Τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα φαίνεται να φυσά ένας διαφορετικός θεατρικός άνεμος, ο οποίος, μάλλον, έρχεται από το West End του Λονδίνου και το Broadway της Νέας Υόρκης.
Όλο και περισσότερες θεατρικές σκηνές επενδύουν χρήματα, αποφασίζοντας ν’ ασχοληθούν με το απαιτητικό είδος του musical. Κλασικά ξένα έργα, ελληνικές παραγωγές υπερθεάματα, αλλά και παιδικά έργα, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους υψηλούς προϋπολογισμούς των ξένων παραγωγών, προσφέρουν στο κοινό ένα θέαμα λαϊκό, αλλά, ιδιαιτέρως, προσεγμένο. Έτσι, μετά από πολλά χρόνια, το ελληνικό musical δείχνει να περνά μια δεύτερη άνοιξη, μετά τη χρυσή δεκαετία 1975-1985.
Το musical, που έγινε το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος στην Ελλάδα του ’60, με τραγούδια τα οποία γίνονταν αμέσως επιτυχίες, επιδρούσε στη γενικότερη λαϊκή κουλτούρα. Μέσα από τα υπέροχα χρώματα, τις μελωδίες, τον χορό, το συναίσθημα, τη φινέτσα και την τρέλα, εκφραζόταν μια αισιοδοξία για το μέλλον.
Όταν τα musicals άνθιζαν στο θέατρο, στα μέσα του ’70, οι εγχώριες ντίβες, ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ρένα Βλαχοπούλου η Σμαρούλα Γιούλη, η Νόνικα Γαληνέα και αργότερα η Μιμή Ντενίση. Κάθε παραγωγή τους ήταν εντυπωσιακότατη, όσο και δαπανηρή: μεγαλειώδη σκηνικά, πολυπληθείς θίασοι, δημοφιλείς πρωταγωνιστές, μεγάλα χορευτικά σύνολα, περούκες, υπέροχα κοστούμια.
Άλλωστε, τα musicals χαρακτηρίζονταν και χαρακτηρίζονται ακόμη, ως επί το πλείστον, από την πολλή χρυσόσκονη, συνδυάζοντας, με μοναδικό τρόπο, την πρόζα με το τραγούδι, τη ζωντανή ορχήστρα με το χορό, αλλά και την απόλυτη λάμψη.
Τα τελευταία χρόνια μια σταθερή αξία του είδους, αποδεικνύεται η έμπειρη σκηνοθέτης Θέμις Μαρσέλλου. Η ίδια φαίνεται να γνωρίζει, πλέον καλά την τέχνη της αφήγησης μιας μουσικής ιστορίας. Οι παραστάσεις της αναδεικνύουν με τον πιο πετυχημένο τρόπο, το χιούμορ, το πάθος, τον έρωτα και την συναισθηματική ένταση, μέσω τόσο του κείμενου, όσο και της μουσικής, της κίνησης και των ερμηνειών, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα ενιαίο σύνολο, από το οποίο καμία από τις τέχνες που περιλαμβάνει ένα musical, να μην ξεχωρίζει από την άλλη.
Έτσι, για φέτος, επέλεξε το «Mamma Mia»- που με έκανε να αισθανθώ πως πρέπει να το αγαπά πολύ- ένα από τα πιο επιτυχημένα και δημοφιλή musicals όλων των εποχών, που ανεβαίνει για πρώτη φορά από ελληνικό θίασο και μάλιστα τραγουδά στα ελληνικά τα διάσημα τραγούδια των ABBA, μην αφήνοντας, σε καμία στιγμή, το χαμόγελο να σβήσει από τα χείλη σου.
Το θεατρικό «Mamma Mia», που έχει κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο- στην χώρα μας είχε έρθει παλιότερα στο πλαίσιο παγκόσμιας περιοδείας στο θέατρο Badminton- και ανεβαίνει εδώ και δύο μήνες στο Θέατρο ΑΚΡΟΠΟΛ, απλά «τα σπάει».
Αρχικά «σπάει ταμεία» από πλευράς απήχησης, έπειτα από πλευράς πλούτου παραγωγής, σκηνοθεσίας, χορευτών, φωνών, σκηνικών του Μανόλη Παντελιδάκη, μουσικής και εξαιρετικών ερμηνειών. Όλοι οι συντελεστές θυμίζουν τα γρανάζια ενός καλοκαρδισμένου ρολογιού, που το ένα συνδέει το άλλο, όπως, αντίστοιχα, το ένα, έχει ανάγκη το άλλο για να λειτουργήσει. Επιπλέον, τους άξιους πρωταγωνιστές και τον θίασο, πλαισιώνει ζωντανή ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Ηλία Καλούδη.
Κατ’ εμέ, όμως, τα δύο σημαντικότερα ατού της παράστασης είναι η απόδοση κειμένου και στίχων της Θέμιδας Μαρσέλλου και η πρωταγωνίστρια Donna Sheridan, κατά κόσμον Δέσποινα Βανδή.
Ξεκινώντας από τους στίχους πιστεύω, πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη προσαρμογή για τα διαχρονικά τραγούδια των ABBA, τα οποία δεν έχασαν ούτε σε μία λέξη την δυναμική τους, την ελαφράδα τους και το κέφι τους. Η Θέμις Μαρσέλου, μοιάζει να εξελίσσεται συνεχώς στον τομέα του musical. Η μια της δουλειά είναι καλύτερη από την άλλη. Έχει ρυθμό, αίσθηση της ενέργειας, ενώ οι στίχοι της κρατούν το νόημα, δημιουργώντας μια γλυκιά ομοιοκαταληξία.
Και κάπου εκεί εμφανίζεται στην θεατρική σκηνή η Δέσποινα Βανδή, όπου, για μένα εδώ αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο της, μπαίνοντας, για πρώτη φορά, στον απαιτητικό χώρο του musical. Άλλωστε, η Δέσποινα Βανδή δεν είναι μόνο μια ωραία γυναίκα, μια τραγουδίστρια, μια τηλεοπτική «περσόνα», ένας άνθρωπος με άποψη και σωστά ελληνικά- έχω κι εγώ τα κολλήματά μου- αλλά είναι πολλά παραπάνω, τα οποία ξεκινούν από το πόσο «στρατιώτης» πρέπει να είναι στη ζωή της.
Για να υποδυθεί την Donna Sheridan έχει μελετήσει αρκετά και κοπιάσει πολύ. Φαίνεται πως σαν καλή μαθήτρια ακολούθησε τις συμβουλές της σκηνοθέτιδας-δασκάλας της και γυρνώντας στο σπίτι συνέχισε να διαβάζει τα μαθήματά της, για να τα καταφέρει. Μοιάζει με έναν άνθρωπο που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Είναι ένα πολυεργαλείο που τραγουδά-αναμενόμενο- χορεύει- αναμενόμενο- και υποδύεται τον ρόλο της, με εξαιρετική επιτυχία- καθόλου αναμενόμενο.
Δεν είναι διεκπεραιωτική, είναι αστεία, συγκινητική, δυναμική και αληθινή. Κατά τη γνώμη μου, η θεατρική σκηνή της ταιριάζει απόλυτα. Αν και βρίσκεται μέσα στη χρυσόσκονη του musical, εκείνη μοιάζει απαλλαγμένη από οτιδήποτε περιττό. Είναι γνήσια στο παίξιμό της και φαίνεται κατασταλαγμένη. Και γι’ αυτούς τους λόγους θα ήθελα να την ξαναδώ στο θέατρο, πιστεύοντας πως έχει μέλλον στην υποκριτική.
Δεν ξέρω, βέβαια, τι θα επιλέξει εκείνη για το καλλιτεχνικό μέλλον της, πάντως μπορώ να πω, πως είμαι πεπεισμένη, ό,τι αν είχε γεννηθεί στη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, μια εποχή που δεν ζήσαμε, αλλά αγαπήσαμε, θα ερμήνευε, οπωσδήποτε, Μίμη Πλέσσα, ούσα, βασική και αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Γιάννη Δαλιανίδη.