Αν και προσωπικά έχω τσακωθεί με τους αριθμούς και τους αποφεύγω, ειδικά όταν αυτοί έρχονται, ταχυδρομικώς, αποτυπωμένοι σε λογαριασμούς, θα πρέπει να αναγκαστικά να τους χρησιμοποιήσω, για να κατανοήσω που βρίσκομαι βάσει του κλάδου των Θεωρητικών μαθηματικών,που ασχολείται με τις ιδιότητες τους, καθώς και με τα προβλήματα που προκύπτουν από τη μελέτη αυτή.
Σήμερα η Ελλάδα, βάσει ερευνών, κατέχει το 2ο μικρότερο ποσοστό γεννήσεων στην Ευρώπη, με μόλις 1,3 γεννήσεις ανά γυναίκα. Τι να αντιπαραθέσω εγώ, λοιπόν, μία almost40something, σε αυτά τα αδιάσειστα στοιχεία, όταν δεν έχω καταφέρει να καλύψω ούτε το 1,3 της γυναικείας υποχρέωσης μου.
Και έτσι, μαζί με την βόμβα της υπογεννητικότητας που εκρήγνυται στην χώρα, μένει από μπαταρία και το βιολογικό μου ρολόι.
Μαζί με αυτά, έρχεται και το τελικό χτύπημα της έκθεσης που παρουσίασαν οι Επίτροποι Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων, η οποία διαπιστώνει πως η Ελλάδα, μέχρι το 2050 και μόνον λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της, θα αντιμετωπίσει σχεδόν 12% μέση αύξηση των δαπανών για συντάξεις και περίθαλψη. Όλα αυτά, δε, με ένα μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σε 1,6% ετησίως ως το 2030 και μόλις 0,8% ως το 2050.
Καταλήγω, έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω πως είμαι ένα όνειδος για την ελληνική Οικονομία, σαν να κυβερνούσα τη χώρα εγώ, τουλάχιστον, τα τελευταία 40 χρόνια.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, συνεχίζω να σιτίζομαι από τη Μαμά μου, της οποίας τα ταπεράκια έχουν αναστενάξει από τα δρομολόγια. Για να προσεγγίζω και μια πιο ψυχαναλυτική σκέψη θα μπορούσα να πω, πως αρνούμαι, πολύ απλά, να αποκοπώ από τον ομφάλιο λώρο της. Και, ίσως, το φαγητό να είναι η τελευταία, αλλά πιο ουσιαστική σύνδεση μαζί της. Η Μητέρα τροφός. Πόσο βαθιά είναι, ίσως, χαραγμένη στο υποσυνείδητο μου αυτή η αρχέγονη και αρχέτυπη σχέση;
Ίσως γι’ αυτό δεν έμαθα να μαγειρεύω. Ίσως να ήθελα να μείνω για πάντα παιδί. Και εκείνη… ίσως γι’ αυτό συνεχίζει να μου μαγειρεύει. Επειδή κι εκείνη επιθυμεί, με τη σειρά της, να παραμείνω για πάντα το παιδί της. Και, τελικώς, με αυτή την άτυπη συμφωνία κυριών, παραμένουμε στις ψυχές μας και οι δύο νέες, χωρίς κανείς να διαταράσσει αυτήν την ισορροπία. Ούτε καν ο χρόνος που περνά.
Όταν, βέβαια, φτάνεις στα 40 θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να σου έχουν συμβεί κάποια βασικά πράγματα κι αυτά σύμφωνα με τα «πρέπει» της κοινωνίας. Λογικά θα πρέπει να έχεις παντρευτεί, να έχεις παιδιά, να δουλεύεις και να βγάζεις τα δικά σου χρήματα. Και τότε θεωρείσαι «χορτασμένη» και «πλήρης».
Στην περίπτωση μου, όμως, το μενού περιλαμβάνει μόνο εργασία-ευτυχώς- και κάποια χρήματα. Δεν υπάρχει το πρώτο πιάτο με σύζυγο, πόσο μάλλον, το επιδόρπιο με παιδιά. Είναι, δηλαδή, σαν να βρίσκομαι σε δίαιτα, ή για να το πούμε πιο κομψά, σε ισορροπημένη διατροφή.
Η αλήθεια μου όμως είναι άλλη. Βαριέμαι θανάσιμα μόνο το φιλέτο κοτόπουλο που συνοδεύεται από σαλάτα. Θέλω να φάω, επιπλέον, ένα μοσχαρίσιο καρπάτσιο για την αρχή και ένα προφιτερόλ με παγωτό βανίλια για το τέλος. Ενώ άλλες φορές, νομίζω πως δεν θέλω να φάω τίποτα. Να μείνω νηστική. Και, πλέον, κουράστηκα να μην το παραδέχομαι, επειδή δεν είναι πολιτικώς ορθό ή επειδή ντρέπομαι.
Αντί, λοιπόν, του πλήρους γεύματος που μου «πρέπει» και εν μέσω οικονομικής κρίσης περιορίζομαι στα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση μου.
Δεν φταίει βέβαια, μόνο, το χρέος της χώρας για την κατάσταση μου. Το χρέος φταίει για άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα το ότι δεν μπορώ να πνίξω τον πόνο μου στα παπούτσια.
Και για να μιλήσουμε με οικονομικούς όρους και πάλι, εγώ, σίγουρα, φταίω για το έλλειμα που έχω δημιουργήσει μέσα μου. Άλλωστε, αν συσταθεί μια Ανεξάρτητη Αρχή με σκοπό την αναζήτηση των όποιων ευθυνών, καταγράφοντας την πραγματική συναισθηματική μου κατάσταση, θα καταλήξει σίγουρα να μου προτείνει μέτρα ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης μου.
Μήπως, λοιπόν, να ξεκινήσω από αυτή την στιγμή υποστηρίζοντας τα δικά μου «πρέπει» και «δεν πρέπει»; Μήπως να συνειδητοποιήσω πως όσο κακό είναι το «πρέπει», άλλο τόσο είναι και το «σώνει και ντε»;