Από ποιον τρέχουμε να ξεφύγουμε καθημερινά στη ζωή μας;

Πριν από χρόνια η φίλη μου η Ναυσικά, με πείραζε επιμένοντας πως όλα όσα κάνω εγώ μέσα σε μία ημέρα εκείνη τα ολοκληρώνει σε μία εβδομάδα, ενώ οι εβδομαδιαίες ασχολίες μου, για εκείνη κάλυπταν έναν ολόκληρο χρόνο. Η σκέψη της αυτή, η αλήθεια είναι πως μου προκαλούσε μέγιστη ικανοποίηση, καθότι ένιωθα εξαιρετικά δημιουργική και ζωντανή.

Πάντα, άλλωστε, αναρωτιόμουν για τους ανθρώπους που έκαναν καθημερινά τα απολύτως απαραίτητα, ξεκινώντας από τη δουλειά τους και τελειώνοντας την ζωή τους με αυτήν, πώς ήταν δυνατόν να πνίγονται σε μια κουταλιά νερό, όταν μέσα σε μία μέρα να χωρούσαν μόνο δύο- τρεις διαφορετικές δραστηριότητες και δεν προνοούσαν να γεμίσουν τις ώρες της ημέρας, που περίσσευαν με άλλες, επιπλέον, δραστηριότητες.

Αγαπώντας, ιδιαιτέρως, τους προγραμματισμούς, ένιωθα απόλυτη χαρά, όταν ανοίγοντας το σημειωματάριό μου, παρατηρούσα πως καμία μέρα του χρόνου δεν ήταν εντελώς κενή. Όλο αυτό με έκανε να νιώθω δραστήρια, γεμάτη και αναγκαστικά, ολίγον «στην τσίτα».

Κατά καιρούς κάποιοι φίλοι και γνωστοί σχολίαζαν χαριτολογώντας την υπερδραστηριότητα μου, ως mini νεύρωση, άλλοι εντυπωσιάζονταν με τις αντοχές μου και άλλοι λίγοι άφηναν να εννοηθεί ότι κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από όλη αυτή την υπέρ-κινητικότητα.

Κι όμως για εμένα «πέρα έβρεχε». Βίωνα την υπερβολική μου δραστηριότητα, σαν μια φυσιολογική κατάσταση που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, όλους τους κανονικούς ανθρώπους. Προβληματιζόμουν, μάλιστα, γι ‘αυτούς, που αρκούνταν στις βασικές δραστηριότητες, κρίνοντας τους, με σχετική υπεροψία, ως μονοδιάστατους και προβλέψιμους.

Καθ’ όλη αυτήν την χρονική περίοδο του κυκλοφοριακού μποτιλιαρίσματος, που βίωνα στην καθημερινότητά μου, γινόμουν κάποιες φορές αποδέκτης ομολογημένων σκέψεων κοντινών μου ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούσαν να μου απομυθοποιήσουν την βαρύτητα που εγώ φόρτωνα τις στιγμές απραξίας, υποστηρίζοντας πως είναι εξαιρετικά ανακουφιστική και ενδιαφέρουσα, η συνειδητή επιλογή του να μένεις, κάποιες στιγμές, σιωπηλός και μόνος.

Αυτή η σκέψη, για πολλά χρόνια, με βασάνιζε. Αναρωτιόμουν αν η όποια «αγρανάπαυση» θα μπορούσε να χαρακτηρίζει, αυτομάτως, τη ζωή κάποιου, ως αποτυχημένη.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις, αλλά και την κούραση που κάποιες φορές μου προέκυπτε από το συνεχές τρέξιμο, άρχισαν να ξυπνούν μέσα μου κάποια δικά μου «φαντάσματα» που βρίσκονταν σε υποχρεωτικό λήθαργο και δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι ανάμεσα σε δουλειά, «εξωσχολικές δραστηριότητες», συναντήσεις με φίλους, οικογενειακές υποχρεώσεις και λοιπές ενασχολήσεις.

Και ένα βράδυ Σαββάτου, έτσι απλά, αποφάσισα να μην κάνω τίποτα. Να καθίσω στον καναπέ μου, έχοντας χαμηλώσει τα φώτα και ν’ απολαύσω την υπέροχη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Μια ζωή την έχουμε».

Μόνη μου και απολύτως ήρεμη. Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα πως δεν είχα κανένα άγχος, πως από κάπου θα εμφανίζονταν οι «μπαμπούλες» του μυαλού μου. Ένιωσα γαλήνη. Μαζί με το κορμί μου, αισθάνθηκα πως ξεκούραζα και το μυαλό μου.

Δεν επρόκειτο για καμία απελπισμένη απραξία, αλλά για μια συνειδητή επιλογή, που με οδηγούσε στην σκέψη, πως αυτή η κατ’ επιλογή «μοναξιά» ήταν η απόλυτη φόρτιση μπαταριών, που είχε ανάγκη η ψυχή μου.

Ένιωσα ασφαλής και κυρίαρχος των σκέψεων μου. Δεν τρόμαξα με την ησυχία γύρω μου. Σκέφτηκα να την «εκμεταλλευτώ» και να της επιδείξω το μέγιστο σεβασμό. Αναρωτήθηκα, τότε, αν οι ανασφάλειές μου, με έκαναν, τελικώς, να βρίσκομαι συνέχεια σε κατάσταση αναγκαστικής εγρήγορσης.

Ίσως τα «θέματά» μου να είχαν μια αφετηρία, που δεν είχα σκεφτεί ή δεν ήθελα να ομολογήσω. Ενδεχομένως, μια πεσιμιστική πεποίθηση ότι ο αγαπημένος μας, οι φίλοι, οι συνεργάτες μπορεί και να μας απορρίψουν κάποια στιγμή, δημιουργούσε μια σκιά στη ζωή μου και έναν φόβο που χαρακτήριζε, κάπου, στο βάθος τις πράξεις μου.

Έμοιαζε σαν να μεγεθύνεται μια συναισθηματική ανασφάλεια, η οποία μας κάνει να νιώθουμε πως βρισκόμαστε κάτω από το μικροσκόπιο, μέσα από το οποίο μας κριτικάρουν, κρίνουν και κατακρίνουν.

Το μόνιμο αποτέλεσμα ήταν να «τρέχω και να μη φτάνω», με την έννοια ότι διαρκώς προσπαθούσα και προσπαθώ να τα κάνω όλα με τον καλύτερο τρόπο προκειμένου να εισπράξω, πρωτίστως, θετική κριτική από τους γύρω μου και, δευτερευόντως, από τον εαυτό μου. Και το βασικότερο, στόχος μου είναι και ήταν πάντα να μην επιτρέψω μέσα μου να ξυπνήσει ο φόβος της μοναξιάς

Σε μία σύντομη συζήτηση που είχα χθες, με τον συνεργάτη και φίλο Ηλία, άκουσα από το στόμα του μια υπέροχη ποιητική φράση: «Η απόλαυση της μοναξιάς είναι μια επιστήμη που πρέπει να σπουδάσουμε όλοι». Τον κοίταξα έκπληκτη, καθώς η φράση του επανερχόταν στο μυαλό μου. Η μοναξιά που τόσο μας τρομάζει, θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι απολαυστική, δημιουργική και τελικώς, να μας κάνει σοφότερους.

Αν είμαστε, άλλωστε, τυχεροί στη ζωή μας και ζούμε με ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν, η κατ’ επιλογή μοναξιά, που μπορούμε να βιώσουμε κάποιες στιγμές, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά θεραπευτική, χωρίς να είναι δυσάρεστη και να μας πανικοβάλει.

Από την άλλη, είναι σίγουρο πως οι συντροφικές ή κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες υπάρχουν, απλά και μόνο, για να μην μένουμε μόνοι, μας φθείρουν πολύ περισσότερο. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε πει πολύ εύστοχα, ότι: «Εάν όταν είσαι μόνος νιώθεις μοναξιά, μάλλον δεν έχεις καλή παρέα». Είναι, λοιπόν, απολύτως απαραίτητο να αποδεχθούμε τον εαυτό μας και να συμφιλιωθούμε μαζί του.

Ο τρόπος, επιπλέον, που ο καθένας μας καλύπτει τον φόβο του για τις σκέψεις που μπορούν να γεννηθούν, διαφοροποιείται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Εγώ έμαθα να γεμίζω το καθημερινό πρόγραμμα μου. Τελευταία, όμως, συναντώ και άλλους σαν και μένα, που κρύβουν τις ανασφάλειες τους κάτω από το χαλάκι της υπερδραστηριότητας και της συνεχούς κίνησης.

Μοιάζουμε, όλοι, σαν να θέλουμε, ουσιαστικά, να τρέξουμε μακριά από τις σκέψεις μας. Να τις αποφύγουμε, μαζί με τον εαυτό μας. Μοιάζει σαν να μην μας επιτρέπουμε να ξαποστάσουμε.

Κι όμως, αρκεί να γίνεις φίλος σου. Να αποδεχθείς τα, όποια, αδύναμά σου στοιχεία και να τα αγαπήσεις. Το βέβαιο είναι, πως το να αγαπήσεις τα δυνατά σου χαρακτηριστικά είναι το μόνο εύκολο. Το να αγαπήσεις τις μικρές και μεγάλες αδυναμίες σου, είναι αυτό που απαιτεί τεράστια εσωτερική δύναμη.

Ο Γιώργος Σεφέρης στα ερωτικά γράμματα του, προς στην αγαπημένη του Μαρώ, έγραφε: «Θα ήθελα τρεις μέρες κοντά σου χωρίς λέξη. Λέξη…».

Κάνοντας μια αρκετά αυθαίρετη αναγωγή, θα παρομοιάσω την επιθυμία του ποιητή να βρεθεί με την αγαπημένη του, βιώνοντας την απόλυτη ερωτική ένωση, με μια δική μου εσωτερική ανάγκη να βιώσω, έστω και για λίγο, την σιωπή μέσα μου, που ευελπιστώ να με οδηγήσει στην αγάπη του «απογυμνωμένου» από δραστηριότητες εαυτού μου.

Μια πράξη που θα με οδηγήσει να αποδεχθώ τις σκέψεις μου, τους φόβους μου, τις αγωνίες μου. Που θα με βοηθήσει να σταματήσω να τρέχω, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να κρυφτώ από τους δαίμονές μου.

Είναι βέβαιο, πως αν καταφέρω να αντιμετωπίσω αυτή τη σιωπή και την όποια μοναξιά του εαυτού μου, θα φτάσω στον πολυπόθητο τερματισμό που τόσο επιθυμώ και εκεί, σίγουρα, δεν θα έχω επιλέξει να είμαι μόνη μου.

Θα έχω, πλέον, καταφέρει τη μεγαλύτερη προσωπική μου νίκη. Και αυτήν την νίκη, επιθυμώ να τη μοιραστώ στο βάθρο. Άλλωστε, όπως πιστεύω και θα πιστεύω με πάθος: «ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή χαμένη».

Απάντηση