Ποια θεά της Μυθολογίας θα ήθελες να είσαι και ποιον θεό επιθυμείς για ταίρι σου;

Έχοντας βιώσει το απόλυτο διήμερο ξενύχτι, το οποίο ξεκίνησε διασκεδάζοντας και κατέληξε δουλεύοντας, βρέθηκα χθες το βράδυ αποκαμωμένη στο κρεβάτι μου, να πραγματεύομαι διάφορα ζητήματα.

Γιατί δεν μπορώ να συνέλθω; Πότε θα κοιμηθώ, μέχρι να μην αντέχω παραπάνω ύπνο; Είναι τα ψηλά παπούτσια ένα φρικτό βασανιστήριο, που επιλέγουμε αυτοβούλως; Πότε εμφανίστηκε αυτή ρυτίδα στο μέτωπό μου; Πόση κρέμα νυκτός να βάλω, για να την «κοιμίσω»; Πώς κατάφερα στην πενθήμερη εκδρομή στην Ρόδο, να μείνω ξύπνια για πέντε ημέρες; Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε;

Και αφού στριφογύριζα κάτω από το πάπλωμα και ονειρευόμουν ένα μασάζ στις πατούσες, μου πέρασε από το μυαλό μια φευγαλέα σκέψη, που για άλλη μια φορά σχετιζόταν με τις ανθρώπινες σχέσεις.

Όπως έχουμε προαναφέρει, από την εποχή των σπηλαίων, άνδρες και γυναίκες είχαν διαχωρίσει τους ρόλους τους, εκείνος όντας ο κυνηγός και εκείνη, ούσα η συλλέκτρια. Κάτι, άλλωστε, που φαίνεται απολύτως λογικό, βάσει συνθηκών, και κοινωνιολογικών ερμηνειών.

Στις μέρες μας, βέβαια, οι ρόλοι έχουν, σχεδόν, αντιστραφεί. Η γυναίκα είναι ο κυνηγός και ο άνδρας είναι ο συλλέκτης. Αυτή, δηλαδή, αναζητά το θήραμα της –σύντροφος- και το στοχεύει ενώ αυτός, ως τουρίστας, απλά συλλέγει εμπειρίες από τη ζωή. Κι εκεί που ήμουν έτοιμη να παραδοθώ στην αγκαλιά του Μορφέα, μια επιπόλαιη επιφοίτηση, μου χτύπησε την πόρτα.Η σκέψη μου άρχισε να εξελίσσεται γραμμικά, καθώς χασμουριόμουν.

Ως προς την εποχή των σπηλαίων, οι ερευνητές έχουν καταλήξει. Ως προς το σήμερα, τόσο εμείς, όσο και οι ψυχολόγοι, ψυχίατροι και κοινωνιολόγοι έχουμε κάποιες βάσιμες υποψίες. Μοιάζει να έχει συμβεί η απόλυτη «τούμπα» ανάμεσα στα δύο φύλα. Σαν, δηλαδή, την βιομηχανική επανάσταση, να ακολούθησε, κατά κάποιον τρόπο η σεξουαλική επανάσταση, η οποία ίσως να μας οδήγησε και σε επανάσταση ταυτότητας.

Αναλογίστηκα τι άραγε συνέβη πολύ μετά τα σπήλαια, την εποχή που στην χώρα μας είχαν απαντηθεί σχεδόν τα πάντα. Την εποχή που όλοι εμείς μνημονεύουμε, μην έχοντας τίποτα άλλο τόσο μεγάλο να επιδείξουμε, τα τελευταία 2.500 χιλιάδες χρόνια.

Άλλωστε, οι Αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι τοποθέτησαν τον θεμέλιο λίθο του νεότερου δυτικού πολιτισμού στην γλώσσα, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες, ενδεχομένως, να είχαν στοχαστεί και πάνω στα σύγχρονα γυναικεία θέματα.

Ανάμεσα σε όλες τις αυθαίρετες σκέψεις, που είχαν κατακλύσει τον εγκέφαλό μου, άρχισα να σκέφτομαι αν υπάρχει θεία δύναμη να μου βρει μια λύση στα σχεσο-υπαρξιακά μου. Κάπου ανάμεσα σε υπερφυσικό- φυσικό, υπερβατικό- ενδοσκοπικό, πνευματικό-υλικό χώρεσα στο μυαλό μου και τους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου.

Ας δούμε, λοιπόν, τους ξεκάθαρους ρόλους που είχαν προσδώσει στις θεότητες τους, οι Έλληνες εκείνης της εποχής, μήπως και καταλήξουμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Και ας ξεκινήσουμε με τον Δία, τον πατέρα των Θεών και των καιρικών φαινομένων, προστάτη των ξένων και της γονιμότητας. Ο ίδιος είχε αποδειχθεί εξαιρετικά καρπερός και έσπερνε εξώγαμα για χόμπι. Γενικώς όμως, ήταν το μεγάλο αφεντικό και υπόλοιποι έντεκα σε εκείνον πήγαιναν αναγκαστικά «πάσο», μιας και είχε στα χέρια του και έναν κεραυνό. Άνδρας μάγκας, λοιπόν, λόγω εξουσίας και άπιστος.

Ακολουθεί η Θεά Ήρα, η αδερφή και σύζυγος του Θεού Δία. Ήταν προστάτιδα του γάμου και της συζυγικής πίστης. Με λίγα λόγια ήταν η Βασίλισσα θεών και ανθρώπων. Ζήλευε -με το δίκιο της- τον ατακτούλη Δία, ο οποίος την απατούσε για πλάκα και γι’ αυτό καταδίωκε τις αντίζηλές της και τα παιδιά τους, στέλνοντας φίδια και ότι άλλο εύκαιρο της βρισκόταν. Κανείς Θεός δεν τολμούσε να της φέρει αντίρρηση ή να της αντιμιλήσει, τέτοια μεγάλη φίρμα που ήταν.

Στη συνέχεια ο Θεός Ποσειδώνας, αφεντικό της θάλασσας και των ποταμών. Όπως και ο αδερφός του ο Δίας, είχε πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις και επομένως πολλά παιδιά, άλλα αναγνωρισμένα κι άλλα όχι. Επηρμένος τύπος, που το έπαιζε σκληρός με την τρίαινα που κρατούσε.

Αμέσως μετά η Δήμητρα. Θεά της γης, της γεωργίας και της γονιμότητας. Μαζί με τον Δία γέννησε την Περσεφόνη. Ήταν εξαιρετικά προστατευτική μαζί της και όταν ο Πλούτωνας, την απήγαγε, από την στεναχώρια της, έριξε σε όλη τη γη βαρύ χειμώνα, με αποτέλεσμα τα φυτά και τα ζώα να πεθαίνουν. Η Δήμητρα, εν εξάλλω, απευθύνθηκε στον Δία, ο οποίος αποφάσισε η Περσεφόνη έξι μήνες να ζει κοντά της και έξι μήνες κοντά στον άντρα της, στον Κάτω Κόσμο.

Έπειτα η Θεά Εστία, η προστάτιδα της οικογενειακής ευτυχίας, είχε ως ιερό της το κέντρο του σπιτιού. Η ίδια ήταν ορκισμένη παρθένα. Όλοι οι θεοί την σέβονταν και λέγεται ότι αυτή ήταν ο συνδετικός κρίκος, που ένωνε όλους τους θεούς. Κοινώς μια Θεά ήσυχη που δεν δημιουργούσε εντάσεις.

Ακολουθούσε η Θεά Αφροδίτη της ομορφιάς, του έρωτα και της συνουσίας. Ήταν η ομορφότερη γυναίκα θεών και ανθρώπων. Παρ’ όλο που θα περίμενε κανείς να είχε για άντρα έναν όμορφο θεό, η θεά Αφροδίτη παντρεύτηκε τον Θεό Ήφαιστο, που ήταν ο πιο άσχημος από τους θεούς.
Όμως και η Θεά Αφροδίτη δεν ήταν και η πιο πιστή σύζυγος. Απατούσε τον άντρα της συχνά και η πιο διάσημη σχέση της ήταν αυτή με τον θεό Άρη.

Ο Θεός Απόλλων, ο θεός της μαντικής τέχνης, της μουσικής και του χορού, της ηθικής τάξης και της λογικής. Ήταν, επίσης, ο ομορφότερος θεός. Με ψηλή κορμοστασιά, ξανθές  μπούκλες, γαλάζια μάτια και άτριχο και καλογυμνασμένο σώμα. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως ο ίδιος αντιπροσώπευε τη θηλυκή πλευρά ενός άνδρα.

Ο Θεός Άρης, ο αρχηγός της μάχης και του πολέμου. Είχε παράνομες σχέσεις με την θεά Αφροδίτη. Δεν ήταν καθόλου αγαπητός στους υπόλοιπους θεούς. Ένας άνδρας πολεμιστής, χωρίς καμία ευαισθησία.

Μετά η Άρτεμις. Η θεά της άγριας φύσης, του κυνηγιού, των ζώων και της γονιμότητας. Ήταν ακατάδεκτη προς τους άντρες, ως παρθένα και απομακρυσμένη από τους υπόλοιπους Θεούς, αφού πάντα τριγυρνούσε στα βουνά και τα δάση, ούσα αυτόνομη.

Η Αθηνά, η θεά της σοφίας, των τεχνών και του σώφρονος πολέμου. Ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία, της έκανε όλα τα χατίρια και ποτέ δεν την τιμώρησε για κάτι. Ήταν και αυτή ορκισμένη παρθένα, γι’αυτό το λόγο ποτέ δεν είχε εραστή αν και αρκετοί την ήθελαν για γυναίκα τους. Αυτή, όμως, δεν υπέκυψε ποτέ.

Ο Ήφαιστος, ο θεός της φωτιάς, των ηφαιστείων και της μεταλλουργίας. Σε σύγκριση με τους υπόλοιπους θεούς που είχαν θειϊκή ομορφιά, αυτός ήταν ο πιο άσχημος. Όταν η Ήρα τον πρωτοαντίκρισε γεμάτη θυμό τον πέταξε από τον Όλυμπο. Έτσι ο Ήφαιστος έμεινε κουτσός για την υπόλοιπη ζωή του.

Τέλος ο Θεός Ερμής, ο αγγελιαφόρος των θεών, ψυχοπομπός, προστάτης του εμπορίου, των ταξιδιωτών αλλά και των ληστών. Κάτι, δηλαδή, σαν γενική μεταφορική.

Ολοκληρώνοντας και με τους δώδεκα βασικούς και κάνοντας έναν γρήγορο υπολογισμό, έχουμε έξι θεούς και έξι θεές. Κοινώς η απόλυτη αριθμητική ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα. Μέχρι εδώ είμαστε καλά. Αμέσως μετά ξεκινούν τα στερεότυπα, που τα περισσότερα κρατούν μέχρι τις μέρες μας.

Ένας άπιστος αρχηγός (Δίας). Ένας άπιστος υπαρχηγός (Ποσειδώνας). Μία παντρεμένη και ολίγον κακιά (Ήρα). Μία όμορφη, παντρεμένη, άπιστη (Αφροδίτη). Τρεις παρθένες (Εστία- Αθηνά-Άρτεμις). Ένας άσχημος, κουτσός, με ωραία γυναίκα (Ήφαιστος). Μια μάνα, τροφός (Δήμητρα). Μια σοφή ακριβοθώρητη (Αθηνά). Ένας, ολίγον, κουτσομπόλης αγγελιοφόρος (Ερμής). Ένας καλλονός καλλιτέχνης (Απόλλων) και ένας αιμοσταγής δολοφόνος (Άρης).

Και κάπου έτσι τα κλασικά στερεότυπα ολοκληρώνονται ή μήπως, τελικώς, συνεχίζονται αενάως; Άλλωστε, μας έχει περισσέψει μία θεά. Η Άρτεμις. Η κυνηγός. Μία γυναίκα, περήφανη, απαιτητική και απομακρυσμένη. Ίσως και αυτή, σαν όλες εμάς τις almost40something, ν’ αναρωτήθηκε κάποτε, που να βρίσκονται οι δυναμικοί άνδρες της προκοπής. Στον Όλυμπο δεν τους βρήκε κι έτσι άρχισε το κυνηγητό στα υπόλοιπα βουνά και δάση, ως γνήσια γυναίκα- θηρευτής. Η Άρτεμις, φαίνεται να εκπροσωπεί τη γυναίκα που δεν χρειάζεται ένα «αρσενικό» για να ολοκληρωθεί, αλλά είναι απόλυτα ανεξάρτητη.

Ίσως, λοιπόν, οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι να είχαν δώσει κάποιες απαντήσεις, επιπλέον, και σε μερικά σύγχρονα ερωτήματα, ακόμα και με έναν πιο έμμεσο τρόπο. Σκεπτόμενη λίγο πιο απλοϊκά, νομίζω, όμως, πως το κυνηγητό από τα κορίτσια είχε πλάκα μόνο στο Δημοτικό, όταν συνέβαινε στα διαλείμματα, όπου το να πιάσει ένα κορίτσι ένα αγόρι, ήταν μέγιστη κατάκτηση. Στη ζωή, όμως, ίσως θα ήταν καλύτερο να αδειάσουμε, για λίγο, το γεμιστήρα του όπλου μας και ν΄απολαύσουμε κι εμείς το κυνηγητό των άλλων.

Πότε θα γίνω σύζυγος, μάνα και λοιπά ερωτήματα, που απασχολούν τους γύρω μας.

 

Περνώντας τα χρόνια σε απασχολούν διαφορετικά θέματα, απ’ ότι παλιότερα. Το ότι μεγαλώνουμε, χωρίς φρένο, φαίνεται, επιπλέον, από ένα βασικό παράδειγμα. Όταν ήμασταν μικροί δεν επιτρεπόταν ν’ αργούμε τα βράδια και έπρεπε, επίσης, να πηγαίνουμε νωρίς για ύπνο ενώ δεν το θέλαμε. Τώρα πια μπορούμε ν’ αργούμε όσο επιθυμούμε τα βράδια και ταυτοχρόνως, θα θέλαμε να κοιμόμαστε περισσότερο απ’ όσο, τελικώς, μπορούμε, λόγω των καθημερινών υποχρεώσεων.

Επίσης τα ερωτήματα που ετίθεντο, όταν ήμασταν παιδιά, ήταν σαφώς πιο προβλέψιμης απάντησης, ακόμα και αν αποφεύγαμε για λόγους στρατηγικής να μην τα απαντήσουμε με ειλικρίνεια. «Πότε θα μαζέψεις το δωμάτιο σου;». Κι ενώ η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ήταν δεδομένη, κοινώς «ποτέ», επειδή δεν μας έπαιρνε να απαντήσουμε έτσι ωμα, αποδεχόμασταν την επόμενη «πίστα του παιχνιδιού», που λογικά θα ήταν: «Μάζεψε τώρα το δωμάτιο σου!», κάτι που, αναγκαστικά, στο τέλος θα συνέβαινε.

Όπως, συνέβαινε και με το ερώτημα, «γιατί η ξαδέρφη σου πήρε καλύτερους βαθμούς από σένα;». Στην πραγματικότητα, η απορία θα έπρεπε να απαντηθεί με ένα «ούτε που ξέρω, ούτε που με νοιάζει», αντ’ αυτής, η συνέχεια της κουβέντας οδηγούσε συνήθως στην προστακτική φράση «Πρόσεξε την πορεία σου στο μέλλον!».

Και ο καιρός πέρασε και τα άσκοπα ερωτήματα διαφοροποιήθηκαν. Όταν είσαι μια almost40something οι ερωτήσεις οι οποίες είναι της μόδας, είναι συγκεκριμένες.

«Πότε θα παντρευτείς;» ή σε άλλη version διατύπωσης, «γιατί δεν έχει παντρευτεί;».Φυσικά όμως, δεν επιτρέπεται από την κοινωνία ν’ απαντήσεις «και σένα τι σε νοιάζει; Μάλλον δεν θα παντρευτώ και δεν έχω παντρευτεί γιατί έτσι μου αρέσει», αλλά, δυστυχώς, μπαίνεις στη διαδικασία να δικαιολογηθείς πως «δεν προέκυψε, ή δεν βρέθηκε ο κατάλληλος».

Έτσι, λίγο αργότερα οι ερωτήσεις αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. «Πότε θα κάνεις ένα παιδί; Δεν θα προλάβεις, το γνωρίζεις;» ή ακόμα καλύτερα «μα δεν θέλεις να κάνεις ένα παιδί;». Κι εκεί που θέλεις ν’ απαντήσεις «Μας δουλεύεις; Είναι ερώτηση αυτή; Δεν συνέβη, δεν ήρθε ποτέ, μεγάλωσα, δεν θέλω, έχω θέματα ιατρικά-ψυχολογικά-οικονομικά κλπ.», φτάνεις, τελικώς, να απολογείσαι με φράσεις, όπως «δεν έτυχε μωρέ..» και για άλλη μια φορά, κρύβεις την θλίψη σου κάτω από το χαλάκι, ούσα δακτυλοδεικτούμενη για αρκετούς.

Ακόμα, όμως, κι αν σου έχουν συμβεί, όλα όσα επιβάλει η κοινωνία, δηλαδή, έχεις παντρευτεί με Παπά και με κουμπάρο, έχεις και παιδάκια και τότε προκύψει το απρόσμενο και χωρίσεις, τα ερωτήματα -απελπισμένου ενδιαφέροντος- είναι ακόμη πιο συγκινητικά.

«Πώς θα ζήσεις μόνη σου; Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι; Δεν θα είναι εύκολη η ζωή σου από εδώ και πέρα». Τότε εσύ κοιτάς απελπισμένη, δείχνοντας συγκατάβαση, καθώς ελπίζεις σε κάποιον που θα σε βγάλει από τη δύσκολη θέση, αφήνοντάς σε στην ταλαίπωρη ησυχία σου. Στην πραγματικότητα αυτό που θέλεις να φωνάξεις είναι, «και τι σε νοιάζει εσένα; Ξέρεις πως ήταν η ζωή μου πριν, με αυτόν τον σύντροφό; Ξέρεις πως ζούσαν τα παιδιά μου με δυστυχισμένους γονείς;» και πάλι, αντί αυτών, το μόνο που ξεστομίζεις είναι «το ξέρω πως είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να πάνε όλα καλά».

Βάσει λοιπόν όλων των παραπάνω, παρατηρούμε πως όλα τα άκομψα ερωτήματα, που μας τίθενται καθημερινά και που συνήθως είναι και πολύ σοβαρά, μπορούν να μας οδηγήσουν σε άπειρες στιγμές κατάθλιψης. Συνήθως, ξεστομίζονται χωρίς ιδιαίτερη σκέψη από τους γύρω μας. Εμάς, όμως, αν και είναι προϊόντα ελάχιστης σκέψης, μας πολιορκούν και μας οδηγούν σε άκυρες ενδοσκοπήσεις για το τι κάνουμε λάθος. Το ερώτημα «πάλι χώρισες;» είναι ικανό να μας ρίξει στα πατώματα, ενώ όταν μας τεθεί, εμείς θα προσπαθήσουμε να εμφανίσουμε στο πρόσωπό μας ένα μικρό χαριτωμένο μειδίαμα, γιατί πάνω απ’ όλα θα πρέπει να αποδείξουμε στους άλλους, πως είμαστε συγκροτημένες και δυνατές.

Άραγε έχουμε πει ποτέ σε κάποιον, που μας ρωτά, αυτά τα άκομψα και αδιάκριτα, «δική μου είναι η ζωή και θα την ζήσω όπως επιθυμώ! Ασχολήσου, λοιπόν, κι εσύ με τη δική σου! Ήδη πονάω με αυτά, που μου συμβαίνουν. Γιατί πρέπει να υφίσταμαι και την δική σου πίεση;»

Για ποιο λόγο, όμως, μας απασχολεί τόσο πολύ, το τι θα πουν οι άλλοι; Για ποιο λόγο χάνουμε τον ύπνο μας για να είναι αρεστές όλες μας οι πράξεις; Κάποτε σε μια διαφωνία που είχα με την μητέρα μου, την ρώτησα αν της δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα το να μην είμαι, τελικώς, η «Miss Τέλεια», ένα γεγονός που θα ικανοποιούσε τους πάντες. Εκείνη, αν και με κοίταξε κάπως προβληματισμένη, μου φάνηκε πως, επιτέλους, κατάλαβε. Ίσως ν’ αντιλήφθηκε πως τις δικές της ανάγκες στη ζωή, τις προέβαλε πάνω μου, χωρίς να μπορεί να καταλάβει την πίεση που μου ασκούσε.

Πριν από δύο μήνες κατηφορίζοντας έναν δρόμο στο Κέντρο της Αθήνας, είδα από μακριά μια κοπέλα, η οποία εργαζόταν, στο παρελθόν, στο σπίτι μίας φίλης μου. Με αναγνώρισε και την αναγνώρισα. Κοντοστάθηκα για να την χαιρετήσω, ενώ, ταυτόχρονα, μιλούσα στο τηλέφωνο. «Δεν παντρεύτηκες ε;», μου είπε κι εγώ έμεινα «κάγκελο». Άρχισα να γελάω, για να ξορκίσω την αμηχανία μου και της απάντησα, τύπου άνετη, πως εγώ δεν βρίσκω άντρα. Έπειτα χωριστήκαμε. Δεν το πίστευα αυτό που είχε συμβεί. Ένας άσχετος άνθρωπος, θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις να μου έχει χαλάσει τη διάθεση, έτσι απλά ξεστομίζοντας, ότι του είχε κατεβεί στο κεφάλι. Και το χειρότερο είναι πως εγώ, θα του το είχα επιτρέψει.

Οπότε, ίσως θα πρέπει να το φιλοσοφήσουμε λίγο περισσότερο, ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, που θέλουμε να θεωρούμαστε. Τέρμα, λοιπόν, η πίεση από τους άλλους. Αρκετή κουβαλάμε από μόνες μας. Ας σταματήσουμε επιτέλους τις απαντήσεις στα ερωτήματα, που μπορεί κάποιες φορές να περιέχουν «νοιάξιμο», αρκετές, πάλι, είναι απλώς βιτριολικά σχόλια.

Ας θέσουμε τα ερωτήματα στον εαυτό μας και ας προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με ειλικρίνεια. Τι μας δυσκολεύει; Τι θα θέλαμε ν’ αλλάξουμε; Τι φοβόμαστε; Τι κρύβεται πίσω από τις επιλογές και τις πράξεις μας; Τι τελικώς μας κάνει ευτυχισμένες;

Συζητώντας με την φίλη μου την Καίτη, πριν από λίγο καιρό, αναλύσαμε διεξοδικά τη δύσκολή θέση που βρέθηκε, όταν θέλησε να αποκρύψει το τέλος μιας σχέσης της, για ν’ αποφύγει τα ερωτήματα που προκαλούν πόνο. Αν κάποιος το καλοσκεφτεί, όλο αυτό, είναι εντελώς γελοίο, ειδικά, μάλιστα, όταν η ίδια έπρεπε να βρει τρόπο να διαχειριστεί τον χωρισμό της και να σταθεί στα πόδια της. Τελικώς, την απασχολούσε εξίσου, το τι θα της έλεγαν οι άλλοι για τον χωρισμό της. Κοινώς ταλαιπωρία επί δύο.

Σκέφτομαι, λοιπόν, πως όλοι μας και περισσότερο εγώ, πρέπει να πάψουμε ν’ ακούμε. Ας κλείσουμε, επιτέλους, τα αυτιά μας στις Σειρήνες, όπως ο Οδυσσέας και ας ακούσουμε τη φωνούλα που κρύβεται μέσα μας. Κάτι θέλει να μας πει εδώ και καιρό αλλά δεν την αφήνουμε, γιατί, μάλλον, προτιμούμε τα exit polls που γίνονται για εμάς. «Γιατί πιστεύετε πως η συγκεκριμένη almost40something δεν κατάφερε να παραμείνει στη σχέση;».Εν αντιθέσει με τις κανονικές δημοσκοπήσεις, η μόνη απάντηση που θα έπρεπε να μας ικανοποιεί είναι το «δεν ξέρω-δεν απαντώ».

Και από την πλευρά μας, όμως, θα πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο, πως δεν μας ενδιαφέρει, αν ο άλλος έχει άποψη, γιατί χωρίσαμε, το πότε θα κάνουμε παιδιά, ή γιατί επιλέξαμε να είμαστε μόνες μας. Ας προσπεράσουμε τις περίεργες κοπέλες που, ενδεχομένως, θα συναντήσουμε στον δρόμο και ας προχωρήσουμε στην κανονική ζωή, απαντώντας μόνο στα δικά μας ερωτήματα.

Το φαινόμενο της ωραίας πεταλούδας.

Το φαινόμενο της πεταλούδας, αν και πρόκειται μια ποιητική μεταφορά, που αφορά στη θεωρία του χάους και πραγματεύεται την ευαίσθητη εξάρτηση ενός συστήματος από τις αρχικές συνθήκες, μοιάζει, τελικώς, να είναι και μια κυριολεκτική κατάσταση στην καθημερινότητα της σύγχρονης almost40something.

Η θεωρία αυτή υποστηρίζει πως «αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα». Σύμφωνα με την παραπάνω σκέψη, μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των γεγονότων μπορεί να οδηγήσει, μετά από την πάροδο αρκετού χρόνου, σε μια εξέλιξη της ιστορίας του συστήματος, διαφορετική από εκείνη που θα λάμβανε χώρα, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή.

Ερμηνεύοντας απλοϊκά το διάσημο butterfly effect, ας δούμε, λοιπόν, πως αυτός ο όρος παίρνει σάρκα και οστά στη ζωή, καθώς εφαρμόζεται χωρίς την δική μας βούληση.

Ας χρησιμοποιήσουμε, όμως, κάποια αληθινά γεγονότα για να καταλήξουμε σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Έστω, λοιπόν, πως μια almost40something έχει αποκτήσει- μετά από την πίεση του χρόνου που περνά- έναν personal trainer που την βοηθά να παραμένει fit, σε πείσμα των καιρών. Είναι πιθανό, με αυτόν τον μεγαλόσωμο άνδρα, με καρδιά μικρού παιδιού, σύντομα να διαμορφώσει μια φιλική σχέση, στην οποία ο γίγαντας, θα συζητά μαζί της σοβαρά θέματα, αλλά και θα προσφέρεται συχνά, χωρίς δεύτερη κουβέντα, να την εξυπηρετήσει κουβαλώντας δωδεκάδες νερών, άμμο για τη γάτα και λοιπά βαριά προϊόντα από το κοντινό super market.

Και, έτσι, η -μονίμως- αυτόνομη ζωή της προσαρμόζεται σε αυτό το δεδομένο. Ο τεράστιος Γιαννάκης δείχνει με προθυμία, ό,τι θέλει να βοηθήσει στις δύσκολες στιγμές της, αποδεικνύοντας, πως η ανδρική τεστοστερόνη του δεν πάει χαμένη, όπως σε πολλούς άλλους αρσενικούς της εποχής μας.

Μια ωραία μέρα, όμως, η almost40something γνωρίζει κάποιον άνδρα, με τον οποίο, μετά από καιρό, αρχίζει να συνδέεται συναισθηματικά. Και τότε στα δικά του μάτια και μπράτσα αρχίζει να βλέπει- τυφλωμένη προφανώς- τον ίδιο τον Άτλαντα, που σήκωνε, για πλάκα, ολόκληρη τη Γη.

Και πολύ σύντομα αρχίζει να ελπίζει, πως όλα τα γυναικεία βαρέων-βαρών θέματα της θα λυθούν δια μαγείας, γιατί τώρα υπάρχει εκείνος. Επειδή, όμως, βρίσκονται στα μέλια και επιθυμεί διακαώς να κάνει καλή εντύπωση, ούσα, ταυτοχρόνως, ένθερμη υποστηρικτής της γυναικείας χειραφέτησης, αποφασίζει να μη διεκδικήσει κάτι, πιστεύοντας, πως θα της προσφέρει εκείνος μια χείρα βοηθείας από μόνος του, όπως συμβαίνει βάσει λογικής.

Σε εκείνον, πάλι, ούτε που του περνάει από το μυαλό να χρησιμοποιήσει τους μύες του για καλό σκοπό. Αλλά ευτυχώς υπάρχει ακόμη στη ζωή της ο καλόκαρδος γίγαντας Γιαννάκης, που είναι διατεθειμένος να την εξυπηρετήσει, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Και επειδή το χάος εμφανίζεται συχνά-πυκνά στο κεφάλι της, μαζί με τον έρωτα, αποφασίζει μια μέρα να σταματήσει το personal training, και ν’ ασχοληθεί, ούσα γυναίκα, με το μπαλέτο που το είχε εγκαταλείψει, λόγω «αταλαντοσύνης», στην έκτη Δημοτικού. Πλέον όμως, στοχεύει στην θηλυκή πλευρά της, την οποία σκοπεύει να εξελίξει, σε πρώτη φάση, για χάρη του «καλού» της.

Ονειρεύεται, στην ηλικία της, μια μέρα να εντυπωσιάσει τόσο το κοινό, όσο και εκείνον με την χάρη της και επιτέλους αν και μεγάλη κοπέλα, να πάψει να καμπουριάζει.

Έτσι, φτάνει να ενημερώσει τον καλόκαρδο γίγαντα για την απόφασή της και, φυσικά, του υπενθυμίζει πως θα τον έχει μέσα στην καρδιά της για πάντα. Μέσα σε αυτές κοσμογονικές αλλαγές που της συμβαίνουν, σκέφτεται πως ο «καλός» της, θα μπορεί, κάλλιστα, να την βοηθήσει σε όλες τις «συντροφικές» εργασίες. Αλλά και πάλι δεν έχει σκοπό να του κάνει κουβέντα. Αφήνει τον χρόνο να περάσει και απλά ελπίζει. Ελπίζει πως μια μέρα θα την ρωτήσει «θέλεις κάτι από εμένα;», κάτι που τελικά δεν γίνεται.

Εκείνη πάλι αγωνιά για το αν εκείνος έχει γάλα και δημητριακά για το πρωινό του ή έστω μία μπανάνα. Και συνεχίζει να κουβαλά, όπως είχε μάθει από πάντα, γιατί, πλέον, ο Γιαννάκης δεν είναι εκεί να την βοηθήσει. Επιπλέον, ντρέπεται να ζητήσει βοήθεια από τον νεοαφιχθέντα δάσκαλο του μπαλέτου, ο οποίος έχει υποδυθεί όλους τους πρίγκιπες του παγκόσμιου ρεπερτορίου επί σκηνής, και ναι μεν δεν έχει την σωματοδομή του personal trainer- Γιαννάκη, αλλά τη Χιονάτη την έχει σηκώσει στα χέρια του, πατώντας στις μύτες των ποδιών του.

Και έπειτα, μετά από πέντε μήνες, επέρχεται το μοιραίο. Η σχέση γκρεμοτσακίζεται, λόγω αγεφύρωτης ασυμφωνίας χαρακτήρων και μαζί με αυτήν, τα πολλά όνειρα της almost40something, μεταξύ των οποίων μια ζωή με λιγότερες πλαστικές σακούλες στα χέρια.

Συνεπώς, ένα ασήμαντο γεγονός- η απομάκρυνση του personal trainer- μπορεί, όντως, να αλλάξει άρδην την πορεία της ιστορίας. Δυστυχώς, όμως, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη- φινάλε δεσμού- και άρα, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε τις ενέργειές μας, ώστε να πετύχουμε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου.

Πάντως, με τον πιο απλό τρόπο, η θεωρία του φαινομένου δείχνει ξεκάθαρα, πως δεν πρόκειται για μια αυθαίρετη υπόθεση, που υφίσταται μόνο στη σφαίρα της φαντασίας.

Το πιθανότερο, βέβαια, είναι, πως η πεταλούδα- Γιαννάκης- δεν θα μπορούσε να προκαλέσει από μόνη της τον τυφώνα- κουβάλημα δίχως τέλος για εμένα- αν δεν οδηγούσαν εκεί οι συνθήκες -πολλά υποσχόμενος σύντροφος που δεν επιτέλεσε το έργο του- που διαμορφώθηκαν. Κοινώς «μια ωραία πεταλούδα μες τον κάμπο τριγυρνά» ή αλλιώς Γιαννάκη «γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα!»

Κι όμως, φυσάει άνεμος από το Μπρόντγουεϊ στην οδό Ιπποκράτους.

Τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα φαίνεται να φυσά ένας διαφορετικός θεατρικός άνεμος, ο οποίος, μάλλον, έρχεται από το West End του Λονδίνου και το Broadway της Νέας Υόρκης.

Όλο και περισσότερες θεατρικές σκηνές επενδύουν χρήματα, αποφασίζοντας ν’ ασχοληθούν με το απαιτητικό είδος του musical. Κλασικά ξένα έργα, ελληνικές παραγωγές υπερθεάματα, αλλά και παιδικά έργα, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους υψηλούς προϋπολογισμούς των ξένων παραγωγών, προσφέρουν στο κοινό ένα θέαμα λαϊκό, αλλά, ιδιαιτέρως, προσεγμένο. Έτσι, μετά από πολλά χρόνια, το ελληνικό musical δείχνει να περνά μια δεύτερη άνοιξη, μετά τη χρυσή δεκαετία 1975-1985.

Το musical, που έγινε το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος στην Ελλάδα του ’60, με τραγούδια τα οποία γίνονταν αμέσως επιτυχίες, επιδρούσε στη γενικότερη λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα υπέροχα χρώματα, τις μελωδίες, τον χορό, το συναίσθημα, τη φινέτσα και την τρέλα, εκφραζόταν μια αισιοδοξία για το μέλλον.

Όταν τα musicals άνθιζαν στο θέατρο, στα μέσα του ’70, οι εγχώριες ντίβες, ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ρένα Βλαχοπούλου η Σμαρούλα Γιούλη, η Νόνικα Γαληνέα και αργότερα η Μιμή Ντενίση. Κάθε παραγωγή τους ήταν εντυπωσιακότατη, όσο και δαπανηρή: μεγαλειώδη σκηνικά, πολυπληθείς θίασοι, δημοφιλείς πρωταγωνιστές, μεγάλα χορευτικά σύνολα, περούκες, υπέροχα κοστούμια.

Άλλωστε, τα musicals χαρακτηρίζονταν και χαρακτηρίζονται ακόμη, ως επί το πλείστον, από την πολλή χρυσόσκονη, συνδυάζοντας, με μοναδικό τρόπο, την πρόζα με το τραγούδι, τη ζωντανή ορχήστρα με το χορό, αλλά και την απόλυτη λάμψη.

Τα τελευταία χρόνια μια σταθερή αξία του είδους, αποδεικνύεται η έμπειρη σκηνοθέτης Θέμις Μαρσέλλου. Η ίδια φαίνεται να γνωρίζει, πλέον καλά την τέχνη της αφήγησης μιας μουσικής ιστορίας. Οι παραστάσεις της αναδεικνύουν με τον πιο πετυχημένο τρόπο, το χιούμορ, το πάθος, τον έρωτα και την συναισθηματική ένταση, μέσω τόσο του κείμενου, όσο και της μουσικής, της κίνησης και των ερμηνειών, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα ενιαίο σύνολο, από το οποίο καμία από τις τέχνες που περιλαμβάνει ένα musical, να μην ξεχωρίζει από την άλλη.

Έτσι, για φέτος, επέλεξε το «Mamma Mia»- που με έκανε να αισθανθώ πως πρέπει να το αγαπά πολύ- ένα από τα πιο επιτυχημένα και δημοφιλή musicals όλων των εποχών, που ανεβαίνει για πρώτη φορά από ελληνικό θίασο και μάλιστα τραγουδά στα ελληνικά τα διάσημα τραγούδια των ABBA, μην αφήνοντας, σε καμία στιγμή, το χαμόγελο να σβήσει από τα χείλη σου.

Το θεατρικό «Mamma Mia», που έχει κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο- στην χώρα μας είχε έρθει παλιότερα στο πλαίσιο παγκόσμιας περιοδείας στο θέατρο Badminton- και ανεβαίνει εδώ και δύο μήνες στο Θέατρο ΑΚΡΟΠΟΛ, απλά «τα σπάει».

Αρχικά «σπάει ταμεία» από πλευράς απήχησης, έπειτα από πλευράς πλούτου παραγωγής, σκηνοθεσίας, χορευτών, φωνών, σκηνικών του Μανόλη Παντελιδάκη, μουσικής και εξαιρετικών ερμηνειών. Όλοι οι συντελεστές θυμίζουν τα γρανάζια ενός καλοκαρδισμένου ρολογιού, που το ένα συνδέει το άλλο, όπως, αντίστοιχα, το ένα, έχει ανάγκη το άλλο για να λειτουργήσει. Επιπλέον, τους άξιους πρωταγωνιστές και τον θίασο, πλαισιώνει ζωντανή ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Ηλία Καλούδη.

Κατ’ εμέ, όμως, τα δύο σημαντικότερα ατού της παράστασης είναι η απόδοση κειμένου και στίχων της Θέμιδας Μαρσέλλου και η πρωταγωνίστρια Donna Sheridan, κατά κόσμον Δέσποινα Βανδή.

Ξεκινώντας από τους στίχους πιστεύω, πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη προσαρμογή για τα διαχρονικά τραγούδια των ABBA, τα οποία δεν έχασαν ούτε σε μία λέξη την δυναμική τους, την ελαφράδα τους και το κέφι τους. Η Θέμις Μαρσέλου, μοιάζει να εξελίσσεται συνεχώς στον τομέα του musical. Η μια της δουλειά είναι καλύτερη από την άλλη. Έχει ρυθμό, αίσθηση της ενέργειας, ενώ οι στίχοι της κρατούν το νόημα, δημιουργώντας μια γλυκιά ομοιοκαταληξία.

Και κάπου εκεί εμφανίζεται στην θεατρική σκηνή η Δέσποινα Βανδή, όπου, για μένα εδώ αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο της, μπαίνοντας, για πρώτη φορά, στον απαιτητικό χώρο του musical. Άλλωστε, η Δέσποινα Βανδή δεν είναι μόνο μια ωραία γυναίκα, μια τραγουδίστρια, μια τηλεοπτική «περσόνα», ένας άνθρωπος με άποψη και σωστά ελληνικά- έχω κι εγώ τα κολλήματά μου- αλλά είναι πολλά παραπάνω, τα οποία ξεκινούν από το πόσο «στρατιώτης» πρέπει να είναι στη ζωή της.

Για να υποδυθεί την Donna Sheridan έχει μελετήσει αρκετά και κοπιάσει πολύ. Φαίνεται πως σαν καλή μαθήτρια ακολούθησε τις συμβουλές της σκηνοθέτιδας-δασκάλας της και γυρνώντας στο σπίτι συνέχισε να διαβάζει τα μαθήματά της, για να τα καταφέρει. Μοιάζει με έναν άνθρωπο που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Είναι ένα πολυεργαλείο που τραγουδά-αναμενόμενο- χορεύει- αναμενόμενο- και υποδύεται τον ρόλο της, με εξαιρετική επιτυχία- καθόλου αναμενόμενο.

Δεν είναι διεκπεραιωτική, είναι αστεία, συγκινητική, δυναμική και αληθινή. Κατά τη γνώμη μου, η θεατρική σκηνή της ταιριάζει απόλυτα. Αν και βρίσκεται μέσα στη χρυσόσκονη του musical, εκείνη μοιάζει απαλλαγμένη από οτιδήποτε περιττό. Είναι γνήσια στο παίξιμό της και φαίνεται κατασταλαγμένη. Και γι’ αυτούς τους λόγους θα ήθελα να την ξαναδώ στο θέατρο, πιστεύοντας πως έχει μέλλον στην υποκριτική.

Δεν ξέρω, βέβαια, τι θα επιλέξει εκείνη για το καλλιτεχνικό μέλλον της, πάντως μπορώ να πω, πως είμαι πεπεισμένη, ό,τι αν είχε γεννηθεί στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, μια εποχή που δεν ζήσαμε, αλλά αγαπήσαμε, θα ερμήνευε, οπωσδήποτε, Μίμη Πλέσσα, ούσα, βασική και αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Γιάννη Δαλιανίδη.

Posted in See

Αρσενικά παλαιάς κοπής, φτιαγμένα για ταινίες, που σε κάνουν να δακρύζεις.

Θα έχω στο μυαλό μου, για πάντα, αυτήν τη σκηνή της ταινίας. Άλλωστε, ακόμη και τώρα κλαίω, σαν να βρίσκομαι στην εφηβεία, όταν την πετύχω τυχαία στην τηλεόραση. Ο ταπεινής καταγωγής, που πλέον τα κατάφερε επαγγελματικά, Ίθαν Χοκ, έξω από το σπίτι της πλούσιας και αιώνια αγαπημένης του Γκουίνεθ Πάλτροου, που έχει επιλέξει έναν άλλο σύντροφο και μια άλλη ζωή, ουρλιάζει κάτω από το παράθυρο του σπιτιού της: «Μα δεν καταλαβαίνεις πως ό,τι κάνω, το κάνω για σένα; Καταλαβαίνεις, πώς αν έχω κάτι που αξίζει μέσα μου, αυτό είσαι εσύ».

Ήταν το 1998. Με θυμάμαι στο σινεμά δίπλα στον -τότε- σύντροφό μου, ο οποίος μάλιστα ήταν η μεγαλύτερη σχέση της ζωής μου, που ξεφυσούσε βαριεστημένος με το μελό της ταινίας. Κι εγώ κάπου ανάμεσα σε έκσταση και συναισθηματική ισοπέδωση να τον κοιτώ μέσα στο σκοτάδι και να αναρωτιέμαι το «γιατί και το πώς;».

Γιατί και πώς ήταν δυνατόν ο Ίθαν- Φιν να προσπαθούσε σε μια ολόκληρη ταινία να κερδίσει την καρδιά της ξιπασμένης αγαπημένης του και ο δικός μου σύντροφος, να ονειρευόταν μόνο το «βρόμικο» της Μαβίλη και να πονούσε μόνο για το δράμα του Παναθηναϊκού, που θα ολοκλήρωνε και πάλι τη χρονιά πίσω από τον πρωτοπόρο Ολυμπιακό.

Σε όλη την αίθουσα άκουγες λυγμούς και αναστεναγμούς. Τα χαρτομάντιλα πήγαιναν και έρχονταν ανάμεσα στα κοριτσάκια, μέχρι τη μαγική στιγμή, όπου ο «καλός» μου, μου ζήτησε και εκείνος ένα. Πάγωσα, προς στιγμή, από ευτυχία. «Χάλια έχω γίνει με το τυρί των νάτσος», μου είπε κι εγώ γύρισα το κεφάλι μου με αποστροφή, ζητώντας σιωπηλά συγγνώμη και από τον Κάρολο Ντίκενς, που τις «Μεγάλες Προσδοκίες» του καθόλου δεν είχε εκτιμήσει ο αγαπημένος μου. Κοινώς «Χαμένες Ψευδαισθήσεις», που θα έλεγε και ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Δέκα χρόνια αργότερα, το 2008 και πάλι στο σινεμά, βρίσκομαι αγκαζέ με ένα επόμενο έρωτα και για πολλά χρόνια αγιάτρευτο, να παρακολουθήσουμε μια ταινία κινουμένων σχεδίων. Κι εκεί που η «παιδική» ταινία ξεκινά, γίναμε μάρτυρες του υπέροχου φλερτ του ρομπότ Wall-E με την εξελιγμένη «ρομποτίνα» Εύα, που στην πορεία εξελίσσεται σε ένα υπέροχο ειδύλλιο, όπου δύο «άψυχα» αντικείμενα που δεν μιλούν, εκδηλώνουν μοναδικά συναισθήματα και ρομαντισμό, βάζοντας τα γυαλιά σε όλους εμάς τους δήθεν προηγμένους ανθρώπους. Και σε αυτήν την ταινία και βλέποντας τον γλυκούλη Wall-E να ταλαιπωρείται για να κατακτήσει την ξινούλα Εύα και να επιμένει, έκλαιγα σαν να μην υπήρχε αύριο.

Καταλάβαινα την ανάγκη της συντροφικότητας, που ένιωθε μέσα του, στα 700 χρόνια μοναξιάς, όταν η μόνη του παρηγοριά ήταν μια κασέτα με μια βιντεοσκοπημένη ρομαντική σκηνή ενός ζευγαριού ανθρώπων που πιάνονται από το χέρι. Αυτή η σκηνή είχε συγκλονίσει το Wall-E, που ευχόταν αναστενάζοντας να ζήσει κάτι αντίστοιχο. Και το θαύμα έγινε, γνωρίζοντας την δύσκολη Εύα.

Τότε πια, η ζωή του απέκτησε νόημα. Κι εκείνη, μετά από πολλά γυμνάσια, του χάρισε στο τέλος την καρδιά της. Μέσα στην σκοτεινή αίθουσα του σινεμά κοιτούσα τον δυναμικό και συνάμα αδιάφορο με την ταινία σύντροφό μου και αναρωτιόμουν, αν εκείνος θα μου κρατούσε μια μέρα την ομπρέλα για να μη βρέχομαι, όπως ο Wall-E στην «χαλασμένη και αποφορτισμένη» Εύα ή δεν θα πρόσεχε καν ό,τι έχω γίνει μούσκεμα, γιατί την ίδια στιγμή θα κοίταζε την αντανάκλαση του, στις λιμνούλες που είχαν δημιουργηθεί. Και, φυσικά, το δάκρυ έτρεχε κορόμηλο. Είχα πέσει σε τοίχο!

Καθώς τα χρόνια περνούν, και οι δεκαετίες προστίθενται χωρίς ενοχή, σκέφτομαι πού ακριβώς ζουν αυτοί οι δύο. Ο Φιν και ο Wall-E. Δεν μπορεί να είναι, μόνο, κάποιοι χαρακτήρες μυθοπλασίας. Άλλωστε, όπως όλοι λένε, αυτά είναι «σενάρια βγαλμένα από τη ζωή». Και αν, όντως, υπάρχουν, εμείς για ποιο λόγο δεν τους αναζητούμε.

Σκεπτόμενη όλα τα χρόνια της ενήλικης ζωής μου, θυμάμαι τουλάχιστον τρεις άνδρες που έχω συνδεθεί, για κάποιο διάστημα, μαζί τους συναισθηματικά, που με έκαναν να νιώθω ασφαλής και μάλιστα, για πολλά χρόνια και μετά τις σχέσεις μας. Με έκαναν να πιστεύω, πως αν κάτι μου συμβεί θα τρέξουν να μου κρατήσουν αυτή την ομπρέλα για να μη βραχώ, εν αντιθέσει με σχέσεις που με έχουν κεράσει άπειρη ανασφάλεια, χωρίς λόγο και αιτία.

Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι και μετά το άδοξο φινάλε μας, έχουν τρέξει με προθυμία για να μου αλλάξουν λάστιχο, με έχουν βοηθήσει στο σπίτι, που κατέρρεε από διάφορες ζημιές, μου έχουν κουβαλήσει τα ψώνια, μου έχουν κάνει παρέα, όταν ήμουν μόνη, με έχουν αφήσει να κλάψω στον ώμο τους για χαμένους έρωτες, με έχουν συμβουλεύσει, με έχουν ανεβάσει ψυχολογικά, με έχουν συνοδεύσει σε υποχρεώσεις, με έχουν ακούσει, όταν το είχα ανάγκη, μου έχουν πει γλυκές κουβέντες και είμαι σίγουρη πως αν κάτι χρειαστώ είναι πρόθυμοι να έρθουν «να καθαρίσουν».

Αυτοί οι άνδρες, που το πιθανότερο είναι να τους έχω ταλαιπωρήσει πολύ στο παρελθόν με τις παραξενιές μου, μου έχουν εκμυστηρευτεί, ότι με αγαπούν και ότι θέλουν να είμαι ευτυχισμένη. Και είμαι σίγουρη, πως όταν αυτό συμβεί, εκείνοι θα χαρούν αληθινά. Όπως κι εγώ χαίρομαι με τις ζωές τους, που έχουν προχωρήσει.

Αυτοί οι άνδρες είναι, ότι πιο κοντινό σε Wall-E υπάρχει σε άνθρωπο και μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις, πως ακόμα κι αν φτάσουν να καταστραφούν σαν το μικρό ρομπότ, δεν θα ξεχάσουν την επιθυμία να αγγίξουν τρυφερά το χέρι της δικής τους Εύας. Όσο, λοιπόν, υπάρχουν Wall-E στη ζωή, υπάρχει ακόμη αισιοδοξία.

Όσο υπάρχει ο Δημήτρης, ο Ευριπίδης και ο Ερμής, η γη θα συνεχίσει να γυρίζει. Όσο υπάρχει ο Δημήτρης, κάποιος θα με ακούσει να κλαίω για τη γιαγιά μου, όσο υπάρχει ο Ευριπίδης, κάποιος θα μου φτιάξει το ντουλάπι της κουζίνας κι όσο υπάρχει ο Ερμής, κάποιος θα μου καθαρίσει την μηχανή στο αυτοκίνητο. Όσο υπάρχουν αυτοί, θα υπάρχουν άνδρες.

Κι εφόσον υπάρχουν άνδρες, κάπου εκεί είναι κι αυτός που «μας πρέπει». Αρκεί να έχουμε τα μάτια ανοιχτά, για να τον αναγνωρίσουμε. Και δεν θα με πειράξει, καθόλου, αν δεν θα κάνει τα πάντα στη ζωή του για μένα, όπως η Ίθαν Χοκ για την Γκουίνεθ Πάλτροου, το μοναδικό που επιθυμώ είναι να μπορεί να μου κρατήσει εκείνη την ομπρέλα όταν χρειαστεί.

 

Υ.Γ. Ευχαριστώ Ερμή για το σημερινό.

Από ποιον τρέχουμε να ξεφύγουμε καθημερινά στη ζωή μας;

Πριν από χρόνια η φίλη μου η Ναυσικά, με πείραζε επιμένοντας πως όλα όσα κάνω εγώ μέσα σε μία ημέρα εκείνη τα ολοκληρώνει σε μία εβδομάδα, ενώ οι εβδομαδιαίες ασχολίες μου, για εκείνη κάλυπταν έναν ολόκληρο χρόνο. Η σκέψη της αυτή, η αλήθεια είναι πως μου προκαλούσε μέγιστη ικανοποίηση, καθότι ένιωθα εξαιρετικά δημιουργική και ζωντανή.

Πάντα, άλλωστε, αναρωτιόμουν για τους ανθρώπους που έκαναν καθημερινά τα απολύτως απαραίτητα, ξεκινώντας από τη δουλειά τους και τελειώνοντας την ζωή τους με αυτήν, πώς ήταν δυνατόν να πνίγονται σε μια κουταλιά νερό, όταν μέσα σε μία μέρα να χωρούσαν μόνο δύο- τρεις διαφορετικές δραστηριότητες και δεν προνοούσαν να γεμίσουν τις ώρες της ημέρας, που περίσσευαν με άλλες, επιπλέον, δραστηριότητες.

Αγαπώντας, ιδιαιτέρως, τους προγραμματισμούς, ένιωθα απόλυτη χαρά, όταν ανοίγοντας το σημειωματάριό μου, παρατηρούσα πως καμία μέρα του χρόνου δεν ήταν εντελώς κενή. Όλο αυτό με έκανε να νιώθω δραστήρια, γεμάτη και αναγκαστικά, ολίγον «στην τσίτα».

Κατά καιρούς κάποιοι φίλοι και γνωστοί σχολίαζαν χαριτολογώντας την υπερδραστηριότητα μου, ως mini νεύρωση, άλλοι εντυπωσιάζονταν με τις αντοχές μου και άλλοι λίγοι άφηναν να εννοηθεί ότι κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από όλη αυτή την υπέρ-κινητικότητα.

Κι όμως για εμένα «πέρα έβρεχε». Βίωνα την υπερβολική μου δραστηριότητα, σαν μια φυσιολογική κατάσταση που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, όλους τους κανονικούς ανθρώπους. Προβληματιζόμουν, μάλιστα, γι ‘αυτούς, που αρκούνταν στις βασικές δραστηριότητες, κρίνοντας τους, με σχετική υπεροψία, ως μονοδιάστατους και προβλέψιμους.

Καθ’ όλη αυτήν την χρονική περίοδο του κυκλοφοριακού μποτιλιαρίσματος, που βίωνα στην καθημερινότητά μου, γινόμουν κάποιες φορές αποδέκτης ομολογημένων σκέψεων κοντινών μου ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούσαν να μου απομυθοποιήσουν την βαρύτητα που εγώ φόρτωνα τις στιγμές απραξίας, υποστηρίζοντας πως είναι εξαιρετικά ανακουφιστική και ενδιαφέρουσα, η συνειδητή επιλογή του να μένεις, κάποιες στιγμές, σιωπηλός και μόνος.

Αυτή η σκέψη, για πολλά χρόνια, με βασάνιζε. Αναρωτιόμουν αν η όποια «αγρανάπαυση» θα μπορούσε να χαρακτηρίζει, αυτομάτως, τη ζωή κάποιου, ως αποτυχημένη.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις, αλλά και την κούραση που κάποιες φορές μου προέκυπτε από το συνεχές τρέξιμο, άρχισαν να ξυπνούν μέσα μου κάποια δικά μου «φαντάσματα» που βρίσκονταν σε υποχρεωτικό λήθαργο και δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι ανάμεσα σε δουλειά, «εξωσχολικές δραστηριότητες», συναντήσεις με φίλους, οικογενειακές υποχρεώσεις και λοιπές ενασχολήσεις.

Και ένα βράδυ Σαββάτου, έτσι απλά, αποφάσισα να μην κάνω τίποτα. Να καθίσω στον καναπέ μου, έχοντας χαμηλώσει τα φώτα και ν’ απολαύσω την υπέροχη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Μια ζωή την έχουμε».

Μόνη μου και απολύτως ήρεμη. Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα πως δεν είχα κανένα άγχος, πως από κάπου θα εμφανίζονταν οι «μπαμπούλες» του μυαλού μου. Ένιωσα γαλήνη. Μαζί με το κορμί μου, αισθάνθηκα πως ξεκούραζα και το μυαλό μου.

Δεν επρόκειτο για καμία απελπισμένη απραξία, αλλά για μια συνειδητή επιλογή, που με οδηγούσε στην σκέψη, πως αυτή η κατ’ επιλογή «μοναξιά» ήταν η απόλυτη φόρτιση μπαταριών, που είχε ανάγκη η ψυχή μου.

Ένιωσα ασφαλής και κυρίαρχος των σκέψεων μου. Δεν τρόμαξα με την ησυχία γύρω μου. Σκέφτηκα να την «εκμεταλλευτώ» και να της επιδείξω το μέγιστο σεβασμό. Αναρωτήθηκα, τότε, αν οι ανασφάλειές μου, με έκαναν, τελικώς, να βρίσκομαι συνέχεια σε κατάσταση αναγκαστικής εγρήγορσης.

Ίσως τα «θέματά» μου να είχαν μια αφετηρία, που δεν είχα σκεφτεί ή δεν ήθελα να ομολογήσω. Ενδεχομένως, μια πεσιμιστική πεποίθηση ότι ο αγαπημένος μας, οι φίλοι, οι συνεργάτες μπορεί και να μας απορρίψουν κάποια στιγμή, δημιουργούσε μια σκιά στη ζωή μου και έναν φόβο που χαρακτήριζε, κάπου, στο βάθος τις πράξεις μου.

Έμοιαζε σαν να μεγεθύνεται μια συναισθηματική ανασφάλεια, η οποία μας κάνει να νιώθουμε πως βρισκόμαστε κάτω από το μικροσκόπιο, μέσα από το οποίο μας κριτικάρουν, κρίνουν και κατακρίνουν.

Το μόνιμο αποτέλεσμα ήταν να «τρέχω και να μη φτάνω», με την έννοια ότι διαρκώς προσπαθούσα και προσπαθώ να τα κάνω όλα με τον καλύτερο τρόπο προκειμένου να εισπράξω, πρωτίστως, θετική κριτική από τους γύρω μου και, δευτερευόντως, από τον εαυτό μου. Και το βασικότερο, στόχος μου είναι και ήταν πάντα να μην επιτρέψω μέσα μου να ξυπνήσει ο φόβος της μοναξιάς

Σε μία σύντομη συζήτηση που είχα χθες, με τον συνεργάτη και φίλο Ηλία, άκουσα από το στόμα του μια υπέροχη ποιητική φράση: «Η απόλαυση της μοναξιάς είναι μια επιστήμη που πρέπει να σπουδάσουμε όλοι». Τον κοίταξα έκπληκτη, καθώς η φράση του επανερχόταν στο μυαλό μου. Η μοναξιά που τόσο μας τρομάζει, θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι απολαυστική, δημιουργική και τελικώς, να μας κάνει σοφότερους.

Αν είμαστε, άλλωστε, τυχεροί στη ζωή μας και ζούμε με ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν, η κατ’ επιλογή μοναξιά, που μπορούμε να βιώσουμε κάποιες στιγμές, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά θεραπευτική, χωρίς να είναι δυσάρεστη και να μας πανικοβάλει.

Από την άλλη, είναι σίγουρο πως οι συντροφικές ή κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες υπάρχουν, απλά και μόνο, για να μην μένουμε μόνοι, μας φθείρουν πολύ περισσότερο. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε πει πολύ εύστοχα, ότι: «Εάν όταν είσαι μόνος νιώθεις μοναξιά, μάλλον δεν έχεις καλή παρέα». Είναι, λοιπόν, απολύτως απαραίτητο να αποδεχθούμε τον εαυτό μας και να συμφιλιωθούμε μαζί του.

Ο τρόπος, επιπλέον, που ο καθένας μας καλύπτει τον φόβο του για τις σκέψεις που μπορούν να γεννηθούν, διαφοροποιείται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Εγώ έμαθα να γεμίζω το καθημερινό πρόγραμμα μου. Τελευταία, όμως, συναντώ και άλλους σαν και μένα, που κρύβουν τις ανασφάλειες τους κάτω από το χαλάκι της υπερδραστηριότητας και της συνεχούς κίνησης.

Μοιάζουμε, όλοι, σαν να θέλουμε, ουσιαστικά, να τρέξουμε μακριά από τις σκέψεις μας. Να τις αποφύγουμε, μαζί με τον εαυτό μας. Μοιάζει σαν να μην μας επιτρέπουμε να ξαποστάσουμε.

Κι όμως, αρκεί να γίνεις φίλος σου. Να αποδεχθείς τα, όποια, αδύναμά σου στοιχεία και να τα αγαπήσεις. Το βέβαιο είναι, πως το να αγαπήσεις τα δυνατά σου χαρακτηριστικά είναι το μόνο εύκολο. Το να αγαπήσεις τις μικρές και μεγάλες αδυναμίες σου, είναι αυτό που απαιτεί τεράστια εσωτερική δύναμη.

Ο Γιώργος Σεφέρης στα ερωτικά γράμματα του, προς στην αγαπημένη του Μαρώ, έγραφε: «Θα ήθελα τρεις μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…».

Κάνοντας μια αρκετά αυθαίρετη αναγωγή, θα παρομοιάσω την επιθυμία του ποιητή να βρεθεί με την αγαπημένη του, βιώνοντας την απόλυτη ερωτική ένωση, με μια δική μου εσωτερική ανάγκη να βιώσω, έστω και για λίγο, την σιωπή μέσα μου, που ευελπιστώ να με οδηγήσει στην αγάπη του «απογυμνωμένου» από δραστηριότητες εαυτού μου.

Μια πράξη που θα με οδηγήσει να αποδεχθώ τις σκέψεις μου, τους φόβους μου, τις αγωνίες μου. Που θα με βοηθήσει να σταματήσω να τρέχω, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να κρυφτώ από τους δαίμονές μου.

Είναι βέβαιο, πως αν καταφέρω να αντιμετωπίσω αυτή τη σιωπή και την όποια μοναξιά του εαυτού μου, θα φτάσω στον πολυπόθητο τερματισμό που τόσο επιθυμώ και εκεί, σίγουρα, δεν θα έχω επιλέξει να είμαι μόνη μου.

Θα έχω, πλέον, καταφέρει τη μεγαλύτερη προσωπική μου νίκη. Και αυτήν την νίκη, επιθυμώ να τη μοιραστώ στο βάθρο. Άλλωστε, όπως πιστεύω και θα πιστεύω με πάθος: «ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή χαμένη».

Τα κορίτσια στη χώρα του «La La Land».

 

Εδώ και πάνω από ένα μήνα, ακούω γνώμες από διαφορετικούς ανθρώπους, για το υπερ-πολύχρωμο «La La Land», που άλλοι το χειροκροτούν εκστασιασμένοι και άλλοι το κατακεραυνώνουν.

Η φίλη μου, μάλιστα, Ανδρομάχη, επεσήμανε με έμφαση, πως από την αηδία, που της προκλήθηκε κατάπιε δύο malox σε μισή ώρα. Κάτι βέβαια που δεν με έριξε από τα σύννεφα του έναστρου, σινεμασκόπ ουρανού της ταινίας, μιας και γνωρίζω ότι ο ρομαντισμός δεν είναι το φόρτε της.

Στη δουλειά, πάλι, υπήρξε ενθουσιώδης αλαλαγμός, αν και δεν αποφύγαμε τα debate για την λογική ερμηνεία του finale- ποιος άφησε ποιον, ποιος έχει την ευθύνη, πως πράττουν οι άνδρες, πως οι γυναίκες…

Τέλος, έμαθα πως ο αγαπημένος φίλος Γιώργος, αποκάλεσε τον κουμπάρο του, ο οποίος βρήκε την ταινία βαρετή, «άνθρωπο του Νεάντερταλ».

Είναι λογικό, λοιπόν, βάσει των παραπάνω, καθώς και λόγω βραβείων, Χρυσών Σφαιρών και σίγουρης οσκαρικής επιτυχίας, να θελήσω να ζήσω κι εγώ, για λίγο, στη χώρα του «La La Land».

Έτσι, πήρα κι εγώ τη φίλη μου, τη Τζένη, και αφού προμηθευτήκαμε -σε σακούλες- όλα τα απαραίτητα φαγώσιμα, βολευτήκαμε στις θέσεις μας.

Και με το που ξεκίνησαν τα πρώτα καρέ της ταινίας, ο έρωτας υπήρξε κεραυνοβόλος. Η πρώτη σεκάνς ήταν ονειρική και μας καλωσόρισε, αμέσως, σε μια απίστευτη χώρα των θαυμάτων, όπου ένα κλασικό πρωινό μποτιλιάρισμα πάνω σε μία γέφυρα, μετατράπηκε σε μουσικοχορευτικό νούμερο, με την κάμερα να κινείται μέσα κι έξω από αυτοκίνητα κι ανάμεσα στους οδηγούς, σε ένα απίστευτο, καλοκουρδισμένο μονοπλάνο.

Σε αυτή τη μαγική, νοσταλγική χώρα, όλα τα κλισέ ήταν ζωντανά, οι εικόνες πολύχρωμες παστέλ, τα κορίτσια φορούσαν υπέροχα φορέματα και φανταστικά παπούτσια, το ζευγάρι τραγουδούσε και χόρευε μέσα στο συναίσθημα, τα vintage αυτοκίνητα άστραφταν, η jazz μουσική σε ταξίδευε, τα όνειρα ήταν γεμάτα αστερόσκονη και οι χτύποι από τις καρδιές των πρωταγωνιστών που ερωτεύονταν, έφταναν στ’ αυτιά μας.

Με το Tζενάκι, για 128 λεπτά, ζούσαμε την απόλυτη κινηματογραφική εμπειρία που έμοιαζε να είναι βουτηγμένη σε ζαχαρόπαστα. Βρισκόμασταν σε παροξυσμό ενθουσιασμού, παραληρώντας, καθώς τα μέλια από την ταινία μπερδεύονταν με τις πατάτες, τα κέτσαπ και τις μαγιονέζες που είχαμε στα χέρια μας.

Μέσα στο απόλυτο σκηνικό, οι δυο πρωταγωνιστές, που θύμιζαν ρετρό ζευγάρι, συναντήθηκαν στους λόφους του Hollywood και χόρεψαν με τις κλακέτες τους cheek-to-cheek, σαν τα παλιά ζευγάρια που βλέπαμε σ’ ένα σινεμά που έχει χρόνια σιωπήσει.

Εκείνος, ένας παλιομοδίτης άνδρας, με αλαζονική αυτοπεποίθηση, εκείνη, ένα γοητευτικό κορίτσι με τα πιο εκφραστικά, υγρά, ελαφίσια, τεράστια μάτια- που έμοιαζαν σαν να είναι ειδικά ζωγραφισμένα για κάποιο κοριτσίστικο καρτούν- μετατρέπονται στους τέλειους πρωταγωνιστές ενός στερεοτυπικού μιούζικαλ, που υμνεί τον έρωτα.

Και μαζί μ’ εκείνους γεννήθηκαν και σε εμάς όλα τα ασυμβίβαστα όνειρα που ξυπνούν, όταν παρακολουθείς μια ρομαντική ταινία. Σκέφτεσαι, τότε, πως όλα είναι εφικτά, ακόμα και το να γίνεις η ντάμα ενός ακαταμάχητου άνδρα, σ’ ένα αέναο χορευτικό.

Βλέποντας, μάλιστα, την σκηνή μέσα στο σινεμά, όπου ο Σεμπάστιαν ακουμπά αγχωμένα το χέρι της πρωταγωνίστριας για πρώτη φορά, μ’ έκανε να γυρίσω στη Τζένη και να της πω, γελώντας:

«Το Βασίλειο μου για…… ένα τέτοιο άγγιγμα, για ένα τέτοιο βλέμμα». Μια τόσο απλοϊκή, ροζ, κοριτσίστικη, αλλά και ταυτόχρονα, κανονική σκέψη.

Αν, λοιπόν, και στην περίπτωσή σου, το σενάριο του δικού σου έρωτα, φαίνεται να σου επιφυλάσσει ένα πικρό finale, εσύ μπορείς και οφείλεις να γράψεις ένα άλλο «Τhe End», όπως το επιθυμείς. Ακόμη και αν «φας τα μούτρα σου», ή ακόμη κι αν- όπως έλεγε το τραγούδι της Έμα Στόουν- «το νερό που έπεσες ήταν παγωμένο και φταρνίζεσαι μετά για έναν μήνα», αυτό που έχει σημασία είναι «να πεις πως όλο αυτό θα το έκανες ξανά», όσο τρελή και αν έμοιαζε η πράξη σου.

Οπότε, με κίνδυνο να γίνει έξαλλη η φίλη Ανδρομάχη και να την πιάσει ναυτία, θα πω πως ήταν μοιραίο. Μου συνέβη κυριολεκτικά με την πρώτη ματιά, σαν ένα «coup de foudre». Απλά Ξε- Τρε- Λα- Λά- θηκα!!!!

«The water was freezing,

she spent a month sneezing,

but said she would do it, again».

Posted in See

Πώς ακριβώς θέλεις να μνημονεύεσαι; Ως «o ένας» ή ως o «κανένας»;

Για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε κάποιες ανδρικές συμπεριφορές, ενδεχομένως, θα είχε ενδιαφέρον να ταξιδέψουμε πολύ πίσω στον χρόνο και να αναζητήσουμε συσχετισμούς σε αρχαίους μύθους, τους οποίους διδαχθήκαμε από τα μικρά μας χρόνια.

Ένα τρανό παράδειγμα, είναι ο πιο γοητευτικός ήρωας όλων των εποχών- κατά την ταπεινή μου άποψη- ο Οδυσσέας. Αφού, λοιπόν, απέδειξε την ανδρεία του, αλλά και το πολυμήχανο του χαρακτήρα του, περιπλανήθηκε στις θάλασσες για δέκα χρόνια, άλλαξε μερικές συντρόφους και επέστρεψε στο «λιμάνι» του, για να διεκδικήσει και πάλι την καρδιά της αιώνια αγαπημένης του, από ένα τσούρμο μνηστήρες.

Και ενώ ο Όμηρος έχει υπάρξει αναλυτικότατος σε περιγραφές τόσο πνιγμών, όσο και καταποντισμών, κατά τη διάρκεια της Ραψωδίας Ψ, όπου συντελείται η ανατριχιαστική συνάντηση Οδυσσέα και Πηνελόπης, «ξεπετάει» τα «συναισθηματικά μπερδεματάκια» του βασιλιά της Ιθάκης μέσα σε 5 στίχους (370-375):

«πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς, που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της, σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα, όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν’ αλλάξει, της ψυχής το φρόνημα».

Κοινώς, όλα πήγαν κατ’ ευχήν και καμία ευθύνη δεν φέρει ο πολύτροπος, πολύμαθος, πολυβασανισμένος, πορθητής της Τροίας.

Ούτε μία συγγνώμη για τα μάτια του κόσμου, που λέει ο λόγος… Από τέτοια αδιαμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία, ανακαλύπτουμε μια γενικότερη ανοχή προς τον άνδρα, που αναδεικνύεται ήρωας στα μάτια μας. Ακόμα μάλιστα, κι αν αυτός, ως προσωπικότητα, εμπεριέχει συμπεριφορές που δεν τιμούν την super hero φύση του.

Και επειδή ξεκινήσαμε με τον Οδυσσέα, ας συνεχίζουμε μαζί του κάνοντας και κάποιες, ολίγον, αυθαίρετες γυναικείες αναλύσεις.

Μαθαίνοντας για τις περιπέτειες του πολύπαθου βασιλιά, οδηγούμαστε στον νησί του Κύκλωπα Πολύφημου. Για άλλη μια φορά η περιέργεια του Οδυσσέα τον σπρώχνει συνεχώς όλο και πιο πέρα, κάτι που θα γίνει αιτία να πεθάνουν πολλοί σύντροφοί του. Classic. Όταν ο Οδυσσέας προσπαθεί να καλοπιάσει τον γίγαντα τού δηλώνει ότι ονομάζεται Κανένας. Έτσι αργότερα, όταν ο Κύκλωπας αναλογίζεται το κακό που του έκανε ο Οδυσσέας, τυφλώνοντας τον, αναφωνεί: «Κοίτα το χάλι μου, πώς με κατάντησε ο Κανένας, το φριχτό αυτό τέρας, θα μου το πληρώσει». Κι επειδή, όλοι οι άντρες κρύβουν μια, υποχρεωτική, μαγκιά μέσα τους, ο Οδυσσέας παραδίδεται στην απόλαυση της καυχησιάς και της ματαιοδοξίας και στο τέλος φωνάζει: «Κύκλωπα, όταν σε ρωτούν ποιος σου στέρησε το φως σου, να λες ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη, ο Οδυσσέας από την Ιθάκη, ο καστροπολεμίτης, ο νικητής της Τροίας, ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος». Φυσικά, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις.

Αυτή την τζάμπα μαγκιά, στη συνέχεια, ο Οδυσσέας θα την πληρώσει, ως γνωστόν. Τι όμως θα μπορούσε να συμβολίζει αυτός ο «κανένας», ως ανδρικό χαρακτηριστικό; Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε, κάπως, την έννοια του. Ο Οδυσσέας, λοιπόν, για να κρυφτεί από τον Κύκλωπα, αποφάσισε να είναι «ούτε καν ένας».

Πριν πολλά χρόνια θυμάμαι, πως ένας συνάδελφος είχε αναφέρει πως οι σχεσιακές επιλογές των γυναικών χαρακτηρίζονται από «τίποτες». Υποστήριζε με πάθος, πως οι επιλογές μας, ως επί το πλείστον, στηρίζουν τους ανυπόστατους και ανύπαρκτους άνδρες. Τους άνδρες που δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για τις πράξεις τους, βολεύονται στο ντάντεμα και ζουν ως μεταμοντέρνοι Νάρκισσοι.

Αυτοί οι άνδρες βιώνουν ένα ατελείωτο καλοκαίρι, ως λιαζόμενοι τζίτζικες και δεν νιώθουν καμία ανάγκη να διαφοροποιήσουν τη στάση τους. Επειδή, βέβαια, βαριούνται εύκολα και δεν επιθυμούν να καίγονται κάτω από τον ήλιο μόνοι τους, αναζητούν συντρόφους.

Συνήθως, όμως, αυτές οι σύντροφοι είναι μυρμηγκίνες, όπως άλλωστε και τα περισσότερα θηλυκά. Ενδιαφέρονται για το πρόγραμμα, την οργάνωση και την συνέχεια. Και έτσι ο τζίτζικας τα βρίσκει σκούρα. Τι κάνει τότε;

Κερδίζει χρόνο. Είναι, άλλωστε, η σίγουρη τακτική άμυνας. Δεν παίρνει καμία εσπευσμένη απόφαση, αφήνει τον χρόνο να περάσει, κάνει ντρίπλες με μερικά γλυκόλογα και εύχεται να την βγάλει καθαρή. Η μυρμηγκίνα περιμένει στωικά, έως ότου η αναμονή την φέρει εκτός εαυτού και τελικώς ξυπνήσει ο σατανάς μέσα της και τότε «ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε;».

Βέβαια, ο τζίτζικας, τελικώς, δεν θα ξεβολευτεί από το βόλεμα του, γιατί μια χαρά την έχει βγάλει καθαρή τόσα χρόνια. Κι αν το καλοκαίρι κάποια στιγμή τελειώνει στην Ελλάδα, θα βρει κάπου αλλού καυτές αμμουδιές να απλώσει το κορμάκι του. Ποιος ο λόγος για εντάσεις, εκρήξεις παράφορου θυμού, έντονης οργής και μανίας;

Και η ζωή συνεχίζεται για τον κύριο «Τίποτα», που έλεγε και ο αγαπημένος μου Κώστας. Με κανένα, απολύτως, κόστος. Σιγά μη του ζητήσει η κοινωνία και τα ρέστα, επειδή δεν πιστεύει στους μελλοντικούς προγραμματισμούς, εκτός, φυσικά, και αν αφορούν σοβαρότατα θέματα όπως τα εισιτήρια διαρκείας του Γαύρου.

Πάντως για να μη φανώ άδικη, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ενδεχομένως θετικό στοιχείο, που χαρακτηρίζει αυτά τα γοητευτικά τζιτζίκια. Μέσα σε όλα αυτό το χάος που επικρατεί στον εγκέφαλό τους, φαίνεται πως με κάποιο τρόπο τους γίνεται ξεκάθαρο, πως όντως ως γυναίκα μπορεί να είσαι για εκείνους ξεχωριστή. Εκεί, λοιπόν θα έχεις την «ατυχή» τύχη ν’ ακούσεις τη φράση: «Είμαι σίγουρος πως είσαι η γυναικά της ζωής μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Δεν μπορώ ν’ αλλάξω. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ το μέλλον μου».

Και κάπως έτσι καίγονται και οι υπόλοιποι εγκεφαλικοί νευρώνες σου, οι οποίοι είναι και απολύτως απαραίτητοι και το μυαλό σου γίνεται ωραιότατος κιμάς για κεμπάπ. Και αφού, προηγουμένως, τα έχεις ζήσει όλα: κλάματα και οδυρμούς από τον καλό σου, τηλεφωνήματα μέσα στην νύχτα, φράσεις του τύπου «είσαι γυναίκα που δεν ξεπερνιέται», δυστυχισμένα μηνύματα πριν την αυτοκτονία, τρομακτικές εμφανίσεις σε άσχετα μέρη, συνειδητοποιείς, πως όλο αυτό το δράμα είναι για το τίποτα, καθώς τέτοιου είδους διεργασίες στα σχεσιακά των ανθρώπων είναι μάλλον ατέρμονες.

Το γεγονός, όμως, αυτό, σαν εξεταζόμενη κατάσταση, έχει και την αισιόδοξη πλευρά του . Για να εξακολουθούν να υπάρχουν αυτές οι συζητήσεις, σημαίνει πως υπάρχουν σχέσεις και θα υπάρχουν σχέσεις ως τον αιώνα τον άπαντα.

Και για να ολοκληρώσω την σκέψη μου, θα ήθελα να αναφερθώ σε με μία σπουδαία φράση, που είχα την τύχη ν’ ακούσω από τα χείλη ενός άνδρα το περασμένο καλοκαίρι. Συζητώντας μαζί του, για την φίλη μου την Καίτη και την ταλαιπωρία που βίωνε από το σύντροφό της, ο οποίος την «υποχρέωνε» καθημερινά σε Σκωτσέζικο ντους, αρνούμενος να αντιληφθεί την ηλικία του και τις συνέπειες των πράξεων του, ο συνομιλητής μου, μου απάντησε με στόμφο: «Εσείς φταίτε, γιατί εσείς τους δημιουργείτε αυτούς τους άνδρες!».

Υποκλίθηκα τότε στη σοφία του και ταυτοχρόνως ένιωσα πολύ τυχερή. Επιτέλους κάποιος που καταλάβαινε. Χωρίς πολλές εξηγήσεις και παρεξηγήσεις. Μετά από μήνες, ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος, μου επιβεβαίωσε με την στάση του, πως όντως, εμείς τους δημιουργούμε αυτούς τους άνδρες. Υπάρχουν στη ζωή μας επειδή, πολύ απλά, εμείς τους το επιτρέπουμε. Και σε ποιον άλλωστε να μοιράσεις ευθύνες εκτός από τον εαυτό σου; Όχι πάντως στον «Κανένα». Αυτό δεν είναι εφικτό.

Περιμένοντας κάποιον να μας πει τη συνέχεια της ζωής μας.

Ποιος ορίζει τη ζωή μας; Υπάρχει ανθρώπινο πεπρωμένο; Τι μερίδιο προσωπικής ευθύνης έχουμε εμείς; Αυτές οι ατάκτως ειρημένες σκέψεις, μου γεννήθηκαν, πριν από λίγα βράδια, βγαίνοντας από το θέατρο Αλκμήνη ,όπου παρακολούθησα την παράσταση: «Ο Συγγραφέας σου Πέθανε».

Τελικά, λοιπόν, ποιος είναι αυτός που συγγράφει τη ζωή σου, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφυσικά; Ποιος είναι ο δημιουργός της; Είναι κάποιος άλλος, που «τα παν θωρά» ή μήπως είσαι εσύ ο σεναριογράφος;

Άλλωστε, ανέκαθεν υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν σίγουροι για τη ζωή τους γιατί μπορούν να τη «σχεδιάζουν» και άλλοι, πάλι, αποδέχονται τη μοίρα τους, όποια κι αν ήταν αυτή, σαν να πρόκειται για κάτι προσχεδιασμένο, που δεν αλλάζει και, τελικώς, κατευθύνει τον ανθρώπινο βίο.

Και κάπου εκεί εισβάλει το πρωτότυπο, εξαιρετικά δυνατό έργο, της Άσπας Καλλιάνη, «Ο Συγγραφέας σου Πέθανε», το οποίο ανάμεσα στις πολλές σκέψεις που μου γέννησε, κατάφερε, για μένα, να ταράξει τα νερά και ν’ αμφισβητήσει το αναπόφευκτο, το γραφτό των σπουδαίων ηρώων της παγκόσμιας δραματουργίας.

Συναντάμε, λοιπόν, δύο ήρωες που οι συγγραφείς τους, τους εγκατέλειψαν. Κι εκείνοι, μέσα στην απομόνωση τους, περιμένουν κλεισμένοι στο καβούκι τους, για μια διόρθωση από τους δημιουργούς, που θα τους τοποθετήσει ξανά στην εξέλιξη του έργου. Μένουν για πάντα πιστοί στον ρόλο τους, σε αυτά τα μόνα που γνωρίζουν, προβάρουν κάθε μέρα τα ίδια λόγια, τις ίδιες κινήσεις. Είναι φυλακισμένοι στο δικό τους σκηνικό, αλλά νιώθουν, φυσικά, ασφαλείς σε έναν μικρόκοσμο που γνωρίζουν καλά και έμαθαν να υπηρετούν. Ζουν, όπως κάποια μικρά πουλιά στα κλουβιά, που ακόμα και αν το πορτάκι μείνει ανοιχτό, δεν πετούν, από φόβο, μακριά στο άγνωστο. Δύο ήρωες ιδρυματοποιημένοι, περιμένουν καρτερικά την δικαίωση τους από τον συγγραφέα, ελπίζοντας σε μια συνέχεια.

Από τη μία, είναι η γοητευτική, εύθραυστη και διαταραγμένη Μπλανς Ντιμπουά- Ζέτα Δούκα, μία ξεπεσμένη αριστοκράτισσα του Νότου, αποζητά την μαγεία, που βρίσκεται διαρκώς σε αντίθεση με τον σκληρό ρεαλισμό της πραγματικότητας. Μοιάζει σαν ένα μικρό κορίτσι που αρνείται να μεγαλώσει και να αφήσει τις κούκλες του μέσα στο παλιό μπαούλο της σοφίτας.

Από την άλλη, ο συγκινητικός, φοβικός, πιστός υπηρέτης Φιρς- Σταύρος Ζαλμάς, από τον «Βυσσινόκηπο», του οποίου οι ιδιοκτήτες, παγιδευμένοι στη σύγχυση μιας μεταβατικής εποχής, αρνούνται να αποχαιρετίσουν οριστικά την ευμάρεια και την ανεμελιά και να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα, υποδεικνύοντας την αδυναμία των ανθρώπων, να κατανοήσουν τις όποιες αλλαγές συντελούνται.

Και κάπου εκεί, εμφανίζεται ο Γιάννης Βούρος ως Γκοντό, για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή, χτίζοντας άξια μια διεστραμμένη προσωπικότητα. Ο άγνωστος, φανταστικός ήρωας του Μπέκετ, που πάντα αναφέρεται, ως η υπερβατική φιγούρα η οποία θα σώσει τους ανθρώπους, αλλά, τελικώς, ποτέ δεν παρουσιάζεται, βρίσκεται πλέον ανάμεσα στους δύο ήρωες και επιθυμεί να κλέψει το ρόλο του δημιουργού.

Ίσως του τιμωρητικού Θεού (God), του διαβόλου, ή ακόμα και του συγγραφέα που κρατά στα χέρια, με την πένα του, τις τύχες των ηρώων. Φαίνεται να μην μπορεί ν’ αποδεχθεί την μη φυσική ύπαρξη του ως πρόσωπο και, πλέον, να μην αρκείται στην μεταφυσική διάστασή του. Αποφασίζει, λοιπόν, να παίξει με τις ζωές των ηρώων, να διαταράξει τα δεδομένα τους και να αποκτήσει ο ίδιος υπόσταση.

Σαν διοικητής του τόπου, θα φέρει τους δύο διαφορετικούς ήρωες, που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ μεταξύ τους, αντιμέτωπους με την αλήθεια της εγκατάλειψης από τους συγγραφείς τους. Μια εγκατάλειψη ικανή να οδηγήσει στην απόλυτη παραίτηση. Τον θάνατο.

Και όμως οι τρεις τους μοιάζει σαν να συναντούν το πεπρωμένο τους. Όπως κάποτε, ο Αισχύλος ήταν απόλυτα κατηγορηματικός για τον Αγαμέμνονα πως: «Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από ό,τι σου γράφει η μοίρα σου», έτσι και αυτοί, ακόμη και αν οι συγγραφείς τους έχουν πεθάνει, ακόμη και αν και ο διοικητής Γκοντό, αποφασίζει να δώσει εκείνος κίνηση στις μαριονέτες, μοιάζει ν’ ακολουθούν χωρίς να είναι σε θέση να αντιδράσουν, ό,τι τους ήταν γραμμένο εξ’ αρχής. Το ριζικό τους.

Ο Τσέχωφ, ο Ουίλιαμς και ο Μπεκετ, αν και νεκροί μπορεί ν’ αποφασίζουν αυτοί για το φινάλε. Κάπως σαν την Κλωθώ, που έκλωθε το νήμα της ζωής του ανθρώπου και καθόριζε τη χρονική διάρκεια του, τη Λάχεση, που διένειμε τα καλά και τα κακά και τη γερασμένη, κακόσχημη, θεότητα, την Άτροπο, που έκοβε με τα μυτερά της δόντια, αναπάντεχα, το νήμα της ζωής.

Ο Φιρς του Τσέχωφ στον «Βυσσινόκηπο», εγκαταλείπεται από όλους στο παλιό αρχοντικό και πεθαίνει μόνος, μέσα σε βαθιά ανέχεια, ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται και να σωριάζονται στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του. Και τώρα, όμως, στο νέο έργο, χωρίς κείμενο πια, δίπλα στην Μπλάνς, δεν ξεφεύγει από τη μοίρα του και πέφτει νεκρός.

Αλλά και η ταλαιπωρημένη ψυχοσύνθεση της Μπλανς, του Τ. Ουίλιαμς, στο «Λεωφορείο ο Πόθος», ακροβατεί ανάμεσα στην λογική και την παράνοια, η οποία έπειτα από μια άγρια νύχτα ζωώδους συνουσίας με τον Στάνλεϊ, την οδηγεί στο ψυχιατρείο. Έτσι και η χωρίς κείμενο Μπλάνς, καταρρέει συναισθηματικά και ψυχικά στο τέλος, προκαλώντας τη συμπόνια, όπως και η αυθεντική ηρωίδα.

Και τέλος ο Γκοντό, της Άσπας Καλλιάνη, χάνεται τελικά, χωρίς να καταφέρει να αλλάξει το τέλος και να ξαναγράψει την ιστορία. Αποδεικνύεται αδύναμος να σώσει τον ίδιο του τον εαυτό και την άσκοπη ζωή του. Καταστρέφεται και ο ίδιος στην προσπάθειά του να καταστρέψει τους δύο ήρωες. Μοιάζει να τιμωρείται για την ύβρη που διέπραξε απέναντι στους δημιουργούς.

Δεν ξέρω, βέβαια, αν «από τη μοίρα του κανένας δεν ξεφεύγει», όπως υποστήριζε ο Δημοσθένης. Η Μπλανς και ο Φιρς, σίγουρα, δεν ξέφυγαν. Έπαιξαν τους αυθεντικούς ρόλους τους μέχρι τέλους, χωρίς, μάλιστα, να έχουν στα χέρια τους τα κείμενα των έργων. Ήταν συνεπείς και αληθινοί. Φαντάστηκαν τις σελίδες που έλειπαν και τις απέδωσαν με πίστη στους ήρωες, τιμώντας τους συγγραφείς τους. Είχαν το δικαίωμα της επιλογής και όμως επέλεξαν να ακολουθήσουν τον μονόδρομο, που θα οδηγούσε στο φινάλε, το οποίο χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν, ήταν προδιαγεγραμμένο να ερμηνεύσουν.

 

 

 

 

 

 

Posted in See

Η μυρωδιά σου που αγάπησα.

Κι έρχεται η στιγμή που βγάζεις από την ντουλάπα ένα φόρεμα και αποφασίζεις, πως ήρθε η μέρα να το φορέσεις. Βρισκόταν εκεί, τρία χρόνια τώρα, τακτοποιημένο και κρεμασμένο, αλλά ποτέ μα ποτέ, δεν έτυχε να το φορέσω. Την στιγμή που ακούμπησα το απαλό του ύφασμα, σήμερα, με τα χέρια μου, ένιωσα κάτι να με χαλαρώνει. Μόλις όμως το φόρεσα, περνώντας το από το κεφάλι μου, η ψυχή μου άρχισε να ταξιδεύει.

Το άρωμα που αναδύθηκε από το απλό, καθημερινό φόρεμα, ήταν βαθιά συγκινητικό. Είναι ένα άρωμα που είχα τόσο καιρό να μυρίσω, αλλά δεν πρόκειται να ξεχάσω. Είναι το άρωμα εκείνης. Της αγαπημένης μου φίλης, που έφυγε πριν από τρία χρόνια. Κι όμως το άρωμα της είναι ακόμα δυνατό, ολοζώντανο. Όπως και η θύμηση της, που δεν έσβησε ποτέ.

Την ανακαλώ, άλλωστε, συχνά στη μνήμη μου, είτε χαμογελώντας, είτε δακρύζοντας. Την έχω, μάλιστα, ονειρευτεί κάποιες φορές. Φυλάω, ως κόρην οφθαλμού, τα δώρα της, τα σημειώματά της, τα πράγματα της, που έφτασαν στα χέρια μου από την οικογένεια της. Αναρωτιέμαι συχνά τι θα έλεγε σήμερα, για όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας και τον κόσμο μου.

Κι έτσι απλά, πριν από χρόνια, έγινε, χωρίς πολλά λόγια, ένας δικός μου άνθρωπος. Μια ακόμη Μαμά, μία θεία, η αγαπημένη μου φίλη. Ένα ανήσυχο, πνευματώδες, μικρό κορίτσι, που με περνούσε 40 χρόνια.

Την γνώρισα στην δουλειά, όπου ήταν η απόλυτα καταξιωμένη, την αγάπησα στην πραγματική ζωή. «Ερωτευτήκαμε» αμέσως. Συζητούσαμε τα πάντα και για ατελείωτες ώρες. Για τις τόσο διαφορετικές ζωές μας, για τις οικογένειές μας, τις σκέψεις μας, τους φόβους μας.

Γελούσαμε, σχεδιάζοντας να κάνουμε μαζί μια εκπομπή μαγειρικής, μιας και οι δύο μας- σε συνεργασία- μπορούσαμε να φτιάξουμε, μόνο, μισή συνταγή. Κάναμε βόλτες και πειράζαμε η μία την άλλη. Ένιωθα, κάποιες φορές, σαν εγώ να ήμουν η μεγάλη και εκείνη η μικρή. Κι άλλες πάλι φορές, με μάλωνε ξανά και ξανά. Της γκρίνιαζα και μου γκρίνιαζε και πάλι στο τέλος αγκαλιαζόμασταν σφιχτά-σφιχτά.

Την θαύμαζα απεριόριστα. Άκουγα τις αμέτρητες ιστορίες της και ταξίδευα στον χρόνο, σε μια μαγική ζωή. Άκουγε τις δικές μου. Άλλες φορές χαιρόταν και άλλες, γινόταν αυστηρή. Ήθελε ν’ αγαπηθώ και ν’ αγαπήσω. Ήθελε να προσέχω τον εαυτό μου.

Όπως ήθελε, άλλωστε και όλοι οι δικοί της άνθρωποι να είναι καλά. Μιλούσε για την οικογένειά της και δεν έκρυβε την συγκίνηση της.Ήξερε, ν’ αγαπά και να δίνεται. Μία φορά, μάλιστα, είχε ρωτήσει την Μαμά μου, αν την πείραζε, το ό,τι με αποκαλούσε χαριτωμένα «κόρη της». Η μητέρα μου, της είχε χαμογελάσει και απαντήσει, πως χαιρόταν πολύ για την αγάπη που είχαμε η μία προς την άλλη. Και αμέσως, θυμάμαι, έλαμψαν τα μάτια της.

Και έπειτα αρρώστησε.Ταλαιπωρήθηκε. Και ήθελε να φύγει. Είχε ζήσει όλα όσα είχε ονειρευτεί και όπως τα είχε ονειρευτεί. Δεν της άρεσε καθόλου πια η καθημερινότητά της. Δεν ήθελε να αρχίσει να μοιάζει με φάντασμα του εαυτού της. Μου το έλεγε συνέχεια. Μάλλον, ήλπιζε να την καταλάβω.

Είχε ερωτευτεί, αγαπήσει, αγαπηθεί, διεκδικήσει, διεκδικηθεί, λατρέψει, ταξιδέψει, συγκινηθεί, γελάσει, εργασθεί, διοικήσει, γνωρίσει, ταξιδέψει, διαβάσει, καλλιεργηθεί, βοηθήσει, διασκεδάσει, στηρίξει, απογοητευτεί, εμπνεύσει, πονέσει, ευεργετήσει. Είχε γίνει μάνα και γιαγιά. Είχε μάθει, πάνω απ’ όλα, να ζει.

Και μια μέρα έφυγε, αθόρυβα, όταν πλέον κουράστηκε, πλήρης εμπειριών και συναισθημάτων, έχοντας δίπλα της, αυτούς που αγαπούσε.

Σε μια εποχή αμέτρητων φωτογραφιών και selfies, έχω στην κατοχή μου, μόνο μια φωτογραφία με εκείνην, όπου απεικονιζόμαστε κουρνιασμένες η μία μέσα στην αγκαλιά της άλλης. Βρίσκεται δίπλα σε αυτές της οικογένειάς μου. Άλλωστε, εκεί είναι η θέση της. Οι υπόλοιπες, άπειρες δικές μας φωτογραφίες, βρίσκονται μόνο μέσα στην καρδιά μου.

Σήμερα, όμως, στο μυαλό μου, υπάρχει κι αυτή η τρυφερή μυρωδιά, από το γκρι φόρεμα της. Εκείνο το ελάχιστο δευτερόλεπτο, όπου το ύφασμά ακούμπησε στο πρόσωπο μου, σταμάτησε ο χρόνος και εγώ γέμισα με ένα υπέροχο αίσθημα ασφάλειας, καθώς το έσφιξα στην αγκαλιά μου.

Ποιο να ήταν, άραγε, το άρωμα της; Ποτέ δεν την ρώτησα, αν και θα το αναγνώριζα οπουδήποτε. Βρίσκεται, άλλωστε, πάντα προστατευμένο κάπου στην ντουλάπα μου και βαθιά μέσα στην ψυχή μου.