Όχι πια δάκρυα. Mόνο γέλια! Επιτρέπονται τα δάκρυα χαράς και τα γέλια μέχρι δακρύων.

Η ζωή μας, όπως και να το πάρουμε, έχει πλάκα. Τελεία και παύλα. Είτε μας συμβαίνουν τα χειρότερα, είτε τα καλύτερα, μοιάζει σαν κάποιος από κάπου ψηλά, κάπου μακριά, με τρόπο μεταφυσικό, ξοδεύει για «πάρτη μας» μεγάλες ποσότητες χιούμορ. Αυτό το αυθεντικό, το ωραίο, αλλά ακόμη και το άλλο. Το μαύρο και άραχνο.

Άλλωστε, ανέκαθεν οι σκέψεις, πως κάποιος γελά επειδή διασκεδάζει μ’ εμάς, γελά λόγω ημών, ή εις βάρος μας, θεωρούνται απολύτως φυσιολογικές, όπως και οι φράσεις: «Πολύ πλάκα!», «Μου κάνεις πλάκα;», οι οποίες αποκτούν θετική ή αρνητική διάσταση, καθώς χρησιμοποιούνται, αναλόγως με το χρωματισμό που τους δίνουμε.

Πέρα όμως από την πλάκα, σε κάθε περίπτωση, το γέλιο είναι απαραίτητο στη ζωή μας. Άλλωστε σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες, μας ομορφαίνει και μας δίνει ζωή. Μας ανεβάζει με φυσικό τρόπο τη διάθεση, προλαμβάνει τις ασθένειες, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα, καίει θερμίδες, γυμνάζει και αυξάνει τη μακροζωία. Ακόμη, δηλαδή και αν καταβρόχθιζα ολόκληρη, την πιο ακριβή ενυδατική-αντιρυτιδική-συσφικτική κρέμα προσώπου, που έχω αποκτήσει, τέτοιου είδους οφέλη δεν θα είχα.

Επιπλέον, σύμφωνα με τους ειδικούς, ενώ χρησιμοποιούμε μόνο δεκαεπτά μυς του προσώπου μας για να γελάσουμε, από την άλλη, χρησιμοποιούμε σαράντα επτά για να κατσουφιάσουμε. Το οποίο με απλά λόγια σημαίνει, πως είναι προτιμότερο να γελάς, παρά να στραβώνεις τα μούτρα σου, αν θέλεις να αποφύγεις, προς το παρόν, τις επισκέψεις στους πλαστικούς χειρουργούς, εφόσον, μάλιστα, για να κάνεις μία ρυτίδα από το γέλιο, πρέπει να χαμογελάσεις περίπου 250.000 φορές.

Αναλογιζόμενη κάπως τη ζωή μου, συνειδητοποιώ πως τόσο οι φίλοι μου, όσο και η οικογένεια μου, ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που σε κάνουν να γελάς. Έχουμε, άλλωστε, περάσει άπειρο χρόνο χαχανίζοντας, έχουμε βρεθεί στα πατώματα, έχουμε χαζογελάσει, έχουμε κλάψει από τα γέλια κι έχουμε τρέξει ξεκαρδισμένοι στην τουαλέτα για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Μικροί και μεγάλοι.

Ακόμη θυμάμαι τη γιαγιά μου να γελάει ασταμάτητα με τα αστεία της Μαμάς μου και τη φίλη μου την Άλκηστη να ξελιγώνεται στο σινεμά με το που ξεκίνησε η προβολή της ταινίας «Τίγρης και Δράκος». Και στις δύο περιπτώσεις, πίστευα ό,τι θα «πέθαινα από τα γέλια», όπως ο φιλόσοφος Χρύσιππος, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση, πέθανε γελώντας για ένα αστείο, που ο ίδιος είπε, κάπου εκεί στα προ Χριστού.

Ας εξετάσουμε όμως και τι συμβαίνει και με το γέλιο στα συναισθηματικά μας. Ως προς τον σύντροφο που επιλέγεις, σίγουρα μπορείς να ερωτευτείς κάποιον για πολλούς λόγους. Αρχικά γιατί σε ελκύει η εμφάνιση σου, το μυαλό του, η σιγουριά του, οι κοινοί σας στόχοι.
Μπορεί, ακόμη, να ερωτευτείς την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη που σου εμπνέει ή την δύναμη του.

Όλα τα παραπάνω, σαφώς, είναι σημαντικά, όμως, τελευταία, σκέφτομαι πως ίσως ο πιο ουσιώδης λόγος για να ερωτευτείς κάποιον, είναι γιατί έχει την ικανότητα να σε κάνει να γελάς.
Κι επειδή, η ζωή είναι αρκετές στιγμές δύσκολη, με καθημερινά άγχη, απώλειες και αρκετές απογοητεύσεις, πλέον πιστεύω πώς δίπλα μας χρειαζόμαστε ανθρώπους που μας κάνουν να γελάμε.

Φέρνοντας στο μυαλό μου σχέσεις του παρελθόντος, με θυμάμαι αρκετές φορές να συννεφιάζω, άλλες να κλαίω και να σιωπώ, ζώντας δίπλα σε ανθρώπους, που με χαρακτηριστική ευκολία μπορούσαν να μου ρουφήξουν όλη την θετική ενέργεια, τροφοδοτώντας την ακόρεστη πείνα τους για απαισιοδοξία και αρνητισμό.

Αυτά, λοιπόν, τα «ψυχολογικά βαμπίρ» που εγώ επέλεγα να συναναστραφώ- όπως κάνουν και πολλές φίλες μου- ζουν και αναπνέουν ανάμεσα μας, γιατί εμείς τους επιτρέπουμε να υπάρχουν και να μας εξαντλούν συναισθηματικά.

Και όπως, με το γέλιο ο εγκέφαλος απελευθερώνει τις βήτα-ενδορφίνες, τις φυσικές οπιούχες ουσίες με αναλγητική δράση, έτσι και ένας χαρούμενος σύντροφος που σε κάνει να γελάς, σε βοηθά να βλέπεις με άλλο μάτι τη ζωή, ακόμα και όταν τα πράγματα δεν πάνε τέλεια.

Αν, λοιπόν, γνωρίσατε έναν άνδρα που σας κάνει να γελάτε με τη ψυχή σας, κρατήστε τον στη ζωή σας! Είναι αυτός, άλλωστε, που μπορεί να σας προσφέρει τη ζωή που αξίζει να ζήσετε. Είναι ο άνθρωπος που θα σας φτιάχνει τη διάθεση, ακόμη και εν μέσω κρίσης.

La vita è bella, λοιπόν, όταν έχεις δίπλα σου αυτόν που σε κάνει να χαμογελάς. Εκείνον με τον οποίο μπορείς να κάνεις πλάκα, με την ίδια ευκολία που μπορείς να μιλήσεις για τα πιο σοβαρά θέματα. Τον άνδρα που μπορεί να μετατρέψει το άγχος σου σε εμπιστοσύνη, επιθυμώντας να είσαι χαρούμενη. Αυτός είναι ο άνδρας που θα σε κάνει να ανθίσεις, όπως κι εσύ οφείλεις να κάνεις το ίδιο γι’ αυτόν.

Και κάπως έτσι, καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε η Τζέσικα Ράμπιτ στην ταινία «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ;» όταν στην ερώτηση «μα τι βρίσκεις σε αυτόν τον λαγό;», εκείνη απάντησε αμέσως και χωρίς δεύτερη σκέψη: «γιατί με κάνει να γελάω!»

Ψάξτε, επομένως, για τον δικό σας Ρότζερ! Είναι κάπου εκεί έξω. Σας μιλάω εκ πείρας.

Ανοίξ-αμε και σας περιμένουμε!

Κι εκεί που ταλαιπωρούμαστε από χίλιες πλευρές: Χειμώνας, κρύο, ΕΦΚΑ, μειώσεις στους μισθούς, ερωτικές απογοητεύσεις, αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, επιπλέον κιλά που εγκαταστάθηκαν από την εποχή των κουραμπιέδων, έρχεται εκείνη. Η Άνοιξη. Ο μόνος λόγος που, επί της ουσίας, καταφέρνουμε και αντέχουμε τις προηγούμενες δύο εποχές.

Η Άνοιξη είναι γένους θηλυκού. Είναι ό,τι πιο κοντινό σε μια almost40something γυναίκα, που ξέρει τι επιθυμεί, προσέχει τον εαυτό της και αγαπά να δημιουργεί. Η Άνοιξη έχει τα πάντα, όπως αυτή η γυναίκα. Έχει καλοκαιρία και κακοκαιρία. Έχει χαρές και νεύρα την ίδια στιγμή. Έχει όρεξη για οτιδήποτε νέο, αλλά και διάθεση να τα γκρεμίσει όλα.

Αυτή, λοιπόν, είναι η εποχή που τα πάντα αλλάζουν γύρω μας. Η ψυχολογία μας ανεβαίνει στο ζενίθ, μαζί με τους βαθμούς Κελσίου. Τα μάλλινα αλλάζουν θέση και τακτοποιούνται δίπλα σε λεβάντες. Τα χελιδόνια επιστρέφουν και χτίζουν φωλιές. Η φύση ανθίζει. Και, φυσικά, ύστερα έρχονται οι μέλισσες, μαζί με τους νέους έρωτες.

Οι έρωτες της Άνοιξης είναι εντελώς διαφορετικοί από τους έρωτες του καλοκαιριού, οι οποίοι ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν ως εφήμεροι, όσο, δηλαδή, επιβιώνει το αλάτι πάνω στο δέρμα μας, πριν τελικώς ξεπλυθεί. Οι έρωτες της άνοιξης είναι αναζωογονητικοί. Θυμίσουν τη φύση που ξυπνά από τον βαθύ της ύπνο. Μοιάζουν με την πρώτη στιγμή που θα βρεθούμε κάτω από τον ήλιο σε μια παραλία. Τότε που με δυσκολία ανοίγουμε τα μάτια μας στο φως, αλλά ταυτοχρόνως επιθυμούμε διακαώς το άγγιγμά του.

Την Άνοιξη η ζωή είναι πιο ωραία. Οι ζακέτες ξεχνιούνται στα πιο απίστευτα μέρη, τα χαμόγελα εμφανίζονται συχνότερα, τα παγάκια επιστρέφουν στα ποτήρια και η οικονομική κρίση, μοιάζει, κάποιες φορές, αδύναμη να επηρεάσει την ψυχολογία μας.

Και κάπου εκεί, σκέφτεσαι την σοφία που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία του κόσμου. Άλλωστε, πάντα μετά τη νύχτα ακολουθεί η μέρα, μετά τη βροχή έρχεται το ουράνιο τόξο, μετά τα δάκρυα προκύπτουν τα γέλια και μετά το Χειμώνα ξυπνά η Άνοιξη.

Τώρα είναι, που δοκιμάζουμε τη θερμοκρασία στη θάλασσα, βρέχοντας για λίγο τα πόδια μας. Τώρα είναι, που ονειρευόμαστε τις καλοκαιρινές διακοπές μας. Τώρα είναι, που πρέπει ν’ αποφασίσουμε, επιτέλους, τι μας κάνει ευτυχισμένους. Δεν υπάρχει λόγος και χρόνος για άλλες καθυστερήσεις. Το αποτέλεσμα του αγώνα έχει κριθεί από καιρό.

Ο Χειμώνας τελείωσε. Και στη φύση, αλλά και μέσα μας. Ας υποδεχθούμε, επομένως, την εποχή «φορώντας» το καλό μας πρόσωπο. Βελτιώνοντας τη ζωή μας. Προσέχοντας τον εαυτό μας. Ανθίζοντας. Ας μας κάνουμε, επιτέλους, το δώρο που επιθυμούμε. Μια ζωή που να μας αξίζει. Μοιρασμένη με φίλους, οικογένεια κι έναν σύντροφο. Με εκείνους, δηλαδή, που αποτελούν μέρος της ευτυχίας μας.

Άλλωστε, η ευτυχία, σχετίζεται με τις επιλογές μας. Και αυτήν την Άνοιξη, ξυπνώντας, κατά μία έννοια, από τη χειμερία νάρκη, που είτε έχουμε επιβάλει στον εαυτό μας, είτε μας έχει επιβληθεί από «άλλους», ας αποφασίσουμε να επιλέξουμε σωστά.

Όπως η φύση αναγεννιέται, ας αναγεννηθούμε κι εμείς. Απομακρύνοντας από τη σκέψη μας την τοξικότητα του χειμώνα, των διαφόρων «άλλων» που μας περιτριγυρίζουν και των συντρόφων που απογοήτευσαν τις προσδοκίες μας.

Ας προχωρήσουμε, λοιπόν, με ό,τι μας κάνει να βελτιωνόμαστε, να εξελισσόμαστε και να νιώθουμε πως μέσα μας «θα ‘ναι σαν να μπαίνει η Άνοιξη».

Υ.Γ. Οι άνδρες που έρχονται με την Άνοιξη φορούν κολόνια και μυρίζουν όμορφα σαν ανθισμένος κήπος, ενώ το άρωμα τους που σε συνοδεύει συνέχεια, σε κάνει να νιώθεις πώς όλα θα πάνε καλά από εδώ και πέρα.

Ποιος είπε πώς οι λαμπάδες είναι μόνο για τα μικρά παιδιά;

 

Χαζεύοντας, για λίγο, το τι συμβαίνει στην κοινωνία των social media, παρατήρησα μετά από καιρό, πως οι σελίδες γέμισαν λουλουδάκια, δεντράκια, ζουζουνάκια και άλλα συναφή. Όπερ σημαίνει, πως αρκετοί από εμάς επιλέξαμε να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα κάπου στην εξοχή.

Κι αυτό το «κάπου στην εξοχή», συνήθως συνδυάζεται με γονείς, θείους, αδέρφια, ξαδέρφια, ανίψια και φυσικά « η σκούφια του κρατάει», από τότε που ήμασταν πιτσιρίκια.

Έχοντας βρεθεί σε διάφορα μέρη στη ζωή μου, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, για τις ημέρες του Πάσχα , τελικώς, πιστεύω, πως υπό συνθήκες- που έχεις, δηλαδή, μια οικογένεια, σχεδόν, φυσιολογική σαν τη δική μου- είναι ωραία ανάπαυλα, να περνάς αυτές τις λίγες ημέρες μαζί τους και ιδανικά οπουδήποτε παραπέμπει σε χωριό.

Κατ’ αρχάς έχεις τη μοναδική ευκαιρία, όσο ετών κι αν είσαι, να αντιμετωπίζεσαι σαν ανήλικο. Να κάθεσαι στο τραπέζι με τα παιδιά, να έχεις στυμμένη πορτοκαλάδα με το που θα ανοίξεις τα μάτια σου, να τρως κάθε τριάντα λεπτά, να κυκλοφορείς με τις πιτζάμες, να λιάζεσαι αμέριμνος και να κόβεις βόλτες σε χωράφια μαζεύοντας λουλούδια.

Στην περίπτωση μου, αν και τα χρόνια περνούν, εξακολουθώ, επιπλέον, να αντιμετωπίζω πορωμένα την υπόθεση λαμπάδα και να ζητώ κάθε χρόνο από τη Νονά μου, ό,τι πιο φαντασμαγορικό υπάρχει στην αγορά. Στόχος μου είναι, ακόμη και τώρα, να κάνω εντύπωση στην Ανάσταση, σε σημείο που να σκάνε από τη ζήλεια τους όλα τα δεκάχρονα, που βρίσκονται σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων από εμένα.

Την Άνοιξη η φύση κάνει πάρτι- ειδικά- στα χωριά και μαζί της χορεύει και η ψυχολογία μας. Έτσι, το ελληνικό Πάσχα που είναι το πιο κλασικό χαρακτηριστικό της εποχής, μας υπενθυμίζει, πως κάπου εκεί κοντά βρίσκεται το Καλοκαίρι, για το οποίο όλοι ζούμε και αναπνέουμε. Άλλωστε όταν ανεβαίνει η θερμοκρασία, τα χαμόγελα πληθαίνουν και η οικονομική κρίση ξεχνιέται για λίγο, όπως τα μπουφάν μας σε κάποια ταβέρνα.

Ακόμα, μάλιστα και η τσουκνίδα, που είχα την ατυχία να συναντήσω χθες, με έκανε στο τέλος να χαμογελάσω- στην αρχή, βέβαια, είχα την αίσθηση πως με τσίμπησε οχιά- σκεπτόμενη το Πάσχα των παιδικών μου χρόνων, στο κτήμα της γιαγιάς μου στο Γύθειο.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια, κατά καιρούς, αναλόγως με την συναισθηματική φάση στην οποία βρισκόμουν, επέλεγα διαφορετικούς προορισμούς, γι’ αυτές ημέρες κατάνυξης και εορτασμού. Παραδοσιακούς ή μεταμοντέρνους. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, συμπεριλάμβαναν λαμπάδα, φαγητά και συναναστροφή με αγαπημένους.

Πριν από μερικά χρόνια, θυμάμαι, ένας σύντροφος με είχε οδηγήσει στα όρια μου, να κλαίω απελπισμένη, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει την ανάγκη μου, ν’ ακολουθήσω αυτή την παιδική μυσταγωγία, που σήμαινε τόσα για μένα. Ένιωθα πληγωμένη εκείνη τη χρονιά, που δεν είχα καταφέρει να κρατήσω τη λαμπάδα Hello Kitty, επειδή «απλά δεν προλάβαμε» γιατί δεν «υπήρχε και κανένας σοβαρός λόγος». Όπως επίσης, δεν ξεχνώ και κάποιον άλλον, που απέφευγε τις εκδρομές το Πάσχα, γιατί «έχει κίνηση στους δρόμους και πού να μπλέκουμε…».

Πόσο μίζερες και οι δύο περιπτώσεις….Το παραδέχομαι βέβαια. Ίσως όλο αυτό να είναι κάπως υπερβολικό, αλλά έτσι είμαι εγώ. Θέλω να χαρώ, να βρεθώ με κόσμο, ν’ αγκαλιαστώ και ν’ αγκαλιάσω. Και φυσικά να «βάλω τα καλά μου» και να ευχηθώ σε όλους «Χρόνια Πολλά!».

Βέβαια, μεγαλώνοντας κι έχοντας βρεθεί σε πολλές διαφορετικές φάσεις στη ζωή, γνωρίζω, πως δεν είναι πάντα εφικτό, να περνάς τις ημέρες αυτές, όπως ιδανικά θα ονειρευόσουν και ίσως και με αυτούς που επιθυμείς. Κοινώς, μπορεί κάποια στιγμή να είσαι μόνος σου. Είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά. Κι εκεί έρχονται οι κλασικοί «πυροσβέστες». Οι φίλοι μας. Αυτοί, που μπορούν να μας σώσουν, να μας καταλάβουν και να μας στηρίξουν. Είναι εκείνοι που ανοίγουν το σπίτι τους, την αγκαλιά τους, το χωριό τους και μας προσφέρουν μία θέση στο οικογενειακό τραπέζι.

Ούσα, λοιπόν και σε αυτή τη φάση, έχω φιλοξενηθεί συναισθηματικά από τους αγαπημένους μου φίλους, για Πάσχα, διακοπές, εορτασμούς και λοιπές καταστάσεις, ως αναπόσπαστο κομμάτι της δικής τους οικογένειας. Και κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, συνειδητοποιώ με χαρά, πως όλοι αυτοί, είναι η δεύτερή- υπέροχη- οικογένεια μου. Μιας και είναι εκείνοι, που με βοηθούν να μη πιστεύω, ότι φορτώνομαι, αλλά να νιώθω λίγο-πολύ «σαν στο σπίτι μου».

Και αυτές τις ημέρες τους αγαπώ ακόμη περισσότερο, σκεπτόμενη πόσο τυχερή είμαι, που με έχουν καλωσορίσει στις ζωές τους. Και ευτυχώς δεν είμαι η μόνη που αισθάνομαι έτσι, καθώς μιλώντας, χθες, με τον φίλο Κώστα, μου περιέγραψε τη δική του παρόμοια φετινή εμπειρία με ζευγάρι κολλητών του, που τον έχουν υιοθετήσει για το Πάσχα.

Για να το κάνω, λοιπόν, πιο σαφές και κάπως λιγότερο μελοδραματικό, οι αγαπημένοι φίλοι, μου θυμίζουν τις κοινωνικές διαφημίσεις για τις ημέρες του καύσωνα, που σε προτρέπουν ν’ αφήσεις λίγο νερό, έξω από το σπίτι, για το αδεσποτάκι της γειτονιάς. Κι έτσι από αδεσποτάκι, γίνεσαι κι εσύ μέρος της παρέας. Αλλά κι εσύ, δεν μπορεί, κάτι καλό θα έχεις κάνει, για να σε θέλουν κοντά τους… Οπότε σε καλό δρόμο είσαι!

Κι έτσι μετά από τις πρωινές σκέψεις, το ντάντεμα της Μαμάς, τα χατήρια του Μπαμπά, τα φιλιά των θείων, τα τσουρέκια και το παιχνίδι με τ’ ανίψια…πάω βόλτα στο χωριό για παγωτό!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όταν το να κοιτάς το ταβάνι, σου δίνει την ευκαιρία για search μέσα σου

Πριν από μερικές μέρες, επιστρέφοντας από τη δουλειά, με έπιασε μία ακατάσχετη μανία να καταναλώσω υπέροχη σαβουροτροφή. Έκανα τα πάντα –παρακάμψεις, κύκλους μέχρι να βρω να παρκάρω- για να βρεθώ στο fast food, που γνωρίζουμε από πάντα. Εκεί όπου δεν κοιτάς καν το menu, αλλά παραγγέλνεις, ό,τι ήξερες τα τελευταία είκοσι –και βάλε- χρόνια.

Μπαίνοντας μέσα και κατευθυνόμενη προς το ταμείο, παρατήρησα ένα τραπέζι στα αριστερά μου. Μία Μάμα καθόταν με τον δεκάχρονο γιο της. Ο μικρός έτρωγε απορροφημένος, όχι στο burger του, αλλά στο κινητό της Μαμάς του. Εκείνη μάλλον, έμοιαζε,ταυτoχρόνως, βαριεστημένη και ανακουφισμένη. Οι δύο δεν αντήλλαξαν καμία κουβέντα, ή έστω ματιά, την ώρα που παρέμεινα στο χώρο.

Στο δρόμο, καθώς μασουλούσα τις πατάτες μου, μέσα στο αυτοκίνητο, σκεφτόμουν τι τους είχε συμβεί, τι έχει συμβεί σε όλους μας. Άλλωστε, σχεδόν στην κατάσταση του μικρού, έχω βρεθεί και εγώ κατά μία έννοια. Έχω παρατηρήσει, πως πολλές φορές χάνομαι, χαζεύοντας το κινητό μου, είτε για να τσεκάρω κάτι, είτε για να ενημερωθώ, είτε για να γελάσω, είτε, απλά, έτσι…

Πλεόν, μοιάζει η φράση «δεν έκανα τίποτα, απλά κοιτούσα το ταβάνι για ώρες», να έχει εκλείψει και τη θέση της να έχει πάρει η φράση «δεν έκανα τίποτα, απλά κοιτούσα το κινητό μου για ώρες». Κι εκεί συνειδητοποιείς την ελευθερία που, ενδεχομένως, να σου προσφέρει απλόχερα το ταβάνι, κοιτώντας το, απλά, χωρίς να αλλάζεις σελίδες, applications και να τραβάς selfies.

Πριν από περίπου δέκα χρόνια, παρακολουθώντας την ταινία κινουμένων σχεδίων WALLE-E, είχα εντυπωσιαστεί με την «προχωρημένη» σκέψη του σεναριογράφου, που παρουσίαζε, πως οι άνθρωποι μία μέρα θα επικοινωνούν μόνο μέσω της οθόνης, ακόμα και σε επίπεδο φλερτ.
Προφανώς, όμως, η επιστημονική φαντασία, δεν είναι φαντασία, αλλά πραγματικότητα κι έτσι όλο και περισσότεροι από εμάς βρίσκουμε παρέα σε μια ηλεκτρονική συσκευή, που μας προσφέρει απλόχερα την απόλυτη συντροφική μοναξιά.

Μιλώντας αργότερα με τη κουμπάρα μου Θεανώ- μητέρα δύο αγοριών, σε ηλικία στην οποία όλα τα αρσενικά χρήζουν, μερικές φορές, εξορκισμό- και αναφέροντας το περιστατικό, αντιλήφθηκα πως άγγιξα μέσα της μια ευαίσθητη χορδή. «Να σέβεσαι τα tablets! Υπάρχουν κάποιες στιγμές που σε βοηθούν να επιβιώσεις. Έχεις βρεθεί σε ταβέρνα Κυριακή μεσημέρι με φίλους και τα παιδιά τους; Πίστεψε με. Μόνο το wi-fi μπορεί να σε σώσει!». Και όντως είχε δίκιο. Το έχω δει με τα μάτια μου. Παιδάκια σε κατάσταση αμόκ να ηρεμούν, αυτομάτως, σαν να τους προσέφερε κάποιος μια πιπίλα. Όπως έχω δει και παιδάκια σε νησί, σε απόσταση 30 βημάτων από την παραλία, να προτιμούν να μένουν με τα tablets στο σπίτι δίπλα στη θάλασσα, από το να πλατσουρίσουν για ώρες στα νερά.

Και δεν είναι μόνο τα παιδάκια. Είμαι κι εγώ, κι εσύ κι αυτός. Εγκλωβισμένοι σε μια μόνιμη αγωνία του τι συμβαίνει κάπου αλλού και όχι του τι συμβαίνει εκεί που είμαστε εμείς. Posts με φωτογραφίες, check in και συχνή ενημέρωση για όλα τα τεκταινόμενα στον κόσμο, είτε αυτά αφορούν στην Συρία, είτε στον Άγιο Δομίνικο.

Θυμάμαι, πριν από ένα μήνα ξέχασα το κινητό τηλέφωνό μου στο σπίτι. Ενώ στην αρχή σκέφτηκα να επιστρέψω να το πάρω, διστακτικά αποφάσισα, πως θα τα καταφέρω και χωρίς αυτό. Και τα κατάφερα. Με λίγη προσπάθεια στην αρχή και μετά με μεγάλο κέφι. Σαν να είχα κάνει κοπάνα από το σχολείο και δεν έδινα λογαριασμό σε κανέναν. Και, μάλιστα, είχα δικαιολογία. Δεν είχα κινητό.
Σκεπτόμενη, λοιπόν, όλα όσα κάνουμε καθημερινά, παρατηρώ, πως σύντομα τα περισσότερα που απολαμβάνουμε στη ζωή, θα μπορούν να μας συμβαίνουν μέσω μίας συσκευής. Θα επικοινωνούμε, θα διασκεδάζουμε, θα ενημερωνόμαστε, θα διαβάζουμε, θα γελάμε, θα κλαίμε, εν μέρει θα ταξιδεύουμε, θα αθλούμαστε, θα φλερτάρουμε, θα κάνουμε sex. Σαν να λέμε cyber-sex, cyber-fun kai cyber-rock n’ roll!!

Φαίνεται πως πρόκειται, πιθανόν, σύντομα να ζούμε στο μέλλον, μόνο με αυτήν την μοναχική παρέα ή, αλλιώς, με την παρεΐστικη μοναξιά. Άλλωστε, μοιάζει, πλέον, σαν να επιλέγουμε, με διάθεση απόλυτης αυτοϊκανοποίησης, οτιδήποτε ατομικό και καθόλου ομαδικό. Είναι σαν να μη θέλουμε να παίξουμε μπάλα με φίλους, αλλά να προτιμάμε να ανέβουμε μόνοι μας στην κορυφή του βουνού-ιδανικά τραβώντας και μία selfie με την κατάκτηση μας- έτσι ώστε να μην έχουμε κανέναν να μας αποπροσανατολίζει από το «Εγώ» μας.

Κι όμως, τελικώς, δεν μπορούν όλα να συμβούν μέσω μίας συσκευής… Αφού σκέφτηκα για ώρα, όλα όσα μπορούμε να υλοποιήσουμε, κατέληξα με μεγάλη χαρά, πως δεν υπάρχει application για τις «πεταλουδίτσες». Αυτές, δηλαδή, που νιώθεις κάποιες φορές στο στομάχι σου, εκεί, κατά τη διάρκεια του πρώτου φιλιού και σου δηλώνουν με το φτερούγισμά τους, ότι, μάλλον, είσαι ερωτευμένος. Ακόμα, βέβαια, κι αν αργότερα-κλασικά- φας τα μούτρα σου.

Γι’ αυτές, λοιπόν- τις όχι συχνές- «πεταλουδίτσες», η ζωή θα συνεχίζεται, οι άνθρωποι θα έρχονται κοντά, θα μιλούν, θα γελούν, θα μαλώνουν, θα προχωρούν, ακόμη και κι αν δεν έχουν «σήμα». Θα συνεχίσουν, ευτυχώς, να υπάρχουν, ακόμα κι αν, λίγο αργότερα, γράφουν στο κινητό τους #happytogetherlove…

Στο κάτω- κάτω ένα εργαλείο είναι. Μάθε να το χρησιμοποιείς και όχι να σε χρησιμοποιεί.

My heart belongs to Daddy ή αλλιώς, το (μεγάλο πια) κοριτσάκι του Μπαμπά.

Πριν από μερικές ημέρες, μια από τις αγαπημένες μου ξαδέρφες, μου έδωσε μια φωτογραφία από το μακρινό παρελθόν μου, η οποία με απεικονίζει σε ηλικία περίπου τεσσάρων ετών, να φορώ πεδιλάκια και μια υπέροχη ολόσωμη καλοκαιρινή φόρμα με τιραντάκια. Το αγαπούσα αυτό το ρούχο. Ήταν από τα «καλά» μου. Και, ταυτοχρόνως, ήταν και είναι μέρος της ιστορίας μου. Της δικής μου ζωής.

Θυμάμαι να μου το φορά η μαμά μου και να φτιάχνει, επιμελώς, τα μαλλιά μου με δύο κοκαλάκια. Αμέσως μετά, να μπαίνουμε οι τρεις μας, με τον αδερφό μου, στο αυτοκίνητο και να ξεκινάμε για το ταξίδι προς το Ελληνικό. Φτάνοντας εκεί, κι ενώ τα αεροπλάνα απογειώνονταν και προσγειώνονταν πάνω από το κεφάλι μας, παίρναμε τις θέσεις μας έξω από την αίθουσα αφίξεων, κρατώντας και οι τρεις μας, τρεις ανθοδέσμες από λουλούδια στα χέρια, οι οποίες προορίζονταν για τον ταξιδιώτη που σε λίγο θα κατέφθανε. Και εκεί φορώντας τα «καλά» μου, με περιέργεια και αμηχανία, συνέπασχα με την προσμονή του μεγαλύτερου αδερφού Σπύρου και της Μαμάς μας.

Και τότε άνοιγε η μεγάλη αυτόματη πόρτα και φαινόταν εκείνος. Ήταν ένας μεγάλος άντρας, βιαστικός και χαμογελαστός. Έπεφτε πάνω μας με ορμή και άρχιζε τις αγκαλιές. Η Μαμά έκλαιγε γελώντας. Ο Σπύρος πανηγύριζε κι εγώ στεκόμουν ακίνητη, παρακολουθώντας σαν θεατής. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, θυμάμαι καθαρά πως σκεφτόμουν, βλέποντας τον αδερφό μου να τον αγκαλιάζει, πόσο τυχερός ήταν που είχε Μπαμπά.

Σε λίγες ώρες, όμως, είχα κι εγώ. Οι βαλίτσες άνοιγαν και από μέσα τους έβγαιναν οι πιο όμορφες κούκλες του κόσμου, οι οποίες ήταν δικές μου και της είχε φέρει για εμένα ο δικός μου Μπαμπάς. Αυτός που είχε και ο Σπύρος.

Κι έτσι περνούσαν τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων. Με παγωτά, μπάνια, διακοπές και Μπαμπά. Όταν, όμως, ερχόταν το Φθινόπωρο, μαζί με τις διακοπές, μας τελείωναν τα χατίρια, αλλά και ο Μπαμπάς. Και πάλι από την αρχή, το επόμενο καλοκαίρι, έφτανε η στιγμή που θα βάζαμε και πάλι τα «καλά» μας και οι τρεις μας.

Πάντα το Φθινόπωρο μαζί με τα Πρωτοβρόχια, έφερνε και πολλά δάκρυα στα μάτια της Μαμάς. Φεύγοντας πάντα από την αίθουσα αναχωρήσεων, την θυμάμαι να κλαίει μέσα στο αυτοκίνητο. Κι αμέσως μετά, οι τρεις μας, επιστρέφαμε στη ρουτίνα μας. Στη ζωή που είχαμε συνηθίσει. Εκείνος θα εμφανιζόταν μόνο σε τηλεφωνήματα, γράμματα και τηλεγραφήματα στις γιορτές, έως ότου έρχόταν ξανά το καλοκαίρι. Έμοιαζε, κάπως, σαν αποδημητικό πουλί. Έφευγε, αλλά πάντα επέστρεφε στο σπίτι του.

Η αλήθεια είναι, πως εμείς οι τρεις συνηθίσαμε στην παρούσα- απουσία του. Μάθαμε να ζούμε με αρχηγό εκείνη, που πολλές φορές κάλυπτε και τους δύο ρόλους αναγκαστικά.

Συχνά θυμώναμε μαζί της και αναρωτιόμασταν, σίγουρα και οι δύο, πώς θα ήταν η ζωή μας τους χειμώνες αν ήταν και ο Μπαμπάς μαζί μας. Όμως η ζωή συνεχιζόταν και η συνήθεια απέκτησε φυσιολογικότητα. Μάθαμε να είμαστε πάντα τριάδα, όπως η Μαμά έμαθε να μην συνοδεύεται από εκείνον, σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής.

Θυμάμαι, μάλιστα, πως ελλείψει ανδρικού προτύπου, είχα μεγάλη αδυναμία στον θείο μου Μιχάλη, ο οποίος στα μάτια μου φάνταζε τεράστιος, δυνατός και έτοιμος να με προστατέψει. Μετά από τόσα χρόνια, έχω την αίσθηση πως ο Μπαμπάς μου ζήλευε λίγο αυτήν την «πατρική» σχέση. Ή καλύτερα, θα επιθυμούσε να την είχε βιώσει εκείνος μαζί μου. Κάθε φορά που ο θείος μου, έλεγε χαριτολογώντας, πως είχα μάθει πολλά πράγματα από αυτόν, είμαι σίγουρος πως ο Μπαμπάς μου μελαγχολούσε, σκεπτόμενος την απόσταση που τον κρατούσε μακριά από την οικογένειά του.

Κι, όμως, το παράξενο ήταν πως αν και ο Μπαμπάς μου, μας είχε ζήσει λίγο, στην πολύ μικρή μας ηλικία, ήξερε να λέει τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου, σαν να το έκανε αυτό από πάντα. Είμαι σίγουρη πως ανακάλυπτε τις ιστορίες εκείνη την στιγμή. Ξαπλωμένοι και οι δύο πολλά μεσημέρια στο διπλό κρεβάτι των γονιών, ευχόμουν η ιστορία να μην τελειώσει ποτέ. Άλλωστε, κάποια από αυτά εξακολουθώ να τα θυμάμαι, όπως και την μόνιμη αγωνία μου για το τι θα συμβεί μετά στην πριγκίπισσα, στα βασιλόπουλα και στην πηγή με το αθάνατο νερό.

Και τα χρόνια πέρασαν και εκείνος επέστρεψε κάποια στιγμή στο σπίτι του. Νιώθοντας σαν επισκέπτης σίγουρα τον πρώτο καιρό. Οι σχέσεις έπρεπε να χτιστούν, άλλωστε, από το μηδέν. Έπρεπε ν’ αποδεχθεί τις αλλαγές που είχε επιφέρει ο χρόνος σε όλους μας. Έπρεπε κι εμείς να αποδεχθούμε την παρουσία του. Έπρεπε από άνθρωπος κλειστός να μεταμορφωθεί σε ένα κοινωνικό άνδρα, δεκτικό και χαλαρό. Έχοντας ζήσει όλη τη ζωή του, μόνος.

Αργότερα συνειδητοποίησα την μεγάλη προσπάθεια που έκανε, να ενταχθεί σε ένα club μιας κλειστής ομάδας. Της οικογένειάς του. Κι έτσι όλα ξεκίνησαν από την αρχή. Απέκτησε φίλους καρδιακούς, σαν να ήταν μικρό παιδί, αγαπημένες συνήθειες καθημερινές, σαν να τις είχε από πάντα, αθλητικά ενδιαφέροντα, σαν αιώνιος φίλαθλος, διάθεση «ν’ ανοίγει» κι εκείνος το σπίτι σε πολλούς φίλους και μια νέα ζωή.

Αν έπρεπε να περιγράψω σήμερα τον Μπαμπά μου, θα μπορούσα να πω, πως μοιάζει με ένα μικρό αγόρι. Είναι γκρινιάρης, παρεξηγησιάρης, ακέραιος, χωρίς δεύτερες σκέψεις, αλλά κατά βάθος συναισθηματικός. Η αγαπημένη του φράση είναι: «αν ξαναμιλήσω εγώ..», η οποία πάντα μένει μετέωρη γιατί πάντα μας μιλάει τελικώς, αν και έχει νεύρα με μένα και τη Μαμά μου και, φυσικά, συνηθίζει, κλασικά, να λέει για διάφορα θέματα «όχι εγώ, η Μάνα σου».

Αν και δεν θα τον χαρακτήριζα, λοιπόν, ως τον πιο γλυκό άνδρα του κόσμου- μιας και κατά καιρούς με κάνει έξαλλη με τις χοντράδες του- μπορεί, από την άλλη, να μου κάνει μασάζ για ώρες στις πατούσες μέχρι να μουδιάσουν τα πόδια μου, να κάτσει στην ουρά σε όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες για χάρη μου, να μου φτιάξει οτιδήποτε χαλάει στο σπίτι μου –ολίγον τσαπατσούλικα- και το βασικότερο, μπορεί να με κάνει να νιώσω ασφαλής. Γνωρίζω πως για οτιδήποτε χρειαστώ, πλέον, θα είναι δίπλα μου. Δεν χρειάζεται πια, να φορέσω «τα καλά» μου και να τον ζήσω μόνο το καλοκαίρι.

Επιπλέον, ζώντας μακριά και κοντά από τον Μπαμπά μου, ως γεγονός, έχει επηρεάσει τον τρόπο που αντιμετωπίζω τις σχέσεις μου με το ανδρικό φύλο. Για να το υπεραπλουστεύσω, αρκεί να αναφέρω ένα αστείο παράδειγμα. Ο Μπαμπάς μου χόρευε, από πάντα, με έναν ιδιαίτερα κωμικό τρόπο, που παλιότερα με ενοχλούσε και θα μπορούσε να με οδηγήσει σε μετανάστευση. Τώρα πια, μετά από χρόνια, τον χορευτικό οίστρο του, τον βρίσκω απίστευτα διασκεδαστικό. Αυτή, όμως η παιδική εμμονή μου, με οδήγησε στο να ταράζομαι με την ιδέα της συναισθηματικής συναναστροφής με άνδρες, που χορεύουν ωσάν κατσίκια.

Αλλά για να το σοβαρέψουμε λίγο το θεματάκι μου, αξίζει ν’ αναφέρω, πως λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του Μπαμπά μου, έχω μάθει από μικρή πως οι άνδρες ενδέχεται να φεύγουν, αλλά και να επιστρέφουν. Να είναι παρόντες και την ίδια στιγμή απόντες. Και, φυσικά, δεν είμαι η μόνη γυναίκα, που λειτουργεί με βάση αυτό που έχει βιώσει και καταγράψει στον «σκληρό δίσκο» της. Όμως, είναι σίγουρο πως έχει έρθει, πλέον η στιγμή να κάνω ένα γερό update, το οποίο θα αντικαταστήσει την παλαιότερη έκδοση λογισμικού μου, με μια νεότερη έκδοση, πιο προηγμένη, που θα εξαφανίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Ο Μπαμπάς μου, αν και δεν ήταν, δυστυχώς, κοντά μας καθώς μεγαλώναμε και, ενδεχομένως, να τον είχαμε ανάγκη, παρατηρώ, όμως, με ευτυχία το πόσο κοντά είναι, ως ένας εξαιρετικά γλυκός πάππους, στον εγγόνο του. Είναι μοναδικό συναίσθημα αυτό που νιώθω, όταν τον βλέπω να μιλά για εκείνον, καθώς τα μάτια του πλημμυρίζουν δάκρυα συγκίνησης. Και έτσι απλά… τον αγαπώ. Αυτός είναι ο Μπαμπάς μου!

Ξυπνάς μέσα μου… τη Μάνα μου!

Μεγαλώνοντας και έχοντας σπαταλήσει με φίλους άπειρες ώρες σε ατέρμονες συζητήσεις γύρω από τα σχεσιακά, παρατηρώ, πως σχεδόν όλα τα θέματα που μας βασανίζουν- τόσο άνδρες, όσο και γυναίκες- σχετίζονται, τελικώς, με τα πρότυπα, που είχαμε την τύχη ή την ατυχία να κληρώσει η ζωή για εμάς. Κοινώς, όλα στροβιλίζονται γύρω από δύο βασικότατους πλανήτες των οποίων εμείς είμαστε δορυφόροι. Τους γονείς μας.

Εννοείται, βέβαια, πως ούτε που μπορούσα να φανταστώ, όταν ήμουν μικρότερη, ότι μια μέρα θα αρχίσω να μοιάζω στη συμπεριφορά με τη Μαμά μου ή θα αποζητώ για σύντροφο κάποιον σαν τον Μπαμπά μου. Όσο, λοιπόν, ήμουν μικρή και άμυαλη, ήλπιζα πως μια μέρα θα «γλυτώσω» από εκείνους και τον έλεγχο τους, κάνοντας ότι μου κατεβαίνει στο κεφάλι. Μα του κάκου! Κάτι τέτοιο, φυσικά και δεν ισχύει για κανέναν από εμάς. Ακόμα κι αν νομίζεις, δηλαδή, πως ξέμπλεξες και απογαλακτίστηκες, «πλανάσαι πλάνην οικτράν».

Μάλιστα, βλέποντας τις φίλες μου που έχουν παιδιά, παρατηρώ, πως αν και εκείνες προσπαθούν ν’ ακολουθήσουν τις σύγχρονες μεθόδους διαπαιδαγώγησης, τελικώς συχνά επιλέγουν τις παραδοσιακές μεθόδους που ακολούθησαν οι μανάδες τους, τις οποίες, μάλιστα, τόσο έχουν επικρίνει στο παρελθόν.

Επιπλέον, σκέφτομαι πως η παροιμία «δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι», αν και σαφώς είναι εύστοχη, θα έπρεπε, αν θέλαμε ν’ αποκτήσει ουσιαστική σημασία, να την διαφοροποιήσουμε σε «δείξε μου την Μάνα σου, να σου πω, τι θα γίνεις» ή «δείξε μου τον Πατέρα σου, να σου πω, τι θα κάνεις στη ζωή σου».

Είναι, λοιπόν, ολοφάνερο, κάνοντας μια ενδοσκόπηση, πως θα ανακαλύψουμε πως πράττουμε ότι έχουμε διδαχθεί ή «κολλήσει» -σαν κάποια παιδική ασθένεια- από το σπίτι μας. Και το καλύτερο είναι, πως, όλα αυτά, εμείς θα τα διαιωνίζουμε, έως ότου πνιγούμε από το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική.

Για να γίνω περισσότερο συγκεκριμένη και λιγότερο θεωρητική, αξίζει ν’ αναφέρω, πως ως προς το ανδρικό φύλο, έχω συναντήσει στην ζωή μου νευρικούς άνδρες, έτοιμους μονίμως για «τσαμπουκά», οι οποίοι είχαν μεγαλώσει δίπλα σε μαμάδες που «για ψύλλου πήδημα», υστερίαζαν για να κάνουν, αισθητή την παρουσία τους. Έχω γνωρίζει άνδρες φοβικούς και καθόλου φιλόδοξους, που προέρχονταν από σπίτια, τα οποία τους υπενθύμιζαν συνεχώς πόσο «λίγοι ήταν», σε οτιδήποτε κι αν έκαναν. Έχω συναναστραφεί άνδρες αντικοινωνικούς, που μεγάλωναν απομονωμένοι και αποστειρωμένοι σε σπίτια, που θύμιζαν ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, αλλά κι από την άλλη, έχω συναντήσει άνδρες νάρκισσους, που γαλουχήθηκαν από Μαμάδες, που δεν χαλούσαν χατίρια και τους έκαναν να αισθάνονται σαν Ημίθεοι.

Και αυτές είναι μόνο κάποιες λίγες περιπτώσεις. Αυτοί, λοιπόν, οι άνδρες μεγαλώνοντας, καλούνται από την κοινωνία να διαμορφώσουν αυτόνομες προσωπικότητες και να ανοίξουν τα φτερά τους, κάτι που τελικώς αποδεικνύεται κομματάκι δύσκολο, μιας και στην πραγματικότητα κουβαλούν τα βάρη των γονιών τους, που τους κρατούν στη γη.

Τα ίδια ισχύουν, όμως, και για τις γυναίκες. Πολλά από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους, σχετίζονται με τους γονείς τους. Εγώ για παράδειγμα, είμαι οργανωτική, απαιτητική, απόλυτη, ανυπόμονη και ολίγον εκνευριστική. Ταυτοχρόνως, όμως είμαι φιλική, δοτική και συναισθηματική. Αυτά και πολλά άλλα, τα κληρονόμησα – ήθελα, δεν ήθελα- μαζί με το ταπεραμέντο, σίγουρα από τη Μαμά μου. Από τον Μπαμπά μου κληρονόμησα, εκτός από την ακεραιότητά του, τη διάθεση να γνωρίσω τον κόσμο, αλλά και μια δυσκολία στην επιλογή συντρόφων, καθότι η αναγκαστική -λόγω δουλειάς- απουσία του, με οδηγούσε σχεδόν πάντα σε απόντες άνδρες.

Συν τοις άλλοις, παρατηρώντας από μερική απόσταση τόσο τη ζωή μου, όσο και άλλων γυναικών, συνειδητοποιώ, πως αν και σχεδόν όλες επιθυμούμε τη μητρότητα, όλο και πιο συχνά επιλέγουμε, για πιθανούς πατέρες των παιδιών μας, άνδρες, εντελώς, ακατάλληλους για τον συγκεκριμένο ρόλο. Κι εκεί γεννάται μία ακόμη απορία: «η κότα έκανε το αβγό, ή το αβγό την κότα;». Ή αλλιώς «επιθυμούμε παιδί και τελικώς, βρίσκουμε τον άνδρα ή βρίσκουμε τον άνδρα και τελικώς, επιθυμούμε παιδί;»

Αν το καλοσκεφτούμε, λοιπόν, τα θέματα συντροφικότητας, συμβίωσης και εξέλιξης, αποτελούν ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Έστω, ότι εμείς κουβαλάμε τα «θέματα» των γονιών μας και οι πιθανοί σύντροφοι των δικών τους, πού ακριβώς θα μπορέσουν αυτές οι δύο παράλληλες ζωές- που αποτελούνται και από το DNA προηγούμενων γενιών – να βρουν σημεία ταύτισης, που θα οδηγήσουν στη σύμπλευση;

Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι και απαιτεί μεγάλη ψυχραιμία, ειδικά όταν ενδέχεται σε μία σχέση να ακουστούν φράσεις- από αμφότερες τις πλευρές- του τύπου: «Ίδιος-ίδια με τη Μάνα σου είσαι!», «τι περιμένεις; Αδιάφορος σαν τον μπαμπά του», «εγώ δεν είμαι ο Μπαμπάς σου, να σου κάνω τα χατίρια», «είσαι Μαμάκιας!», «ίδιος Πατερούλης…», «Πήγαινε στη Μάνα σου, αν δεν σου αρέσει», αλλά και «μου θυμίζεις τη Μάνα μου, γι’ αυτό σ’ αγαπάω»…

Πάντως αντιλαμβάνομαι, πως οι γονείς, όσο «μπάχαλο» κι αν τα έχουν κάνει, είναι ένας εύκολος στόχος. Και, φυσικά, γνωρίζoυμε, πως αν και δεν θέλουμε να γίνουμε σαν κι εκείνους, που εννοείται μας την «σπάνε», κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους βρίζει, εκτός από εμάς. Και μεταξύ μας, κάποιο μικρούτσικο καλό θα έχουν κάνει και αυτοί. Με όσα καταλάβαιναν και όσα μπορούσαν, βάσει των συνθηκών και της εποχής που μεγάλωσαν.

Και στο κάτω-κάτω, το θέμα είναι τι έχουμε επιλέξει εμείς να κάνουμε με τις ζωές μας και όχι μόνο τι μας παρέδωσαν οι προηγούμενοι. Αν, για παράδειγμα, οι γονείς σου, σου έχουν κληροδοτήσει ένα χωράφι, οφείλεις ν’ αποφασίσεις πως θα το διαχειριστείς. Θα το καλλιεργήσεις, ώστε ν’ αποδώσει τα μέγιστα, ή θα το αφήσεις να ξεραθεί;

Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω, πως αν και πιστεύω ακράδαντα, πως Μάνα γίνεσαι και δεν γεννιέσαι, το τελευταίο διάστημα ανακάλυψα, με έκπληξη, πως ενδεχομένως, αν και δεν έχω γίνει Μαμά, ίσως να έχω γεννηθεί ως τέτοια. Φιλοξενώντας, εδώ και μερικές ημέρες στο σπίτι μου, την φίλη μου τη Τζένη, συνειδητοποίησα το πόσο εύκολα μπορείς να μεταλλαχθείς από ελεύθερη, χωρίς υποχρεώσεις γυναίκα, σε μία φανατική Μάνα με αϋπνίες. Και για να μη με τρώει η αγωνία, της ξηγήθηκα για να μη πέσω στα ηρεμιστικά. «Αν για οποιοδήποτε λόγο αργείς παραπάνω από αυτό που είχες υπολογίσει, θα με ενημερώνεις. Αλλιώς, θα βαρεθείς να βλέπεις το όνομα μου στην οθόνη του κινητού σου!!!». Η απάντηση της ήταν αποστομωτική: «Ούτε η Μαμά μου δεν κάνει έτσι…». Κοινώς, το «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον!».

Όταν μόνο ο “Αύγουστος” δεν αρκεί, για να ζεστάνει τους ανθρώπους.

Για όλους εμάς, Αύγουστος σημαίνει διακοπές. Σημαίνει θάλασσα, νησιά, καταστρώματα, καλαμαράκια, άμμος που κολλάει στο δέρμα, καρπούζι, διάβασμα στην παραλία, μεσημεριανή σιέστα, θερινό σινεμά, ανεβασμένη διάθεση και έρωτες.

Τον Αύγουστο όλα είναι φωτεινά, σαν τον καυτό ήλιο, αλμυρά σαν τη θαλασσινό νερό και δροσερά σαν τα παγάκια στους φρέσκους χυμούς. Στο μυαλό μας, αυτός ο μήνας υπόσχεται ξεκούραση, ανανέωση, επανεκκίνηση. Και, επιπλέον, τον Αύγουστο η ψυχή μας δεν χειμωνιάζει.

Όλα τα παραπάνω, αν είμαστε τυχεροί, συμβαίνουν στις δικές μας ζωές. Στην Οκλαχόμα, όμως, στον «Αύγουστο» του Tracy Letts, όπου οι τρεις κόρες της οικογένειας Γουέστον συγκεντρώνονται στο σπίτι των γονιών τους, αναζητώντας μαζί με τους κοντινούς συγγενείς τον πατέρα τους, ο οποίος έχει να δώσει σημάδια ζωής για μέρες, οι υψηλές θερμοκρασίες της εποχής ξυπνούν μια τεράστια κακοκαιρία στις ψυχές της οικογένειας.

Έτσι, πριν από λίγες ημέρες, οι ίδιες εναλλαγές διάθεσης μεταφέρθηκαν και στην δική μου ψυχή, παρακολουθώντας στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», τον «Αύγουστο» που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Ένα έργο που σε προκαλεί να χαμογελάσεις, να γελάσεις, να σιωπήσεις, να σκεφτείς και να δακρύζεις. Ότι δηλαδή σε καλεί να κάνεις και η ίδια η ζωή.

Σκεφτόμουν, το πώς θα μπορούσα να περιγράψω αυτά που συνέβαιναν στο θεάτρο Χορν και τότε «προσγειώθηκε» στο μυαλό μου η γαλλική φράση: Crème de la crème. Ή αλλιώς, παραφράζοντας λίγο την φράση του Κουν, μια κορυφαία, θεατρικής ποιότητας, αφρόκρεμα «κάνει θέατρο για τις ψυχές μας».

Σπουδαίοι ηθοποιοί σε άψογα μελετημένες ερμηνείες και κορυφαίες στιγμές. Ένα υπέροχο cast, το οποίο περιλαμβάνει και μια συγκλονιστική Μαρία Πρωτόπαππα, που δεν μοιάζει να υποκρίνεται κανένα ρόλο, αλλά τον ζει αληθινά, σε σημείο που με έκανε να νιώσω, πως γνωρίζω προσωπικά την Μπάρμπαρα, μιας και θα μπορούσε να είναι φίλη, ξαδέρφη, αδερφή μου.

Κι εγώ, για άλλη μία φορά, επέλεξα να δω- έχοντας εξ’ αρχής θετική προδιάθεση για το αποτέλεσμα, όπως όταν επιλέγεις βιβλία ενός αγαπημένου σου συγγραφέα – μια παράσταση που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και όντως, η εξέλιξη επί σκηνής δικαίωσε την διαίσθηση μου.

Πρέπει, άλλωστε, να παραδεχθώ, πως τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ γοητευμένη τις παραστάσεις που αποφασίζει, εκείνος, να ανεβάσει, αναγνωρίζοντας, πως αφιερώνει σε αυτές πολύ χρόνο και σκέψη για την κάθε λεπτομέρεια, όπως τα σκηνικά, η μουσική, οι φωτισμοί, τα κοστούμια.

Επιπλέον παρατηρώ, πως ο Μαρκουλάκης αγαπά πολύ τα έργα που μιλούν για τις σχέσεις, που διαμορφώνονται μέσα στις οικογένειες, κάποιες από τις οποίες είναι φαινομενικά φυσιολογικές -«Θεός της Σφαγής», «Για όνομα»- άλλες νοσούν δραματικά -«Πουπουλένιος» κι άλλες παρουσιάζουν έντονα στοιχεία δυσλειτουργικότητας- «Αύγουστος».

Και το κοινό, όμως, δείχνει ν’ αγαπά αυτά τα έργα. Άλλωστε, όλα όσα γράφτηκαν, κατά καιρούς, για τις σχέσεις που διαμορφώνονται μέσα στις οικογένειες, άγγιζαν ανέκαθεν τους θεατές, μιας και τους έφερναν στο μυαλό «οικεία κακά». Από τον «Θηβαϊκο Κύκλο» και «τον Οίκο των Ατρειδών», όλες οι μεγάλες τραγωδίες ξεκινούν μέσα σε μια οικογένεια. Αυτήν την μικρή, κλειστή κοινωνία, που τελικώς, διαμορφώνει και τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε.

Το έργο του Letts- μια δραματική κωμωδία- είναι η τοιχογραφία μίας αμερικανικής οικογένειας, που θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράφει μια ελληνική οικογένεια, σαν αυτές στις οποίες όλοι έχουμε μεγαλώσει. Αγάπη, νοιάξιμο, καταπίεση, ανασφάλειες, μυστικά, αγωνίες, προβλήματα, παρεμβατικότητα, τραύματα, θυμός, ένταση και πάλι αγάπη, καταπίεση και «φτου από την αρχή».

Κάπως έτσι, καθώς ετοιμάζεται το τραπέζι κι ενώ η οικογένεια συγκεντρώνεται, ο σπαραγμός ξεκινά. Τα κρυμμένα μυστικά, που άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αποκαλύπτονται μου θύμισαν, προς στιγμήν, την «Οικογενειακή Γιορτή», όπου τότε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ως πρωταγωνιστής αποκάλυπτε ένα φρικτό οικογενειακό μυστικό, σε μια οικογένεια, όπου η αποστασιοποίηση και η κοινωνική υποκρισία, κυριαρχούσε έναντι της «προβληματικής» αγάπης της οικογένειας Γουέστον.

Ο Μαρκουλάκης ως σκηνοθέτης, με απόλυτη ακρίβεια -όπως πάντα άλλωστε- αναδεικνύει τόσο την τραγική, όσο και την κωμική διάσταση των ηρώων. Ο ίδιος, έχει αποβάλει τον ναρκισσισμό του ηθοποιού, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του «πατέρα» που καθοδηγεί και στηρίζει, χωρίς να καταπίνει τους άξιους συντελεστές. Χρησιμοποιώντας τα καλύτερα «υλικά», ετοίμασε μία «gourmet» παράσταση, όχι μόνο για εκπαιδευμένους ουρανίσκους. Κι αυτό έχει τεράστια σημασία. Το γεγονός, δηλαδή, ό,τι απευθύνεται και δημιουργεί υψηλή τέχνη για τους πολλούς.

Κι εκεί στο τέλος της παράστασης, σκεπτόμενη τι μπορεί να επιφυλάσσει η ζωή στον καθένα από εμάς, μου ήρθε στο μυαλό ο μελαγχολικός στίχος από τον «Αυγουστο του Νίκου Παπάζογλου «φυλάξου για το τέλος θα μου πεις»…

Ή όπως γράφει και ο Tracey Letts: «Θεέ μου, δόξα τω Θεώ που δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον. Δεν θα σηκωνόμασταν από το κρεβάτι».

 

 

 

 

 

 

Posted in See

Κι ετσι όπως μπαίνει απ’ τα παράθυρα το φως, χαίρω πολύ μου λέει ο καινούργιος μου εαυτός.

 

 

Και κάποια στιγμή έρχεται και η Δευτέρα. Η γνωστή «Δευτέρα κάτι έχω- την Τρίτη δεν αντέχω». Καταφθάνει πάντα μετά από το Σαββατοκύριακο. Οριοθετεί την αρχή της εβδομάδας- αν και κανονικά πρώτη μέρα της, θεωρείται η Κυριακή- και σηματοδοτεί τη διάθεσή μας. Κοινώς μας ρίχνει στα πατώματα και μας οδηγεί σε στιγμές θλίψης και μελαγχολίας. Μας θυμίζει: την πρώτη ώρα «Αρχαία» στο σχολείο, τις δίαιτες, τις σοβαρές αποφάσεις, το πρωινό ξύπνημα, το πρώτο meeting της εβδομάδας, το σχολικό των παιδιών και γενικότερα, παντός είδους επιστροφή στην καθημερινότητα. Και το βασικότερο μας επισημαίνει, πως έχουμε μπροστά μας, ακόμη πέντε ημέρες, μέχρι να γελάσει λίγο το χειλάκι μας.

Όπως, λοιπόν, οι Δευτέρες δυσκολεύουν μικρούς και μεγάλους με την ύπαρξη τους, έτσι και τα Σαββατοκύριακα προκαλούν αγαλλίαση στην ψυχή. Είναι οι δύο ημέρες που έχουν τοποθετηθεί σοφά στο τέλος της εβδομάδας, για να μας δώσουν μία ώθηση ν’ αντέξουμε μέχρι τις καλοκαιρινές διακοπές μας.

Είναι κοινώς αποδεκτό, πως η διασκέδαση είναι μια σημαντική διαδικασία στη ζωή μας. Μας προσφέρει εκτόνωση, μας βοηθά να ξεφύγουμε από την ρουτίνα… και μας ρίχνει τέζα στο κρεβάτι για δύο συνεχόμενες ημέρες. Τουλάχιστον δύο. Όπερ σημαίνει, πως αν είσαι μια almost40something και το «ρίξεις» λίγο έξω, είσαι τελειωμένη για τις επόμενες ημέρες του μήνα, μιας και το σώμα σου αρνείται να υπακούσει, όπως τα παλιότερα χρόνια.

Όταν είσαι είκοσι ετών, μερικές ώρες ανάπαυλας αρκούν για να γίνεις περδίκι. Κάτι σαν την ταινία «Εξολοθρευτής», όπου οι άνθρωποι-ρομπότ που πυροβολούνται, επανέρχονται σε χρόνο DT στην αρχική τους μορφή. Αντιθέτως, στα almost40something, δεν επανέρχεσαι με τίποτα στην αρχική σου κατάσταση, ακόμη και αν είχες πέσει κάποτε, στο βαρέλι με το αθάνατο νερό.

Επιπλέον παρατηρώ, ότι μεγαλώνοντας, το να διασκεδάζεις με την καρδιά σου δεν είναι το πιο σύνηθες, μιας και αυτό το χαρακτηριστικό φαίνεται να το έχουν «καβατζάρει», χωρίς να ενδιαφέρονται για πιθανές κριτικές -εν αντιθέσει με εμάς- οι μικρότερες ηλικίες.

Σκέφτομαι, πως όλο και περισσότεροι συνομήλικοι μου νιώθουν ενοχικά, όταν περνάνε καλά. Αγωνιούν για το αν θα γίνουν αποδέκτες κακόβουλων σχολίων. Έτσι στο τέλος φτάνουμε, όλοι εμείς, να αυτοπεριοριζόμαστε, φοβούμενοι το πώς μας βλέπουν οι δυσοίωνοι γύρω μας. Αυτοί, λοιπόν, οι «άλλοι», οι οποίοι αποκτούν σημαντικό χώρο στο κεφάλι μας, βρίσκονται παντού και ανά πάσα στιγμή- εφόσον εμείς το επιτρέπουμε- κατοικοεδρεύουν μέσα στο σπίτι μας, στις ντουλάπες μας, στην κουζίνα μας, στο μυαλό μας. Κοινώς κρίνουν, επικρίνουν, κατακρίνουν.

Όσο σύνθετα, λοιπόν, είναι τα πράγματα στη ζωή, άλλο τόσο απλά είναι. Προσωπικά ως almost40something, παραδέχομαι πως τον τελευταίο μήνα είχα την ανάγκη, τη διάθεση και την τύχη, να διασκεδάσω έντονα, να χαλαρώσω και τελικώς να γελάσω πολύ, όπως οι 20something και οι 30something.

Βρέθηκα αρχικά σε γενέθλιο party, στο οποίο χόρεψα με αγαπημένους μέχρι, να με προδώσουν οι δύστυχες πατούσες μου. Ταξίδεψα με φίλους- aller-retour- για πρώτη φορά στη ζωή μου, για να διασκεδάσουμε εκτός Αθηνών και «ερμήνευσα» με πάθος όλα τα σουξέ της γενιάς μου, με την αεικίνητη- αειθαλή- «Απόλυτη», όπως λέει και ο συνάδελφος Σάκης, Άννα Βίσση, που τα έδινε όλα επί σκηνής, με την super μπάντα της.

Και κάπου εκεί, ξεσαλώνοντας και γκαρίζοντας παράφωνα το «Δώδεκα», από τον αναπαυτικό καναπέ, στον οποίο είχα σωριαστεί εξαντλημένη, συνειδητοποίησα, πως αυτές οι στιγμές διασκέδασης, μας βοηθούν ν’ απαλύνουμε τις στρεσογόνες καταστάσεις της καθημερινότητας και να χαλαρώσουμε.

Άλλωστε, σύμφωνα με την ερμηνεία της λέξης, διασκέδαση σημαίνει: κομματιάζω και πετώ μακριά τα θρύμματα του άγχους και της στεναχώριας. Και αυτό έχω σκοπό να κάνω. Κάθε μέρα που ζω και για πάντα. Μαθαίνοντας να μην επηρεάζομαι από τοξικούς ανθρώπους και επιλέγοντας να συναναστρέφομαι ανθρώπους, που θέλουν να με βλέπουν να χαμογελώ.

Δεν υπάρχει κανένας, απολύτως, λόγος να επιτρέπουμε στον οποιοδήποτε να έχει άποψη και να την εκφράζει για το που, πως, πότε έχουμε επιλέξει να ζήσουμε; Και γιατί, άλλωστε, να μπούμε στη διαδικασία ν’ απολογηθούμε για τις επιλογές μας; Ας πορευτούμε, λοιπόν, όπως επιθυμούμε. Άλλωστε, μόλις κλείσει η πόρτα του σπιτιού μας, το βράδυ, όλοι αυτοί που έχουν άποψη, βρίσκονται μακριά, ως φυσικές παρουσίες και εμείς είμαστε πλέον μόνοι, αντιμέτωποι με τον εαυτό μας. Αυτός ο εαυτός μας, ο οποίος θα μας κάνει για πάντα παρέα, θα πρέπει, επομένως, να μας αρέσει. Ας τον κακομάθουμε, επομένως, λιγάκι, κάνοντας του τα χατίρια και δίνοντας του την ευκαιρία να ξεσκάσει.

Και γι’ αυτούς που αναρωτιούνται που βρίσκουμε την όρεξη να περνάμε καλά… Get a life!! Ή όπως θα έλεγε και η «Απόλυτη»:

«Είναι επιλογή μου, έτσι θέλω.

Εγώ το διάλεξα, εγώ το αποφάσισα.

Κανένας δεν μπορεί να μου πει τι θα κάνω.

Κανένας δεν μπορεί να μου πει πως θα ζήσω»

Ποιος τολμά να «εξημερώσει την Στρίγγλα»;

Σύμφωνα με τα ερμηνευτικά λεξικά, μια γυναίκα με πολύ άσχημο χαρακτήρα, η οποία είναι ταυτοχρόνως κακιά και δύστροπη, χαρακτηρίζεται ως στρίγγλα. Σύμφωνα, όμως, με τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, η ίδια αυτή στρίγγλα θα μπορούσε άνετα να μεταμορφωθεί σε αρνάκι, αν βρισκόταν δίπλα της ο κατάλληλος άνδρας.

Αυτά υποστήριζε ο σπουδαίος συγγραφέας, κάπου στις αρχές του 1590, γράφοντας την ιστορία ενός νέου από την Βερόνα, του Πετρούκιου, οποίος παντρεύεται την μεγαλύτερη στρίγγλα της Πάντοβα, την Κατερίνα, ούτως ώστε να πάρει την προίκα της, αλλά στο τέλος φτάνει να την ερωτευτεί, αλλά και να την «εξημερώσει».

Μεταφέροντας την ιστορία του Σαίξπηρ στο 2017, παρατηρούμε πως όλο και περισσότερες στρίγγλες ζουν ανάμεσα μας, μάλλον, ελλείψει ανδρών, που θα μπορούσαν να μεριμνήσουν για την «εξημέρωση» τους.

Έστω, λοιπόν, ότι αποδέχομαι πως είμαι και εγώ μια από αυτές. Τις δύστροπες, δύσκολες και λίγο ανάποδες γυναίκες. Μία στρίγγλα, δηλαδή, με περικεφαλαία.

Και έστω, ότι η προίκα μου – πνευματική και συναισθηματική – είναι σημαντικότερης αξίας από αυτήν της Κατερίνας – την υλική- αλλά, παρ’ όλα αυτά, λόγω του ότι είμαι αφάνταστα εκνευριστική, κανείς δεν θέλει να σχετιστεί μαζί μου και, ίσως, να με παντρευτεί, σαν την Κατερίνα από την Πάντοβα.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως τρέφομαι με τις φωνές, τους καβγάδες και τα νευρά. Κάτι, όμως, που φυσικά δεν ισχύει, καθότι δεν θα με χαρακτήριζα – ακόμη και στα χειρότερα μου- τόσο διαταραγμένη. Στην πραγματικότητα, αγαπώ την αυτονομία μου, έχω εμπεριστατωμένη άποψη και ενδεχομένως να είμαι και ολίγον απόλυτη.

Πού είναι, όμως, ο Πετρούκιος- που μου αντιστοιχεί – ο οποίος τυράννησε την Κατερίνα, μέχρι να του είναι πια πλήρως υποταγμένη, μη δίνοντας σημασία στον δύσκολο χαρακτήρα της -αν αποδεχθούμε, βέβαια, πως κι εγώ έχω ένα αντίστοιχο προφίλ με την ηρωίδα του Σαίξπηρ;

Μήπως, πλέον, στην σύγχρονη εποχή οι άνδρες τυραννούν τις Κατερίνες, χωρίς να έχουν κάποιον ιδιαίτερο στόχο ως προς εκείνες και μήπως, τελικώς, όλες εμείς οι Κατερίνες, αναζητούμε άνδρες που δεν μπορούν κατά βάθος να μας «εξημερώσουν»;

Μήπως θα έπρεπε να επιτρέψουμε στους δυναμικούς χαρακτήρες μας να ξαποστάσουν και να αποδεχθούμε μια κατάπαυση πυρών;

Και, φυσικά, δεν μιλώ για μια πλήρη υποταγή. Δεν εννοώ, φυσικά, τον εξαναγκασμό, ούτε την επιβολή. Αναφέρομαι στη δημιουργία μιας αμφίδρομης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα, αλλά και στη διαμόρφωση μίας υπεύθυνης στάσης εκείνου που μας επιθυμεί να μας «εξημερώσει».

Κάπως σαν αυτό που περιέγραφε η αλεπού στον Μικρό Πρίγκιπα, του Σαιντ- Εξυπερύ:

«-Ποια είσαι συ; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη…

-Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.

-Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας.

-Είμαι τόσο λυπημένος …

-Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού, δεν είμαι εξημερωμένη.

-Α! συγνώμη, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Μα, αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε:

-Τι πάει να πει «εξημερωμένη»;

(….)

-Είναι κάτι ξεχασμένο για τα καλά, τώρα πια, είπε η αλεπού. Αυτό σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς».

-Δημιουργώ δεσμούς;

-Ναι, βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα εσύ δεν είσαι ακόμη παρά ένα αγοράκι όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα μικρά αγόρια. Και δεν έχω την ανάγκη σου. Κι εσύ το ίδιο δεν έχεις την ανάγκη μου. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Μα, αν εσύ με εξημερώσεις, θα ‘χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα ‘σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα ‘μαι για σένα μοναδική στον κόσμο».

Υπό αυτή την έννοια, αποδέχομαι πλήρως την ανάγκη, η οποία πηγάζει από μέσα μου και αναζητά εκείνον που θα με «μεταμορφώσει» σε αρνάκι, παρ’ όλο που με μια πρώτη ανάγνωση, δεν είναι και τόσο σαφές, για να το αντιληφθεί κάποιος. Αναζητώ όμως, όπως πολλές άλλες γυναίκες, τον άνδρα που μπορεί να δημιουργήσει ουσιαστικούς δεσμούς και να είναι πιστός σε αυτούς. Επιθυμώ εκείνον που θα με πείσει, πως δεν χρειάζεται να υποδύομαι, ανεάως, την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.

Οι ειδικοί, άλλωστε, υποστηρίζουν, ότι εισπράττουμε από τους άλλους την συμπεριφορά που ανεχόμαστε. Άρα αν θέσουμε από την αρχή τα όρια μας, ως προς την συμπεριφορές που μπορούμε να δεχθούμε, στο μέλλον οι άνδρες που μας περιτριγυρίζουν θα κατανοήσουν σιγά-σιγά πώς επιθυμούμε να μας αντιμετωπίζουν.

Θα πρέπει, όμως, να εξηγήσουμε το σκεπτικό μας πρώτα στον ίδιο μας τον εαυτό, μακριά από ψυχολογικές και συναισθηματικές φορτίσεις. Τι ακριβώς επιθυμούμε;

Αν αυτό που επιθυμούμε είναι να συναντήσουμε έναν Πετρούκιο, ο οποίος θα μας απαλλάξει από τα πολεμοχαρή χαρακτηριστικά μας, γιατί συναναστρεφόμαστε άνδρες φοβικούς με τους μπαμπούλες, που κρύβουν μέσα τους, όντες αδύναμοι να «εξημερώσουν» την ίδια τους τη ζωή;

Κι από την άλλη, ποιος είπε πώς μόνο ένας θηριοδαμαστής θα μπορούσε να επιβιώσει δίπλα μας;

Στην πραγματικότητα το μόνο που ονειρευόμαστε είναι, να αφήσουμε τις όποιες ύαινες να κοιμούνται μέσα μας και εμείς να γουργουρίσουμε σαν χνουδωτές γάτες, απολαμβάνοντας τ’ αμέτρητα χάδια, έχοντας κρυμμένα τα νύχια μας, έως ότου προκύψει ουσιαστική ανάγκη.

Κι όμως ένας χιονιάς εκεί έξω, μπορεί να φέρει την Άνοιξη στην ψυχή.

Μοιάζει με ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο, που περιγράφεται σ’ ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων, αυτό που συμβαίνει πλέον τις Δευτέρες και τις Τρίτες στον Κεραμεικό. Ο βαρύς πολικός χειμώνας από τις Ρωσικές Στέπες, έχει μεταφερθεί στη σκηνή του θεάτρου «Κατερίνα Βασιλάκου» και υπεύθυνος γι’ αυτήν τη μετεωρολογική βόμβα είναι ο Γιώργος Νανούρης.

Ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης, ο οποίος μπήκε, αρχικά, στη ζωή μας ως ηθοποιός, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να «ταράξει» εμάς τους θεατρόφιλους, ως σκηνοθέτης.

Στη φαρέτρα του φαίνεται πως κρύβει πολλά βέλη. Στην αρχή ήταν η «Κατερίνα» του Κορτώ και της Λένας Παπαληγούρα, των 40.000 και πλέον θεατών, αργότερα ο Ξαρχάκος με τη Μαρινέλλα στη «Σονάτα του σεληνόφωτος», ακολούθησε η Χάρις Αλεξίου σε ένα μοναδικά συγκινητικό και αληθινό δραματοποιημένο αυτοβιογραφικό κείμενο. Τώρα ήρθε η στιγμή να συναντήσει τον Τολστόι.

Ο Γιώργος Νανούρης με κάνει να πιστεύω, πως πρέπει ν’ αγαπά πολύ τον γραπτό λόγο. Ως απόφοιτος, άλλωστε, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, πρέπει να συνάντησε στο δρόμο του σπουδαία κείμενα. Μοιάζει σαν να διάβαζε και να διαβάζει πολύ.

Υποθέτω πως λατρεύει να δημιουργεί συνέχεια εικόνες στο μυαλό του. Μοιάζει σαν να πρόκειται για ένα δικό του παιχνίδι ή κάποιο στοίχημα, κατά το οποίο προσπαθεί να μεταφέρει τα ποιήματα, τις νουβέλες και τα διηγήματα, στη θεατρική σκηνή, δημιουργώντας ζωντανούς ζωγραφικούς πίνακες. Ίσως να θέλει να μοιραστεί με όλους μας, τα δικά του όνειρα κι γι ‘αυτό μεταφέρει έναν φαντασιακό κόσμο πάνω στο σανίδι.

Δεν αναζητά έργα γραμμένα σε θεατρική δομή, τα οποία, μερικές φορές, περιλαμβάνουν ακόμα και τις σκηνοθετικές οδηγίες του συγγραφέα. Αναζητά κείμενα που νιώθει πως κρύβουν μυστικά, τα οποία προσπαθεί να τα αποκαλύψει εκείνος με τη σκηνοθετική ματιά του, αναδεικνύοντας τα και βγάζοντας τα στην επιφάνεια.

Μέσα σε μόλις 70 λεπτά η νουβέλα του Τολστόι «Αφέντης και Δούλος» την οποία έγραψε ο συγγραφέας από το 1894-1895, κατάφερε να ζωντανέψει σε ένα λιτό, ψυχρό σκηνικό, καθώς το πυκνό χιόνι έπεφτε σχεδόν στα κεφάλια μας και ο αγέρας σφύριζε στ’ αυτιά μας.

Σύντομα, μάλιστα, άρχισα να νιώθω παγιδευμένη στη χιονοθύελλα του ρωσικού χειμώνα, ζώντας την αληθοφανή φρίκη που βίωναν οι ήρωες, η οποία ενισχυόταν από τις δυνατές ερμηνείες, τη μουσική του Λόλεκ, τους ήχους, τα σκηνικά και τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα.

Σκέφτηκα πως έχοντας δει και άλλες δουλείες του, είμαι βέβαιη πως ο Γιώργος Νανούρης, μπορεί, με ελάχιστα αντικείμενα, να σε μεταφέρει σε οποιοδήποτε περιβάλλον, δημιουργώντας εξαίσιες παραστάσεις. Επιπλέον, λατρεύει τις σκιές. Αυτές που υπάρχουν γύρω μας, αλλά και μέσα μας. Μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, μοιάζει με εικαστικό καλλιτέχνη, που αναζητά το ιδανικό φως για την τέλεια αποτύπωση σε έναν καμβά ή μια φωτογραφία.

Δίπλα του, στη Ρωσία 1870, έχει για αφέντη τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος γίνεται ο τέλειος συνοδοιπόρος του πάνω στην σκηνή. Μαζί, άψογα χορογραφημένοι ως προς την κίνηση και τον λόγο, ακολουθούν την δύσκολη πορεία του αφέντη και του δούλου μέσα στην παγωμένη νύχτα. Όμως χωρίς, τελικώς, να το γνωρίζουν, ακολουθούν μια διαφορετική πορεία. Αυτήν προς το νόημα της ζωής.

Οι δύο άντρες εξ’ αιτίας της χιονοθύελλας βρίσκονται μόνοι και ανυπεράσπιστοι μπροστά στους κινδύνους της μανιασμένης φύσης. Κι ενώ αρχικά ο αφέντης προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του, αφήνοντας τον δούλο αβοήθητο, εκεί μέσα στο σκοτάδι και το κρύο του Χειμώνα, ξάφνου η Άνοιξη ακουμπά απρόσμενα την ψυχή του αφέντη και τον αναγεννά.

Ο σκληρός, αδίστακτος, με μοναδικό κίνητρο το κέρδος, προνομιούχος, θυσιάζεται κατά τη διάρκεια της φριχτής νύχτας, για τον πάντα πρόθυμο δούλο του, αλλάζοντας την κοσμοθεωρία της ύπαρξης του και ανταλλάσσοντας τον νέο του εαυτό, με την ίδια του τη ζωή.

Εκεί στο δραματικό φινάλε, σαν μια κατακλείδα, ο Γιώργος Νανούρης χρησιμοποιεί εύστοχα τους στίχους του Ελληνοκύπριου ποιητή Κώστας Μόντη, για να μας θυμίσει κάτι που μπορεί να μην ταίριαζε για τα υλικά αγαθά που διεκδικούσε ο αφέντης μια ζωή, σίγουρα όμως χαρακτήριζε τα αισθήματα που επέδειξε στο τέλος, αποδεικνύοντας τον ουσιαστικό πλούτο του:

«Περίεργο πράγμα η καρδιά.

Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις».

Και κάπου εκεί τα βέλη που κρύβει στη φαρέτρα του ο Γιώργος Νανούρης, βρήκαν και πάλι τον στόχο τους, που δεν είναι άλλος από την καρδιά μας.

Posted in See