Όταν μια θυσία, θυμίζει τη δειλία γύρω μας, τότε σημαίνει πως η «Άλκηστη» συνάντησε την Κατερίνα Ευαγγελάτου.

Η Επίδαυρος, είναι ταυτισμένη στο μυαλό μου, σχεδόν, με όλα μου τα καλοκαίρια. Πιστεύω, άλλωστε, πως έχω υπάρξει από τα τυχερά παιδιά, που βρέθηκαν σε πολύ μικρή ηλικία στο Αρχαίο Θέατρο και μάλιστα, για κάποιες από τις παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει στο παρελθόν, μου αρέσει να κοκορεύομαι», μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Επιπλέον, δεν νοείται για εμένα ομαλή μετάβαση στις διακοπές, αν δεν ακολουθήσω κάθε χρόνο με θρησκευτική ευλάβεια όλο τελετουργικό. Να «ξεκοκαλίσω», δηλαδή, από νωρίς όλο το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών, να εξασφαλίσω τα εισιτήρια στην παράσταση που επιθυμώ και να οργανώσω στην εξόρμησή μου και όλα τα super παρελκόμενα- εξαιρετικό φαγητό και Disco Capaki στα καπάκια.

Φέτος, λοιπόν, για πολλούς λόγους επέλεξα να δω την «Άλκηστη» της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Ο βασικότερος από αυτούς, όμως, ήταν πως τον τελευταίο καιρό νιώθω να περνάω μια σοβαρή «Ευαγγελίτιδα».

Όπερ σημαίνει πως μετά τον Φάουστ, που πλέον συγκαταλέγεται στις αγαπημένες παραστάσεις των τελευταίων ετών, αλλά και το 1984 που μου βασάνιζε το μυαλό μου για μέρες, θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να την «συναντήσω» και στο Κοίλο της Επιδαύρου.

Πριν βρεθώ, όμως, στο θέατρο φρόντισα να μάθω περισσότερα για την υπόθεση του έργου, μιας και δεν αποτελούσε ένα από τα γνωστά blockbusters, τα οποία παίζω στα δάχτυλα του ενός χεριού, όπως οι συμφορές του γένους των Λαβδακιδών και τελικώς, εκ του αποτελέσματος αντιλήφθηκα, πως έπραξα σωστά.

Μαθαίνοντας περισσότερα για την υπόθεση ήμουν πλέον προετοιμασμένη πως δεν θα παρακολουθούσα μια κλασική τραγωδία. Θα έλεγα, μάλιστα, πως καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης ένιωθα πως παρακολουθούσα ένα διαφορετικό, περίεργο είδος.

Άλλωστε, η συνύπαρξη μερικών τραγικών και πολλών κωμικών στοιχείων, καθώς και το ασαφές φινάλε, περιέπλεξε την κατάταξη του έργου, σε ένα από τα δύο, γνωστά τοις πάσι, είδη.

Συγκεκριμένα, λοιπόν, ενώ ο  Άδμητος θρηνούσε τη γυναίκα του, ο θρήνος του έμοιαζε να πλησιάζει τα όρια του γελοίου. Ενώ η Άλκηστη είχε πάρει την απόφαση να πεθάνει αντί του συζύγου της, η θυσία της, έμοιαζε κενή και δίχως λογική. Ενώ ο Φέρης φαινόταν, δικαίως, να επιθυμεί να νουθετήσει και να επαναφέρει, με τα λόγια του, στην τάξη τον γιο του , η εικόνα του παρέπεμπε σε εγωκεντρικό, ξεμωραμένο γέρο.

Κάποια στιγμή, ενώ γελούσα, νιώθοντας ταυτοχρόνως μια έντονη πικρία, σκέφτηκα πως η «Άλκηστη» δεν είναι σε καμία περίπτωση μία τραγωδία, ούτε όμως μία κωμωδία. Αποφάσισα να ονομάσω το είδος αυτό, που για πρώτη φορά συναντούσα, εντελώς αυθαίρετα εκείνη τη στιγμή, «ειρωνεία».

Η ειρωνεία, άλλωστε, είναι ο λόγος που χαρακτηρίζεται από δηκτική διάθεση και συνήθως λέει το αντίθετο από αυτό που εννοεί. Έτσι κάτω από από το πρίσμα της «ειρωνείας» όλα άρχισαν να καταλαμβάνουν μια κάποια λογική θέση μέσα στο κεφάλι μου.

Η ζωή και ο θάνατος, το πένθος και η υποκρισία που εμπεριέχει, οι συζυγικές σχέσεις και η θέση της γυναίκας, αλλά και πολύ περισσότερο η εξουσία, μπήκαν στα ανάλογα κουτάκια του μυαλού μου.

Άλλωστε η επίδειξη δύναμης και η επιβολή της άποψης που προερχόταν από την εξουσία ήταν, για εμένα, διάχυτη σε όλο το έργο. Ξεκινούσε από από τις πολλές εικόνες στη σκηνή και κατέληγε στην ουσία. Από τη μία υπήρχαν τα ρούχα στρατηγού του Άδμητου και από την άλλη η υπέροχη στρατιωτική κίνηση του καλοκουρδισμένου χορού.

Ο χορός, μάλιστα, που θεωρώ πως ήταν ένα από τα ατού της παράστασης- μαζί με τη ζωντανή μουσική- ντυμένος με ρούχα της δεκαετίας του 70, έμοιαζε με τον απλό λαό που ζει κάτω από ένα απολυταρχικό καθεστώς το οποίο, τεχνηέντως, μειώνει την κρίση του. Ο απόλυτα ακριβής στρατιωτικός χαιρετισμός, μαζί με την, χωρίς επεξεργασία σκέψης, αποδοχή των λόγων του Βασιλιά έδειχνε το μέγεθος της χειραγώγησής τους. Όλες οι διαφορετικές αντιδράσεις τους έμοιαζαν μελετημένες από τον Μαέστρο- Άδμητο. Το πένθος ήταν βαθύ, ο θρήνος έντονος, το πέρασμα στις Ερινύες ειλικρινές και η πίστη στον Τύραννο πανίσχυρη.

Σαν μαριονέτες, μέσα από μια υπέροχη κίνηση, έμοιαζε ν’ αντιδρούν μόνο με τρόπο, που ο Άδμητος επέτρεπε και επέβαλε. Επρόκειτο, λοιπόν, για την έκφραση της κοινής γνώμης, διαμορφωμένη από τον απόλυτο αρχηγό.

Επιπλέον, σημαντικός πρωταγωνιστής της παράστασης ήταν το σκηνικό. Ένας κρατήρας συνέδεε τον πάνω με τον κάτω κόσμο. Όλοι οι πρωταγωνιστές ακροβατούσαν μπροστά στην είσοδο του Άδη, σαν να φλέρταραν με τη ζωή και το θάνατο. Και γύρω από αυτήν την είσοδο και μέσα σε αυτήν υπήρχε το χώμα. Το χώμα που θα φιλοξενούσε την νεκρή, αλλά και τους νεκρούς συνειδήσεων.

«Χους ει και εις χουν απελεύσει» Αυτό το ίδιο χώμα σκόνισε ακόμα και τους θεατές, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Άλλωστε, στην Άλκηστη ήμασταν μάρτυρες σε μία ταφή και το χώμα που αναπνεύσαμε στην ατμόσφαιρα, από θεατές μας έκανε συνένοχους στην αδικία και τον παραλογισμό.

Στον παραλογισμό της θυσίας. Μιας και η «χαζή» όπως την περιγράφει ο Ευριπίδης μέσω του Φέρη, Άλκηστη αποφασίζει να πεθάνει στη θέση του. Να χαθεί για έναν Άδμητο. Ένα αδειανό πουκάμισο. Για κάποιον που δεν θα χάλαγε τη βολή του για κανέναν στον κόσμο κι ενδεχομένως ούτε για τα παιδιά του. Η θυσία της Άλκηστης δεν μοιάζει με τη θυσία του Αβραάμ και τη δοκιμασία που αυτή περιέχει, ούτε με τη θυσία της Ιφιγένειας η οποία υποτίθεται πως έγινε για έναν «σημαντικό» σκοπό, αλλά είναι μετέωρη και άδικη.

Κι ενώ, λοιπόν, το πρώτο από τα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη προκάλεσε συζητήσεις για το είδος στο οποίο ανήκει, ταυτοχρόνως, προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου φαίνεται να έχει ψάξει βαθιά με κινήσεις χειρουργού ν΄ανακαλύψει όλα τα κρυμμένα μυστικά του. Δημιούργησε ξεχωριστούς χαρακτήρες που ο καθένας του υπηρέτησε το βαθύ ειρωνικό σχολιασμό της «Άλκηστης».

Δίπλα της έχει τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, να πλάθει με άρτιο τρόπο τον πιο ανήθικο Άδμητο, προκαλώντας μέχρι και εκνευρισμό. Την Κίττυ Παϊταζόγλου που κατάφερε να «μιλήσει» σαν νεκρή. Τον μεστό και σπουδαίο, Γιάννη Φέρτη σε ένα ρόλο συνολικής υπερβολής. Αλλά και τον Απόλλωνα, τον Θάνατο και τον Υπηρέτη που ήταν, απολύτως, διαβασμένοι, ακριβείς και ουσιαστικοί.

Και κάπου εκεί και ο Ηρακλής, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, όπως αντιλήφθηκα από την ανάγνωση της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Με παιδική υπόσταση, αλλά και με εικόνα στα όρια του γκροτέσκου. Ένας ημίθεος που μοιάζει με κλόουν, με πρόσωπό που γελά και θρηνεί την ίδια στιγμή. Ένας ήρωας που αποχωρίστηκε την λεοντή και έκρυψε το συναίσθημα κάτω από το έντονο μακιγιάζ. Κρατώντας ένα κρανίο μοιάζει να σχολιάζει τη ματαιότητα του βίου, ως ένας άλλος Άμλετ, ενώ φαίνεται ν’ ακολουθεί με έναν δικό του, αιρετικό τρόπο, τον δρόμο της Αρετής. Τον ερμήνευσε με συγκινητική ειλικρίνεια ο Δημήρης Παπανικολάου.

Κλείνοντας, πιστεύω πως η «Άλκηστη» δεν είναι ένα εύκολο έργο και σε καμία περίπτωση η ερμηνεία της δεν είναι μονοδιάστατη. Η σκηνοθέτης έχοντας μελετήσει πολύ, κατανόησε όλα της τα συστατικά και είμαι σίγουρη πως επέλεξε να τους ρίξει και περισσότερο αλάτι για να τα νοστιμίσει.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχει το υπόβαθρο, την μόρφωση και την καλλιέργεια, ώστε να μπορεί να καταπιάνεται με σπουδαία και πολύ διαφορετικά έργα. Φαίνεται ν’ αναλύει μέχρι και τα σημεία στίξης των κειμένων, αλλά και όλα όσα κρύβονται κάτω από τις λέξεις. Είχε, βέβαια, και την τύχη να μεγαλώσει σ’ ένα σπουδαίο σπίτι, που της έδωσε τα εφόδια για να ανοίξει τα φτερά της. Όμως η αξία δεν κληρονομείται. Αποκτάται με σκληρή δουλειά, μυαλό, σεβασμό, σοβαρότητα και μέτρο. Κι έτσι για άλλη μία φορά με εντυπωσίασε.

Η «Ευαγγελίτιδα» μου συνεχίζεται λοιπόν!
Το επόμενο ραντεβού μας θα είναι το Σεπτέμβριο στο Ηρώδειο, στον Αμύντα.

 

Απάντηση