Όταν η Μαίρη Παναγιωταρά απαίτησε για τον εαυτό της ένα day off…

Kατά καιρούς ακούω διαφόρους να παραπονιούνται δημοσίως ή να μονολογούν απελπισμένοι, πως οι 24 ώρες της ημέρας δεν τους αρκούν για να προλάβουν την διαμορφωμένη και προδιαγεγραμμένη καθημερινότητά τους.

Προσωπικά, ανήκω στις περιπτώσεις αυτές, που με μία μαγική-υστερική- ψυχαναγκαστική μέθοδο καταφέρνω, όλα τα ενήλικα χρόνια της ζωής μου, να προλαβαίνω τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Με απόλυτη στοχοπροσήλωση, σε μία αέναη διαδικασία λεπτομερούς προγραμματισμού, οργανώνω, σημειώνω, εντάσσω, συμμετέχω και φέρνω εις πέρας, άπειρες «σχολικές και εξωσχολικές» υποχρεώσεις.

Και αν και ο χαρακτήρας της «Μαίρης Παναγιωταρά» του Λουκιανού Κηλαιδόνη, γεννήθηκε στην μακρινή εποχή των Μαμάδων μας, όταν η γυναικεία χειραφέτηση, έκανε τα πρώτα σταθερά και δυναμικά της βήματα, προσπαθώντας με αγωνία να συνδυάσει τον τριπλό ρόλο της σύντροφου, μητέρας και εργαζόμενης, τελικώς φαίνεται να «φοριέται» πολύ και στις μέρες μας, με μικρές παραλλαγές.

Τελευταία, λοιπόν, νιώθω απλά ότι τρέχω ασταμάτητα, έχοντας χάσει τόσο το τρένο, όσο και την μπάλα. Τρέχω να προλάβω, όλα όσα φαίνεται να μη προλαβαίνονται. Ατελείωτες ώρες στη δουλειά- επτά ημέρες την εβδομάδα- μετακινήσεις από το ένα μέρος στο άλλο, συντήρηση σπιτιού, τάισμα και καθάρισμα γάτας, επιπλέον αναζήτηση νέου σπιτιού, και επιτέλους, μια συντροφική ζωή της προκοπής, που απαιτεί τον χρόνο που της πρέπει.

Μέσα σε όλο αυτό το χάος, για του οποίου την δημιουργία, ευθύνομαι εγώ και όχι το σύμπαν που συνωμοτεί εναντίον μου, έχω καταφέρει να μειώσω δραματικά τις δραστηριότητες οι οποίες ανέκαθεν με γέμιζαν χαρά και ενέργεια. Έτσι, το τελευταίο διάστημα, ούτε τους φίλους μου βλέπω, ούτε τα θέατρά μου παρακολουθώ, ούτε τα μπαλέτα μου κάνω, ούτε βρίσκω χρόνο να γράψω, ούτε να διαβάσω και να ξεστραβωθώ.

Κοινώς, στην κρίσιμη ηλικία των almost40something και μέσα σε μερικούς μήνες, έχω αφήσει στην άκρη, όλα αυτά τα οποία έχω αγωνιστεί να κατακτήσω, τα οποία μάλιστα με χαρακτηρίζουν και έχουν, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώσει και την προσωπικότητα μου. Σκέφτομαι, πως αν ήμουν ζωγράφος, θα έλεγα, ότι όλες αυτές οι συνταρακτικές, για την ζωή μου, αλλαγές, θα μπορούσαν, εύκολα, να οδηγήσουν τα έργα μου, σε μια καταθλιπτική γκρι περίοδο έκφρασης.

Θυμάμαι, πως κάποτε, εννοείται, φυσικά, προ κρίσης, ένας Προϊστάμενος, μου είχε πει χαριτολογώντας, πώς όσο μεγαλώνουμε, θα πρέπει να εργαζόμαστε λιγότερο και να αμειβόμαστε περισσότερο. Αλλά φευ! Έτσι απλά και χωρίς να χρειάζονται και περαιτέρω αναλύσεις, ως γνωστόν, ήρθαν «τα πάνω-κάτω» και έτσι, όσοι από εμάς προσβλέπαμε σε μια ζωή βατή και χωρίς λακκούβες, βρεθήκαμε από τα σαλόνια του Τιτανικού, στις βάρκες σωτηρίας.

Και άντε και σωθήκαμε και μετά τι γίνεται; Το σοκ φάνηκε, από την αρχή, πως δεν θα ξεπεραστεί εύκολα. Ευτυχώς, όμως, το δικό μου αίσθημα αυτοσυντήρησης ενεργοποιήθηκε αυτομάτως και έκτοτε η απόφαση ήταν και είναι μία. Και θα επιπλεύσω και θα κολυμπήσω. Και έκτοτε, αναγκαστικά, καλούμαι να διαπρέψω σε όλα τα στιλ. Ελεύθερο, ύπτιο, πρόσθιο ακόμα και πεταλούδα.

Η φίλη μου η Ηλέκτρα, υποστήριζε από παλιά, πως όσα πράγματα έκανα εγώ σε μία ημέρα, τα πραγματοποιούσε εκείνη σε δύο εβδομάδες. Και για να είμαι ειλικρινής, ακόμη και αν το σχόλιο της, εμπεριείχε τον ήχο από ένα μικρό καμπανάκι, που με ενημέρωνε πως μια μικρούτσικη υπερβολή την έχω στην ζωή μου, εγώ χαιρόμουν και ήλπιζα μια μέρα να καταφέρω να χωρέσω ακόμα περισσότερα μέσα στην ημέρα μου.

Κι έτσι, σιγά αλλά σταθερά, όλες οι συνευρέσεις με γνωστούς και φίλους, οι νεωτερίστικες παραστάσεις, καθώς και όλων των ειδών οι παρουσιάσεις, εντάσσονταν στο μαύρο καρνέ μου, το οποίο με ιδιαίτερη ικανοποίηση άνοιγα, αρκετές φορές, αυτοθαυμάζοντας την υπερδραστηριότητά μου.

Σε μια ψυχοθεραπευτική συζήτηση πριν από μερικά χρόνια, μου τέθηκε το ερώτημα, αν θα μπορούσα να καθίσω ένα απόγευμα στο σπίτι μου, κάνοντας απολύτως τίποτα. Αμέσως αναρωτήθηκα έντρομη. Και τι θα συνέβαινε τότε; Τι θα ακολουθούσε αν βρισκόμουν, απλά, να κοιτάζω το ταβάνι; Ομολογώ, πως με έπιασε πανικός. Η σκέψη της μοναξιάς και της απόλυτης ησυχίας με τάραξε.

Κι όμως, δύο χρόνια μετά από από αυτήν συζήτηση, ένα βράδυ Σαββάτου βρέθηκα μόνη στο σπίτι. Με ανοιχτή την τηλεόραση στο mute, ξαπλωμένη στον καναπέ μέσα στο ημίφως, χάζευα τα δέντρα του δρόμου από το παράθυρο. Η στιγμή ήταν μοναδική. Ένιωσα την απόλυτη ησυχία, να με χαδεύει. Θυμάμαι, πως ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό μου. Ήμουν ευτυχισμένη και ήρεμη. Εκείνη η στιγμή έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου για πολύ καιρό. Συνειδητοποίησα οτι μπορούσα να μείνω εκεί καθισμένη για πολλή ώρα. Με χαλαρές όλες μου τις αισθήσεις. Με καμία βιασύνη. Έμοιαζε σαν το ουράνιο τόξο να είχε προβάλλει, μετά από την καταιγίδα.

Έτσι, λοιπόν, και σήμερα. Μέσα στο απόλυτο τρέξιμο και τον κατακλυσμό, αυτό επιζητώ. Αυτές τις σιωπηλές ώρες. Σε έναν καναπέ. Στο ημίφως. Με τον σύντροφό μου.

Και πράγματι, μπορεί να προσπαθώ να τα προλάβω όλα, όπως όλες οι σύγχρονές γυναίκες της ηλικίας μου, ακόμη και τα πιο σύνθετα. Αλλά, τελικώς, επιθυμώ κάτι πιο απλό. Πιο βασικό. Θέλω λίγο ουσιαστικό χρόνο για μένα, να νιώσω δυνατή, γεμάτη, ζωντανή. Θέλω αυτόν τον χρόνο περισυλλογής, που θα με βοηθήσει να γίνω καλύτερη εργαζόμενη, κόρη, αδερφή, φίλη, σύντροφος, σύζυγος, μητέρα.

Άλλωστε, όπως και πολλές άλλες almost40something δίπλα μου, «δεν είμαι τίποτα το σπέσιαλ, το καταπληκτικό, είμαι αυτό που λέμε δείγμα τυπικό», αλλά ταυτοχρόνως, είμαι και αυτό που οφείλει να μάθει να φέρεται στον εαυτό του, σαν να είναι κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Όπως όλες μας.

 

 

 

Απάντηση