Την συνάντησα μετά από καιρό, βλέποντας την να αλωνίζει την σκηνή στο θέατρο ΗΒΗ, στο έργο του Laurent Baffie, σε σκηνοθεσία Κώστα Σπυρόπουλου, TOC-TOC, ως Μαρία Κλεοπάτρα Μπιμπίκα, που προσπαθεί να μάθει να συμβιώνει με άπειρους «χαριτωμένους» ψυχαναγκασμούς. Καθώς την έβλεπα, στο φινάλε του έργου, να χαμογελά με το χειροκρότημα του κοινού, σκεφτόμουν, πόσες φορές έχει υποκλιθεί στον κόσμο κατά τη διάρκεια της ζωής της, δείχνοντας πάντα τόσο σεβασμό.
Η Σόφη Ζαννίνου είναι ένα ξεχωριστό, μεγάλο, κορίτσι. Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια θεατρική οικογένεια και να ζήσει από κοντά, όλα όσα ακούγονται παραμυθένια, λόγω των ηθοποιών γονιών της, της Τζένης Παπαδοπούλου και του θρυλικού Ζαννίνο, του κατά κόσμον Γιάννη Παπαδόπουλου.
Για εκείνη το θέατρο ήταν ουσιαστικά μονόδρομος. Εκεί έτρεξε, έπαιξε, μεγάλωσε. Ίσως, μάλιστα, εκεί και να έκλαψε, μιας και για πρώτη φορά, βρέθηκε πάνω στη σκηνή όταν ήταν εννέα ημερών, καθώς η μητέρα της επέστρεψε, σχεδόν αμέσως μετά τη γέννηση της, στο θεατρικό σανίδι. Κι έτσι η μικρή Σόφη έκανε το ντεμπούτο της, καθώς οι συντελεστές χρειάστηκαν ένα μωρό για τις ανάγκες της παράστασης, κατά τη διάρκεια της θεατρικής τουρνέ των γονιών της στη Θεσσαλονίκη.
Η οικογένεια της ήταν μαθημένη στις μετακινήσεις. Ο πατέρας της, κατά τα χρόνια του ξεριζωμού ήρθε με τους γονείς του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Δραπετσώνα. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο μικρός αλλά εύσωμος Γιάννης προσπάθησε να βρει δουλειά και να φροντίσει τη μητέρα του. Εκείνη την περίοδο, προσλήφθηκε ως χορευτής στα μπαλέτα Ραμαζώφ, που έδιναν παραστάσεις σε διάφορα κέντρα της εποχής. Σε μία από εκείνες τις παραστάσεις στη Μάντρα του Αττίκ, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, ο ίδιος ο Αττίκ, τον βάφτισε με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ζαννίνο, το οποίο δεν θα μπορούσε να μην είναι το όνομα που θα ακολουθούσε για πάντα και την κόρη του.
Τη Σόφη Ζαννίνου, λοιπόν, την έχω συναντήσει –κάποιες φορές τυχαία και κάποιες όχι- σε διάφορες φάσεις της ζωής μου. Την πρωτοάκουσα να τραγουδά, όταν πήγαινα ακόμη σχολείο. Θυμάμαι να ερμηνεύει συγκινητικά την «Σκλάβα» του Γιώργου Μουζάκη, δίπλα στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη. Την πέτυχα αργότερα, πριν πολλά χρόνια, να περιποιείται τους τεράστιους σκύλους Αγίου Βερνάρδου, που είχαν στο σπίτι τους και τέλος την έζησα ως δασκάλα υποκριτικής των διαγωνιζομένων, στο τηλεοπτικό show Your Face Sounds Familiar.
Η αλήθεια είναι, πως τότε κατάλαβα τι είδους άνθρωπος είναι η Σόφη. Είναι, λοιπόν και μαμά και φίλη και επαγγελματίας. Είναι τελειομανής, συνεπής, δοτική και πάνω απ’ όλα σεμνή. Χαρακτηρίζεται, επίσης, από όλα τα στοιχεία που οφείλει να έχει ένας δάσκαλος, που αγαπά το αντικείμενο του και επιθυμεί να μεταδώσει τις γνώσεις του. Το ουσιαστικότερο, όμως, χαρακτηριστικό της είναι πως στέκεται δίπλα στους μαθητές της, τόσο στις καλές, όσο και στις κακές στιγμές τους.
Επιπλέον, η Σόφη έχει και πολλή τρέλα μέσα της. Και πολλή αγάπη. Μπορεί, ταυτοχρόνως, να σου λέει ιστορίες από το παρελθόν της, να ψάχνει να σου βρει σπίτι- διαβάζοντας όλες τις αγγελίες- να κοιτάζει τον ζωδιακό σου χάρτη, να πλένει το αυτοκίνητο της για να σε γυρίσει σπίτι σου, να επιμένει να σε βοηθήσει ν’ ανεβείς τις σκάλες- όταν έχεις σπασμένο πόδι και να χαίρεται με τις χαρές σου- προσωπικές και επαγγελματικές, σαν να γνωριζόσασταν από πάντα.
Σκέφτομαι, πως αν η Σόφη Ζαννίνου είχε γεννηθεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, θα είχε κάνει σίγουρα μια διαφορετική καριέρα, ως ένα από τα λαμπρά αστέρια της μουσικής επιθεώρησης. Πιστεύω πως το Broadway, όπου έζησαν τεράστιες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, όπως η Λάιζα Μινέλι, κόρη της μοναδικής Τζούντι Γκάρλαντ, θα ήταν το σπίτι της, όπως και της κόρης της Φιόνας, που διαθέτει μια υπέροχη φωνή με απεριόριστες δυνατότητες.
Η Σόφη Ζαννίνου, όπως ο Ζαννίνο που διακρίθηκε μέσα από δεύτερους ρόλους, δεν έγινε ποτέ η super star πρωταγωνίστρια. Συνεργάστηκε όμως με σπουδαίους καλλιτέχνες τόσο του θεάτρου και του κινηματογράφου, όσο και του τραγουδιού. Έχει ζήσει και συνεχίζει να ζει άπειρους ρόλους, πολλές χαρές, αλλά και στιγμές μοναξιάς. Η ίδια λέει, πως γεννήθηκε στον δρόμο, από θεατρίνους γονείς, εν καιρώ περιοδείας και ότι έχει μάθει να μη φοβάται την πείνα, αλλά να χορταίνει πρώτα απ’ όλα την ψυχή της.
Νομίζω πως μοιάζει αρκετά με τον πατέρα της που σ’ ένα σημείωμα του είχε γράψει: «Ξιφούλκησα τους ανεμόμυλους, πάλεψα με το ιερό τέρας που λέγεται θέατρο, λύγισα, αλλά δεν έπεσα. Τώρα πόσο πέτυχα, πόσο απέτυχα, αυτό ας το κρίνουν οι άλλοι. Γεγονός είναι ότι δεν κατέθεσα τα όπλα, παρ’ όλες τις Συμπληγάδες, που πέρασα».
Η σκέψη μου επιστρέφει στη σκηνή του θεάτρου ΗΒΗ, καθώς η Σόφη Ζαννίνου υποκλίνεται πριν κλείσει η αυλαία. Το παιχνιδιάρικο βλέμμα της, μου δίνει την εντύπωση πως ετοιμάζει μια παιδική αταξία. «Αποκλείεται», σκέφτομαι. «Θα μπορούσε να είναι Μαμά μου!».
Κι όμως το ζωντανό, χαρούμενο, νεανικό, αστείο βλέμμα της, είναι αυτό που την συνδέει με τις ρίζες της. Είναι αυτό που την ταξιδεύει στο παρελθόν της. Τότε που εκείνη, μόλις πέντε ετών, υποκλίθηκε για πρώτη φορά, ως επαγγελματίας ηθοποιός πάνω στην σκηνή. Από τότε, αυτό το βλέμμα, την ακολουθεί για πάντα και της θυμίζει ποια είναι.