Μοιάζει με ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο, που περιγράφεται σ’ ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων, αυτό που συμβαίνει πλέον τις Δευτέρες και τις Τρίτες στον Κεραμεικό. Ο βαρύς πολικός χειμώνας από τις Ρωσικές Στέπες, έχει μεταφερθεί στη σκηνή του θεάτρου «Κατερίνα Βασιλάκου» και υπεύθυνος γι’ αυτήν τη μετεωρολογική βόμβα είναι ο Γιώργος Νανούρης.
Ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης, ο οποίος μπήκε, αρχικά, στη ζωή μας ως ηθοποιός, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να «ταράξει» εμάς τους θεατρόφιλους, ως σκηνοθέτης.
Στη φαρέτρα του φαίνεται πως κρύβει πολλά βέλη. Στην αρχή ήταν η «Κατερίνα» του Κορτώ και της Λένας Παπαληγούρα, των 40.000 και πλέον θεατών, αργότερα ο Ξαρχάκος με τη Μαρινέλλα στη «Σονάτα του σεληνόφωτος», ακολούθησε η Χάρις Αλεξίου σε ένα μοναδικά συγκινητικό και αληθινό δραματοποιημένο αυτοβιογραφικό κείμενο. Τώρα ήρθε η στιγμή να συναντήσει τον Τολστόι.
Ο Γιώργος Νανούρης με κάνει να πιστεύω, πως πρέπει ν’ αγαπά πολύ τον γραπτό λόγο. Ως απόφοιτος, άλλωστε, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, πρέπει να συνάντησε στο δρόμο του σπουδαία κείμενα. Μοιάζει σαν να διάβαζε και να διαβάζει πολύ.
Υποθέτω πως λατρεύει να δημιουργεί συνέχεια εικόνες στο μυαλό του. Μοιάζει σαν να πρόκειται για ένα δικό του παιχνίδι ή κάποιο στοίχημα, κατά το οποίο προσπαθεί να μεταφέρει τα ποιήματα, τις νουβέλες και τα διηγήματα, στη θεατρική σκηνή, δημιουργώντας ζωντανούς ζωγραφικούς πίνακες. Ίσως να θέλει να μοιραστεί με όλους μας, τα δικά του όνειρα κι γι ‘αυτό μεταφέρει έναν φαντασιακό κόσμο πάνω στο σανίδι.
Δεν αναζητά έργα γραμμένα σε θεατρική δομή, τα οποία, μερικές φορές, περιλαμβάνουν ακόμα και τις σκηνοθετικές οδηγίες του συγγραφέα. Αναζητά κείμενα που νιώθει πως κρύβουν μυστικά, τα οποία προσπαθεί να τα αποκαλύψει εκείνος με τη σκηνοθετική ματιά του, αναδεικνύοντας τα και βγάζοντας τα στην επιφάνεια.
Μέσα σε μόλις 70 λεπτά η νουβέλα του Τολστόι «Αφέντης και Δούλος» την οποία έγραψε ο συγγραφέας από το 1894-1895, κατάφερε να ζωντανέψει σε ένα λιτό, ψυχρό σκηνικό, καθώς το πυκνό χιόνι έπεφτε σχεδόν στα κεφάλια μας και ο αγέρας σφύριζε στ’ αυτιά μας.
Σύντομα, μάλιστα, άρχισα να νιώθω παγιδευμένη στη χιονοθύελλα του ρωσικού χειμώνα, ζώντας την αληθοφανή φρίκη που βίωναν οι ήρωες, η οποία ενισχυόταν από τις δυνατές ερμηνείες, τη μουσική του Λόλεκ, τους ήχους, τα σκηνικά και τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα.
Σκέφτηκα πως έχοντας δει και άλλες δουλείες του, είμαι βέβαιη πως ο Γιώργος Νανούρης, μπορεί, με ελάχιστα αντικείμενα, να σε μεταφέρει σε οποιοδήποτε περιβάλλον, δημιουργώντας εξαίσιες παραστάσεις. Επιπλέον, λατρεύει τις σκιές. Αυτές που υπάρχουν γύρω μας, αλλά και μέσα μας. Μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, μοιάζει με εικαστικό καλλιτέχνη, που αναζητά το ιδανικό φως για την τέλεια αποτύπωση σε έναν καμβά ή μια φωτογραφία.
Δίπλα του, στη Ρωσία 1870, έχει για αφέντη τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος γίνεται ο τέλειος συνοδοιπόρος του πάνω στην σκηνή. Μαζί, άψογα χορογραφημένοι ως προς την κίνηση και τον λόγο, ακολουθούν την δύσκολη πορεία του αφέντη και του δούλου μέσα στην παγωμένη νύχτα. Όμως χωρίς, τελικώς, να το γνωρίζουν, ακολουθούν μια διαφορετική πορεία. Αυτήν προς το νόημα της ζωής.
Οι δύο άντρες εξ’ αιτίας της χιονοθύελλας βρίσκονται μόνοι και ανυπεράσπιστοι μπροστά στους κινδύνους της μανιασμένης φύσης. Κι ενώ αρχικά ο αφέντης προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του, αφήνοντας τον δούλο αβοήθητο, εκεί μέσα στο σκοτάδι και το κρύο του Χειμώνα, ξάφνου η Άνοιξη ακουμπά απρόσμενα την ψυχή του αφέντη και τον αναγεννά.
Ο σκληρός, αδίστακτος, με μοναδικό κίνητρο το κέρδος, προνομιούχος, θυσιάζεται κατά τη διάρκεια της φριχτής νύχτας, για τον πάντα πρόθυμο δούλο του, αλλάζοντας την κοσμοθεωρία της ύπαρξης του και ανταλλάσσοντας τον νέο του εαυτό, με την ίδια του τη ζωή.
Εκεί στο δραματικό φινάλε, σαν μια κατακλείδα, ο Γιώργος Νανούρης χρησιμοποιεί εύστοχα τους στίχους του Ελληνοκύπριου ποιητή Κώστας Μόντη, για να μας θυμίσει κάτι που μπορεί να μην ταίριαζε για τα υλικά αγαθά που διεκδικούσε ο αφέντης μια ζωή, σίγουρα όμως χαρακτήριζε τα αισθήματα που επέδειξε στο τέλος, αποδεικνύοντας τον ουσιαστικό πλούτο του:
«Περίεργο πράγμα η καρδιά.
Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις».
Και κάπου εκεί τα βέλη που κρύβει στη φαρέτρα του ο Γιώργος Νανούρης, βρήκαν και πάλι τον στόχο τους, που δεν είναι άλλος από την καρδιά μας.