Περνώντας τα χρόνια σε απασχολούν διαφορετικά θέματα, απ’ ότι παλιότερα. Το ότι μεγαλώνουμε, χωρίς φρένο, φαίνεται, επιπλέον, από ένα βασικό παράδειγμα. Όταν ήμασταν μικροί δεν επιτρεπόταν ν’ αργούμε τα βράδια και έπρεπε, επίσης, να πηγαίνουμε νωρίς για ύπνο ενώ δεν το θέλαμε. Τώρα πια μπορούμε ν’ αργούμε όσο επιθυμούμε τα βράδια και ταυτοχρόνως, θα θέλαμε να κοιμόμαστε περισσότερο απ’ όσο, τελικώς, μπορούμε, λόγω των καθημερινών υποχρεώσεων.
Επίσης τα ερωτήματα που ετίθεντο, όταν ήμασταν παιδιά, ήταν σαφώς πιο προβλέψιμης απάντησης, ακόμα και αν αποφεύγαμε για λόγους στρατηγικής να μην τα απαντήσουμε με ειλικρίνεια. «Πότε θα μαζέψεις το δωμάτιο σου;». Κι ενώ η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ήταν δεδομένη, κοινώς «ποτέ», επειδή δεν μας έπαιρνε να απαντήσουμε έτσι ωμα, αποδεχόμασταν την επόμενη «πίστα του παιχνιδιού», που λογικά θα ήταν: «Μάζεψε τώρα το δωμάτιο σου!», κάτι που, αναγκαστικά, στο τέλος θα συνέβαινε.
Όπως, συνέβαινε και με το ερώτημα, «γιατί η ξαδέρφη σου πήρε καλύτερους βαθμούς από σένα;». Στην πραγματικότητα, η απορία θα έπρεπε να απαντηθεί με ένα «ούτε που ξέρω, ούτε που με νοιάζει», αντ’ αυτής, η συνέχεια της κουβέντας οδηγούσε συνήθως στην προστακτική φράση «Πρόσεξε την πορεία σου στο μέλλον!».
Και ο καιρός πέρασε και τα άσκοπα ερωτήματα διαφοροποιήθηκαν. Όταν είσαι μια almost40something οι ερωτήσεις οι οποίες είναι της μόδας, είναι συγκεκριμένες.
«Πότε θα παντρευτείς;» ή σε άλλη version διατύπωσης, «γιατί δεν έχει παντρευτεί;».Φυσικά όμως, δεν επιτρέπεται από την κοινωνία ν’ απαντήσεις «και σένα τι σε νοιάζει; Μάλλον δεν θα παντρευτώ και δεν έχω παντρευτεί γιατί έτσι μου αρέσει», αλλά, δυστυχώς, μπαίνεις στη διαδικασία να δικαιολογηθείς πως «δεν προέκυψε, ή δεν βρέθηκε ο κατάλληλος».
Έτσι, λίγο αργότερα οι ερωτήσεις αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. «Πότε θα κάνεις ένα παιδί; Δεν θα προλάβεις, το γνωρίζεις;» ή ακόμα καλύτερα «μα δεν θέλεις να κάνεις ένα παιδί;». Κι εκεί που θέλεις ν’ απαντήσεις «Μας δουλεύεις; Είναι ερώτηση αυτή; Δεν συνέβη, δεν ήρθε ποτέ, μεγάλωσα, δεν θέλω, έχω θέματα ιατρικά-ψυχολογικά-οικονομικά κλπ.», φτάνεις, τελικώς, να απολογείσαι με φράσεις, όπως «δεν έτυχε μωρέ..» και για άλλη μια φορά, κρύβεις την θλίψη σου κάτω από το χαλάκι, ούσα δακτυλοδεικτούμενη για αρκετούς.
Ακόμα, όμως, κι αν σου έχουν συμβεί, όλα όσα επιβάλει η κοινωνία, δηλαδή, έχεις παντρευτεί με Παπά και με κουμπάρο, έχεις και παιδάκια και τότε προκύψει το απρόσμενο και χωρίσεις, τα ερωτήματα -απελπισμένου ενδιαφέροντος- είναι ακόμη πιο συγκινητικά.
«Πώς θα ζήσεις μόνη σου; Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι; Δεν θα είναι εύκολη η ζωή σου από εδώ και πέρα». Τότε εσύ κοιτάς απελπισμένη, δείχνοντας συγκατάβαση, καθώς ελπίζεις σε κάποιον που θα σε βγάλει από τη δύσκολη θέση, αφήνοντάς σε στην ταλαίπωρη ησυχία σου. Στην πραγματικότητα αυτό που θέλεις να φωνάξεις είναι, «και τι σε νοιάζει εσένα; Ξέρεις πως ήταν η ζωή μου πριν, με αυτόν τον σύντροφό; Ξέρεις πως ζούσαν τα παιδιά μου με δυστυχισμένους γονείς;» και πάλι, αντί αυτών, το μόνο που ξεστομίζεις είναι «το ξέρω πως είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να πάνε όλα καλά».
Βάσει λοιπόν όλων των παραπάνω, παρατηρούμε πως όλα τα άκομψα ερωτήματα, που μας τίθενται καθημερινά και που συνήθως είναι και πολύ σοβαρά, μπορούν να μας οδηγήσουν σε άπειρες στιγμές κατάθλιψης. Συνήθως, ξεστομίζονται χωρίς ιδιαίτερη σκέψη από τους γύρω μας. Εμάς, όμως, αν και είναι προϊόντα ελάχιστης σκέψης, μας πολιορκούν και μας οδηγούν σε άκυρες ενδοσκοπήσεις για το τι κάνουμε λάθος. Το ερώτημα «πάλι χώρισες;» είναι ικανό να μας ρίξει στα πατώματα, ενώ όταν μας τεθεί, εμείς θα προσπαθήσουμε να εμφανίσουμε στο πρόσωπό μας ένα μικρό χαριτωμένο μειδίαμα, γιατί πάνω απ’ όλα θα πρέπει να αποδείξουμε στους άλλους, πως είμαστε συγκροτημένες και δυνατές.
Άραγε έχουμε πει ποτέ σε κάποιον, που μας ρωτά, αυτά τα άκομψα και αδιάκριτα, «δική μου είναι η ζωή και θα την ζήσω όπως επιθυμώ! Ασχολήσου, λοιπόν, κι εσύ με τη δική σου! Ήδη πονάω με αυτά, που μου συμβαίνουν. Γιατί πρέπει να υφίσταμαι και την δική σου πίεση;»
Για ποιο λόγο, όμως, μας απασχολεί τόσο πολύ, το τι θα πουν οι άλλοι; Για ποιο λόγο χάνουμε τον ύπνο μας για να είναι αρεστές όλες μας οι πράξεις; Κάποτε σε μια διαφωνία που είχα με την μητέρα μου, την ρώτησα αν της δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα το να μην είμαι, τελικώς, η «Miss Τέλεια», ένα γεγονός που θα ικανοποιούσε τους πάντες. Εκείνη, αν και με κοίταξε κάπως προβληματισμένη, μου φάνηκε πως, επιτέλους, κατάλαβε. Ίσως ν’ αντιλήφθηκε πως τις δικές της ανάγκες στη ζωή, τις προέβαλε πάνω μου, χωρίς να μπορεί να καταλάβει την πίεση που μου ασκούσε.
Πριν από δύο μήνες κατηφορίζοντας έναν δρόμο στο Κέντρο της Αθήνας, είδα από μακριά μια κοπέλα, η οποία εργαζόταν, στο παρελθόν, στο σπίτι μίας φίλης μου. Με αναγνώρισε και την αναγνώρισα. Κοντοστάθηκα για να την χαιρετήσω, ενώ, ταυτόχρονα, μιλούσα στο τηλέφωνο. «Δεν παντρεύτηκες ε;», μου είπε κι εγώ έμεινα «κάγκελο». Άρχισα να γελάω, για να ξορκίσω την αμηχανία μου και της απάντησα, τύπου άνετη, πως εγώ δεν βρίσκω άντρα. Έπειτα χωριστήκαμε. Δεν το πίστευα αυτό που είχε συμβεί. Ένας άσχετος άνθρωπος, θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις να μου έχει χαλάσει τη διάθεση, έτσι απλά ξεστομίζοντας, ότι του είχε κατεβεί στο κεφάλι. Και το χειρότερο είναι πως εγώ, θα του το είχα επιτρέψει.
Οπότε, ίσως θα πρέπει να το φιλοσοφήσουμε λίγο περισσότερο, ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, που θέλουμε να θεωρούμαστε. Τέρμα, λοιπόν, η πίεση από τους άλλους. Αρκετή κουβαλάμε από μόνες μας. Ας σταματήσουμε επιτέλους τις απαντήσεις στα ερωτήματα, που μπορεί κάποιες φορές να περιέχουν «νοιάξιμο», αρκετές, πάλι, είναι απλώς βιτριολικά σχόλια.
Ας θέσουμε τα ερωτήματα στον εαυτό μας και ας προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με ειλικρίνεια. Τι μας δυσκολεύει; Τι θα θέλαμε ν’ αλλάξουμε; Τι φοβόμαστε; Τι κρύβεται πίσω από τις επιλογές και τις πράξεις μας; Τι τελικώς μας κάνει ευτυχισμένες;
Συζητώντας με την φίλη μου την Καίτη, πριν από λίγο καιρό, αναλύσαμε διεξοδικά τη δύσκολή θέση που βρέθηκε, όταν θέλησε να αποκρύψει το τέλος μιας σχέσης της, για ν’ αποφύγει τα ερωτήματα που προκαλούν πόνο. Αν κάποιος το καλοσκεφτεί, όλο αυτό, είναι εντελώς γελοίο, ειδικά, μάλιστα, όταν η ίδια έπρεπε να βρει τρόπο να διαχειριστεί τον χωρισμό της και να σταθεί στα πόδια της. Τελικώς, την απασχολούσε εξίσου, το τι θα της έλεγαν οι άλλοι για τον χωρισμό της. Κοινώς ταλαιπωρία επί δύο.
Σκέφτομαι, λοιπόν, πως όλοι μας και περισσότερο εγώ, πρέπει να πάψουμε ν’ ακούμε. Ας κλείσουμε, επιτέλους, τα αυτιά μας στις Σειρήνες, όπως ο Οδυσσέας και ας ακούσουμε τη φωνούλα που κρύβεται μέσα μας. Κάτι θέλει να μας πει εδώ και καιρό αλλά δεν την αφήνουμε, γιατί, μάλλον, προτιμούμε τα exit polls που γίνονται για εμάς. «Γιατί πιστεύετε πως η συγκεκριμένη almost40something δεν κατάφερε να παραμείνει στη σχέση;».Εν αντιθέσει με τις κανονικές δημοσκοπήσεις, η μόνη απάντηση που θα έπρεπε να μας ικανοποιεί είναι το «δεν ξέρω-δεν απαντώ».
Και από την πλευρά μας, όμως, θα πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο, πως δεν μας ενδιαφέρει, αν ο άλλος έχει άποψη, γιατί χωρίσαμε, το πότε θα κάνουμε παιδιά, ή γιατί επιλέξαμε να είμαστε μόνες μας. Ας προσπεράσουμε τις περίεργες κοπέλες που, ενδεχομένως, θα συναντήσουμε στον δρόμο και ας προχωρήσουμε στην κανονική ζωή, απαντώντας μόνο στα δικά μας ερωτήματα.