Το τελευταίο διάστημα σκέφτομαι ξανά και ξανά τις φωνές που κρύβουμε μέσα μας. Από τις μικρούτσικες, έως τις πολύ δυνατές. Αυτές που σιωπούν και εκείνες που ουρλιάζουν. Προσπαθώ να αντιληφθώ το σώμα μου σαν ένα δοχείο, που συγκεντρώνει διάφορους ήχους. Χαρούμενους και λυπημένους.
Νιώθω πως στη συνέχεια, όλα μας τα εκφραστικά μέσα, ακούν αυτούς τους προσωπικούς ήχους και τους αναπαράγουν. Γελώντας, κλαίγοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, πηδώντας, τρέχοντας, φωνάζοντας, μιλώντας.
Οι ήχοι αυτοί μέσα μας, είναι οι φωνές μας. Αυτές που μας χαρακτηρίζουν. Αυτές που μας προσδιορίζουν. Αυτές που μας εξελίσσουν. Αυτές που, κάποιες φορές, μας κρατούν μαρμαρωμένους. Οι φωνές αυτές είναι «τα θέλω» και πολύ περισσότερο «τα πρέπει» μας. Έρχονται από το παρελθόν και ίσως, συναντήθηκαν με εμάς, από την πρώτη στιγμή, καθώς μεγαλώναμε στην κοιλιά της μάνας μας.
Ενδεχομένως, τότε να έκανε και την εμφάνισή της, στο δικό μας σώμα, η πρώτη ασθενής δική μας φωνούλα. Τότε που εμείς ήμασταν ακόμη μέρος των ήχων εκείνης, όταν μας κυοφορούσε στο σώμα της.
Όλα, λοιπόν, στη ζωή μας, πιστεύω πως σχετίζονται με τις φωνές που κατοικούν μέσα στο σώμα μας. Με όσα δηλαδή, διδαχθήκαμε. Με όσα αποτέλεσαν την τροφή μας.
Άλλωστε, η αγωνία, ο φόβος, η ανασφάλεια, η δυσκολία, η δύναμη, η πληρότητα, η έλλειψη, η επιτυχία, η αγάπη, η σιγουριά, η ασφάλεια, η ευτυχία, αποτελούν βαριές κληρονομιές των προηγούμενων, που μας έχουν κληροδοτηθεί, χωρίς εμείς να μπορούμε να τις αποποιηθούμε.
Αναλογίζομαι, πολλές φορές, τις πράξεις μου, τις σκέψεις μου σε συνδυασμό με των γύρω μου. Κοντινών και μακρινών. Ακούω προσεκτικά τις φωνές μου σήμερα και θυμάμαι και των προηγούμενων χρόνων.
Πόσο έχουν αλλάξει και αν έχουν αλλάξει, γιατί συνέβη αυτό;
Τι, άραγε, λένε οι εσωτερικές φωνές στους άλλους ανθρώπους;
Πώς θα καταφέρουμε, επιτέλους ν’ ακουστεί η μικρή φωνή που είναι καταδική μας και δεν γίνεται αντιληπτή μέσα στο πλήθος, λόγων των υπόλοιπων φωνών που μας έχουν επιβληθεί;
Και κάπου ανάμεσα σε αυτές τις σκέψεις, έτσι συμπτωματικά, βρέθηκα να παρακολουθώ στο Νέο Θέατρο «Κατερίνα Βασιλάκου», πριν από μερικά βράδια, την παράσταση «Φωνές», που αποτελείται από τέσσερα μονόπρακτα του Χάρολντ Πίντερ.
Εκεί, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, βλέποντας τους ήρωες επί σκηνής, φαντάστηκα τις δικές τους φωνές, που έρχονταν από μακριά και τους κρατούσαν εγκλωβισμένους. Εγκλωβισμένους να ζήσουν ένα παρόν και ένα μέλλον, κολλημένο στο παρελθόν, που είχε στιγματίσει αυτούς και τους γονείς τους.
Βλέποντας την σπουδαία Όλια Λαζαρίδου, να υποδύεται, με συγκινητικά χαριτωμένο τρόπο, μια ασθενή που ξυπνά από λήθαργο, σκέφτηκα τον βουβό πόνο, που βιώνει μέσα του κάθε άνθρωπος, μεγαλώνοντας. Θυμήθηκα όλους αυτούς που γερνούν στο σώμα, αλλά επιμένουν σε μια ψυχή παιδική, που κουβαλά, ακόμη, τα ίδια παιδικά βιώματα και τραύματα.
Μου ήρθε στο μυαλό μια συζήτηση που είχα, κάποτε, με τη θεία Ειρήνη, όταν εκείνη μου εξιστόρησε μία σκηνή από την παιδική ζωή της, που την είχε συγκλονίσει. Ο τρόπος και η ένταση, που την περιέγραφε, σχεδόν σε ενεστωτικό χρόνο, με οδήγησε στη σκέψη πως αυτές οι φωνές μέσα μας, δεν σιωπούν και δεν κοιμούνται ποτέ.
Ούτε οι φωνές του ζευγαριού από το δεύτερο μονόπρακτο του Πίντερ μοιάζουν να σιωπούν. Ούτε οι φωνές του γιου και του νεκρού πατέρα- του σπαραχτικού Δημήτρη Καταλειφου- στο τρίτο.
Και κάπου εκεί, ξεκίνησε το τέταρτο μονόπρακτο. Σαν αποχαιρετισμός. «Ένα για το δρόμο». Η φωνή της εξουσίας πλημμύρησε με σκληρά συναισθήματα τη σκηνή. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Μέσα μου, αυτομάτως γεννήθηκαν οι δικές μου φωνές.
Το ίδιο έργο. Τρία χρόνια πριν. Άλλοι πρωταγωνιστές, άλλος σκηνοθέτης. Άλλες μνήμες. Οι δικοί μας φίλοι. Μια ομάδα ερασιτεχνών, με εσωτερικές φωνές, που έφταναν ως τον ουρανό και συντονίζονταν με τις δικές μας. Ο Πέτρος Μαρμαρινός, ο Δημήτρης Δαμιανός, ο Ανδρέας Μαυριάς και η Ηρώ Λαζή.
Μια ομάδα ανθρώπων, που πάντα θα επιστρέφει στη σκηνή. Και αν, μερικές φορές, τα πρόσωπα αλλάζουν και ταξιδεύουν, η εσωτερική φωνή που τα ενώνει θα είναι πάντα η ίδια. Το ίδιο δυνατή, καθαρή και αειθαλής.
Υ.Γ.Ραντεβού με αυτές τις φωνές, στο OFF-OFF ATHENS του «Επί Κολωνώ» με το «Love me Bro».