράζ του σπιτιού μου, μιας και παρατήρησα πως η πόρτα αυτή άνοιγε συχνά από διάφορους γείτονες που κανονικά δεν θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση σε αυτόν τον χώρο.

Αρχικά μου πέρασε από το μυαλό πως θα έπρεπε να τοποθετηθεί μια πινακίδα που θα έγραφε το αυτονόητο:
«Ιδιωτικός χώρος- Απαγορεύεται η είσοδος».
Όμως το ρήμα «απαγορεύεται» μου φάνηκε αρκετά αγριευτικό κι έτσι το απέφυγα. Κατέληξα σε ένα, μάλλον, ασαφές «No entry» που βρήκα, αντί της σκληρής απαγόρευσης και αμέσως αισθάνθηκα καλύτερα.

Ένιωσα πως, κατά κάποιον τρόπο, είχα θέσει τα όρια μου σε αυτούς που επέλεγαν να εισέρχονται σε έναν ιδιωτικό χώρο. Τον δικό μου.

Άλλωστε, όταν εγώ δω μια πινακίδα που λέει «Απαγορεύεται το τάδε», είναι δεδομένο και λογικό να καταλαβαίνω ότι αν παραβιάσω το όριο, θα υπάρξουν νομικές συνέπειες.
Αυτό, λοιπόν, το είδος ορίου είναι εύκολο να το αποδεχθείς γιατί βλέπεις την πινακίδα και αντιστοίχως, το σύνορο που προστατεύει.

Κάπως έτσι, σκέφτηκα, πως θα έπρεπε να είναι και τα πράγματα στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, οπού ναι μεν τα σύνορα δεν είναι τόσο ορατά, πρέπει όμως να ορίζονται από όλους μας.

Αυτά είναι τα όρια που καθορίζουν που τελειώνω εγώ και που αρχίζεις εσύ και που οι άλλοι. Μοιάζουν, δηλαδή, με μια γραμμή ιδιοκτησίας, που δεν εμπεριέχει «γκρίζες ζώνες».

Στη ζωή μας, επομένως, δεν θα πρέπει να επιτρέπουμε σε κανέναν να κινείται απειλητικά και επεκτατικά και να εισέρχεται ανενόχλητος και να την κάνει «γης Mαδιάμ». Έχω καταλήξει, μετά από almost40something χρόνια, πως για εμένα η παραβίαση αυτών των ορίων είναι ένα casus belli και η αποφυγή πιθανού πολέμου μπορεί να αποφευχθεί μόνο, αν και εφόσον, είμαστε εντελώς ξεκάθαροι με το πως θέλουμε να ζήσουμε, αλλά και το πως επιθυμούμε να μας φέρονται.

Ο οποιοδήποτε αγαπημένος ή μη, εισέρχεται στο δικό μας μικρούτσικο κρατίδιο και μας συμπεριφέρεται με έλλειψη σεβασμού και τρόπο απαξιωτικό, πρέπει να επανατοποθετείται στη θέση του.
Οι φωνακλάδες, αγενείς, ερειστικοί, απαιτητικοί, ειρωνικοί τύποι να πάνε στο σπίτι τους, παρέα με το bulling που τους αρέσει συνήθως να ασκούν.

Σε κάθε περίπτωση το όφελος θα είναι διπλό. Και εμείς θα μπορέσουμε να προστατεύσουμε την ακεραιότητά μας, να ενισχύσουμε την αυτοεκτίμησή μας και να διατηρήσουμε τον αυτοσεβασμό μας, αλλά και η σχέση μας με τον εταίρο θα γίνει πιο ουσιαστική, ειλικρινής και ξεκάθαρη. Θα στηρίζεται, άλλωστε, στον αμοιβαίο σεβασμό που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τον όποιο δεσμό δημιουργείται. Συναισθηματικό, επαγγελματικό, οικογενειακό, φιλικό.

Άρα, λοιπόν, όπως δεν θα άφηνες ποτέ στο σπίτι σου ανοιχτή την πόρτα και θα έφευγες, μην αφήνεις, ποτέ, ξεκλείδωτη την ψυχή σου, ανοιχτή στην όποια κακοποίηση.
Μάθε τι θέλεις να επιτρέπεις και τι όχι στη ζωή σου.
Μάθε να το λες.
Μάθε να το διεκδικείς.
Μάθε να σέβεσαι, όμως, και αυτό που θέλει για τον εαυτό του και επιτρέπει ο απέναντί σου.
Και πάνω απ’ όλα μάθε να επιλέγεις τον απέναντί σου.

Όταν την ομορφία ενός μέρους, δεν την προσδιορίζει μόνο το μαγικό τοπίο.

Την πρώτη φορά που βρέθηκα στην Σαντορίνη ήμουν δεκαέξι ετών. Οι γονείς μου, μου έκαναν το χατίρι να ταξιδέψουμε τις ατελείωτες καραβίσιες ώρες για να θαυμάσουμε τη ξακουστή θέα, έχοντας μαζί μας για παρέα την αγαπημένη φιλενάδα μου, Ιφιγένεια.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Στο νησί βρέθηκα, στη συνέχεια, άλλες δύο φορές κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες. Φέτος, λοιπόν, ήταν η τέταρτη φορά που επέλεξα για προορισμό μου το ηφαιστειογενές νησί.

Το ενδιαφέρον με την Σαντορίνη είναι πως έχει φανατικούς φίλους, μαγεμένους από τα κάλλη της, αλλά και έντονους πολέμιους, που κατσουφιάζουν στο άκουσμα του ονόματος της. Σε κάθε περίπτωση η Σαντορίνη δεν περνά απαρατήρητη.

Η πώρωση που προκαλεί στους μεν και τους δε, μοιάζει με τα σχόλια που, ενδεχομένως, να συγκεντρώνει, συχνά, γύρω από την εμφάνιση της, μια πανέμορφη, παγκοσμίου φήμη, διασημότητα. «Ναι μεν είναι καλλονή και υπέροχη, αλλά εμένα δεν είναι του τύπου μου αυτή η αψεγάδιαστη τελειότητα». Κάπως έτσι.

Μιας και άλλη δικαιολογία δεν υπάρχει. Ούτε οι παραλίες που δεν είναι πολλές, ούτε η πολυκοσμία στα καλντερίμια, ούτε η φράση: «όλοι χωρίζουν μετά τη Σαντορίνη».

Η τελευταία, μάλιστα, «θεωρία» ακούγεται αρκετά ανυπόστατη. Όπερ σημαίνει, πως όταν επισκεφτείς την Καλντέρα διαλύεις τη σχέση σου αυτομάτως, ενώ μετά το «γκαγκάνιασμα» στον ήλιο και το αραλίκι στη Γαύδο, μένεις για πάντα με τον αγαπημένο σου;

Στο κάτω-κάτω όποιος είναι να χωρίσει, θα χωρίσει. Δεν του φταίει η Σαντορίνη γι’ αυτό το δραματικό φινάλε, ούτε η ενέργεια της. Φταίει, σαφώς, η λάθος επιλογή σε σύντροφο και ουχί η επιλογή σε νησί.

Και κάπως έτσι, βρέθηκα για τέταρτη φορά στο νησί της Θήρας, αυτή τη φορά, σε ένα από τα ομορφότερα, σκαρφαλωμένα με περίτεχνο τρόπο, στην καλντέρα, ξενοδοχεία. Το ξενοδοχείο αυτό, λόγω της θέσης του και του φυσικού προνομίου του, ανταποκρινόταν με ακρίβεια στο όνομα του. Volcano View Hotel. Και όντως η ομορφιά της θέας ήταν μαγευτική. Ήταν τέτοια που σου επέβαλε για κάποια αρκετά λεπτά της ημέρας, να μη μιλάς και να χαζεύεις σαν χάνος, το ηφαίστειο, τα χρώματα, τη θάλασσα και τη σιωπή, καθώς έδυε ο ήλιος.

Όμως το Volcano View Hotel, που σίγουρα αποτελεί ένα διεθνή προορισμό, δεν με ενθουσίασε μόνο για την πολυτέλειά του και τη νευραλγική θέση του, που είναι αδιαμφισβήτητες. Με εντυπωσίασε, επιπλέον και πολύ περισσότερο, για τους ανθρώπους του, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από όλα τα ειλικρινή, ευγενή στοιχεία που θα έπρεπε να ακολουθούν τους επαγγελματίες που ασχολούνται με τον τουρισμό.

Άμεσοι, αποτελεσματικοί και χαμογελαστοί. Υψηλές προδιαγραφές σε μια χώρα που έχει αρχίσει εδώ και χρόνια να ξεχνά τα αυτονόητα και να επιλέγει τις μίζερες εκπτώσεις στις συμπεριφορές.

Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο αποτελεί μέρος του ομίλου Caldera Collection, του οποίου ηγείται η οικογένεια Πατηνιώτη με απόλυτο επαγγελματισμό, αλλά και με μια ευαισθησία και ενθουσιασμό που χαρακτηρίζει τους ερασιτέχνες, τους αιώνιους εραστές της τέχνης, δηλαδή.

Πίσω, λοιπόν, από τις διεθνείς βραβεύσεις των 5 ξενοδοχείων, αναδεικνύεται η φιλοσοφία της οικογένειας, η οποία δεν αφορά, μόνο, στην παροχή εξαιρετικών εμπειριών διαμονής, αλλά στην εξασφάλιση μοναδικών και αξέχαστων στιγμών ζωής.

Σκέφτηκα, μάλιστα, πως οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχειακού Ομίλου, μου θύμισαν κάπως την οικογένεια μου. Ζεστοί, φιλόξενοι, απλοί άνθρωποι, χαιρετούν σφίγγοντας σου το χέρι, χορεύουν μαζί σου, συζητούν με όλους και χαμογελούν.

Παρατήρησα πως πολλούς από τους πελάτες, τους γνώριζαν με τα μικρά τους ονόματα. Αργότερα έμαθα πως επρόκειτο για ζευγάρια από όλες τις άκρες της γης, που επιστρέφουν στον ίδιο χώρο, εδώ πάνω από μια δεκαετία.

Συνειδητοποίησα, πως εκείνοι οι άνθρωποι δεν επιλέγουν ξανά και ξανά, συνειδητά, αυτόν τον τόπο μόνο για την ομορφιά του, αλλά, πολύ περισσότερο για την ζεστασιά των ανθρώπων.

Επιλέγουν αυτούς, που φαίνεται πως αγαπούν το νησί και το τιμούν με τρόπο που το αναδεικνύει.

Εν μέσω κρίσης, βλέποντας αυτές τις καλοκουρδισμένες επιχειρήσεις, σκέφτεσαι πως το ανέφικτο γι’ αυτή τη χώρα, μπορεί να είναι εφικτό. Νιώθεις πως μπορεί να υπάρξει αισιόδοξο σενάριο για όλους μας, αν αυτοί οι ευσυνείδητοι επαγγελματίες συνεχίσουν να προσπαθούν, αποδεικνύοντας πως η σκληρή δουλεία ανταμείβεται, ακόμη και σε έναν κόσμο που πλήττεται.

Ας επιλέξουμε, επομένως, να κάνουμε μακριά τους τοξικούς ανθρώπους που επιθυμούν «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα» και ας επιβραβεύσουμε τον γείτονα που προσπαθεί σκληρά για το καλύτερο, προσφέροντας τον καλύτερό του εαυτό. Ας προσπαθήσουμε μάλιστα να του μοιάσουμε στο βαθμό που μπορούμε, με τις δυνάμεις που σίγουρα έχουμε.

Και κάπου εκεί, λίγο μετά το διάσημο, παραμυθένιο Ηλιοβασίλεμα που χάζεψα άφωνη για τρίτη συνεχόμενη μέρα, ο φίλος Σάκης ξεστόμισε τη φράση κλειδί, που κάλυψε όλες τις μεγαλόστομες κουβέντες που ειπωθήκαν για το, γνωστό σε όλο τον κόσμο, νησί.

«Την Σαντορίνη την αγαπώ. Είναι ο τόπος μου». Και κάπου εκεί, όλα, αυτομάτως, ξεκαθάρισαν στο μυαλό μου. Αυτός είναι, λοιπόν, ο αγαπημένος τόπος της οικογένειας Πατηνιώτη και γι’ αυτό έχουν μάθει να τον τιμούν.

Έτσι, γεμάτη από εικόνες και εμπειρίες, άφησα κι εγώ πίσω μου την αξεπέραστη καλντέρα, για τον δικό μου τόπο, που μπορεί να μην έχει την απαράμιλλη ομορφιά της αρχαίας Καλλίστης, έχει, όμως, τους ανθρώπους που αγαπώ.

Η δικιά σας Σαντορίνη μπορεί να είναι το Παλαιόκαστρο Ελασσόνας, ή ένα μικρό σπίτι στον Πόρο. Μπορεί να είναι ένα κτήμα στο Μαυροβούνι Λακωνίας, ή το παραθαλάσσιο Κάτω Διμηνίο Κορινθίας. Είναι, απλά, ο αγαπημένος τόπος σας. Αυτός που θα βρίσκεται για πάντα μέσα σας και θα σας χαρίζει απλόχερα συγκινήσεις, όμορφες ανατολές και μοναδικά ηλιοβασιλέματα.

 

Όταν μια θυσία, θυμίζει τη δειλία γύρω μας, τότε σημαίνει πως η «Άλκηστη» συνάντησε την Κατερίνα Ευαγγελάτου.

Η Επίδαυρος, είναι ταυτισμένη στο μυαλό μου, σχεδόν, με όλα μου τα καλοκαίρια. Πιστεύω, άλλωστε, πως έχω υπάρξει από τα τυχερά παιδιά, που βρέθηκαν σε πολύ μικρή ηλικία στο Αρχαίο Θέατρο και μάλιστα, για κάποιες από τις παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει στο παρελθόν, μου αρέσει να κοκορεύομαι», μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Επιπλέον, δεν νοείται για εμένα ομαλή μετάβαση στις διακοπές, αν δεν ακολουθήσω κάθε χρόνο με θρησκευτική ευλάβεια όλο τελετουργικό. Να «ξεκοκαλίσω», δηλαδή, από νωρίς όλο το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών, να εξασφαλίσω τα εισιτήρια στην παράσταση που επιθυμώ και να οργανώσω στην εξόρμησή μου και όλα τα super παρελκόμενα- εξαιρετικό φαγητό και Disco Capaki στα καπάκια.

Φέτος, λοιπόν, για πολλούς λόγους επέλεξα να δω την «Άλκηστη» της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Ο βασικότερος από αυτούς, όμως, ήταν πως τον τελευταίο καιρό νιώθω να περνάω μια σοβαρή «Ευαγγελίτιδα».

Όπερ σημαίνει πως μετά τον Φάουστ, που πλέον συγκαταλέγεται στις αγαπημένες παραστάσεις των τελευταίων ετών, αλλά και το 1984 που μου βασάνιζε το μυαλό μου για μέρες, θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να την «συναντήσω» και στο Κοίλο της Επιδαύρου.

Πριν βρεθώ, όμως, στο θέατρο φρόντισα να μάθω περισσότερα για την υπόθεση του έργου, μιας και δεν αποτελούσε ένα από τα γνωστά blockbusters, τα οποία παίζω στα δάχτυλα του ενός χεριού, όπως οι συμφορές του γένους των Λαβδακιδών και τελικώς, εκ του αποτελέσματος αντιλήφθηκα, πως έπραξα σωστά.

Μαθαίνοντας περισσότερα για την υπόθεση ήμουν πλέον προετοιμασμένη πως δεν θα παρακολουθούσα μια κλασική τραγωδία. Θα έλεγα, μάλιστα, πως καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης ένιωθα πως παρακολουθούσα ένα διαφορετικό, περίεργο είδος.

Άλλωστε, η συνύπαρξη μερικών τραγικών και πολλών κωμικών στοιχείων, καθώς και το ασαφές φινάλε, περιέπλεξε την κατάταξη του έργου, σε ένα από τα δύο, γνωστά τοις πάσι, είδη.

Συγκεκριμένα, λοιπόν, ενώ ο  Άδμητος θρηνούσε τη γυναίκα του, ο θρήνος του έμοιαζε να πλησιάζει τα όρια του γελοίου. Ενώ η Άλκηστη είχε πάρει την απόφαση να πεθάνει αντί του συζύγου της, η θυσία της, έμοιαζε κενή και δίχως λογική. Ενώ ο Φέρης φαινόταν, δικαίως, να επιθυμεί να νουθετήσει και να επαναφέρει, με τα λόγια του, στην τάξη τον γιο του , η εικόνα του παρέπεμπε σε εγωκεντρικό, ξεμωραμένο γέρο.

Κάποια στιγμή, ενώ γελούσα, νιώθοντας ταυτοχρόνως μια έντονη πικρία, σκέφτηκα πως η «Άλκηστη» δεν είναι σε καμία περίπτωση μία τραγωδία, ούτε όμως μία κωμωδία. Αποφάσισα να ονομάσω το είδος αυτό, που για πρώτη φορά συναντούσα, εντελώς αυθαίρετα εκείνη τη στιγμή, «ειρωνεία».

Η ειρωνεία, άλλωστε, είναι ο λόγος που χαρακτηρίζεται από δηκτική διάθεση και συνήθως λέει το αντίθετο από αυτό που εννοεί. Έτσι κάτω από από το πρίσμα της «ειρωνείας» όλα άρχισαν να καταλαμβάνουν μια κάποια λογική θέση μέσα στο κεφάλι μου.

Η ζωή και ο θάνατος, το πένθος και η υποκρισία που εμπεριέχει, οι συζυγικές σχέσεις και η θέση της γυναίκας, αλλά και πολύ περισσότερο η εξουσία, μπήκαν στα ανάλογα κουτάκια του μυαλού μου.

Άλλωστε η επίδειξη δύναμης και η επιβολή της άποψης που προερχόταν από την εξουσία ήταν, για εμένα, διάχυτη σε όλο το έργο. Ξεκινούσε από από τις πολλές εικόνες στη σκηνή και κατέληγε στην ουσία. Από τη μία υπήρχαν τα ρούχα στρατηγού του Άδμητου και από την άλλη η υπέροχη στρατιωτική κίνηση του καλοκουρδισμένου χορού.

Ο χορός, μάλιστα, που θεωρώ πως ήταν ένα από τα ατού της παράστασης- μαζί με τη ζωντανή μουσική- ντυμένος με ρούχα της δεκαετίας του 70, έμοιαζε με τον απλό λαό που ζει κάτω από ένα απολυταρχικό καθεστώς το οποίο, τεχνηέντως, μειώνει την κρίση του. Ο απόλυτα ακριβής στρατιωτικός χαιρετισμός, μαζί με την, χωρίς επεξεργασία σκέψης, αποδοχή των λόγων του Βασιλιά έδειχνε το μέγεθος της χειραγώγησής τους. Όλες οι διαφορετικές αντιδράσεις τους έμοιαζαν μελετημένες από τον Μαέστρο- Άδμητο. Το πένθος ήταν βαθύ, ο θρήνος έντονος, το πέρασμα στις Ερινύες ειλικρινές και η πίστη στον Τύραννο πανίσχυρη.

Σαν μαριονέτες, μέσα από μια υπέροχη κίνηση, έμοιαζε ν’ αντιδρούν μόνο με τρόπο, που ο Άδμητος επέτρεπε και επέβαλε. Επρόκειτο, λοιπόν, για την έκφραση της κοινής γνώμης, διαμορφωμένη από τον απόλυτο αρχηγό.

Επιπλέον, σημαντικός πρωταγωνιστής της παράστασης ήταν το σκηνικό. Ένας κρατήρας συνέδεε τον πάνω με τον κάτω κόσμο. Όλοι οι πρωταγωνιστές ακροβατούσαν μπροστά στην είσοδο του Άδη, σαν να φλέρταραν με τη ζωή και το θάνατο. Και γύρω από αυτήν την είσοδο και μέσα σε αυτήν υπήρχε το χώμα. Το χώμα που θα φιλοξενούσε την νεκρή, αλλά και τους νεκρούς συνειδήσεων.

«Χους ει και εις χουν απελεύσει» Αυτό το ίδιο χώμα σκόνισε ακόμα και τους θεατές, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Άλλωστε, στην Άλκηστη ήμασταν μάρτυρες σε μία ταφή και το χώμα που αναπνεύσαμε στην ατμόσφαιρα, από θεατές μας έκανε συνένοχους στην αδικία και τον παραλογισμό.

Στον παραλογισμό της θυσίας. Μιας και η «χαζή» όπως την περιγράφει ο Ευριπίδης μέσω του Φέρη, Άλκηστη αποφασίζει να πεθάνει στη θέση του. Να χαθεί για έναν Άδμητο. Ένα αδειανό πουκάμισο. Για κάποιον που δεν θα χάλαγε τη βολή του για κανέναν στον κόσμο κι ενδεχομένως ούτε για τα παιδιά του. Η θυσία της Άλκηστης δεν μοιάζει με τη θυσία του Αβραάμ και τη δοκιμασία που αυτή περιέχει, ούτε με τη θυσία της Ιφιγένειας η οποία υποτίθεται πως έγινε για έναν «σημαντικό» σκοπό, αλλά είναι μετέωρη και άδικη.

Κι ενώ, λοιπόν, το πρώτο από τα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη προκάλεσε συζητήσεις για το είδος στο οποίο ανήκει, ταυτοχρόνως, προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου φαίνεται να έχει ψάξει βαθιά με κινήσεις χειρουργού ν΄ανακαλύψει όλα τα κρυμμένα μυστικά του. Δημιούργησε ξεχωριστούς χαρακτήρες που ο καθένας του υπηρέτησε το βαθύ ειρωνικό σχολιασμό της «Άλκηστης».

Δίπλα της έχει τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, να πλάθει με άρτιο τρόπο τον πιο ανήθικο Άδμητο, προκαλώντας μέχρι και εκνευρισμό. Την Κίττυ Παϊταζόγλου που κατάφερε να «μιλήσει» σαν νεκρή. Τον μεστό και σπουδαίο, Γιάννη Φέρτη σε ένα ρόλο συνολικής υπερβολής. Αλλά και τον Απόλλωνα, τον Θάνατο και τον Υπηρέτη που ήταν, απολύτως, διαβασμένοι, ακριβείς και ουσιαστικοί.

Και κάπου εκεί και ο Ηρακλής, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, όπως αντιλήφθηκα από την ανάγνωση της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Με παιδική υπόσταση, αλλά και με εικόνα στα όρια του γκροτέσκου. Ένας ημίθεος που μοιάζει με κλόουν, με πρόσωπό που γελά και θρηνεί την ίδια στιγμή. Ένας ήρωας που αποχωρίστηκε την λεοντή και έκρυψε το συναίσθημα κάτω από το έντονο μακιγιάζ. Κρατώντας ένα κρανίο μοιάζει να σχολιάζει τη ματαιότητα του βίου, ως ένας άλλος Άμλετ, ενώ φαίνεται ν’ ακολουθεί με έναν δικό του, αιρετικό τρόπο, τον δρόμο της Αρετής. Τον ερμήνευσε με συγκινητική ειλικρίνεια ο Δημήρης Παπανικολάου.

Κλείνοντας, πιστεύω πως η «Άλκηστη» δεν είναι ένα εύκολο έργο και σε καμία περίπτωση η ερμηνεία της δεν είναι μονοδιάστατη. Η σκηνοθέτης έχοντας μελετήσει πολύ, κατανόησε όλα της τα συστατικά και είμαι σίγουρη πως επέλεξε να τους ρίξει και περισσότερο αλάτι για να τα νοστιμίσει.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει το υπόβαθρο, την μόρφωση και την καλλιέργεια, ώστε να μπορεί να καταπιάνεται με σπουδαία και πολύ διαφορετικά έργα. Φαίνεται ν’ αναλύει μέχρι και τα σημεία στίξης των κειμένων, αλλά και όλα όσα κρύβονται κάτω από τις λέξεις. Είχε, βέβαια, και την τύχη να μεγαλώσει σ’ ένα σπουδαίο σπίτι, που της έδωσε τα εφόδια για να ανοίξει τα φτερά της. Όμως η αξία δεν κληρονομείται. Αποκτάται με σκληρή δουλειά, μυαλό, σεβασμό, σοβαρότητα και μέτρο. Κι έτσι για άλλη μία φορά με εντυπωσίασε.

Η «Ευαγγελίτιδα» μου συνεχίζεται λοιπόν!
Το επόμενο ραντεβού μας θα είναι το Σεπτέμβριο στο Ηρώδειο, στον Αμύντα.

 

Κι όμως, άνδρες υπάρχουν! Ή αλλιώς, η «κανονικότητα» και πώς να την κατακτήσετε.

Έφτασε, δυστυχώς ή ευτυχώς, η εποχή να αναιρέσω κι εγώ με την σειρά μου μια σειρά από λίβελλους που έχω «υπογράψει», καταθέτοντας, κατά καιρούς, την άποψή μου σε δημόσιους και ιδιωτικούς λόγους μου, εναντίον του ανδρικού φύλου.

Και όχι, δεν αλλαξοπίστησα, ούτε επιθυμώ να εισβάλω, με στρατηγική, στο στρατόπεδο του εχθρού. Απλώς, αποφάσισα να ανοίξω τα μάτια μου και να αντικρύσω, επιτέλους, κατάματα το φως το αληθινό, αντιμετωπίζοντας, επιτέλους, την πραγματικότητα.

Λοιπόν, αγαπητές μου almost40something, θα σας τα πω όλα «με το νι και με το σίγμα», όπως ακριβώς τα έζησα, μπας και η δική μου ιστορία μεταλαμπαδεύσει τη γνώση, οδηγώντας κι εσάς σε κάποια ασφαλή και ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με τα δικά σας βιώματα.

Έχουμε και λέμε:

Αν τα σχεσιακά μας, για να μπορέσουμε να τα προσεγγίσουμε ερμηνευτικά, τα περιγράψουμε σαν τους δρόμους που επιλέγουμε στη ζωή, θα παρατηρήσουμε πως ο γνωστός μύθος με τον κακοτράχαλο δρόμο της Αρετής και τον ευθύ δρόμο της Κακίας, έχει αντίθετη ερμηνεία, απ’ ότι στην περίπτωση του Ηρακλή.

Συγκεκριμένα, αν αντί για τις δύο γυναίκες που συνάντησε ο συμπαθής ημίθεος στον Κιθαιρώνα στο κομβικό σταυροδρόμι της ζωής του, συναντήσετε δύο άνδρες που προτείνουν διαφορετικές διαδρομές για να φτάσετε στον προορισμό της ζωής σας, έχοντας οι ίδιοι διαφορετικά μονοπάτια χαραγμένα στα GPS τους, θα πρέπει για λόγους ευκολίας και ισορροπίας να επιλέξετε την πιο σύντομη διαδρομή, ακόμη και αν περιλαμβάνει είκοσι τρεις στάσεις για διόδια.

Δηλαδή, για να γίνω σαφής και κατανοητή, μετά από έρευνες ετών, κοινωνική παρατήρηση και αναλύσεις με γυναίκες όλων των ηλικιών, τα δικά μου συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα:

Αν ένας άνδρας έχει σκοπό- εν γνώσει του ή εν αγνοία του- να σας προσφέρει μια ζωή σε κατσικόδρομο, τίγκα στην λακκούβα, στο χαλίκι και στο «στροφιλίκι», θα έπρεπε αυτομάτως να θεωρείται για εσάς persona non grata.

Επιπλέον, οι ειδικές διαδρομές είναι για την ανάβαση Ριτσώνας και αν υφίστανται σε μόνιμη βάση, προκαλούν ανακατωσούρα και τάση για εμετό. Και μεταξύ μας, ποια γυναίκα επιθυμεί μακροπρόθεσμα μία σχέση που απαιτεί μόνιμη χρήση δραμαμίνης; Άρα, για να σας γίνει ξεκάθαρο και κατανοητό, ο άνδρας αυτός, που «ξεβράστηκε» στον δρόμο σας, σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να απολαμβάνει τα κάλλη σας και την καλοσύνη σας. Τουναντίον μάλιστα. Και για να πούμε «τα σύκα-σύκα κλπ.», αγαπητές φίλες, ο άνδρας αυτός, δυστυχώς, πρόκειται να σας βάλει σε ατέρμονες περιπέτειες.

Άλλωστε, είναι βαθιά προβληματικός και ουχί προβληματισμένος με την κοινωνία, όπως θέλει να λογίζεται. Είναι ένα κακομαθημένο αγόρι που θα σας οδηγήσει σε αδιέξοδο, στο οποίο για να φτάσετε, θα σπάσετε τα όμορφα σας μούτρα αρκετές φορές.

Αντιθέτως, ο άνδρας οποίος ακολουθεί σε μια σχέση τον ευθύ δρόμο, είναι δεδομένο πως θα σας οδηγήσει σύντομα και χωρίς πολλά δράματα σε ένα όμορφο ξέφωτο. Στη διάρκεια, μάλιστα, της ευχάριστης διαδρομής, δεν θα σας έχει βγει η γλώσσα από τα παρακάλια, δεν θα έχετε γεμίσει ρυτίδες από τα νεύρα και θα έχετε κάνει και ένα γερό κομπόδεμα, καθώς δεν θα χαπακώνεστε, συνέχεια, για το στομάχι και τις ημικρανίες. Αυτός, λοιπόν, είναι ο συνοδοιπόρος, που θα σας δείξει πως η ζωή είναι ωραία και πολύ πιο απλή από αυτή που νομίζατε έως σήμερα.

Αυτός ο άνδρας, λοιπόν, που ακολουθεί τον συντομότερο δρόμο, ονομάζεται «κανονικός» άνθρωπός και δεν πρόκειται για εξωγήινο τέρας, αλλά έχει μάτια, μύτη, στόμα, χέρια, πόδια και διάθεση να ζήσει μαζί σας. «Κανονικά». Χωρίς μελό, υστερίες και ταλαιπωρίες.

Κάποιες, βέβαια, διαβάζοντας τα παραπάνω, σίγουρα, ήδη, συνοφρυώνεστε σκεπτόμενες πως ο όρος «κανονικός» ταυτίζεται με την λέξη «βαρετός». Κι όμως θα σας απαντήσω, εν πλήρει συνειδήσει, πως πλανάσθε πλάνην οικτράν!

Ποιος σας είπε, πως αν κάποιος σας υποβάλει σε όλες τις δοκιμασίες του survivor είναι ο άνδρας που σας πρέπει; Ποια Σειρήνα εμπιστευτήκατε και χάσατε τον προσανατολισμό σας, ο οποίος θα έπρεπε να έχει σαν μοναδική κατεύθυνση την ευτυχία; Και φυσικά, ποιος σας είπε πως οι άνθρωποι αλλάζουν αν και εφόσον εμείς προσπαθήσουμε να γίνουμε οι τέλειες σύντροφοι;

Όσο, λοιπόν, περνάει ο καιρός και μεγαλώνω, συνειδητοποιώ πως σχεδόν σε όλη την ενήλικη μου ζωή, όπως και πολλές πανάξιες και πανέμορφες φίλες μου, προσπαθώ να βελτιώσω, δικαιολογήσω, νταντέψω, υποστηρίξω κάποιον άνδρα. Τα αποτελέσματα αυτού του εντατικού coaching είναι, απολύτως, απογοητευτικά. Ως προπονητής αποδεικνύεται να μην έχω τον σχεδιασμό που απαιτείται και τελικώς, οδηγούμαι στην αποτυχία, ακόμη και αν κατέχω όλα τα αναγκαία για να σηκώσω την κούπα: τεχνικές δεξιότητες, διαπροσωπική επικοινωνία, οξυδέρκεια, αποφασιστικότητα και αποτελεσματική διαχείριση του χρόνου.

Μήπως δεν είναι, όμως, θέμα προπονητικής νοημοσύνης, αλλά θέμα επιλογής παίκτη ή- για να είμαστε και πιο ακριβείς- συμπαίκτη; Γιατί, ναι, η ζωή είναι παιχνίδι και γι’ αυτό θα πρέπει αν θέλεις να στεφθείς νικητής και να περάσεις καλά, πάνω απ ‘όλα, να φτιάξεις την καλύτερη ομάδα!

Ας ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στον όρο «κανονικός». Ο «κανονικός» άνδρας- ο «homo kanonikus», δηλαδή- για να τον αναγνωρίσουμε έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά.  Είναι αυτός που χαμογελά με ευκολία και γελά με την καρδιά του, χωρίς μιζέριες. Είναι αυτός που χαίρεται να βρίσκεται δίπλα σας, θέλει να μοιραστεί μαζί σας την καθημερινότητα του, τους φίλους και την οικογένειά του. Είναι αυτός που σας βοηθά σε κάτι που θα ζητήσετε, αλλά κάνει και πολλά για εσάς, με δική του πρωτοβουλία. Είναι αυτός που δεν εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά βούληση, που μιλά στους οικείους σας, που σέβεται τη ζωή σας και θαυμάζει τις επιλογές σας. Είναι αυτός που δεν φοβάται τη δέσμευση περισσότερο από εσάς, επιλέγει να είναι αισιόδοξος, φερέγγυος, δεν αναβάλει και το βασικότερο όλων, είναι αυτός που σας προκαλεί ασφάλεια και σιγουριά.

Η μακρόχρονη επιστημονική μελέτη μου, καταλήγει πως αυτός ο «κανονικός» άνδρας, που μέχρι σήμερα δεν του δίνατε καμία σημασία, καθώς αναζητούσατε και, τελικώς, επιλέγατε, κατ’ εξακολούθηση, την δύσκολη πίστα με τον τοξικό serial killer θετικής ενέργειας, είναι επιβεβαιωμένα, ο άνδρας της ζωής σας. Είναι αυτός που θα θαυμάσετε, θα ερωτευτείτε, θα αγαπήσετε. Είναι αυτός που θα σας κάνει, επιτέλους να ηρεμήσετε, να χαλαρώσετε και κατ’ επέκταση, ν’ ανθίσετε!

Και για να ολοκληρώσω το πόνημα μου, οφείλω να σας επισημάνω, πως αυτός ο άνδρας βρίσκεται κάπου δίπλα σας. Απλά δεν τον έχετε προσέξει ποτέ. Ήρθε η στιγμή, λοιπόν, να τον κοιτάξετε στα μάτια και να δώσετε τη σημασία που του πρέπει. Είναι εκεί.

Σας έχει χαμογελάσει, σας έχει ακούσει, σας έχει πει όμορφες κουβέντες, σας έχει, ίσως, συμπαρασταθεί, σας έχει κάνει να γελάσετε και έχει γελάσει και αυτός με τα δικά σας αστεία. Αυτός ο άνδρας, λοιπόν, θα ήθελε να σας κρατήσει μια μέρα το χέρι και να προχωρήσει μαζί σας «κανονικά». Χωρίς μισόλογα, παρεξηγήσεις και παρανοήσεις. Απλά και χαλαρά. Αληθινά. Αντρίκια.

Κλείνοντας, αγαπητές almost40something θα ήθελα να επισημάνω πως η κατάκτηση της ευτυχισμένης ζωής που αξίζουμε είναι δική μας ευθύνη. Άλλωστε, βάσει, για άλλη μία φορά, προσωπικής παρατήρησης, καταλήγω πως οι σχέσεις που δεν προχώρησαν, ήταν εξ’ αρχής προβληματικές. Οι άνδρες που μας απογοήτευσαν, μας έδειξαν την προδιάθεση τους από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας. Εμείς δεν θελήσαμε να το καταλάβουμε.

Επειδή, όμως, πλέον ο ουρανός έχει καθαρίσει, δεν υπάρχει δικαιολογία. Οι δυσοίωνοι τύποι να πάρουν «τα κουβαδάκια τους και να πάνε σε άλλη παραλία». Εσείς το μόνο που χρειάζεται να κάνετε, είναι ν’ απλωθείτε στην αμμουδιά και ν’ αγκαλιάστε τον «κανονικό» άνδρα που βρίσκεται δίπλα σας. Τον άνδρα της όμορφης, «κανονικής» ζωής σας!

 

Όταν κάνεις θέατρο για την ψυχή σου… “Love YOU brothers”!

Τριάντα ένα χρόνια είναι πολλά. Τα λες και μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή, λοιπόν, γνωρίζω τη Τζένη, την Ντόρα, την Ηρώ, την Νεκταρία, την Ελευθερία, την Άννα. Και κάποια λίγα λιγότερα, την Μαριαλένα, τον Πέτρο, την Λένια, τον Βασίλη, την Λέτα, το Μαράκι μας… Και ακολουθούν και ακόμη περισσότεροι συνοδοιπόροι, που απόψε το βράδυ βρέθηκαν στο θέατρο «Επί Κολωνώ», για να παρακολουθήσουν το πρώτο θεατρικό έργο, που υπέγραψε ως συγγραφέας, ο Πέτρος Μαρμάρινος.

Ο -δικός μας- Πέτρος, λοιπόν, κατέληξα, για άλλη μια φορά, πως είναι τελειομανής. Όταν ανεβαίνει στη σκηνή, «παίζει» με φυσικότητα. Όταν σκηνοθετεί, το κάνει με απόλυτη ακρίβεια, σεβόμενος έως τα κόμματα και τις τελείες του κειμένου και πλέον όταν γράφει έργα- γιατί είμαι σίγουρη πως θα γράψει πολλά- τα προικίζει με αρτιότητα, όπως το «Love me bro» που ακροβατούσε αριστοτεχνικά ανάμεσα στο χιούμορ και την τραγικότητα, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπερβολή.

Ο συγγραφέας Πέτρος Μαρμαρινός ανέκαθεν αγαπούσε το θέατρο. Διάβαζε πολλά θεατρικά κείμενα και παρακολουθούσε παραστάσεις από μικρός. Άλλωστε, όπως εμείς οι φίλοι του υποστηρίζαμε, μπορούσε πάντα να βρίσκει καλές θέσεις, λόγω της συνωνυμίας του με τον υπέρ-σπουδαίο Μιχαήλ Μαρμαρινό.

Και κάπως έτσι, πριν από λίγα χρόνια, αποφάσισε ως εραστής της τέχνης του θεάτρου, να δοκιμαστεί πιο ουσιαστικά, μπαίνοντας στα βαθιά.

Τα πρώτα του ημι-επαγγελματικά σκηνοθετικά βήματα έγιναν το 2014, μέσα από το μονόπρακτο του Πίντερ «Ένα ακόμη και φύγαμε», το οποίο, μάλιστα, φέτος ανέβηκε και στο θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου, με τον Δημήτρη Καταλειφό.

Σ’ εκείνη την παράσταση, λοιπόν, οι δικοί του φίλοι, μολονότι γνωρίζαμε την εσωτερική του δύναμη, ομολογώ πως εντυπωσιαστήκαμε. Στη σκηνή του θεάτρου ανέβασε τρεις ερασιτέχνες ηθοποιοί -τους φίλους μας- και τους μεταμόρφωσε σε έμπειρους ερμηνευτές.

Πέρασαν τρία χρόνια από τότε και φέτος στο φεστιβάλ OFF OFF ATHENS, έφτασε η στιγμή και για το πρώτο του συγγραφικό έργο.

Κάπου εκεί ξεκίνησε και η συγκίνηση που με ακολούθησε μέχρι την επιστροφή μου στο σπίτι. Συγκίνηση για το προσεγμένο στη λεπτομέρεια κείμενο, που σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει έργο πρωτοεμφανιζόμενου. Υπήρξαν, μάλιστα, στιγμές που ένιωθα σαν να είχε γραφτεί από έναν πολύπειρο συγγραφέα για κάποια δυσλειτουργική οικογένεια μιας επαρχιακής αμερικανικής πόλης.

Και η συναισθηματική φόρτιση όλο και μεγάλωνε γι’ αυτό το έργο. Για τη δεμένη σκηνοθεσία και τις μουσικές, για την Ντόρα, τη Νεκταρία που βρισκόταν στο πλάι του, για την πανταχού παρούσα Μαριαλένα, που χθες το βράδυ έκανε baby sitting, για να βρίσκεται ο σκηνοθέτης στα παρασκήνια, για τη Λένια και τα σκηνικά της, τον Λεύτερη στον ήχο, για την Τζένη στην πρώτη σειρά, που γελούσε δυνατά σε κάθε ατάκα, για την δακρυσμένη Έφη, που καθόταν δεξιά μου, την Άντα και την Αντιγόνη, που χειροκροτούσαν δυνατά, τη Τζωρτζίνα και το Γιάννη, που γνωρίστηκαν πριν από δεκαετίες στην θεατρική ομάδα, τη Λένα Γεωργιάδου που μας «γέννησε».

Και, φυσικά, πάνω απ’ όλα, για όλους εκείνους επί σκηνής. Για τον πιστό, δυνατό, μόνιμο πρωταγωνιστή του Πέτρου, Δημήτρη Δαμιανό, την σπαραχτικά «σκληρή» Λέτα Παπανικολάου, τη «δηλητηριασμένα» χαριτωμένη, Ηρώ Λαζή και τον σκληρά ευαίσθητο, τιμωρημένο από τις Ερινύες, απόλυτα ακριβή Βασίλη Πουλάκο- τον μοναδικό επαγγελματία της ομάδας μας, που συνδράμει πάντα με την εμπειρία του, όταν χρειαστεί- ο όποιος, μάλιστα, μας φύλαγε για το τέλος, αυτό που όλοι σκεφτόμασταν μέσα μας.

Ευχαρίστησε με ένα βλέμμα ψηλά εκείνον, που δεν μπόρεσε να είναι χθες το βράδυ επάνω στη σκηνή. Κι όμως… ήμουν σίγουρη, πως βρισκόταν παντού. Φαινόταν στα μάτια όλων, που καθρέφτιζαν τα κρυμμένα μέσα μας.

Κλείνοντας θα ήθελα να δηλώσω, πως με τιμά αφάνταστα το ότι είμαι μέλος της ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας «Έξω Φρενών» που κουβαλά αυτό το παρελθόν, αλλά πολύ περισσότερο είμαι υπερήφανη για τον Πέτρο Μαρμαρινο και το σπουδαίο μέλλον που ανοίγεται μπροστά του.

Εάν η παράσταση «Love me bro» ανέβει ξανά, μην τη χάσετε. Θα παρακολουθήσετε μια σπουδαία επαγγελματική προσπάθεια ερασιτεχνών, που έμαθαν από τα μικρά τους χρόνια ν’ αγαπούν «να κάνουν θέατρο για την ψυχή τους».

ΥΓ. Σκεφτόμουν τι να γράψω στο τέλος, για τα συναισθήματα αυτής της βραδιάς και τα λόγια, μου φαίνονταν μικρά. Ευτυχώς ο φίλος και πρωταγωνιστής Βασίλης Πουλάκος με πρόλαβε με τον καλύτερο τρόπο, παραφράζοντας τον Σεφέρη και γράφοντας στη σελίδα του:

«Για ένα πουκάμισο ΓΕΜΑΤΟ. Για έναν Ανδρέα».

Posted in See

Ψάξε τη δική σου φωνή, μέσα από τις «φωνές» που φτάνουν στ’ αυτιά σου.

Το τελευταίο διάστημα σκέφτομαι ξανά και ξανά τις φωνές που κρύβουμε μέσα μας. Από τις μικρούτσικες, έως τις πολύ δυνατές. Αυτές που σιωπούν και εκείνες που ουρλιάζουν. Προσπαθώ να αντιληφθώ το σώμα μου σαν ένα δοχείο, που συγκεντρώνει διάφορους ήχους. Χαρούμενους και λυπημένους.

Νιώθω πως στη συνέχεια, όλα μας τα εκφραστικά μέσα, ακούν αυτούς τους προσωπικούς ήχους και τους αναπαράγουν. Γελώντας, κλαίγοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, πηδώντας, τρέχοντας, φωνάζοντας, μιλώντας.

Οι ήχοι αυτοί μέσα μας, είναι οι φωνές μας. Αυτές που μας χαρακτηρίζουν. Αυτές που μας προσδιορίζουν. Αυτές που μας εξελίσσουν. Αυτές που, κάποιες φορές, μας κρατούν μαρμαρωμένους. Οι φωνές αυτές είναι «τα θέλω» και πολύ περισσότερο «τα πρέπει» μας. Έρχονται από το παρελθόν και ίσως, συναντήθηκαν με εμάς, από την πρώτη στιγμή, καθώς μεγαλώναμε στην κοιλιά της μάνας μας.

Ενδεχομένως, τότε να έκανε και την εμφάνισή της, στο δικό μας σώμα, η πρώτη ασθενής δική μας φωνούλα. Τότε που εμείς ήμασταν ακόμη μέρος των ήχων εκείνης, όταν μας κυοφορούσε στο σώμα της.

Όλα, λοιπόν, στη ζωή μας, πιστεύω πως σχετίζονται με τις φωνές που κατοικούν μέσα στο σώμα μας. Με όσα δηλαδή, διδαχθήκαμε. Με όσα αποτέλεσαν την τροφή μας.

Άλλωστε, η αγωνία, ο φόβος, η ανασφάλεια, η δυσκολία, η δύναμη, η πληρότητα, η έλλειψη, η επιτυχία, η αγάπη, η σιγουριά, η ασφάλεια, η ευτυχία, αποτελούν βαριές κληρονομιές των προηγούμενων, που μας έχουν κληροδοτηθεί, χωρίς εμείς να μπορούμε να τις αποποιηθούμε.

Αναλογίζομαι, πολλές φορές, τις πράξεις μου, τις σκέψεις μου σε συνδυασμό με των γύρω μου. Κοντινών και μακρινών. Ακούω προσεκτικά τις φωνές μου σήμερα και θυμάμαι και των προηγούμενων χρόνων.

Πόσο έχουν αλλάξει και αν έχουν αλλάξει, γιατί συνέβη αυτό;

Τι, άραγε, λένε οι εσωτερικές φωνές στους άλλους ανθρώπους;

Πώς θα καταφέρουμε, επιτέλους ν’ ακουστεί η μικρή φωνή που είναι καταδική μας και δεν γίνεται αντιληπτή μέσα στο πλήθος, λόγων των υπόλοιπων φωνών που μας έχουν επιβληθεί;

Και κάπου ανάμεσα σε αυτές τις σκέψεις, έτσι συμπτωματικά, βρέθηκα να παρακολουθώ στο Νέο Θέατρο «Κατερίνα Βασιλάκου», πριν από μερικά βράδια, την παράσταση «Φωνές», που αποτελείται από τέσσερα μονόπρακτα του Χάρολντ Πίντερ.

Εκεί, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, βλέποντας τους ήρωες επί σκηνής, φαντάστηκα τις δικές τους φωνές, που έρχονταν από μακριά και τους κρατούσαν εγκλωβισμένους. Εγκλωβισμένους να ζήσουν ένα παρόν και ένα μέλλον, κολλημένο στο παρελθόν, που είχε στιγματίσει αυτούς και τους γονείς τους.

Βλέποντας την σπουδαία Όλια Λαζαρίδου, να υποδύεται, με συγκινητικά χαριτωμένο τρόπο, μια ασθενή που ξυπνά από λήθαργο, σκέφτηκα τον βουβό πόνο, που βιώνει μέσα του κάθε άνθρωπος, μεγαλώνοντας. Θυμήθηκα όλους αυτούς που γερνούν στο σώμα, αλλά επιμένουν σε μια ψυχή παιδική, που κουβαλά, ακόμη, τα ίδια παιδικά βιώματα και τραύματα.

Μου ήρθε στο μυαλό μια συζήτηση που είχα, κάποτε, με τη θεία Ειρήνη, όταν εκείνη μου εξιστόρησε μία σκηνή από την παιδική ζωή της, που την είχε συγκλονίσει. Ο τρόπος και η ένταση, που την περιέγραφε, σχεδόν σε ενεστωτικό χρόνο, με οδήγησε στη σκέψη πως αυτές οι φωνές μέσα μας, δεν σιωπούν και δεν κοιμούνται ποτέ.

Ούτε οι φωνές του ζευγαριού από το δεύτερο μονόπρακτο του Πίντερ μοιάζουν να σιωπούν. Ούτε οι φωνές του γιου και του νεκρού πατέρα- του σπαραχτικού Δημήτρη Καταλειφου- στο τρίτο.

Και κάπου εκεί, ξεκίνησε το τέταρτο μονόπρακτο. Σαν αποχαιρετισμός. «Ένα για το δρόμο». Η φωνή της εξουσίας πλημμύρησε με σκληρά συναισθήματα τη σκηνή.  Η καρδιά μου σφίχτηκε. Μέσα μου, αυτομάτως γεννήθηκαν οι δικές μου φωνές.

Το ίδιο έργο. Τρία χρόνια πριν. Άλλοι πρωταγωνιστές, άλλος σκηνοθέτης. Άλλες μνήμες. Οι δικοί μας φίλοι. Μια ομάδα ερασιτεχνών, με εσωτερικές φωνές, που έφταναν ως τον ουρανό και συντονίζονταν με τις δικές μας. Ο Πέτρος Μαρμαρινός, ο Δημήτρης Δαμιανός, ο Ανδρέας Μαυριάς και η Ηρώ Λαζή.

Μια ομάδα ανθρώπων, που πάντα θα επιστρέφει στη σκηνή. Και αν, μερικές φορές, τα πρόσωπα αλλάζουν και ταξιδεύουν, η εσωτερική φωνή που τα ενώνει θα είναι πάντα η ίδια. Το ίδιο δυνατή, καθαρή και αειθαλής.

Υ.Γ.Ραντεβού με αυτές τις φωνές, στο OFF-OFF ATHENS του «Επί Κολωνώ» με το «Love me Bro».

Posted in See