Ποιος ορίζει τη ζωή μας; Υπάρχει ανθρώπινο πεπρωμένο; Τι μερίδιο προσωπικής ευθύνης έχουμε εμείς; Αυτές οι ατάκτως ειρημένες σκέψεις, μου γεννήθηκαν, πριν από λίγα βράδια, βγαίνοντας από το θέατρο Αλκμήνη ,όπου παρακολούθησα την παράσταση: «Ο Συγγραφέας σου Πέθανε».
Τελικά, λοιπόν, ποιος είναι αυτός που συγγράφει τη ζωή σου, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφυσικά; Ποιος είναι ο δημιουργός της; Είναι κάποιος άλλος, που «τα παν θωρά» ή μήπως είσαι εσύ ο σεναριογράφος;
Άλλωστε, ανέκαθεν υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν σίγουροι για τη ζωή τους γιατί μπορούν να τη «σχεδιάζουν» και άλλοι, πάλι, αποδέχονται τη μοίρα τους, όποια κι αν ήταν αυτή, σαν να πρόκειται για κάτι προσχεδιασμένο, που δεν αλλάζει και, τελικώς, κατευθύνει τον ανθρώπινο βίο.
Και κάπου εκεί εισβάλει το πρωτότυπο, εξαιρετικά δυνατό έργο, της Άσπας Καλλιάνη, «Ο Συγγραφέας σου Πέθανε», το οποίο ανάμεσα στις πολλές σκέψεις που μου γέννησε, κατάφερε, για μένα, να ταράξει τα νερά και ν’ αμφισβητήσει το αναπόφευκτο, το γραφτό των σπουδαίων ηρώων της παγκόσμιας δραματουργίας.
Συναντάμε, λοιπόν, δύο ήρωες που οι συγγραφείς τους, τους εγκατέλειψαν. Κι εκείνοι, μέσα στην απομόνωση τους, περιμένουν κλεισμένοι στο καβούκι τους, για μια διόρθωση από τους δημιουργούς, που θα τους τοποθετήσει ξανά στην εξέλιξη του έργου. Μένουν για πάντα πιστοί στον ρόλο τους, σε αυτά τα μόνα που γνωρίζουν, προβάρουν κάθε μέρα τα ίδια λόγια, τις ίδιες κινήσεις. Είναι φυλακισμένοι στο δικό τους σκηνικό, αλλά νιώθουν, φυσικά, ασφαλείς σε έναν μικρόκοσμο που γνωρίζουν καλά και έμαθαν να υπηρετούν. Ζουν, όπως κάποια μικρά πουλιά στα κλουβιά, που ακόμα και αν το πορτάκι μείνει ανοιχτό, δεν πετούν, από φόβο, μακριά στο άγνωστο. Δύο ήρωες ιδρυματοποιημένοι, περιμένουν καρτερικά την δικαίωση τους από τον συγγραφέα, ελπίζοντας σε μια συνέχεια.
Από τη μία, είναι η γοητευτική, εύθραυστη και διαταραγμένη Μπλανς Ντιμπουά- Ζέτα Δούκα, μία ξεπεσμένη αριστοκράτισσα του Νότου, αποζητά την μαγεία, που βρίσκεται διαρκώς σε αντίθεση με τον σκληρό ρεαλισμό της πραγματικότητας. Μοιάζει σαν ένα μικρό κορίτσι που αρνείται να μεγαλώσει και να αφήσει τις κούκλες του μέσα στο παλιό μπαούλο της σοφίτας.
Από την άλλη, ο συγκινητικός, φοβικός, πιστός υπηρέτης Φιρς- Σταύρος Ζαλμάς, από τον «Βυσσινόκηπο», του οποίου οι ιδιοκτήτες, παγιδευμένοι στη σύγχυση μιας μεταβατικής εποχής, αρνούνται να αποχαιρετίσουν οριστικά την ευμάρεια και την ανεμελιά και να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα, υποδεικνύοντας την αδυναμία των ανθρώπων, να κατανοήσουν τις όποιες αλλαγές συντελούνται.
Και κάπου εκεί, εμφανίζεται ο Γιάννης Βούρος ως Γκοντό, για πρώτη φορά πάνω στη σκηνή, χτίζοντας άξια μια διεστραμμένη προσωπικότητα. Ο άγνωστος, φανταστικός ήρωας του Μπέκετ, που πάντα αναφέρεται, ως η υπερβατική φιγούρα η οποία θα σώσει τους ανθρώπους, αλλά, τελικώς, ποτέ δεν παρουσιάζεται, βρίσκεται πλέον ανάμεσα στους δύο ήρωες και επιθυμεί να κλέψει το ρόλο του δημιουργού.
Ίσως του τιμωρητικού Θεού (God), του διαβόλου, ή ακόμα και του συγγραφέα που κρατά στα χέρια, με την πένα του, τις τύχες των ηρώων. Φαίνεται να μην μπορεί ν’ αποδεχθεί την μη φυσική ύπαρξη του ως πρόσωπο και, πλέον, να μην αρκείται στην μεταφυσική διάστασή του. Αποφασίζει, λοιπόν, να παίξει με τις ζωές των ηρώων, να διαταράξει τα δεδομένα τους και να αποκτήσει ο ίδιος υπόσταση.
Σαν διοικητής του τόπου, θα φέρει τους δύο διαφορετικούς ήρωες, που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ μεταξύ τους, αντιμέτωπους με την αλήθεια της εγκατάλειψης από τους συγγραφείς τους. Μια εγκατάλειψη ικανή να οδηγήσει στην απόλυτη παραίτηση. Τον θάνατο.
Και όμως οι τρεις τους μοιάζει σαν να συναντούν το πεπρωμένο τους. Όπως κάποτε, ο Αισχύλος ήταν απόλυτα κατηγορηματικός για τον Αγαμέμνονα πως: «Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από ό,τι σου γράφει η μοίρα σου», έτσι και αυτοί, ακόμη και αν οι συγγραφείς τους έχουν πεθάνει, ακόμη και αν και ο διοικητής Γκοντό, αποφασίζει να δώσει εκείνος κίνηση στις μαριονέτες, μοιάζει ν’ ακολουθούν χωρίς να είναι σε θέση να αντιδράσουν, ό,τι τους ήταν γραμμένο εξ’ αρχής. Το ριζικό τους.
Ο Τσέχωφ, ο Ουίλιαμς και ο Μπεκετ, αν και νεκροί μπορεί ν’ αποφασίζουν αυτοί για το φινάλε. Κάπως σαν την Κλωθώ, που έκλωθε το νήμα της ζωής του ανθρώπου και καθόριζε τη χρονική διάρκεια του, τη Λάχεση, που διένειμε τα καλά και τα κακά και τη γερασμένη, κακόσχημη, θεότητα, την Άτροπο, που έκοβε με τα μυτερά της δόντια, αναπάντεχα, το νήμα της ζωής.
Ο Φιρς του Τσέχωφ στον «Βυσσινόκηπο», εγκαταλείπεται από όλους στο παλιό αρχοντικό και πεθαίνει μόνος, μέσα σε βαθιά ανέχεια, ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται και να σωριάζονται στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του. Και τώρα, όμως, στο νέο έργο, χωρίς κείμενο πια, δίπλα στην Μπλάνς, δεν ξεφεύγει από τη μοίρα του και πέφτει νεκρός.
Αλλά και η ταλαιπωρημένη ψυχοσύνθεση της Μπλανς, του Τ. Ουίλιαμς, στο «Λεωφορείο ο Πόθος», ακροβατεί ανάμεσα στην λογική και την παράνοια, η οποία έπειτα από μια άγρια νύχτα ζωώδους συνουσίας με τον Στάνλεϊ, την οδηγεί στο ψυχιατρείο. Έτσι και η χωρίς κείμενο Μπλάνς, καταρρέει συναισθηματικά και ψυχικά στο τέλος, προκαλώντας τη συμπόνια, όπως και η αυθεντική ηρωίδα.
Και τέλος ο Γκοντό, της Άσπας Καλλιάνη, χάνεται τελικά, χωρίς να καταφέρει να αλλάξει το τέλος και να ξαναγράψει την ιστορία. Αποδεικνύεται αδύναμος να σώσει τον ίδιο του τον εαυτό και την άσκοπη ζωή του. Καταστρέφεται και ο ίδιος στην προσπάθειά του να καταστρέψει τους δύο ήρωες. Μοιάζει να τιμωρείται για την ύβρη που διέπραξε απέναντι στους δημιουργούς.
Δεν ξέρω, βέβαια, αν «από τη μοίρα του κανένας δεν ξεφεύγει», όπως υποστήριζε ο Δημοσθένης. Η Μπλανς και ο Φιρς, σίγουρα, δεν ξέφυγαν. Έπαιξαν τους αυθεντικούς ρόλους τους μέχρι τέλους, χωρίς, μάλιστα, να έχουν στα χέρια τους τα κείμενα των έργων. Ήταν συνεπείς και αληθινοί. Φαντάστηκαν τις σελίδες που έλειπαν και τις απέδωσαν με πίστη στους ήρωες, τιμώντας τους συγγραφείς τους. Είχαν το δικαίωμα της επιλογής και όμως επέλεξαν να ακολουθήσουν τον μονόδρομο, που θα οδηγούσε στο φινάλε, το οποίο χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν, ήταν προδιαγεγραμμένο να ερμηνεύσουν.