Ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε το παραπάνω ερώτημα και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από την εποχή των σπηλαίων οι άνδρες είχαν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όπως και οι γυναίκες άλλωστε. Ο άνδρας ήταν ο κυνηγός και η γυναίκα η συλλέκτρια.
Αυτά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αποδείχθηκαν πολύ ισχυρά και στα δύο φύλα, έως τις αρχές του 20ου αιώνα, με τα πρώτα κύματα του φεμινισμού. Μέσα στην ταξική κοινωνία οι γυναίκες έδωσαν μεγάλους αγώνες για τη χειραφέτησή τους από την ανδρική κυριαρχία. Κι ενώ ενός καλού μύρια -θα έπρεπε να- έπονται, όπως ισχύει με τα κακά, αντ’ αυτού η κατάσταση ξέφυγε και η ανδρική κυριαρχία μεταλλάχθηκε σαν γενετικά τροποποιημένο τρόφιμο, σε μία άλλη πανίσχυρη χημική ένωση.
Με τη βοήθεια της γενετικής μηχανικής, μέσω μιας εντυπωσιακής τεχνικής ελέγχου των γονιδίων, δημιουργήθηκε μια διασταύρωση που μοιάζει να καθίσταται εφικτή μόνο σε εργαστήριο και δεν είναι άλλη από την «μητρική κυριαρχία».
Τι, όμως, κάνει την μητρική κυριαρχία πανίσχυρη; Η απάντηση φαινομενικά μοιάζει απλή. Η μητέρα είναι μια πολύ σημαντική μορφή για το γιο της. Εκείνη του δείχνει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται στο άλλο φύλο και τί να περιμένει και αυτός από τις γυναίκες.
Η μητρική αγάπη κάνει το αγόρι να νιώθει δυνατό, ισορροπημένο και να έχει αυτοπεποίθηση. Και επομένως, η γυναίκα αυτή είναι το ίνδαλμα του και γι’ αυτό, ίσως, πολλές φορές ασυνείδητα αλλά και συνειδητά να συγκρίνει την κοπέλα του με τη μαμά του .
Όταν, όμως, αυτή η άδολη αγάπη μετατραπεί σε κτητικότητα, τότε αρχίζουνε τα δύσκολα. Και αυτό συνήθως συμβαίνει όταν μία άλλη γυναίκα μπει στη ζωή του γιού της σαν σύντροφος του.
Κι έτσι η μάνα-μητέρα-μαμά αρχίζει να νιώθει ανασφάλεια πως κάποιος επιθυμεί να πάρει τη θέση της. Και τότε αρχίζουν τα δύσκολα για όλες εμάς, που στην πραγματικότητα θέλουμε κι εμείς να γίνουμε μαμάδες και να διαιωνίσουμε, στον αιώνα τον άπαντα, την μητρική κυριαρχία που τόσο μας ταλαιπωρεί.
Τι να πρωτοπεί και ο Φρόιντ, που εστίασε στην παιδική ηλικία διαπιστώνοντας πως το υλικό που αναδύεται έπειτα από κάθε ψυχανάλυση αφορά πάντοτε σε αυτή την περίοδο της ζωής του αναλυόμενου. Όπως υποστήριξε με θέρμη, κάθε σύγκρουση, νεύρωση της προσωπικότητας του ατόμου έχει τη βάση της στην παιδική ηλικία και στις όποιες επιθυμίες ή φαντασιώσεις αυτή δημιούργησε.
Πως εξηγείται, όμως, πως εμείς θέλουμε να γίνουμε αυτή η γυναίκα που τόσο κριτικάρουμε για την παρεμβατικότητα της και την εμπλοκή της σε οτιδήποτε μπλοκάρει την εξέλιξη με τον γιόκα της; Πως εξηγείται πως εμείς θέλουμε να γίνουμε εκείνη που μας ταλαιπωρεί, περνώντας από μαγνητικό τομογράφο το κάθε μας βλέμμα, το κάθε μας ψέλλισμα;
Και άντε να τα ξεπεράσεις όλα αυτά και να δείξεις ανωτερότητα. Να κάνεις την υπέρβασή σου, να αποδεχθείς το οιδιπόδειο, να περιορίσεις το φόβο και να σταματήσεις τις προβολές, όπως θα έλεγε και ο ψυχοθεραπευτής σου.
Τι γίνεται, όμως, όταν η ίδια επιστημονική οικονομική κοινότητά σου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. «Βραδυφλεγής βόμβα η υπογεννητικότητα και γήρανση του ελληνικού πληθυσμού» και συνειδητοποιείς, έτσι απλά από έναν τίτλο ότι ευθύνεσαι και για τα δύο. Και μεγαλώνεις χωρίς περιορισμό και δεν αναπαράγεσαι.